Παρασκευή, Ιανουαρίου 17, 2025

Ο εκδοτικός οίκος

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Κοίταξα για τελευταία φορά στον καθρέφτη του μπάνιου -το δεξί μου μάτι είχε ένα περιποιημένο πρήξιμο που έδενε με το τσιρότο πάνω από το φρύδι αλλά κατά τα λοιπά το πρόσωπό μου ήταν ως συνήθως. Άσχημο, γέρικο, έτοιμο να κρεμάσει προγούλι. Για κάποιο ηλίθιο λόγο πέρασα μπόλικο ζελέ στα μαλλιά μου. Έξω από το παράθυρο του μπάνιου λίγα πράγματα διακρίνονταν -νυχτώνει νωρίς το χειμώνα.

Φορούσα ένα φαρδύ τζιν παντελόνι και φανελένιο πουκάμισο, μου πήρε λίγη ώρα να βρω το δερμάτινο αεροπορικού τύπου (χρώματος καφέ), με τις άπειρες εσωτερικές τσέπες και την καβάτζα μέσα από την επένδυση. Βρήκα όμως γρήγορα τις Μάρτενς μου κι αυτό οφειλόταν στο ότι είχα μόλις τέσσερα ζευγάρια παπούτσια -τι να τα κάνεις τα περισσότερα;

 

Κοντοστάθηκα δίπλα στο κράνος, βέβαια δεν το χρειαζόμουν αφού ο Δούκας είχε αναληφθεί στους ουρανούς, αλλά έχωσα στην πλαϊνή τσέπη τα κοντά δερμάτινα γάντια  ελέγχοντας τα μεταλλικά προστατευτικά πολλαπλών χρήσεων.

 

Βγήκα βιαστικά από το διαμέρισμα -κλείδωσα μέσα τους πεθαμένους μου.

 

Από το σπίτι μου ως την πλατεία είναι κοντά μισή ώρα δρόμος με τα πόδια -οι εκδόσεις του Αραμπατζή βρίσκονται δυο δρόμους πιο κάτω, κοίταξα το ρολόι μου και διαπίστωσα ότι με έπαιρνε για μια μπύρα συν ξελαχάνιασμα ως την ώρα του ραντεβού. Βγαίνοντας στη λεωφόρο, από το πεζοδρόμιο αυτή τη φορά, κοντοστάθηκα -υπήρχε κάτι που έπρεπε να κάνω.

Τράβηξα το κινητό από την εσωτερική τσέπη και πήρα τη Δήμητρα.

«Πώς ήταν αυτό;» ρώτησε αντί για απάντηση.

«Εντάξει -είμαι απαράδεκτος», παραδέχτηκα. «Αλλά χρειάζομαι βοήθεια».

«Από μένα;» ρώτησε μετά από μισό λεπτό σιωπής που την κάλυψαν τα κορναρίσματα της λεωφόρου.

«Από το Σπήλιο», είπα.

«Εντάξει», μουρμούρισε.

«Πού θα τον βρω;»

«Εξαρτάται… πού είσαι;»

«Πηγαίνω προς πλατεία»

«Πέρνα από το μαγαζί -τέτοια ώρα παραλαμβάνει».

«Σίγουρο αυτό;»

«Τίποτα άλλο;» η αγανάκτησή της ακούστηκε πάνω από τους θορύβους των αυτοκινήτων.

«Θα πρέπει κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά», είπα.

«Μαλακίες…» ξεφύσησε. «Όποτε θέλεις, το τηλέφωνό μου το έχεις».

Και μετά έκλεισε.

 

Ψάρεψα κάτι ξεχασμένα ακουστικά με καλώδιο από την τσέπη του μπουφάν και αποφάσισα να κάνω τη διαδρομή μετά μουσικής -κόντεψαν να με πατήσουν στη διάβαση όσο έψαχνα τι να βάλω, τελικά κατέληξα στους γοητευτικούς Flatfoot 56 με αποτέλεσμα να καλύψω τη διαδρομή ως το μπαρ του Σπήλιου σε 20 λεπτά.

 

Το μαγαζί ήταν εμφανώς κλειστό κι έτσι κόλλησα τα μούτρα στη τζαμαρία -από μέσα διακρινόταν κάποια κίνηση. Χτύπησα και περίμενα. Δεν έγινε τίποτα οπότε ξαναχτύπησα το τζάμι, μια σιλουέτα ξεκόλλησε από το πίσω μέρος πλησιάζοντας προς το μέρος μου.

«Τι ‘πες τώρα…» χαμογέλασε ψεύτικα ο Σπήλιος στο άνοιγμα της πόρτας. «Κι έλεγα ποιος καργιόλης μας έλειπε για να φτιάξει η μέρα».

Φορούσε ένα ξεχειλωμένο πράσινο φούτερ με στάμπα δυσδιάκριτη και στρατιωτικό παντελόνι με πλαϊνές τσέπες.

«Εδώ θα κάτσουμε;» ρώτησα.

«Όχι βέβαια… Εγώ θα πάω μέσα κι εσύ θα πας σπίτι σου. Ή όπου στον πούτσο γουστάρεις -εκτός από το μαγαζί μου», με ενημέρωσε.

