Περίληψη προηγουμένων:
1. Όπου ο ήρωας κατεβαίνει από το αεροπλάνο επιστρέφοντας στην κωλοπόλη του μετά από 20 χρόνια. Τον περιμένει μια παλιά φίλη, η Ρέα και μπόλικος, άσχετος με το θέμα, εκνευρισμός.
2. Δίνονται κάποιες αναγκαίες εξηγήσεις σχετικά με τον Πέτρο, που σαπίζει σε ψυχιατρείο και ο ήρωας ξανασυναντάει την κτηνώδη κίτρινη -μπλε Τενερέ 600.
3. Η Τενερέ πηγαίνει στο συνεργείο και ο ήρωας ανακαλύπτει οτι τον ανακάλυψαν.
4. Μια επίσκεψη στο μπαρ ενός παλιού φίλου, Σπήλιος το όνομα, καταλήγει σε κλωτσοπατινάδα, όπου ο ήρωας τις αρπάζει δεόντως. Σκοπός της επίσκεψης είναι η αναζήτηση πιστολιού.
5. Μετά από άγονη περιπλάνηση (που λένε και οι μορφωμένοι) ο ήρωας βρίσκεται σε δανεικό αυτοκίνητο να παρακολουθεί το σπίτι των γονιών του Πέτρου. Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η Έλλη.
6. Μια όμορφη σχέση, διανθισμένη από μπουγέλα και τσαντιές, αναπτύσσεται μεταξύ του ήρωα και της αδερφής του Πέτρου -της Έλλης. Γίνεται και μια αναφορά στον "Καρχαρία" που θέλει να σκοτώσει ο Πέτρος. Μια ακόμα όμορφη ανθρώπινη επαφή με τους θαμώνες κάποιου κωλόμπαρου αφήνει ενθύμιο στον ήρωα, ένα βουλάρικο περίστροφο Άρκους 94.
7. Όπου ο ήρωας συναντάει οτι έχει απομείνει από τον Πέτρο.
8. Δυο φιλικές συνομιλίες -η πρώτη με μπάτσους και η δεύτερη με έναν παλιό φίλο ξεκαθαρίζουν κάποια πράγματα στον ήρωα. Όπως ας πούμε, σχετικά με το ποιος είναι ο Καρχαρίας.
9. Μια εθιμοτυπική επίσκεψη στο σπίτι των γονιών του Πέτρου καταλήγει στην "απαγωγή" της Έλλης.
10. Κάποια παραλιακή βόλτα με την Έλλη οδηγεί στην αναζήτηση του Καρχαρία και σε μια σφαίρα που κατεβάζει το τζάμι του παραθύρου του.
11. Η Ρέα ακολουθεί τους υπόλοιπους στην αναζήτηση κρυσφύγετου. Υπάρχει η προοπτική ενός εξοχικού κοντά στο Σούνιο, αλλά επιλέγεται τελικά κάποιο αραγμένο καταμαράν.
Ξημέρωνε βαριεστημένα όσο εγώ κάπνιζα στην έρημη προβλήτα. Το στομάχι μου είχε μαγκωθεί στα κόκαλα του θώρακα –σε κάθε κίνηση ξυνόταν, μάτωνε εσωτερικά. Ή έτσι το ένιωθα τουλάχιστον. Είχα και στόμα-παπούτσι νούμερο 46. Έκανε ψύχρα αλλά δεν το έπαιρνα απόφαση να μπω στο εσωτερικό του σκάφους, μύριζε αλμύρα και σαπίλα εκεί πέρα. Θα το συνήθιζα κι αυτό, με τον καιρό ίσως, αλλά όχι ακόμα. Άκουσα βήματα, γύρισα νευρικά.
«Η Ρέα βρήκε κάτι μαρμελάδες στα ντουλάπια και φρυγανιές. Δεν θα έρθεις για πρωινό;» ρώτησε η Έλλη πλησιάζοντας.
«Δεν τρώω πρωινό –προσέχω τη σιλουέτα μου», είπα.
Γέλασε νευρικά –και οι τρεις μας είχαμε γίνει νευρικοί από τη στιγμή που μπήκαμε στο αγκυροβολημένο σκάφος. Ο αέρας μάλλον έφταιγε, που ήτανε ξένος κι άβολος.
«Τα βρήκατε τελικά με τη Ρέα», διαπίστωσα.
«Από ανάγκη και προσωρινά», μουρμούρισε η Έλλη.
«Αυτό είναι αρκετό. Δεν νομίζω ότι θα προλάβετε να γεράσετε παρέα», διαπίστωσα.
Με κοίταξε.
«Μαζί, πότε θα τα βρούμε;» ρώτησε.
«Γιατί; Πότε τα χάσαμε;» έκανα χαζά.
Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, χαμογέλασε βεβιασμένα. Μετά μου γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να φεύγει, πάτησε το ένα πόδι στη γέφυρα, στράφηκε σε μένα –κάποιο στυλάκι ήταν αυτό.
«Και πόσο δεν σου πάει να κάνεις τον μαλάκα!» είπε σφυριχτά.
Φόρτωσα –κυρίως επειδή είχε δίκιο.
«Για έλα να σου πω μισό λεπτό», φώναξα.
Σταμάτησε. Ήρθε διστακτικά. Την άρπαξα από το χέρι και την πήγα σε ένα παγκάκι με θέα τις αραγμένες σκάφες.
«Υπάρχει λοιπόν μια θεωρία», ξεκίνησα κοιτάζοντας τα κύματα πέρα μακριά. «Κανένας δεν βρίσκει αυτό που θέλει, την ώρα που το θέλει –έτσι λέει η θεωρία. Αν πάλι, αυτό που θέλεις, το πετύχεις σε λάθος ώρα, είσαι πολύ τυχερός ή πολύ άτυχος –η θεωρία δεν το διευκρινίζει. Αλλά εγώ λέω –τυχερός. Τουλάχιστον είδες ότι αυτό που θέλεις, υπάρχει, δεν πήγες εντελώς ξοδεμένος, όσο το έψαχνες. Αυτό λέω εγώ. Τώρα να δούμε τι λες κι εσύ –για να γίνει κουβέντα, σωστά; Αλλά πριν αρχίσεις, να θυμάσαι. Είσαι αδερφή του Πέτρου, κάτι σαν δική μου αδερφή, αν είχα, αλλά δεν έχω άρα … κάτι περισσότερο από δική μου αδερφή. Και έχουμε ημερομηνία λήξης, δεν θα βγούμε όλοι περπατώντας από αυτή την ιστορία. Άσε που όσοι θα περπατάνε, υπάρχει περίπτωση να μην προλάβουν να φτάσουν μακριά, καθότι μολυβένιοι κι έτσι. Με πιάνεις;»
Με κοίταξε, ήταν θανατερά όμορφη.