Προχώρησα ένα βήμα μπροστά και τον έσπρωξα με τον δεξί μου ώμο για να μπω μέσα. Μου έκανε χώρο με το ζόρι.

«Ωραίος ο Κάστρο…» ψευτοθαύμασε.

 

Τον αγνόησα και κάθισα σ΄ένα τραπέζι στη μέση του μαγαζιού. Έβγαλα τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, αλλά όχι το μπουφάν γιατί έκανε ψοφόκρυο εκεί μέσα. Εκείνος πήγε μέχρι τη μπάρα, πήρε μια μπύρα ήδη ανοιγμένη, και ήρθε να σταθεί πάνω από το κεφάλι μου. Άναψα τσιγάρο.

«Σε φτιάξανε μια χαρά», είπε κοιτάζοντάς με προσεκτικά στο μισοσκόταδο.

«Στολίσναγια με τόνικ αφού επιμένεις», απάντησα.

Ξαφνιάστηκε για μια στιγμή και μετά γέλασε.

«Βρε μ΄έναν πούστη…» μουρμούρισε καθώς πήγαινε να μου φτιάξει το ποτό.

Στο τραπέζι δεν υπήρχε τασάκι, άρα έριχνα τις στάχτες στο πάτωμα, σκέφτηκα ότι δεν θα τον πείραζε ιδιαίτερα.

«Είμαστε μόνοι;» τον ρώτησα όταν μου έφερε το ποτό και θρονιάστηκε απέναντί μου.

«Γιατί -θα μου κάνεις ερωτική εξομολόγηση;» έσκυψε προς το μέρος μου. «Τι τρέχει με την αδερφή μου ρε μαλάκα; Σαν πολλά πάρε-δώσε δεν έχετε;»

Ανασήκωσα τους ώμους.

«Ήθελε να τη βοηθήσω στο διδακτορικό της», είπα μπας και ξεπεράσουμε γρήγορα το όλο θέμα.

«Κι εσύ τη βοήθησες, ας πούμε… Δηλαδή πώς; Οριζοντίως ή καθέτως;»

«Κόφτο», τον προειδοποίησα.

Άπλωσε το χέρι του και καπάκωσε το δικό μου.

«Η Δήμητρα είναι πονεμένο πλάσμα, Κάστρο. Δεν θα της κάνει καλό να μπλέξει μ΄ένα μαλάκα που θα την παρατήσει άνευ λόγου».

«Εντάξει -και γιατί μου το λες;» απόρησα.

«Σε προειδοποιώ», μούγκρισε πιέζοντας το χέρι του.

Του τίναξα την παλάμη μακριά και έπιασα το ποτήρι.

«Δεν τρέχει τίποτα με τη Δήμητρα και δεν ήρθα να μιλήσουμε γι΄αυτό», ξεκαθάρισα.

Περίμενε, κοιτάζοντάς με εξεταστικά.

«Θέλω να μάθω ποιοι καργιόληδες μάς την έπεσαν», τον ρώτησα.

Γέλασε.

«Τι σκατά ήθελες στην πλατεία με το Μπόρις;» ρώτησε με τη σειρά του.

«Ήρθαμε να πιούμε ένα ποτό, δεν ήξερα ότι απαγορεύεται», είπα.

«Απ΄ότι φαίνεται, απαγορεύεται δια ροπάλου», χαχάνισε με το αστείο του.

«Ποιοι ήταν;» ξαναρώτησα.

«Βρες τους και πάρτους», είπε.

Κοιταχτήκαμε για λίγο -έτοιμοι για καυγά.

«Άκου», ξεκίνησα ήρεμα. «Δεν ήρθα να ζητήσω τα ρέστα για μένα, ούτε για το Μπόρις. Αλλά αυτοί οι καργιόληδες έκαψαν το Δούκα. Πες μου τώρα εσύ -τι πρόβλημα είχαν με τη μηχανή;»

«Εντάξει, υπάρχει κάποιο τελετουργικό σε όλα αυτά, υποθέτω…» σχολίασε.

«Τελετουργικό και τ΄αρχίδια μας κουνιούνται. Δεν ήρθα να ψάξω τους πιτσιρικάδες, αυτοί δε με ενδιαφέρουν. Ήταν μαζί τους και δυο μεγάλοι -αυτούς θέλω».

Με κοίταξε χαμογελώντας.

«Αυτό που θέλεις είναι να γίνω χαφιές και να μου κάψουν το μαγαζί», είπε.

«Έτσι πάει λοιπόν…» μουρμούρισα.

Ήπια το υπόλοιπο ποτό μου αμίλητος. Ο Σπήλιος τσίμπησε ένα τσιγάρο από το πακέτο μου και το άναψε.

«Μην τα σκαλίζεις ρε Κάστρο», είπε τελικά. «Έκανες μαλακία που μπλέχτηκες -κρύψου στο σπιτάκι σου για ένα διάστημα και θα περάσει η μπόρα…»

Χαμογέλασα.

«Λοιπόν, φιλαράκο», του απάντησα όσο σηκωνόμουν, «το ίδιο ακριβώς μου είχαν πει κι οι μπάτσοι πριν κάτι χρόνια».

Μάζεψα το πακέτο μου, τράβηξα δυο τσιγάρα και τα άφησα στο τραπέζι μπροστά του συν ένα δεκάρικο για το ποτό όσο εκείνος συννέφιαζε.

Και κάπως έτσι έφυγα από το μαγαζί του.

 

 

Ο εκδοτικός οίκος του Αραμπατζή ήταν, περιέργως, εντυπωσιακός. Γωνιακό οίκημα, ανακαινισμένο νεοκλασικό, με βιβλιοπωλείο στο μπροστά μέρος και γραφεία στον πάνω όροφο. Άναψα ένα τσιγάρο χαζεύοντας τις βιτρίνες, μπόλικη λογοτεχνία της μόδας -σκανδιναβικά αστυνομικά, ρομαντικές ιστορίες αγγλοσαξονικής προελεύσεως, ασιατικές συνταγές ευζωίας και κάτι βαρύγδουποι τόμοι για πανεπιστημιακή διάθεση. Τα ΒΙΠΕΡ έπαιρναν την εκδίκησή τους -αφού κατάφεραν να αναγνωριστούν ως λογοτεχνία (δικαίως), έπνιξαν κάθε άλλο λογοτεχνικό ρεύμα. Αδίκως; Ποιος ξέρει… Το εμπόριο ποτέ δεν εμπόδισε ένα πραγματικά καλό βιβλίο -ίσως και να το έκανε δηλαδή, αλλά ποτέ δεν το μάθαμε, οπότε άνοιξα την πλεξιγκλάς πόρτα και μπήκα αρκούντως κουμπωμένος.

Η κοπέλα στο ταμείο με πληροφόρησε ότι αν ήθελα να δω τον κύριο Αραμπατζή θα έπρεπε να βγω έξω και να ξαναμπώ από την πλαϊνή είσοδο που οδηγούσε στον πάνω όροφο κι αυτό ακριβώς έκανα.

Ανέβηκα με το ασανσέρ και βρέθηκα μπροστά σε μια ακόμα πλεξιγκλάς πόρτα που άνοιγε σε ενιαίο χώρο με γραφεία παραταγμένα μπροστά στα θεόρατα τζάμια των παραθύρων -μάλλον υπήρχε κάποιο χοντρό κόλλημα με τη διαφάνεια και τη φωτεινότητα σε αυτό τον εκδοτικό οίκο. Βέβαια ήξερα ότι το άπλετο φως χρησιμοποιείται για να κρύψει το βαθύ σκοτάδι, αλλά προτίμησα να αφήσω τις απόψεις μου στον εξωτερικό διάδρομο. Ένας πιτσιρικάς με κοτσίδα και γενειάδα με οδήγησε στην αίθουσα συσκέψεων, στο κέντρο του χώρου -δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι η αίθουσα περιβαλλόταν από τζαμαρίες.

Κάθισα στην πρώτη εύκαιρη δερμάτινη κρεμ καρέκλα.

«Θέλετε κάτι; Έναν καφέ, ένα αναψυκτικό;» με ρώτησε ο πιτσιρικάς.

Κοίταξα στο μεγάλο τραπέζι και διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε τασάκι, άρα ξεχνάμε τον καφέ.

«Λίγο νερό -ευχαριστώ», απάντησα.

Ο πιτσιρικάς έφυγε και ξαναγύρισε μετά από λίγο με ένα εμφιαλωμένο. Το άφησε μπροστά μου, δίπλα σε κάποιο ποτήρι που βρέθηκε εκεί ως δια μαγείας. Στη συνέχεια εξαφανίστηκε, αφήνοντάς με να περιμένω. Ωραία κόλπα -μανατζερίστικα, Αϊοκόκα κι έτσι, ας πούμε… Το τραπέζι συσκέψεων ήταν από πλεξιγκλάς (φυσικά), γύρω του υπήρχαν 12 κρεμ καρέκλες (μαζί με τη δική μου) ενώ κάτι γλάστρες με τεράστια φυτά (καλοδιατηρημένα σε βαθμό πλαστικοποίησης) απειλούσαν να ρεζιλέψουν όποιον σηκωνόταν απότομα σπρώχνοντας την καρέκλα του προς τα πίσω.

Προσπάθησα να θυμηθώ πώς πήγαινε το όλο πράγμα με τα συγγραφικά δικαιώματα την εποχή που εκδίδονταν τα βιβλία μου -ήταν μια αναλογία σε σχέση με τις πωλήσεις, κάποιο ποσό ανά βιβλίο, αλλά με τίποτα δεν μπορούσα να κάνω την αναγωγή σε ευρώ. Τι σκατά να πλήρωναν τώρα; Θυμόμουν ότι παλιά όλος ο τζερτζελές γινόταν για το σε ποια θέση θα μπουν τα βιβλία στη βιτρίνα, τι εκδηλώσεις προώθησης θα διοργανώνονταν -το κεφάλι μου άρχισε να κουδουνίζει και ήμουν έτοιμος να την κοπανήσω από εκεί μέσα γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να μπλέξω σε τέτοιες ιστορίες πάλι.

Τότε άνοιξε η πόρτα -ο Αραμπατζής, σαφώς γερασμένος και παχύτερος από τις φωτογραφίες, μαζί με μια τριαντάρα καρακάξα κι ένα συνομήλικό μου, κοντό με μπυροκοιλιά, μπήκαν σχεδόν ταυτόχρονα.