«Τι κωλογερίστικες ιδέες είναι αυτές!» αγανάκτησε.
«Αυτές έχω, δεν προλαβαίνω να ψωνίσω φρέσκες τώρα», είπα.
«Μάλιστα», έκανε λυπημένα. «Και που πάει όλο αυτό; Πως καταλήγει; Σε καντάδες και ιπτάμενα ποτιστήρια;»
«Και κορίτσια με ξέπλεκα μαλλιά ριγμένα άδικα από μπαλκόνια και θλιβερούς τύπους σε ψωραλέα άλογα να φεύγουν κατά ανατολή μεριά …. Έτσι μάθαμε, εσύ δεν έχεις ακούσει τίποτα σχετικό;»
Γέλασε.
«Δεν έχεις ακούσει μάλλον», συμπέρανα. «Ούτε για κάποιους που έδωσαν ραντεβού στα οποία ποτέ δεν πήγαν. Ούτε γι΄αυτό –έτσι; Ξέρεις τίποτα για μας;»
«Εσάς;»
«Εμάς. Κατεβαίνουμε τις νύχτες από τους λόφους και ουρλιάζουμε στις διασταυρώσεις, αλλά δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω να μας ακούσει –δεν μπορεί –κάτι θα σου έχουν πει! Κάποιος; Τίποτα;»
Με κοίταξε στα μάτια. Προσπάθησε δηλαδή. Την απέφυγα.
«Δεν είναι δικό σου αυτό», είπε στο τέλος.
«Τίποτα δεν είναι δικό μου. Όλα κλεμμένα τα ‘χω κι έτσι πορεύομαι χρόνια τώρα, Αρσέν Λουπέν, Φαντομάς, τώρα τελευταία την έχω δει και κάπως Φάντομ Ντακ ένεκα η ανάγκη. Δεν το ΄ξερες;»
Μείναμε ακίνητοι περιμένοντας αυτόν που θα σηκωνόταν πρώτος. Δεν βιαζόμασταν. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Η Ρέα έσκασε μύτη από το φινιστρίνι.
«Έφτιαξα καφέ, θα έρθετε πριν κρυώσει;» φώναξε.
Κοιταχτήκαμε με την Έλλη.
«Τι να της πεις τώρα;» αναρωτήθηκα.
«Να της πεις ότι ερχόμαστε», γέλασε εκείνη.
«Ερχόμαστε», είπα.
«Τσακιστείτε, το καλό που σας θέλω», φώναξε η Ρέα.
Κοιταχτήκαμε και ίσως να βάλαμε τα γέλια κιόλας.
Ο καφές είχε μια γεύση γλυφή, σαν αφαλατωμένο νερό –δεν κατέβαινε εύκολα ο πούστης. Σαν αφαλατωμένο νερό ανακατεμένο με δάκρυα. Κοιταζόμασταν, οι γυναίκες πασάλειβαν φρυγανιές με βούτυρο και μαρμελάδα, έτσι –για την πλάκα τους.
«Τι γίνεται τώρα; Ποια είναι η επόμενη κίνηση –εννοώ …» αναρωτήθηκε η Ρέα.
Ρούφηξα καφέ, αηδίασα κάπως.
«Το μέρος δείχνει καλό, δεν είδα ψυχή στα ντοκ αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Όταν ξημερώσει για τα καλά θα πάω μια βόλτα στα πέριξ, αναγνωριστική ας πούμε και θα πεταχτώ μετά στο κέντρο για δουλειές. Εσείς …»
«Εμείς, εδώ -να παριστάνουμε τα έπιπλα, σωστά;» χώθηκε η Έλλη.
«Καλά, δεν είναι απαραίτητο. Μπορείτε να κάνετε και τις γλάστρες αν σας βολεύει …», σχολίασα.
«Δεν μου αρέσει η ιδέα», είπε η Ρέα.
Ξεφύσησα –μέχρι πριν κάποιες ώρες τρώγονταν σαν τα κοράκια και τώρα την είχαν δει συμμαχία! Για να μου πηδήξουν εντελώς τη μέρα –κατάλαβες;
«Μη χάνεσαι φιλενάδα», προσπάθησα να επαναφέρω κάποια τάξη. «Ο σκοπός μας παραμένει να βγάλουμε τον Πέτρο έξω. Τι γίνεται αν εμένα με βουτήξουν; Πρέπει να πάμε όλοι μαζί σαν ηλίθιοι;»
«Δεκτό. Αλλά κι εσύ πρέπει να μας πεις τι θα κάνεις. Αυτό τουλάχιστον».
«Θα ψάξω λίγο εκείνο το σπίτι του Σπήλιου, έτσι από περιέργεια ας πούμε. Και θα τσεκάρω το τρελάδικο, χρειάζεται να γίνει αυτό πριν μπουκάρουμε –δε νομίζεις;»
«Αυτά μόνο;» ρώτησε η Έλλη.
«Αυτά», απάντησα. Έλεγα ψέματα.
Οι γυναίκες φαγώθηκαν να μαζέψουν τα τσίγκινα πιάτα, τις βοήθησα να τα ξεπλύνουν στο νεροχύτη νευριασμένος γιατί ούτε τσιγάρο δεν είχα προλάβει να καπνίσω. Μετά, η Έλλη δήλωσε ψόφια και χώθηκε σε μια καμπίνα να κοιμηθεί λίγο. Έμεινα με τη Ρέα, βγήκαμε στο κατάστρωμα να μετρήσουμε τους γλάρους.