Χάζευα τα ρούχα τους -ο Αραμπατζής ντυμένος με τζιν και φαρδύ γαλάζιο πουκάμισο (όλα επώνυμα), η καρακάξα με κολλητό μαύρο φόρεμα και τεράστιο χρυσό μενταγιόν κι ο δικός μου με ξεχειλωμένο πουλόβερ, άστα να πάνε…

«Καλώς ορίσατε κύριε Καστρινέ», χαμογέλασε ο Αραμπατζής καθώς μου έκανε μια χλιαρή χειραψία.

«Καλώς σας βρήκα», ανταπέδωσα όσο οι υπόλοιποι ακροβολίζονταν στο τραπέζι. Η καρακάξα άνοιξε ένα τεράστιο ντοσιέ και το ‘ριξε στο διάβασμα όσο ο άλλος τυπάκος ξεκίνησε να παίζει με το κινητό του.

«Η κυρία Βερούτη είναι υπεύθυνη για τις δημόσιες σχέσεις και ο κύριος Λιόλιος είναι ο διευθυντής του ατελιέ», έκανε τις συστάσεις ο Αραμπατζής.

Οι άλλοι δύο απλώς ένευσαν όταν άκουσαν το όνομά τους και ξαναγύρισαν στις ασχολίες τους. Εγώ δεν είπα τίποτα.

«Γνωρίζετε τα βιβλία μας κύριε Καστρινέ;» πετάχτηκε απότομα η καρακάξα τινάζοντας μια τούφα από τα κοκαλωμένα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά της.

«Έχω διαβάσει κάποια από αυτά», παραδέχτηκα γρήγορα.

«Πώς σας φάνηκαν;» ξαναρώτησε.

«Τα βιβλία;» απόρησα. «Ξέρω ‘γω; Σα βιβλία…»

«Η Λίνα εννοεί πώς σας φάνηκαν οι εκδόσεις», ανέλαβε να βοηθήσει ο Αραμπατζής.

Έξυσα το κεφάλι μου γιατί, πραγματικά, δε θυμόμουν να έχω αγοράσει βιβλίο των εκδόσεών τους. Απλά είχα διαβάσει πολλές από τις ανατυπώσεις που έκαναν, αλλά σε παλιότερες εποχές, όταν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος οίκος.

«Εντάξει», μουρμούρισα κοιτάζοντας τη Λίνα Βερούτη η οποία τσαλάκωσε ένα χαρτί από το ντοσιέ.

«Λοιπόν, σκοπεύουμε να κάνουμε ένα άνοιγμα σε Έλληνες συγγραφείς, σύγχρονους -και τα βιβλία σας θα είναι η πρώτη μας κίνηση», είπε ο Αραμπατζής που έπιασε γρήγορα την αμηχανία στην ατμόσφαιρα.

«Τα βιβλία μου εκδόθηκαν για πρώτη φορά πριν από μια εικοσαετία περίπου -δεν με λες και σύγχρονο συγγραφέα», γέλασα απαντώντας του.

«Αντιθέτως… Είστε εκτός από σύγχρονος και επίκαιρος», με διόρθωσε ο Αραμπατζής.

Κοίταξα τον τυπάκο που εξακολουθούσε να παίξει με το κινητό του -τον ζήλεψα για μια στιγμή.

«Για ποιο βιβλίο μου ενδιαφέρεστε;» ρώτησα.

«Για όλα», πετάχτηκε η Βερούτη.

Αυτό δεν το περίμενα.

«Από τα 8 βιβλία σας, τα 5 είναι εξαντλημένα από τους εκδότες. Και τα άλλα 3 βρίσκονται με δυσκολία και μόνο κατόπιν παραγγελίας», συνέχισε.

Δε μίλησα.

«Σκοπεύουμε να προχωρήσουμε σε συνολική επανέκδοση -ολόκληρης της σειράς…» είπε ο Αραμπατζής.

«Άμεσα», τον συμπλήρωσε η Βερούτη.

Τέντωσα τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι, ήπια λίγο νερό και κοίταξα τον Αραμπατζή.

«Δηλαδή αυτό που θέλετε είναι να εκμεταλλευτείτε το θόρυβο που γίνεται σχετικά με μένα», είπα.

«Κακό είναι;» απόρησε.

«Όπως το πάρει κανείς…» απάντησα.

«Σας δίνουμε 10%, νομίζω ότι πρόκειται για αρκετά γενναιόδωρη προσφορά», είπε γρήγορα ο Αραμπατζής.

«10% επί των πωλήσεων -σωστά;» ρώτησα.

«Μείον τα έξοδα προώθησης και επικοινωνίας φυσικά», συμπλήρωσε η Βερούτη.

Χαμογέλασα.

«Χάρηκα που τα είπαμε -λέω να πηγαίνω», τους πληροφόρησα.

«Τι εννοείτε;» πετάχτηκε η Βερούτη.

Ο τυπάκος άφησε στην άκρη το κινητό και με κοίταξε με ενδιαφέρον.

«Ακούστε», είπα ακουμπώντας τους αγκώνες μου πάνω στο τραπέζι. «Εδώ υπάρχει ένα θέμα που έχει φτιαχτεί από τα δελτία ειδήσεων και μπορεί να ξεφουσκώσει όσο γρήγορα φούσκωσε. Όπως θα είδατε στα κανάλια κι όπως βλέπετε μπροστά σας, είχα μια πρόσφατη περιπέτεια η οποία μπορεί να κόψει αναγνωστικό κοινό… Αφού λοιπόν εδώ μιλάμε για μπίζνες, ας το κάνουμε σωστά. 50 χιλιάδες και παίρνετε τα βιβλία δικά σας».

Με κοίταξαν με ειλικρινή ανησυχία.

«Είστε τρελός;» σφύριξε η Βερούτη.

Ο Αραμπατζής σήκωσε αργά το χέρι -ησυχία επικράτησε.

«Όταν λέτε πως παίρνουμε τα βιβλία δικά μας;» ζήτησε να μάθει.

«Παίρνετε τα δικαιώματα», του εξήγησα. «Και τα κάνετε ότι θέλετε. Τα εκδίδετε, τα καίτε, τα πουλάτε σε φυλλάδες…»

«Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα, εμάς μας ενδιαφέρει η γνώμη του συγγραφέα, η ενεργή συμμετοχή του, αναπτύσσουμε σχέσεις μαζί του -είμαστε κάτι σαν οικογένεια», είπε.

Με το ζόρι κρατήθηκα να μη γελάσω.

«Εντάξει, εμένα δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά», ξεκαθάρισα. «Δεν σας ξέρω και δεν ξέρω αν θέλω να σας γνωρίσω. Μπορεί λοιπόν, στο μέλλον, να σας φέρω ένα νέο βιβλίο μου και να το εκδώσετε…»

«Θα χαρούμε πολύ», πετάχτηκε ο τυπάκος.

Ξαφνιάστηκα -αυτόν τον είχα ξεχάσει.

«Μέχρι τότε όμως», συνέχισα κοιτάζοντάς τον, «θέλετε κάποια βιβλία μου που έχουν κάνει τον κύκλο τους -προσωπικά τα θεωρώ τελειωμένα. Και τα θέλετε γιατί με ξεσκίζουν στις ειδήσεις, άρα, πολλοί μαλάκες θα θέλουν να τα διαβάσουν από αρρωστημένη περιέργεια. Αυτό εμένα μου μοιάζει με εμπορική συμφωνία και όχι με οικογενειακό τραπέζι -λοιπόν, σας είπα την τιμή μου».

«30», μουρμούρισε ο Αραμπατζής.

«40 κι ο κλόουν μέσα», αντιπρότεινα.

«Ο κλόουν;» ρώτησε η Βερούτη.

«Εννοεί ότι θα συμμετέχει στις εκδηλώσεις προώθησης», εξήγησε ο τυπάκος.

Εντάξει, δικός μας ήταν αυτός…

 

Ο Αραμπατζής σηκώθηκε με αργές κινήσεις. Κοίταξε τους υπαλλήλους του.

«Νομίζω ότι μπορούμε να περάσουμε στο μπουφέ», τους είπε.

Μετά γύρισε προς εμένα.

«Καλωσήρθατε στην οικογένειά μας κύριε Καστρινέ», μου ευχήθηκε.

«Ότι πεις…» μουρμούρισα καθώς σηκωνόμουν. «Έχω όμως έναν τελευταίο όρο…»

Κοντοστάθηκε, οι άλλοι είχαν φτάσει ήδη στην πόρτα.

«Θέλω τα 10 άμεσα και τα υπόλοιπα όταν βάλετε μπροστά τις μηχανές», του είπα.

«Κανένα πρόβλημα», χαμογέλασε.

 

Τον ακολούθησα σε μια άλλη αίθουσα με μικρότερα παράθυρα και θέα στη λεωφόρο. Ένας κύριος καθόταν πίσω από το μπουφέ, έψαξα γρήγορα να εντοπίσω το αλκοόλ. Η Βερούτη τηλεμεταφέρθηκε δίπλα μου και με άρπαξε από το μπράτσο -τρόμαξα λίγο.

«Ανυπομονώ να συζητήσουμε για τις εκδηλώσεις προώθησης», μου είπε.

«Θα το δέσετε με το θόρυβο στα κανάλια φυσικά…» επανέλαβα.

«Άκου Νίκο -μου επιτρέπεις τον ενικό, έτσι;» δεν περίμενε την απάντησή μου και συνέχισε. «Θεωρώ ότι πρέπει να έχεις βήμα για να εκφράσεις τις απόψεις σου, είμαι εξοργισμένη με τη δολοφονία χαρακτήρα που υφίστασαι…»

«Άσε που αν είναι αλήθεια τα όσα λένε, θα πάνε άπατα τα βιβλία», τη συμπλήρωσα.

«Αν ήταν αλήθεια δε θα σου προτείναμε συνεργασία», είπε.

Μαγκώθηκα. Πώς στο διάολο με είχαν ψάξει; Από πού;

«Τι συνωμοτείτε εσείς οι δυο;» μας πλησίασε πρόσχαρα ο Αραμπατζής. «Λίνα, άσε τον άνθρωπο να βρέξει λίγο το λαιμό του».

Η Βερούτη ξεκόλλησε από πάνω μου και πήρα ένα ποτήρι φτηνή σαμπάνια που μου πρόσφερε ο Αραμπατζής. Τη σιχαίνομαι τη σαμπάνια.