«Τι παίζει με τη μικρή;» ρώτησε στα ίσα.
«Με τη μικρή; Τι να παίζει με τη μικρή; Τίποτα δεν παίζει με τη μικρή», έκανα αθώα.
Με κοίταξε. Περίμενε.
«Η μικρή είναι μπελάς», είπα. «Και αδερφή του Πέτρου –αν θυμάσαι …»
Γέλασε.
«Τη γουστάρεις όμως!» διαπίστωσε.
«Και τι μ΄αυτό;» απόρησα.
«Και σε γουστάρει κι εκείνη –μπαμ κάνει το πράγμα!»
«Ξεφορτώσου με Ρέα, δεν επηρεάζουν πουθενά όλα αυτά που λες».
Γέλασε.
«Εσύ ξέρεις», αποφάνθηκε στο τέλος. «Με τον Πέτρο τι λες να γίνει; Νομίζεις ότι θα μπορεί να επανέλθει μετά από τόση χημεία;»
«Τι να σου πω … μπορεί … μπορεί πάλι και όχι … Πάντως, εγώ θα τον βγάλω από εκεί μέσα. Μετά … ας αποφασίσει μόνος του …»
«Μάλιστα», είπε η Ρέα διφορούμενα.
Δεν έδωσα σημασία. Σηκώθηκα.
«Νομίζω ότι καλύτερα να ξεκινήσω», είπα. Το έκανα κιόλας, ξεκίνησα, αλλά στα δυο βήματα κουνήθηκαν οι σανίδες, κυμάτισαν κάτω από τα πόδια μου, σκόνταψα στο ίσωμα. Κανονικά! Έψαξα από κάπου να κρατηθώ –αλλά, πού τέτοιες πολυτέλειες! Κοπάνησα με τα μούτρα στο ξύλινο κατάστρωμα. Από πάνω μου η Ρέα φρίκαρε με την άνεσή της.
«Δεν είναι τίποτα, ηρέμησε», ψέλλισα.
«Τι έπαθες ρε μαλάκα; Μη με τρελαίνεις τώρα!» ούρλιαξε.
«Κάποια ζαλάδα, μην ψαρώνεις», είπα.
«Ζαλάδα και μαλακίες! Κάτσε να σου φέρω να φας γαμώτο! Όλο βλακείες κάνεις, σαν παιδάκι!»
Κάθισα λοιπόν, εγώ το παιδάκι κι αυτή η μαμά –με μπούκωσε ότι σκατολοϊδια βρήκε στα ντουλάπια, μάλλον το είχα ανάγκη, αλλά δεν ένιωσα καλύτερα. Άδειο στομάχι ίσον ζαλάδα, γεμάτο στομάχι –υπνηλία. Έτσι πάει.
Πρέπει να κοιμήθηκα εκεί έξω, στον σκληρό πάγκο –είδα τότε οτι τίποτα δεν είχε περάσει με το χρόνο, ούτε εμείς, ούτε τα στέκια μας. Πηγαίναμε, λέει, στον Πήγασο ν΄ακούσουμε ένα καινούργιο γκρουπάκι -εγώ, ο Πέτρος και κάποιοι Βυρωνιώτες της προσκολλήσεως. Ανεβαίναμε τον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους και είχαμε σκοπό να κόψουμε από Αραχώβης –λέγαμε οτι έτσι θα φτάναμε πιο σύντομα. Σε μια στιγμή σηκώθηκαν οι πλάκες του δρόμου και φύγανε από μόνες τους, οπότε εμείς χάσαμε τα πόδια μας –έτσι απλά. Κοιτάζαμε κάτω και δεν υπήρχε πια πλακόστρωτο, μόνο μαλακό κόκκινο χώμα που βουλιάζαμε και δεν μπορούσαμε να κάνουμε βήμα. Ένας τύπος –δεν τον ήξερα –με σκούντηξε και είπε «δε θα νυχτώσει ποτέ πια», με σπασμένη φωνή. Γύρισα να βρω τον Πέτρο, «τι λέει ο μαλάκας;» του έκανα δείχνοντας τον τύπο, αλλά ο Πέτρος δεν ήταν εκεί. Δηλαδή, εκεί ήταν –αλλά όχι εκεί ακριβώς. Είχε φυτευτεί σα ραπανάκι στο κοκκινόχωμα –μόνο η μύτη και τ΄αυτιά του ξεχώριζαν. Έμπηξα τα νύχια στις παλάμες, κλώτσησα να ξεμαγκώσω τα πόδια μου –«κρατήσου ρε φίλε», παρακάλεσα. Παρακάλεσα μουγκά –δυνατά. Κι ο Πέτρος κοίταζε κάπου πέρα, άσχετα –δεν με έβλεπε –εγώ πάλευα να πλησιάσω κι ένα κωλόπαιδο Βυρωνιώτης, λιγούρι του κερατά, με πέρασε τρέχοντας. «Στάσου ρε πούστη, δεν τον βλέπεις; Βοήθα τον να βγει έξω!» του φώναξα. Το κωλόπαιδο γέλασε, με κοίταξε και είπε, δε μίλησε, αλλά τον άκουσα μέσα στο κεφάλι μου που είπε –«δεν είναι πια εδώ ο Πέτρος, μην είσαι κορόιδο, τον πήρανε και φύγανε». Μετά έγινε φωτογραφία κινηματογραφική ο τύπος γιατί, από την τρεχάλα, κοπάνησε στο ταμπλό του Βοξ, κι έμεινε καρφωμένος εκεί με πινέζες. Κοίταξα τριγύρω –ερημιά. Έψαξα τον Πέτρο, κάτι τσουλούφια ξεχώριζαν μόνο, από το χώμα. Στο Βοξ έπαιζε τον «Άνθρωπο που έπεσε στη Γη» κι ο φιλαράκος που είχε κολλήσει στο ταμπλό έμοιαζε πολύ με τον Ριπ Τορν, που έκανε ένα μαλάκα ονόματι Νάθαν Μπρις στην ταινία. Μπορεί και να ήταν κιόλας –έμπηξα τα νύχια στις παλάμες μου, ξύπνησα.
Η Ρέα ήταν πάνω από το κεφάλι μου -έκλαιγε. Έκλεισα τα μάτια για να μην την κάνω να ντραπεί, αλλά με πήρε χαμπάρι.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε ρουφώντας τη μύτη της.
«Εντάξει ... σένιος», είπα.
Ψευτογέλασε.
«Τι ‘σένιος’ ρε μπούρδα; Παραμιλούσες συνέχεια και τώρα μοιάζεις φολιδωτός σαν κροκόδειλος».
Ανασηκώθηκα, πέτυχα ένα καθρεφτάκι της συμφοράς, κοιτάχτηκα, τρόμαξα! Σαν το «Πράγμα» από τους Τέσσερις Φανταστικούς έμοιαζα, φωλιδωτά καταπράσινος! Στήθηκα στα πόδια μου, τράβηξα και μια υπόκλιση, με κίνδυνο να κατρακυλήσουν τα νεφρά μου στην προβλήτα.
«Μπεν Γκριμ, στη διάθεσή σας κυρία μου!» συστήθηκα.
Με κοίταξε ξύνοντας το αυτί της.
«Εντάξει, πρέπει να παραδεχτώ οτι έχω δει και καλύτερες μέρες, αλλά νομίζω πως μπορώ ακόμα να φωνάξω ...», πήρα αέρα για να φουσκώσω τα πνευμόνια μου, στήθηκα σαν κόκορας, «ΩΡΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ!!!» ούρλιαξα.
Μετά μ’ έπιασε βήχας και διπλώθηκα στα δύο.
Η Ρέα χαμογελούσε.
«Είσαι πολύ μαλάκας αγόρι μου!» σχολίασε.
«Αλλά και πολύ γλυκούλης –παραδέξου το», είπα τρίβοντας το κεφάλι στον ώμο της.
Τραβήχτηκε μακριά λες και είχα ψείρες. Άλλαξα ύφος στη στιγμή.
«Είδα ένα όνειρο αλλά αυτό δεν έχει σημασία», είπα.
Συνέχιζε να με κοιτάει.
«Νομίζω οτι ο Πέτρος δεν είναι πια στο τρελάδικο», συνέχισα απτόητος.
«Δηλαδή;»
«Τι δηλαδή; Μου κόλλησε στο κεφάλι οτι οι γέροι πήραν τον Πέτρο. Μην το ψάχνεις το πως και το γιατί. Απλά πρέπει να το τσεκάρουμε –αυτό λέω».
«Και πως θα το κάνουμε αυτό; Θα πάρουμε τηλέφωνο στο σπίτι τους και θα ζητήσουμε τον Πέτρο σε στυλ ‘μας έχει από ώρα στημένους στην καφετέρια κι ανησυχήσαμε’;»
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω … Κάποιος τρόπος θα υπάρχει …» είπα σκεφτικά.
Η Έλλη εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή, έσκυψε για να περάσει από την πόρτα στο κατάστρωμα.
«Είδα αυτό το όνειρο …» μουρμούρισε.
Την κοιτάξαμε.
«Είδα αυτό το όνειρο, τον εφιάλτη και πετάχτηκα …» συνέχισε να μιλάει στο πουθενά. «Μπαινόβγαινα στα δωμάτια της κλινικής και οι άρρωστοι με πιάνανε από τη μπλούζα, μου έπιαναν το πόδι, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να ξεφύγω από κάθε δωμάτιο. Κάποτε έφτασα στο δωμάτιο του Πέτρου, τον είδα καθισμένο στο κρεβάτι, ‘σήκω, φεύγουμε!’ φώναξα κι αυτός με κοίταξε σοβαρά. ‘Ο Πέτρος δεν είναι πια εδώ –τον πήρανε και φύγανε’, είπε κι εγώ προσπάθησα να τον πλησιάσω, αλλά ήταν αδύνατο λες και είχε πήξει ο αέρας ανάμεσά μας ..» σταμάτησε, άγγιξε το μέτωπό της.
Κοιταχτήκαμε με τη Ρέα.
«Αυτό πάλι τι σου λέει;» τη ρώτησα.
«Ότι σας κουράρει ο ίδιος ψυχίατρος», γέλασε νευρικά εκείνη. «Ή αυτό, ή ότι πρέπει να κάνετε κατάσταση μεταξύ σας μια ώρα αρχύτερα –μπας και ηρεμήσετε», πρόσθεσε.
Δεν είπαμε κουβέντα –προτίμησα να κουμπώσω το μπουφάν μου γιατί το πήγαινε για σκατόκρυο, μετά, ξεκίνησα να φεύγω αμίλητος.
«Πότε θα γυρίσεις;» με ρώτησε η Ρέα.
«Το βράδυ. Εσείς μείνετε μέσα, μην κυκλοφορείτε άσκοπα», είπα.
«Να προσέχεις», μουρμούρισε η Έλλη.
«Κι εσύ …», ξεκίνησα να λέω, αλλά το γύρισα, «κι εσείς να μην ξεμυτίσετε καθόλου, το καλό που σας θέλω», είπα τελικά.
Κάποια βίδα στο λαιμό μου είχε μάλλον λασκάρει κι έτσι το κεφάλι μου έτριζε τραμπαλίζοντας όσο επιτάχυνα την Τενερέ. Από πάνω ένας ουρανός βαρίδι, επιτέλους θα έβρεχε. Σύντομα. Είχα να περάσω από το σπίτι που μου πρότεινε ο Σπήλιος και μετά να σκοτώσω τη μέρα –γιατί υπήρχε ένα σπίτι που με περίμενε στο τέλος του δρόμου, αλλά μόνο νύχτα μπορούσα να το επισκεφτώ. Η παραλιακή διπλώθηκε σα φίδι μπροστά μου, δεν είχε προλάβει ακόμα να καταπιεί τα χιλιάδες καθημερινά αυτοκίνητα, δεν είχε προλάβει να βαρυστομαχιάσει. Στο τέταρτο πάνω, είχα φτάσει κοντά στο Σούνιο. Μου το επιβεβαίωσε η επιγραφή «Παπατσάκωνας», από δίπλα ήταν μια ταμπέλα που πληροφορούσε τους περαστικούς ότι το μαγαζί διέθετε όλα τα είδη γιαουρτιού (μαλάκα Σπήλιο!).