«Συνήθως προτιμώ το ουίσκι», μου ψιθύρισε. «Εσύ;»

«Βότκα τόνικ σαν το Σιντ Βίσιους», άκουσα μια φωνή από πίσω μου.

Ο τυπάκος είχε πλησιάσει κρατώντας δυο ποτήρια -μου πρόσφερε το ένα. Το πήρα, δοκίμασα. Εντάξει ήταν. Ο Αραμπατζής μας άφησε μόνους.

«Δε με θυμάσαι ρε Κάστρο;» είπε ο τυπάκος.

Τον κοίταξα. Φάτσα ταλαιπωρημένη, στίγματα αλκοολικού στη μύτη και στα μάγουλα, δε μου έλεγε τίποτα απολύτως.

«Ο Λίο, από την Καλών Τεχνών…» με βοήθησε.

Τον κοίταξα καλύτερα προσπαθώντας να καταλάβω αν μου κάνει πλάκα.

Ο Λίο, ένα αδύνατο, χλωμό παιδί με φράντζα που του έκρυβε το δεξί μάτι -μπλιτζάς, η ψυχή των πάρτυ…

«Εσύ είσαι;» ψέλλισα.

«Εντάξει -έχω τα χάλια μου, μην το κάνεις θέμα», γέλασε.

«Όλοι τα χάλια μας έχουμε, δεν έχει σημασία», πήγα να το γυρίσω.

«Εσύ είσαι ακόμα μια χαρά», είπε.

«Όπως το δει κανείς… Τι δουλειά έχεις εδώ ρε Λίο;»

«Κάπως πρέπει να βγαίνει το μεροκάματο… Δούλευα με τον πατέρα του Αραμπατζή, πριν πάρει αυτός εδώ τα κουμάντα. Μεγάλος μαλάκας ο γέρος -είχε πήξει την αγορά στην παραψυχολογία και στις ακάλυπτες… Ευτυχώς ο γιός του τα σουλούπωσε κάπως τα πράγματα».

Χαμογέλασα στραβά.

«Ότι δηλαδή, το να σκάει 40 για ν΄αγοράσει τις μαλακίες μου είναι σουλούπωμα…»

Με χτύπησε στον ώμο.

«Και 100 ήταν πρόθυμος να δώσει -θα βγάλει έναν σκασμό από τα βιβλία σου. Δεν έχεις πάρει είδηση ότι το ’80 αναβιώνει;»

«Ξέρεις, όλο αυτό δε με ενδιαφέρει καθόλου… Απλά χρειαζόμουν τα χρήματα».

«Θα μπορούσες να πάρεις και περισσότερα», μου είπε.

«Δε χρειάζομαι περισσότερα», του απάντησα.

Σήκωσε τους ώμους.

«Για πες μου κάτι ρε Λίο», έκανα όσο αυτός κατέβαζε λαίμαργα το ποτό του. «Εσύ έδωσες τις πληροφορίες για μένα;»

«Ποιος άλλος;» απόρησε γνήσια.

«Και πώς ήξερε ότι θα συμφωνήσω κι είχε έτοιμο μπουφέ;»

«Επειδή την προσφορά την έκανε για τα μάτια -θα δεχόταν ότι του ζητούσες, σε λογικά πλαίσια βέβαια».

«Κοίτα να δεις που είμαι σταρ τελικά…» χαμογέλασα. «Λοιπόν φίλε Λίο, επειδή έχω και κάτι δουλίτσες, πότε βλέπεις να μπορώ να την κάνω από ‘δω μέσα;»

«Κάτσε, θα σε φτιάξω», μου είπε κι έφυγε προς τον Αραμπατζή.

Όσο ήμουν μόνος χάζευα τη λεωφόρο πίνοντας το ποτό μου. Βασικά, είχα μια τεράστια ανάγκη για τσιγάρο, θα άρχιζα να μασάω τα νύχια μου αν τράβαγε κι άλλο η υπόθεση.

Ο Αραμπατζής με έπιασε από τους ώμους.

«Πάμε στο γραφείο μου», είπε.

Πήγαμε.

 

Το γραφείο του ήταν σκοτεινό, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο χώρο. Βαριά, παλιά έπιπλα και μυρωδιά ξύλου. Μου έδειξε ένα φάκελο με αυτιά και λάστιχα στο οβάλ τραπέζι συσκέψεων που είχε στο κέντρο του δωματίου. Τον άνοιξα -μέσα υπήρχαν δυο αντίγραφα συμβολαίων.

«Μισό λεπτό», μου ζήτησε.

‘Έβγαλε δυο πούρα από  τον υγραντήρα στο πίσω μέρος του γραφείου του. Άναψε το δικό του και μου πρόσφερε το άλλο.

«Προτιμώ τα τσιγάρα μου, αν δεν σας πειράζει», είπα ανακουφισμένος.