Δεν έστριψα σύμφωνα με τις οδηγίες, πήγα λίγο πιο κάτω κι εκεί παράτησα την
Τενερέ, σε μια παραλία γεμάτη αρμυρίκια. Μετά προετοιμάστηκα για περπάτημα.
Δεν χρειάστηκε να φτάσω κοντά στο σπίτι, είχαν μπλοκάρει την περιοχή σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου οι πούστηδες! Ασφαλίτικα αυτοκίνητα μισοκρυμμένα και κάτι γομάρια μοτοσυκλέτες, Βαραδέρο και τα σχετικά, αλώνιζαν στους χωματόδρομους. Βούτηξα πίσω από κάτι θάμνους, χάζευα τις μοτοσυκλέτες –αν με στρώνανε στο κυνήγι δεν είχα καμιά ελπίδα. Βολεύτηκα λοιπόν όσο μπορούσα καλύτερα και περίμενα, χωρίς να ξέρω τι. Γι΄αυτό και δεν ανακουφίστηκα όταν ήρθε αυτό που περίμενα.
Ένα τζιπ με ρόδες τρακτέρ ανέβηκε αγκομαχώντας από την πίσω πλευρά του σπιτιού, έκανε κύκλο και στάθηκε μπροστά στην αυλόπορτα. Από μέσα βγήκαν μερικοί μπασκίνες με πολιτικά, παρέα με έναν Σπήλιο μπερδεμένο και βαρύθυμο. Συνέχισα να τους χαζεύω.
Ο Σπήλιος άνοιξε την αυλόπορτα, μπήκε έχοντας μαζί του τους υπόλοιπους, κάποια αυτοκίνητα τους ακολούθησαν. Πέρασε ένα δεκάλεπτο μέχρι να βγουν από εκεί μέσα, ο Σπήλιος κι άλλος ένας, οι υπόλοιποι μάλλον χώθηκαν στα δωμάτια για να μας περιμένουν.
Το τζιπ έφυγε σηκώνοντας σκόνη, οι μοτοσυκλέτες συνέχισαν τις γύρες τους. Περίμενα λίγο ακόμα –όμως τίποτα δεν γινόταν. Σηκώθηκα να φύγω, είχα δει ότι χρειαζόταν.
Η λεωφόρος που πήγαινε προς κέντρο ήταν πηγμένη σαν σκύλος στα τσιμπούρια. Κάτι κάμπριο κεφάλια παιδεύονταν με τις μουσαμαδένιες σκεπές των κάμπριο αυτοκινήτων τους γιατί η μπόρα ερχόταν και τα σύννεφα δεν συγχωρούν αδερφέ μου! Μια γκομενίτσα άνοιξε το παράθυρο και σούταρε τη γόπα της καταπάνω μου, χαμογέλασα, δε γαμιόταν στην τελική; Δεν γαμιόνταν όλοι τους δηλαδή;
Μπήκα στο κέντρο της πόλης, η Τενερέ πήγε τηλεκατευθυνόμενη μέχρι το μαγαζί του Σπήλιου. Κλειστό ακόμα, αμπαρωμένο και χωρίς μπασκίνες τριγύρω. Με βόλευε αυτό –είχα αγοραφοβία στους χαφιέδες. Έκρυψα πάλι την Τενερέ, σφηνώθηκα στο απέναντι καφενείο, παρέα με κάτι τελειωμένους συνταξιούχους.
«Τι θα πάρει ο κύριος;» ρώτησε ένα αξύριστο γκαρσόνι.
«Των ομματίων μου και θα την πουλεύω», μουρμούρισα.
«Ορίστε;»
«Ένα νες σκέτο», επανέλαβα.
Τον πλήρωσα «επί τη εμφανίσει» για να είμαι ετοιμοπόλεμος. Και είχα δίκιο. Εκεί απέναντι ο Σπήλιος παιδευόταν με ένα μάτσο κλειδιά. Κοίταξα τριγύρω –νέκρα. Έξω, μια από τα ίδια. Παράτησα τον καφέ ανέγγιχτο και πετάχτηκα στο κατόπι του.
Με κατάλαβε όταν του ζούληξα το νεφρό, με το Άρκους.
«Άνοιξε, μπες, κλείδωσε», πρότεινα.
«Τι δηλαδή;» πήγε να ρωτήσει. Αλλά το μετάνιωσε κι έκανε ότι ακριβώς του είπα. Μπήκαμε στο μισοσκότεινο μαγαζί, κάθισα σ΄ένα βρώμικο τραπέζι, του έδειξα την απέναντι καρέκλα. Κάθισε κι αυτός.
«Τι μαλακίες είναι αυτές τώρα;» ψέλλισε.
«Εσύ να μου πεις. Τι μαλακίες είναι αυτές Σπήλιο; Γιατί με έστησες, έτσι στην ψύχρα;»
Δε μίλησε. Έψαχνε να βρει τι παιζόταν εδώ πέρα, δεν σκόπευα να του δώσω χρόνο.
«Έρχομαι από το σπίτι που με έστειλες, κατά Σούνιο μεριά. Δεν μπορώ να μείνω εκεί πέρα, ξέρεις. Δεν χωράω –πάνω από 10 μπάτσοι με περιμένουν. Έχεις να πεις κάτι σχετικά μ' αυτό;»
«Δεν το ήξερα, σε διαβεβαιώνω! Μάλλον μας πήραν χαμπάρι …»
Κοίταξα το Άρκους που περίμενε ξαπλωμένο στο τραπέζι. Θα μπορούσε να το αρπάξει όποτε ήθελε –αν ήταν αρκετά γρήγορος.
«Δεν το ήξερες; Σωστός ο μάγκας! Δηλαδή, δεν ήξερες ότι οι τύποι που έχωνες σπίτι σου ήταν μπασκίνες; Για τι τους πέρασες δηλαδή; Για συνεργείο καθαριότητας;»
«Εγώ; Τι δουλειά έχω εγώ;»
«Σε είδα ρε πούστη –τέλειωνε!»
Πάγωσε κάπως.
«Εγώ δεν …»
«Καλά, ‘εσύ δεν’ κι ‘εγώ δεν’ –άστα ρε Σπήλιο! Αυτά τα κάλαντα μου τα ‘χουν ξαναπαίξει».
Έφερε το χέρι στην τσέπη του, τίναξα το δικό μου προς το Άρκους, έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα. Έριξα κι εγώ την καπνοσακούλα από δίπλα –φιλαράκια κι έτσι, να πούμε.
«Αλλάξανε πολύ τα πράγματα», μουρμούρισε ο Σπήλιος. «Κάποτε … όλα ήταν ξεκάθαρα. Οι δικοί μας από δω, οι άλλοι απέναντι. Στη μέση καταστολή, ξύλο, φυλακές … Ξεκάθαρα. Μετά ήρθατε εσείς και τα σκατώσατε. Τσαμπουκάδες χωρίς προοπτική, δίνατε επιχειρήματα στην αντίδραση –σας τα λέγαμε, αλλά εσείς … Τέλος πάντων, τέλειωσε κι αυτό, αλλά με τις μαλακίες σας βάλανε χέρι σε όλους μας. Κι εσείς την κοπανήσατε, αλεξιπτωτιστές –αφήσατε εμάς να τραβιόμαστε εδώ κάτω. Ξέρεις ρε καργιόλη ποιος είναι ο χειρότερος χαφιές; Ο σύντροφός σου που πάει με τους άλλους, βολεύεται σε κάποιο κόμμα και σου σκίζει τον πάτο με τα δικά σου επιχειρήματα. Το ξέρεις αυτό; Γιατί να το ξέρεις; Τι ανάγκη είχατε εσείς;»
Κοιταχτήκαμε.
«Αν βάλεις τώρα την κασέτα –‘έριξα τη χούντα, γλύψτε μου τ΄αρχίδια’ θα σου ρίξω μια σφαίρα στη μούρη στον επόμενο τόνο», προειδοποίησα.
Χαμογέλασε ψεύτικα. Ίσως τελικά να του έριχνα στα δόντια –δεν είχα πάρει απόφαση.
«Είχαμε ιστορικό χρέος απέναντι σε όλους εκείνους που αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο. Τι θα έκανες στη θέση μου; Έρχονται οι ασφαλίτες και σου ξηγιούνται –‘πρέπει να πάρουμε κάποιον, να του φορτώσουμε ότι τρομοκρατική ενέργεια έχει γίνει τον τελευταίο αιώνα, δώσε μας ένα όνομα γιατί θα διαλέξουμε στην τύχη –το ίδιο μας κάνει’. Πως θα ενεργούσες; Θα άφηνες να πιάσουν κάποιο σύντροφό σου, κάποιον χρήσιμο;»
«Όχι βέβαια! Θα τους έδινα τον πρώτο άχρηστο που πέρασε από το μαγαζί μου –σωστά;» γέλασα.
Δε μίλησε.
«Εσύ είσαι ξοδεμένος, έτσι κι αλλιώς. Οι Ζητάδες θα σε στριμώξουν όπου νάναι –δεν έχουν ξεχάσει τον δικό τους. Αν σου φορτώσουν κι όλα τα υπόλοιπα, τα διαφορά έχει; Χαμένος για χαμένος –έχει σημασία για σένα αν θα πεθάνεις σαν δολοφόνος μπάτσου ή τρομοκράτης;»
Έστριψα τσιγάρο –δε μίλησα.
«Όχι, δεν έχει σημασία –αρκεί να πεθάνω τελικά», είπα.
«Νομίζεις ότι θα γλιτώσεις;»
«Νομίζω πως εσύ δεν θα είσαι εκεί να το δεις», τον πληροφόρησα ανάβοντας τον Ronson. Μετά, ακούμπησα τον αναπτήρα ανάμεσά μας και την ίδια στιγμή σήκωσα το Άρκους. Πετάχτηκε πίσω, δεν τον άφησα να σηκωθεί. Πυροβόλησα βιαστικά, το Άρκους κλώτσησε κι η σφαίρα τον βρήκε ανάμεσα στα μάτια. Μετά, τον πήρε η ώθηση μαζί της και σκάσανε στο πάτωμα, απέφυγα να κοιτάξω το κεφάλι του –δεν ήθελα να το δω σαν ανοιγμένη κολοκύθα.
Σηκώθηκα αργά. Πήγα μέχρι το παράθυρο, έξω δεν υπήρχε ψυχή. Τα γόνατά μου λύθηκαν –κούραση. Τρέκλισα κάπως, άρπαξα μια πετσέτα και την έριξα πάνω στη φάτσα του.
«Δεν έπρεπε να γίνουν έτσι τα πράγματα ρε φίλε», είπα. «Αλλά κανένας δεν ρώτησε τη γνώμη μας».
Μετά προχώρησα αργά μέχρι το πίσω μέρος του μαγαζιού, έστησα δυο πολυθρόνες –τη μια απέναντι στην άλλη –και οριζοντιώθηκα. Είχα αυτή την απελπισία που έβγαινε από τους πόρους του δέρματός μου, έτρεμα κιόλας σα σαλιγκάρι χωρίς κέλυφος. Χρειαζόμουν ύπνο. Γιατί η μέρα ήταν ακόμα μπροστά κι έπρεπε να της κρυφτώ. Όταν ξεκουμπιζόταν θα πήγαινα σε εκείνο το σπίτι που με περίμενε, αιώνες τώρα, στο τέλος του δρόμου.
Αλλά τώρα, χρειαζόμουν ξεκούραση. «Καλό ταξίδι Σπήλιο», ευχήθηκα πριν κλείσω τα μάτια.
Δεν μου απάντησε τίποτα.
(συνεχίζεται στο άσχετο)
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
23 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Θα σε παρακαλούσα να μην ξανασπαμάρεις εδώ μέσα με αυτόν τον τρόπο -όποιος κι αν είσαι.
what the fuckity fuck?!?!
κι εκεί που η ιστορία κυλούσε σαν ήρεμο ποταμάκι, σκάνε τα όνειρα και οι σφαίρες και γίνονται όλα πουτάνα!!! ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙΙΙ!!!!
Μη βιάζεσαι -θα χειροτερέψει κι άλλο (μετά από ένα μικρό διάλειμμα σε στυλ "τα μέσα -έξω")
"[…] Η Ρέα, φιλενάδα απ'τα παλιά, πιπίλιζε τον πούτσο μου με μια δόση βαριεστημάδας, την ίδια ώρα που τα ακροδάκτυλάς της ταξίδευαν στις νοητές στροφές του μυαλού, πλέκοντας αργά και επαναληπτικά τις κατσαρές μου αρχιδότριχες. Μου άρεσε ο τρόπος που χαμογελούσε όταν κατάπινε βιαστικά τα σάλια της -μου θύμιζε την πρώην του. Το πόδι της ανέμιζε ηδονικά σαν παιδική παντιέρα στο σεντόνι του φτηνού Μοτέλ Παραντίζο με τα χρωματιστά νέον. Ποτε-πότε με κοίταζε όλο νάζι με τα μεγάλα, 12χρονα, ηλεκτρίκ της μάτια, σαν να ζητά την έκρισή μου -μια στιγμή ηδονικής επιβράβευσης.
Αρνιόμουν να ανταποδώσω το βλέμμα της, το σκατιάρικο παρελθόν μου με κοιτούσε πούστικα από τη ξεφτισμένη πολυθρόνα στη γωνία. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στην αγκαλιά της κόκκινης Τενερέ 600i να γκαζώνω στην παλιά εθνική.
Με μια γρήγορη και αποφασιστική κίνηση έχωσε τα δαχτυλά της στην κωλοτρυπίδα μου και ένα κύμα ευφορίας πλημμύρισε το κορμί μου.
«Κόφτο», φώναξα και της έδωσα ένα γερό χαστούκι.
Με κοίταζε με ανοιχτό το στόμα.
«Τρέχει κάτι;», ψέλλισε όλο απορία, πριν ξεσπάσει σε κλάματα.
«Δεν τρέχει κάστανο», απάντησα με ύφος χασικλή, αν και ήμουν σίγουρος ότι τα μόνα κάστανα που είχε δει ποτέ στη ζωή της ήταν στου Σκλαβενίτη.
Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο που μόνο ο Φρόυντ ήξερε (και αυτός ήταν πλέον νεκρός), πάντα με άναβε το κλάμα της μικρής από τότε που μου την είχε πρωτοπασάρει η γριά της -χρόνια πριν. Τα πιστόνια του πούτσου μου τρομπάριζαν καυτό αίμα -όπως παλιά όταν ανέβαινα στην Τενερέ. Ένοιωθα άντρας και ήθελα να της το δείξω.
Την άρπαξα ηδονικά απ'το μαλλί, όπως συνήθιζα να πιάνω και την κόρη μου -πριν το ατύχημα. Έτρεμε, αλλά της άρεσε. Έφτυσα και έχωσα με δύναμη το ζεστό μου πούτσο στο μικροσκοπικό της κωλαράκι.
«Πουτάνα ηδονή», είπα και της έδωσα να καταλάβει, μέχρι που άκουσα τον ήχο του αίματος να γλιτσινιάζει στο καβλί μου σαν φτηνό λιπαντικό. Το μούδιασμα στα πόδια μου τη στιγμή που έχυνα μέσα της ήταν ο μόνος λόγος που χρειαζόμουν για να ζω.
Έμεινε ακίνητη, σαν ζώο που αιμορραγούσε από σφαίρα πάνω στο βρώμικο κρεβάτι
«Καμιά απορία;» ρώτησα σχεδόν ήρεμα και άνοιξα την πόρτα. […]"
Απόσπασμα από το τελευταίο ερωτικό μυθιστόρημα σε συνέχειες του βραβευμένου με μπούκερ επαναπατρισμένου συγγραφέα Χουάν Μάρκο Μοτόρεθ ντελα Ρεβολουθιόνες με τίτλο "Ο Σπόρος του Λαού", σε μετάφραση Unapatata Apopatra, από τις Εκδόσεις Παραθιά.
Καλά, κλάσε τώρα -για να μη σκάσεις.
O Ανώνυμος που έκλεψε την Ανωνυμία μου πρέπει νάχει χοντρό πρόβλημα και μάλλον ακαθορίστου μεγέθους κ χρώματος πουλί. Πόσο τον λυπάμαι τον καυμένο, αλλά αφού του αρέσει να ξεχαρμανιάζει πάνω στην ιστορία του Μοτοσακού, ας τον αφήσουμε να φάει τα λύσσακά του, μπάς κ τη βρεί λιγάκι κ μας γράψει κάτι πιο πρωτότυπο...
Μοτο, η έκφραση είναι "κλάσε μας τώρα..."
Λοιπόν στα δικά μας... Η θεωρία η δική μου λέει ότι "όλα γίνονται την ώρα που πρέπει και για κάποιο λόγο"
Μου άρεσε το ξεκαθάρισμα που γίνεται χωρίς ενδοιασμούς...
Λέει πολλά στην Ελλη για τη θεωρία του και θα μπορούσε την αμηχανία του να την εκφράσει με πιο λίγες κουβέντες...
Μ' αρέσει που όσο προχωράει η ιστορία, κουρελίαζει κ περισσότερο ο ηρωας...
...και μ' αρέσει που "κλέβεις"...
Βασικέ Ανώνυμε μην ασχολείσαι με τον άλλο. Αν θέλει ψυχοθεραπεία ας πάει να πληρώσει κανένα τρελλογιατρό -ο τζάμπας πέθανε.
Δεύτερο θέμα: "Γουρούνια στον Άνεμο", η σκηνή με το νερό που θέλει να πιεί κι αναγκάζεται να παραγγείλει και πορτοκαλάδα. Όταν φτάνει να πληρώσει λέει "καλά, κλάσε τώρα" και την κοπανάει τρέχοντας.
Επίσης, είναι και θέμα ευκολίας -ας το κάνει να ξαλαφρώσει, δεν είναι ανάγκη να τον μυρίσουμε κιόλας!
Η αμηχανία είναι τέτοια γιατί ποτέ δεν βρίσκει τις κατάλληλες κουβέντες να εκφραστεί -έτσι πιστεύω. Ναι, κουρελιάζει ο ήρωας, αλλά όσο πέφτει τόσο ανεβαίνει στην υπόληψή μου (μας;)
Περί λογοκλοπής, άνευ εισαγωγικών, θα το συνεχίσω στο επόμενο, αλλά με αναφορά στις πηγές. Εδώ ήταν όπως κατέβηκαν από το κεφάλι μου μέχρι την ιστορία.
Εγώ μ' αυτή τη συνέχεια ξετρελλάθηκα.
Σε κάποια σήμεια σου φέρνει ανατριχίλα. Κάποια κομμάτια είναι πανέμορφα.
Πολύ μπάχαλο με τους Ανώνυμους, πάντως... ωραίο το κομμάτι που έβαλε ο Ανώνυμος... αλλά ποτέ μα ποτε δε θα γούσταρα να είμαι αυτή η γυναίκα που κ αυτός τη λέει Ρέα. Νομίζω ότι κατά καιρούς επιλεγούμε ίσως ασυνείδητα να είμαστε σε κάποιους ρόλους, είτε θύματα, είτε θύτες γιατί αυτό χρειαζόμαστε τη συγκεκριμένη στιγμή.
Σ΄ευχαριστώ πολύ που σου άρεσε.
Το κομμάτι του Ανώνυμου (καταλαβαίνεις οτι είναι άλλος από τον "δικό μας" έτσι;) είναι απλώς σιχαμερό γιατί σκοπεύει να φτιάξει κάποιο ξενέρωμα και πούστικο γιατί (αυτό δεν το ξέρεις) μπλέκει και άλλα άτομα -γνωστά μου -στις αηδίες του.
Μην ασχολείσαι.
«Υπάρχει λοιπόν μια θεωρία», ξεκίνησα κοιτάζοντας τα κύματα πέρα μακριά. «Κανένας δεν βρίσκει αυτό που θέλει, την ώρα που το θέλει –έτσι λέει η θεωρία. Αν πάλι, αυτό που θέλεις, το πετύχεις σε λάθος ώρα, είσαι πολύ τυχερός ή πολύ άτυχος –η θεωρία δεν το διευκρινίζει.
m arese afth h theoria.kala genikos h 12 istoria htan toubano.keep up
Ναι, θα της ρίξω κάποια ομίχλη στο επόμενο κεφάλαιο αλλά μετά θα την επαναφέρω στα κανονικά.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η θεωρία ...
Τουλάχιστον πάντως δεν διέγραψες αυτά που λέει. Σημαντικό αυτό.
Μερικές φορές διαγράφεις απ' ό,τι βλέπω, ενώ άλλες αφήνεις
δε σε είχα για τοσο άνετο, γιατί πάντα εδώ όλοι συμφωνούν με όλους
Εντάξει αυτό δεν το κατάλαβα (όπως κ κάποια άλλα που είπατε) "σκοπεύει να φτιάξει κάποιο ξενέρωμα και πούστικο γιατί (αυτό δεν το ξέρεις) μπλέκει και άλλα άτομα -γνωστά μου -στις αηδίες του." αλλά δε με αφορά κιόλας
είναι υπαρκτά λοιπόν κάποια πρόσωπα... τελοσπάντων, ελπίζω να βρω τρόπο να έχω πρόσβαση συχνά να διαβάσω όλη την ιστορία χωρίς μεγάλα κενα
Διαγράφω μόνο όσα υβριστικά αφορούν και άλλους ανθρώπους εκτός από μένα. Γιατί θεωρώ αισχρό να βρίζει κάποιος, τον Χ στο δικό μου μπλογκ -που θα το ξέρει ο Χ για να απαντήσει; Επίσης διαγράφω οτι βγάζει στη φόρα προσωπικά στοιχεία, δικά μου ή άλλων.
Αυτά.
Α ναι και διαγράφω τα σπαμ -όποτε τα βρίσκω. Δεν είμαστε διαφημιστική πινακίδα εδώ μέσα.
Ναι κι εγώ ελπίζω -πάντως, στείλε μου ένα μέιλ που να ισχύει και να το ανοίγεις για να σου στέλνω τις συνέχειες.
αντε να παιξει και λιγο πιστολιδι γιατι κοιμηθηκαμε...
θα τηλ αυριο για λεπτομεριες για μεθαυριο.
Κοιμήσου πάλι, γιατί βαβούρα θα έχει μετά από δυο συνέχειες. Τώρα θα πέσουν κάτι ενδοστρεφή και κάτι ρομαντικά.
Ναι, πάρε τηλέφωνο, αλλά -όπως και νάχει -7:30 θα κουνάμε τα κάγκελα για να μπούμε μέσα.
@ mb:
Μέχρι και το link στο μπαννεράκι έφτιαξες, ευχαριστούμε!
Υ.Γ. Εάν για τα links μας κάνουμε χρήση του δικού σου τίτλου "Οι φίλοι μου τα ζώα", θα θυμώσεις? Αλλά τι φταίμε εμείς εάν έχουμε πνευματώδεις φίλους?
Σιγά ρε το δύσκολο με την αλλαγή του λινκ! Φυσικά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε οτι βλέπετε εδώ μέσα -όλα για να μοιράζονται με τους φίλους, γι΄αυτό υπάρχουν.
Καλή βδομάδα!
α-α-ε
Ν.
Δεν τη βλέπω, αλλά δεν χάνουμε τίποτα να το ευχηθούμε, νομίζω.
«Ο Zouri διαβάζει… Κωνσταντίνος Τζούμας Ως Εκ του Θαύματος»
It sure made mine, bro!
Ναι, ε; Και γιατί θα έπρεπε να με νοιάζει;
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!