Σήκωσε τους ώμους και παράτησε το πούρο στο τραπέζι, δίπλα στα συμβόλαια. Τους έριξα μια ματιά. Έχανα τα δικαιώματα των βιβλίων μου και αναλάμβανα την υποχρέωση να φέρω ότι έγραφα από εδώ και πέρα πρώτα σε αυτούς και μόνο σε περίπτωση αρνητικής απάντησης θα είχα δικαίωμα να μιλήσω με άλλο εκδοτικό οίκο. Επίσης αποδεχόμουν τη συμμετοχή μου σε 5 ως 10 εκδηλώσεις προώθησης, σε 5 τηλεοπτικές συνεντεύξεις και σε 8 ραδιοφωνικές. Γύρισα να τον δω όπως καθόταν πίσω από το μαονένιο γραφείο του.

«Μοιάζει να ξέρετε με ακρίβεια τις εκδηλώσεις και τις συνεντεύξεις», παρατήρησα.

«Είναι στάνταρ αυτά», είπε.

«Στάνταρ ε; Και γιατί 8 ραδιόφωνα και όχι 5 ή 10 ας πούμε;»

Χαμογέλασε.

Πήρα ένα στυλό και υπέγραψα τα δυο συμβόλαια -φουλ υπογραφή στο τέλος και μονογραφή σε κάθε σελίδα. Απ΄ ότι είδα, εκείνος είχε ήδη υπογράψει.

«Πείτε μου τον αριθμό του λογαριασμού σας κύριε Καστρινέ», ζήτησε ανοίγοντας το λάπτοπ του.

Τον βρήκα στο τηλέφωνό μου και του τον είπα. Στο λεπτό άκουσα την ειδοποίηση για νέα κατάθεση.

«Σιδεροκέφαλος», μου ευχήθηκε.

«Α, τόσο καλά…» διαπίστωσα.

Κάθισα στην πολυθρόνα στην εξωτερική πλευρά του γραφείου του καπνίζοντας -ευτυχώς είχε εκεί μπροστά ένα γιγάντιο τασάκι από φυσητό γυαλί.

«Η Λίνα θα είναι σε καθημερινή επαφή μαζί σας για το αμέσως προσεχές διάστημα και μετά ο κύριος Λιόλιος…» ξεκίνησε να λέει.

«Εντάξει -εφόσον αγοράστηκα, εσείς κάνετε παιχνίδι», τον διέκοψα. «Κι αφού είμαστε πλέον οικογένεια…» τον κοίταξα για να δω αν θα γελάσει «μπορώ να μάθω τι περιμένετε να βγάλετε από όλο αυτό;»

«Αφού μιλάμε σαν οικογένεια…» έκανε βγάζοντας τον καπνό αργά, «θα πρέπει να ξέρετε ότι είστε πολύτιμο asset για εμάς. Η εγχώρια λογοτεχνία κύριε Καστρινέ, έχει τελματώσει. Από τη λαγνεία της παράδοσης και τα λευκά σπίτια στο Αιγαίο περάσαμε στη νευρασθενική καταγραφή του σήμερα -απότοκο της κατάρας των blogs… Με λίγα λόγια, το κοινό χωρίστηκε σε γριές κυρίες που θέλουν να ξεχαστούν με ρομαντικές ιστορίες και νεαρά παιδιά που δεν έχουν μάθει να πληρώνουν για βιβλία, ούτε να διαβάζουν πάνω από 2 σελίδες μαζεμένες. Τι μας λείπει; Οι παραγωγικές ηλικίες των 30 έως 50. Σκοπεύουμε να σας κάνουμε επιτυχία κι έτσι να δημιουργήσουμε μια σχολή συγγραφέων που θα απευθύνονται σε αυτές τις ηλικίες. Όχι πια εμφύλιος, όχι πια πικρή ξενιτιά, όχι πια ανέλπιδοι καλοκαιρινοί έρωτες αλλά ούτε και τι φάγαμε χτες, πιο μαγαζί τρεντάρει και πόσο βαριόμαστε όταν πηδιόμαστε. Είμαι κατανοητός;»

«Αφού λοιπόν έχουμε υπογράψει συμβόλαια», έκανα βγάζοντας καπνό από τη μύτη, «μπορώ να σας πω ότι δεν πιστεύω πως θα πετύχετε κάτι με όλα αυτά. Οι παραγωγικές ηλικίες που λέτε δε διαβάζουν γιατί δεν έχουν χρόνο ούτε να χέσουν. Και τα βιβλία μου έχουν ξοφλήσει…»

Γέλασε.

«Μένει να τα δούμε όλα αυτά κύριε Καστρινέ», είπε.

Έσβησα το τσιγάρο, σηκώθηκα.

«Θα πρέπει να πηγαίνω», απολογήθηκα.

«Να πάτε στο καλό. Κάτι τελευταίο… Απ΄ότι είδα, για την υπόθεσή σας δεν δώσατε καμιά συνέντευξη στα κανάλια, προτιμήσατε μια εφημερίδα φιλικά προσκείμενη…»

«Σε μένα;»

«Γενικώς… Να ξέρετε λοιπόν ότι μέσα στην εβδομάδα θα μιλήσετε σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων, η Λίνα θα σας ενημερώσει σχετικά».

«Η πρώτη από τις 5 συνεντεύξεις;» τον ρώτησα.

«Όχι… Η συνέντευξη δεν θα αφορά τα βιβλία και δεν θα πείτε κουβέντα σχετικά. Η συνέντευξη θα αφορά την υπόθεσή σας».

«Κι αν αρνηθώ;»

«Τότε θα γίνει η πρώτη από τις 5 συνεντεύξεις…»

«Όπου θα μιλήσω για τα βιβλία;» χαμογέλασα.

«Αν θέλετε να σας πάρουν με τις πέτρες, μπορείτε να το κάνετε», χαμογέλασε με τη σειρά του.

Είχε δίκιο ο καργιόλης…

 

Κατέβηκα στην πλατεία, έκοψα λίγο κίνηση -πεθαμένα πράγματα, η πλατεία δεν ήταν πια το κέντρο του σύμπαντος -κάτι πλανόδιοι πούλαγαν σιντί και ντιβιντί, μια παρέα που κοντοστεκόταν μέχρι να αποφασίσει, λίγοι βιαστικοί περαστικοί, η ώρα ήταν 7 και κάτι, η νύχτα ερχόταν περίπου κρύα, σα μπύρα σε συνοικιακό σουβλατζίδικο. Κοίταξα γύρω μου, δεν υπήρχε κανένας δικός μου. Σκέφτηκα να τους φωνάξω αλλά δεν πήγαιναν έτσι τα πράγματα. Οι πεθαμένοι έρχονται όποτε θέλουν, το κέρδισαν αυτό το δικαίωμα με το θάνατό τους. Είπα λοιπόν να πάω στον μοναδικό πεθαμένο μου που έμενε άθαφτος κι έτσι ανηφόρησα προς τον πεζόδρομο -εκεί ήταν ο Δούκας, ξασπρισμένος από τη φωτιά και τη σκόνη του δρόμου. Κάποτε θα πέρναγε κάποιο σκουπιδιάρικο του Δήμου, από εκείνα τα ειδικά, να τον μαζέψει και να τον παραχώσει σε τίποτα χωματερές κι έτσι ο Δούκας θα γινόταν ανάμνηση για όσο ακόμα διέθετα μνήμη. Μετά θα πέθαινε οριστικά.

 

Από συνήθεια γύρισα προς το απέναντι μαγαζί κι εκεί καθόταν ο μαλάκας με τα ξυρισμένα πλαϊνά του κεφαλιού και το κοτσιδάκι, δίπλα του καθόταν μια κοπελίτσα με κολάν κάτω από μαύρο φόρεμα, φαρδύ μπουφάν και πάνινα αθλητικά. Έτρωγαν κρέπες στον εξωτερικό πάγκο του μαγαζιού -τι άλλο;

Τους πλησίασα από πίσω, ήταν πολύ απασχολημένοι για να με προσέξουν. Φόρεσα τα γάντια μου με τα σιδερένια προστατευτικά. Όταν τους έφτασα η κοπέλα γύρισε προς το μέρος μου αλλά ο μαλάκας ήταν κομμάτι αργός, οπότε τον άρπαξα από το κοτσιδάκι και του κοπάνησα τα μούτρα στον ξύλινο πάγκο. Η κοπελίτσα ούρλιαξε, δεν έδωσα σημασία.

«Πού είναι οι άλλοι;» τον ρώτησα κρατώντας ακόμα τα μαλλιά του.

Με κοίταξε, η μύτη του είχε στραβώσει κι έτρεχε αίμα από το στόμα του.

«Τι θες;» ψέλλισε.

«Πες τους ότι θα τους βρω όπου κι αν πάνε», του εξήγησα.

Μετά τον άφησα και γύρισα να φύγω.

 

Πριν κάνω τρία μέτρα μου είχε ορμήσει η κοπελίτσα -κουλουριάστηκε στο δεξί μου πλευρό κι άρχισε να με βαράει με τις γροθιές της στο πρόσωπο.

Ούρλιαζε.

«Καργιόλη…. ποιος πούστης είσαι… θα πεθάνεις…» και τέτοια.

Και συνέχιζε να με χτυπάει μέχρι που βρεθήκαμε στη μέση της πλατείας -εκεί σταμάτησα, την άρπαξα από τη μέση και την κράτησα μακριά μου.

«Δεν είναι για μένα, αλλά για το Δούκα -πες τους να ξέρουν, θα τους βρω», της εξήγησα.

Πάλευε απεγνωσμένα να με πλησιάσει κι αυτό δεν ήταν καλό γιατί σύντομα θα χαλάρωνα τη λαβή μου εξουθενωμένος. Κοίταξα λοιπόν προς τα πίσω.

«Δε φαίνεται καλά ο δικός σου», της είπα.

Όντως, είχε πάρει να γέρνει ο μαλάκας από το σκαμπό.

«Θα σου σκίσουμε τα ράμματα, αρχίδι», τσίριξε η κοπελίτσα και με παράτησε για να τρέξει να τον βοηθήσει.

Πήρα τη Μπενάκη αλλά γρήγορα έστριψα δεξιά, χώθηκα στα δρομάκια των ερειπωμένων ανθρώπων κι εκεί βρήκα έναν τοίχο εύκαιρο για ν΄ακουμπήσω.

 

Άναψα καινούργιο τσιγάρο και κατάλαβα ότι είχα λαχανιάσει.

 

Λοιπόν, όποιος θέλει να με ξεσκίσει, να πάρει χαρτάκι από το μηχάνημα -μην έχουμε τίποτα παρεξηγήσεις.

 

Γέλασα ανακουφισμένος.

 

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι