Προηγούμενα:
1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ
4. Η πονεμένη ιστορία της Βίβιαν
5. Η αντοχή είναι πιο σημαντική από την αλήθεια
6. Κορόιδο
7. Η πονεμένη ιστορία της Σόνιας
8. Προδιαγραφές θανάτου
9. Μια πεταλούδα στις ερημιές
Ο θυμός είναι σπασμωδική κι ανεξέλεγκτη κατάσταση, ενώ το μίσος σε κάνει να οδηγείς πάνω σε ράγες -μπήκα λοιπόν στην Αθήνα στρωτός και σίγουρος. Το μοναδικό μου πρόβλημα ήταν οτι τρωγόμουν να σκοτώσω τον Βίκτορα Αλεξιάδη –αν δεν συγκρατούσα αυτή μου την επιθυμία δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσω τη φυλακή κι όταν μπεις μέσα, το όνομα του σκοτωμένου δεν έχει καμιά σημασία, κανέναν δεν ενδιαφέρει αν λεγόταν Λίζα Φωτίου ή Βίκτορας Αλεξιάδης –τα δικαστήρια δεν δείχνουν τέτοιες ευαισθησίες.
Υπήρχε βέβαια και ο Γκας. Με είχε στείλει να σκοτωθώ κι όταν δεν τα κατάφερα έβαλε τα δικά του τα παιδιά να με βοηθήσουν –δεν ήμουν θυμωμένος μαζί του. Ο Γκας ήταν επαγγελματίας -δεν σκότωνε κόσμο για την πλάκα του ή για ιδιοτελείς σκοπούς, ο θάνατός μου ήταν, προφανώς, μέρος κάποιας συμφωνίας. Λίγη σημασία είχε αν η συμφωνία αφορούσε τον Αργυριάδη, τον Αλευρά, τον Κωνσταντινίδη ή κάποιους ανταγωνιστές του οι οποίοι χρειάζονταν έναν σκοτωμένο για να ρεφάρουν τη χασούρα ενός μαγαζιού, ήταν θέματα κύρους αυτά... Δεν μισούσα τον Γκας. Έπρεπε να τον βρω και να τον ξεσκίσω, αλλά όχι από μίσος, όχι με εμπάθεια –επαγγελματικά, νοικοκυρεμένα.
Τη Σόνια όμως τη μισούσα. Ακόμα χειρότερα –τη γούσταρα σα μαλάκας, ήθελα να την πάρω και να εξαφανιστούμε σε κάποιο ανύπαρκτο νησί όπου θα φυτεύαμε καλαμπόκια και κουτσούβελα –αυτή ήταν και η μόνη που μπορούσε να πεθάνει χωρίς να μπλέξει κανένας μας, αυτή ήταν που έπρεπε να πεθάνει...
Άναψα τσιγάρο, χαμογέλασα –όταν τα βάζεις κάτω τα πράγματα με τη λογική βγάζεις συμπέρασμα –ξεκίνησα λοιπόν για το σπίτι της. Έξω από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου το απόγευμα νύσταζε και μέσα από το παρμπρίζ οι ταχύτητες κλωτσάγανε αρνούμενες να μπουν στο κιβώτιό τους. Διαβολοκατάσταση –πήγαινα στοίχημα οτι αν άνοιγα το παράθυρο θα μ΄ έπνιγε το θειάφι.
Η γειτονιά της ήταν περισσότερο φασαριόζικη απ΄ οτι την θυμόμουν, πάρκαρα σχετικά κοντά στο σπίτι της, χωρίς προφυλάξεις, έτσι κι αλλιώς δεν ήξερε το αυτοκίνητο. Βολεύτηκα καλύτερα στη θέση μου, άναψα κι άλλο τσιγάρο –η πόρτα της πολυκατοικίας της ήταν 10 μέτρα πιο μπροστά –χαμογέλασα. Δεν χρειαζόταν να ψαχτώ, ήμουν σίγουρος οτι δεν είχα πλέον το κλειδί του σπιτιού της. Έβαλα και στοίχημα με τον εαυτό μου οτι θα την πετύχαινα να βγαίνει (κι όχι να μπαίνει) κάποια στιγμή.
Ήταν τυχερή που δεν κουβάλαγα πιστόλι γιατί θα την έτρωγα με το «καλησπέρα», να γλιτώσω και τα μπερδέματα. Αλλά με την πεταλούδα δεν πήγαινε έτσι η δουλειά –η πεταλούδα είναι κοινωνικό εργαλείο, συσφίγγει τις σχέσεις. Με είχε απασχολήσει κι άλλες φορές αυτό το πράγμα, οτι δηλαδή ήμουνα εύκολος στο να σκοτώσω έναν άνθρωπο, ειδικά αν δεν χρειαζόταν να τον πλησιάσω. Έτσι ήταν. Αν μου έδινες ένα όπλο και μου ζητούσες να σημαδέψω κάποιον θα το έκανα χωρίς να το σκεφτώ. Κι από τη σκόπευση μέχρι το πάτημα της σκανδάλης η απόσταση είναι όση μια νευρική σύσπαση. Αυτό που με απασχολούσε λοιπόν δεν είχε να κάνει τόσο με τη συγκεκριμένη προδιάθεσή μου όσο με το γεγονός οτι τη μοναδική φορά που (στα σίγουρα) σκότωσα άνθρωπο το έκανα από κοντά και με γυμνά χέρια. Πράγμα που σήμαινε οτι ήμουν ιδιαίτερα άτυχος, όπως και να το δεις.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε από την εξώπορτα της πολυκατοικίας της. Φορούσε τη γνωστή κατακόκκινη καμπαρτίνα κι έμοιαζε έτοιμη να προκαλέσει κατάθλιψη στον πρώτο οικογενειάρχη που θα πέρναγε δίπλα της. Μου πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσω οτι έπρεπε να βγω από το αυτοκίνητο και να την κυνηγήσω αν δεν ήθελα να τη χάσω κι αυτό έκανα, κοπάνησα απρόσεκτα την πόρτα πίσω μου, ευτυχώς που ο δρόμος είχε ακόμα μπόλικη φασαρία. Σκόπευα να την ακολουθήσω για λίγο, μπας και την περίμενε κανένα από τα παιδιά του Γκας ή κάποιος άλλος ενοχλητικός αλλά δεν πρόλαβα να κάνω πολλά. Γύρισε πίσω το κεφάλι και με εντόπισε, δεν έδειξε να ξαφνιάζεται, σα να με περίμενε. Χαμογέλασε κι ακούμπησε στον τοίχο όσο εγώ την πλησίαζα νιώθοντας εντελώς μαλάκας.
«Άργησες», παρατήρησε.
«Όσο γερνάω τόσο περισσότερο μού παίρνει η ανάρρωση», της εξήγησα.
«Είσαι καλά τώρα;» έκανε δείχνοντας κάποιο ενδιαφέρον.
«Όπως το πάρει κανείς...» είπα. «Δεν έρχεσαι τώρα μαζί μου να κουβεντιάσουμε κάτι θεματάκια;»
«Πού θα πάμε;»
«Έχω καινούργιο αμάξι, σκέφτηκα να πάμε μια βόλτα...» είπα σχεδόν αδιάφορα.
«Κατάλαβα», είπε χαμηλώνοντας το κεφάλι.
«Πέρνα μπροστά και σ΄ ακολουθώ», είπα εγώ.
Έτσι έγινε και φτάσαμε μέχρι το αμάξι, τής άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και βιάστηκα να μπω από την άλλη πλευρά. Εκείνη είχε ήδη βολευτεί όταν ξεκινήσαμε.
«Αμαξάρα», έκανε κοροϊδευτικά.
«Ειδική παραγγελία», της εξήγησα δήθεν σοβαρά.
Περάσαμε γρήγορα από τους στενούς δρόμους στη λεωφόρο. Είχε αρχίσει να νυχτώνει.
«Μουσική δεν έχει το ρημάδι;» ρώτησε η Σόνια κάπως ανυπόμονα.
«Ραδιόφωνο μόνο», απάντησα.
«Άστο τότε –καλύτερα έτσι», είπε.
Κοίταξα τον καθρέφτη ψάχνοντας να δω αν μας ακολουθούσε κανένας, εκείνη το κατάλαβε.
«Πώς και δεν σε φυλάνε;» τη ρώτησα.
«Για ποια με πέρασες;» γέλασε.
«Όσο να πεις...» μουρμούρισα.
«Δεν σε κάρφωσα εγώ, σε περιμένανε στο σπίτι», είπε.
«Έχει σημασία;» ρώτησα. «Δηλαδή αν δεν με περιμένανε δεν θα τους τηλεφωνούσες;»
«Δεν έχει σημασία –η απάντησή μου εννοώ», παραδέχτηκε εκείνη.
Προτίμησα να σωπάσω. Προσηλώθηκα στο δρόμο που τρεμόπαιζε με τα αναμμένα φώτα των αυτοκινήτων του απέναντι ρεύματος, είχα σκοπό να πάμε παραλιακά, προς Σούνιο –εκεί που με είχανε πάει βόλτα τα καλόπαιδα τις προάλλες.
«Και πώς θα γίνει δηλαδή;» ζήτησε να μάθει.
«Τι εννοείς;»
«Το όλο πράγμα –πυροβολισμός στον αυχένα; Όπως στις ταινίες;»
«Δεν έχω πιστόλι».
«Ε, τότε; Θα με σπρώξεις από τα βράχια στα Λιμανάκια;»
«Για ποιον με πέρασες...» διαμαρτυρήθηκα.
«Κάπως όμως πρέπει να γίνει...» μουρμούρισε σκεφτικά.
«Μπορεί κιόλας να πηγαίνουμε απλώς μια βόλτα και μετά να σε γυρίσω σπίτι σου άθικτη», συμπλήρωσα.
«Μπορεί...» γέλασε. «Όπως μπορεί και να υπάρχουν νεράιδες ή ξωτικά».
«Όλα είναι πιθανά», είπα.
«Ότι και να γίνει, θέλω να σου πω κάποια πράγματα πριν», μου ζήτησε.
«Εντάξει», συμφώνησα.
Κάπως έτσι φτάσαμε στην ερημική παραλία, έξω έκανε κρύο ανακατεμένο με σκοτάδι, πάρκαρα το αμάξι χωρίς να σβήσω τη μηχανή για να συνεχίσει να λειτουργεί το καλοριφέρ.
«Είμαι όλος αυτιά», της είπα.
«Θα το συνηθίσω κι αυτό», αναστέναξε. «Νομίζω πάντως οτι έχω κάποιες πληροφορίες που θα σε ενδιαφέρουν...»
Σταμάτησε, δεν είπα τίποτα.
«Για παράδειγμα, έτυχε ν΄ακούσω τον Γκας να μιλάει για σένα...» είπε στη συνέχεια.
«Θα μου πεις τώρα οτι κάποιος του ζήτησε να με καθαρίσει;» κορόιδεψα.
«Δεν το ξέρω αυτό και μη βιάζεσαι να κάνεις τον έξυπνο. Εγώ άκουσα τον Γκας να λέει οτι εσένα πρέπει να δώσουν επειδή έχεις τις λιγότερες άκρες...»
«Τι θα πει αυτό;» απόρησα.
«Να σε δώσουν ρε παιδί μου –πώς το λένε; Να σε στήσουν, κατάλαβες;»
Κατάλαβα.
«Και πότε το άκουσες αυτό;»
«Πάει κάνας μήνας τώρα –μπορεί και περισσότερο. Μου είχε κάνει εντύπωση το όνομά σου γι΄αυτό το θυμάμαι, έλεγε ο Γκας: ‘τον Λούη, τον Λούη που θα τον κλάψουνε λιγότερα κορίτσια΄ και γέλαγε. Από το τραγούδι –θυμάσαι έτσι;»
Θυμόμουν. Η Σόνια συνέχισε.
«Κι αυτό δεν θα μου έμενε αν δεν ήταν όλη η κουβέντα μπλεγμένη με μουσική –δηλαδή ο Γκας έλεγε αυτό που μοιάζει με τον στίχο του τραγουδιού και φώναζε τον άλλο ‘Πιανίστα’...»
«Πώς τον φώναζε;»
«Πιανίστα».
«Τον Τάκη τον Πιανίστα;»
«Δεν θυμάμαι –μπορεί. Το ‘Πιανίστας’ μου έμεινε...»
Έξυσα το κεφάλι μου. Πριν κάνα μήνα, είχε πει η Σόνια.
«Άλλο;» ρώτησα προσπαθώντας να μείνω συγκεντρωμένος.
«Μετά ο Γκας μου είπε να σε μαντρώσω στο σπίτι μου».
«Πότε μετά;»
«Μετά –τώρα... Τώρα τελευταία δηλαδή, την προηγούμενη της μέρας που συναντηθήκαμε νομίζω...»
«Και μάντρωμα θα πει...»
«Φαγητό, πήδημα –όλες τις ανέσεις...»
«Σωστά».
«Αλλά εγώ....»
«Ναι ξέρω, εσύ με ερωτεύτηκες –κυκλοφόρησε και σε ντιβιντί».
«Όχι –εγώ... Θέλω να πω, εσύ με εκνεύριζες από την πρώτη στιγμή που σε είδα κι έτσι μου ήταν δύσκολο να το γυρίσω το θέμα σε πήδημα».
«Είδες τι μαλάκας που είμαι;» γέλασα.
«Μετά όμως...»
«Μετά άλλαξες γνώμη και με ερωτεύτηκες –θα το δείξουν και στην κρατική τηλεόραση απ΄ότι άκουσα».
«Όχι –κόψε λίγο τις μαλακίες. Ξαναγίνεσαι το ίδιο εκνευριστικός με την πρώτη μας συνάντηση... Αυτό που ήθελα να πω είναι οτι μετά με ειδοποίησε ο Γκας να μη σε χάνω καθόλου από τα μάτια μου και κατάλαβα οτι θα σε σκοτώνανε. Είναι ερεθιστικό να πηδηχτείς μ΄έναν μελλοθάνατο, όπως και να ΄χει....»
Γέλασα για να κρύψω την απογοήτευσή μου. Γιατί στ΄αλήθεια την προκαλούσα τόση ώρα να το πει –να παραδεχτεί οτι είναι ερωτευμένη μαζί μου -έστω και για να γλιτώσει τη ζωή της. Αλλά ούτε κι έτσι...
Άναψα τσιγάρο.
«Αυτά είναι όλα;» ρώτησα.
«Ναι», απάντησε.
«Εντάξει», είπα.
«Και τώρα;»
«Δεν ξέρω –πρέπει να το σκεφτώ...»
«Για το αν θα με σκοτώσεις ή για το πώς;» θέλησε να μάθει.
«Και για τα δυο», παραδέχτηκα.
Της πρόσφερα τσιγάρο, αρνήθηκε κι έπιασε την τσάντα της κάνοντάς μου νόημα οτι προτιμάει τα δικά της.
«Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω σ΄αυτό», μουρμούρισε βάζοντας το χέρι της στην τσάντα.
Στη συνέχεια το τράβηξε και είδα οτι κρατούσε ένα πιστόλι –όχι τίποτα τρομερό, ένα πλακέ πραγματάκι, γυναικείο, απ΄αυτά που κάνουν πολλή φασαρία αναλογικά με το μέγεθός τους. Με σημάδεψε χαμογελώντας.
«Κάποια βοήθεια», γέλασα φυσώντας τον καπνό προς το μέρος της.
«Ότι μπορεί ο καθένας..» με κορόιδεψε.
«Εντάξει», είπα. «Ξεμπέρδευε –όλο και κάτι θα σου δώσει ο Γκας γι΄αυτό».
«Είσαι πολύ μαλάκας τελικά», μουρμούρισε και πυροβόλησε –ο θόρυβος έκανε τ΄ αυτιά μου να κουδουνίζουν και το εσωτερικό του αυτοκινήτου γέμισε καπνό. Κοίταξα πίσω μου και είδα οτι είχε κάνει μια τρύπα στο πλαϊνό τζάμι αρκετά μεγάλη για να χωρέσει ένα κέρμα.
«Καινούργιο αμάξι ρε γαμώτο...» αγανάκτησα.
«Ήθελα να δω τα μούτρα σου», παραδέχτηκε. «Τώρα μήπως γίνεται να βγάλεις το σκασμό;»
«Και πριν γινόταν, αρκεί να μου το ζητούσες –δεν ήταν ανάγκη να μου τρυπήσεις το τζάμι», είπα.
Χαμογέλασε συνεχίζοντας να με σημαδεύει.
«Δεν το βάζεις πάλι στη θέση του μη γίνει κάνα ατύχημα;» είπα.
«Γι΄αυτό το κρατάω ρε κορόιδο –για να μη γίνει κάνα ατύχημα», γέλασε. «Τι θα έλεγες τώρα να μου δώσεις οτι κουβαλάς –πιστόλια, μαχαίρια, χειροβομβίδες...»
«Θα έλεγα οτι μου φαίνεται κακή ιδέα», παρατήρησα.
Κούνησε το πιστόλι της μπροστά στα μούτρα μου κι εγώ σήκωσα τους ώμους παραιτημένος.
«Πιστόλι δεν έχω», της είπα. «Μόνο την πεταλούδα...» και έβαλα το δεξί μου χέρι στη μέσα τσέπη του μπουφάν για να την πιάσω.
Την τράβηξα προσεκτικά με τα δυο δάχτυλα σα να έπιανα κάτι σιχαμένο και ταυτόχρονα άρπαξα το πιστόλι της με το αριστερό μου χέρι. Γύρισα το χέρι της προς το πίσω τζάμι, πάλεψε λίγο να μου ξεφύγει κρατώντας το πιστόλι αλλά δεν πυροβόλησε. Το πιστόλι έπεσε ανάμεσα στα καθίσματά μας κι εγώ το χτύπησα με την άκρη της πεταλούδας και το έστειλα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου.
«Καλύτερα έτσι», παρατήρησα ξαναβάζοντας στην τσέπη μου την πεταλούδα.
«Κλασικός αντρικός κομπλεξισμός –φοβόσαστε μη χάσετε την κυριαρχία όταν βλέπετε μια γυναίκα με πιστόλι», είπε η Σόνια.
Κόντεψα να κατουρηθώ από τα γέλια –σταμάτησα όμως γιατί η τρύπα στο παράθυρο έμπαζε βρωμόκρυο.
«Και τώρα που αποκαταστάθηκε η φαλλοκρατική εξουσία, τι προβλέπει το μενού;» τη ρώτησα.
«Κοίτα –δεν υπάρχει λόγος να σκοτωθούμε μεταξύ αλλά ούτε και να με χαρακώσει ο Γκας», άρχισε να μου εξηγεί η Σόνια. «Απ΄ ότι έχω καταλάβει σε στήσανε χοντρά και τώρα τρέχεις να ξεμπλέξεις. Μπορώ ίσως να βοηθήσω...»
«Γιατί να το κάνεις;»
«Επειδή, αν το παίξουμε σωστά, κι εσύ θα γλιτώσεις και θα κονομήσουμε κάμποσα φράγκα».
Έξυσα πάλι το κεφάλι μου. Τελικά, αυτή η γυναίκα με λάτρευε –δεν υπήρχε αμφιβολία....
«Για προχώρα στο παρασύνθημα», της ζήτησα.
«Απλό είναι το θέμα –αυτός που ζήτησε από τον Γκας να σε στήσει θα πρέπει να είναι ο ίδιος που σκότωσε εκείνη την ηθοποιό...»
«Τη Φωτίου».
«Μπράβο –έχεις γερό μνημονικό... Αυτός λοιπόν, εκτός που έκανε φόνο διαθέτει και κάμποσο παραδάκι, εφόσον πλήρωσε τον Γκας...»
«Σωστά».
«Τι γίνεται όταν έχουμε έναν κονομημένο ένοχο;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με κατευθείαν στα μάτια.
«Τη γλιτώνει γιατί μπορεί να πληρώσει καλό δικηγόρο», έκανα χαζά.
«Εκβιασμός γίνεται ρε βλάκα», μου είπε γελώντας.
Έξυσα πάλι το κεφάλι μου.
«Δηλαδή;» έκανα.
«Δηλαδή, μας πληρώνει και δεν το κάνουμε βούκινο».
«Ή μας σκοτώνει και μας ξεφορτώνεται μια και καλή».
«Σωστά αλλά λάθος. Γιατί αν μπορούσε να το κάνει από μόνος του δεν θα έβαζε τον Γκας. Εφόσον όμως ο Γκας απέτυχε...»
«Απέτυχε;»
«Ε, βέβαια. Πώς αλλιώς θα εμφανιστούμε εμείς μπροστά του;»
«Ωραία».
«Εφόσον ο Γκας απέτυχε δεν είμαστε εύκολοι στόχοι. Κι όπως θα του εξηγήσουμε, είναι πολύ πιο εύκολο να μας ξεφορτωθεί πληρώνοντας».
«Και μετά;»
«Μετά εξαφανιζόμαστε. Εμένα δε με ψάχνουν οι μπάτσοι, εσύ βγάζεις ένα πλαστό διαβατήριο...»
«Μην ξεχνάς οτι όσο με κυνηγάει ο Γκας είμαι αποκομμένος...»
Αναστέναξε κουρασμένα.
«Αυτό λέμε βρε μωρό μου, οτι ο Γκας δεν θα σε κυνηγήσει άλλο. Γιατί να το κάνει δηλαδή; Θα πάμε, θα τον βρούμε, θα του εξηγήσουμε –επιχειρηματίας είναι, θα καταλάβει....»
«Εννοείς...»
«Εννοώ οτι είναι προτιμότερο να χάσει μια δουλειά παρά τη ζωή του».
Άναψα καινούργιο τσιγάρο.
«Δηλαδή, για να καταλάβω... Εγώ την πέφτω στον Γκας για αρχή, τον απειλώ και κλείνω συμφωνία μαζί του. Μετά την πέφτω στον δολοφόνο της Φωτίου...»
«Κάπως έτσι...»
«Δυο προβλήματα».
«Να τ΄ ακούσω».
«Πρώτον, δεν ξέρουμε τον δολοφόνο της Φωτίου».
Γέλασε.
«Αν είναι να συνεργαστούμε θα πρέπει να σταματήσεις να μου λες μαλακίες», είπε.
«Εντάξει», παραδέχτηκα. «Ας πούμε οτι τον ξέρω τον δολοφόνο της Φωτίου».
«Έτσι μπράβο».
«Δεύτερο πρόβλημα: αν είναι να κάνω εγώ όλη τη δουλειά, γιατί να μοιραστώ τα φράγκα μαζί σου;»
Μετακινήθηκε στη θέση της σταυρώνοντας τα πόδια της. Η καμπαρτίνα άνοιξε αφήνοντας να φανεί λίγο μαύρο ημιδιαφανές καλσόν.
«Επειδή αν δε σε φέρω εγώ κοντά στον Γκας δεν υπάρχει περίπτωση να τον πλησιάσεις –ζωντανός εννοώ. Κι επειδή έχω την υποψία οτι ο δολοφόνος της Φωτίου σε ξέρει, άρα κι εκεί με χρειάζεσαι».
Είχε δίκιο.
«Και πώς ξέρω οτι δεν μου τη στήνεις;»
«Βρε βλάκα –από τη στιγμή που δεν σε σκότωσα ενώ μπορούσα...»
«Σωστά», παραδέχτηκα. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει οτι δεν θα με σκοτώσεις όταν πάρουμε τα φράγκα».
«Δεν έχεις άδικο», παραδέχτηκε. «Αλλά το ίδιο ισχύει και για σένα».
«Μου φαίνεται τίμια συμφωνία», παρατήρησα.
«Εντάξει», είπε.
Αμέσως έσκυψε προς το μέρος μου, με φίλησε στα χείλια κι απομακρύνθηκε.
«Έκλεισε η συμφωνία», είπε απλά.
«Δεν θα το γιορτάσουμε άλλο;» έκανα απογοητευμένος.
«Οι επιτυχίες γιορτάζονται, όχι οι συμφωνίες», απάντησε.
«Κατάλαβα –δεν πρόκειται να πηδήξουμε φέτος», μουρμούρισα.
«Άλλο αυτό ρε βλάκα», έκανε τσιμπώντας με στο μπράτσο.
Οδηγούσα αργά κι αμίλητος, η Σόνια στο πλάι μου κάπνιζε και περνούσε απότομα από την πολυλογία στη μουγκαμάρα –ήταν νευρική και το έδειχνε. Μιλούσε για τα μέρη που θα ήθελε να επισκεφτεί, τη Νότιο Αμερική με τα απομονωμένα ψαράδικα χωριά, τα ερείπια των αρχαίων ναών και τα βουνά που φτάνανε πάνω απ΄ τα σύννεφα -στην αρχή την παρακολουθούσα αλλά μετά χάθηκα στη συγχισμένη γεωγραφία της. Περιόρισα λοιπόν τις αρχικές μου μονολεκτικές απαντήσεις σε νεύματα του κεφαλιού και στο τέλος παράτησα κάθε προσπάθεια, απλώς οδηγούσα μυρίζοντας το άρωμά της και φανταζόμουν τι θα ήθελα να κάνω μαζί της. Όταν κατάλαβε οτι δεν πηγαίναμε στον Γκας ήταν αργά.
«Πού πάμε; Δεν είναι προς τα εδώ το σπίτι του Γκας», απόρησε.
«Αλλαγή σχεδίων μωρό μου», είπα.
«Τι έκανε λέει;» φούντωσε.
Έβγαλα δεξί φλας, έλεγξα αν ερχόταν κανένας πίσω μας και στη συνέχεια ανέβασα το μισό αμάξι στο κοντινότερο πεζοδρόμιο. Τράβηξα χειρόφρενο, την κοίταξα στα ίσα.
«Μαζί σου κάνω τεράστιες προσπάθειες να μην πιαστώ εντελώς κορόιδο», της εξήγησα. «Πάει να πει...» την έκοψα όταν προσπάθησε να μιλήσει, «οτι θέλει μεγάλη δόση ηλιθιότητας για να σε αφήσω να με τραβολογήσεις α λα μπρατσέτα στον Γκας ενώ το κεφάλι μου παραμένει ακόμα κερδοφόρο. Σκέφτηκα λοιπόν να πάμε πρώτα να βρούμε τον δολοφόνο και να του ξηγηθούμε τον εκβιασμό μας –έτσι, και τη συμφωνία του Γκας χαλάμε κι εσύ μπλέκεσαι μαζί μου...»
«Πολύ έξυπνο –μαλάκα», ψευτοθαύμασε.
«Υπάρχει βέβαια και η εναλλακτική να κατέβεις επιτόπου και να ξεχάσουμε ότι έγινε», της είπα.
«Υπέροχα. Πώς θα γίνει δηλαδή; Κατεβαίνω, κάνω 10 βήματα μέχρι να πιάσεις το πιστόλι από το πίσω κάθισμα και μετά με καθαρίζεις;» έκανε παγωμένα.
«Ποτέ δεν ξέρεις μέχρι να μάθεις», της είπα.
«Βλακείες...» μουρμούρισε. «Ξεκίνα το αυτοκίνητο –μη μας βρει το ξημέρωμα εδώ πέρα».
Χαμογέλασα.
«Γι΄αυτό σ΄ αγαπάω», της είπα.
«Καλά –οδήγα τώρα», έκανε.
Πολύ στο φτύσιμο με είχε ρε παιδί μου...
Παρκάραμε πολύ κοντά στο σπίτι του Αλεξιάδη, άνοιξα το παράθυρο, έβγαλα το κεφάλι απέξω και κοίταξα προς τον όροφο του. Δεν έβλεπα φως. Ο επίμαχος σκουπιδοτενεκές ήταν ξέχειλος από πολύχρωμες πλαστικές σακούλες. Της έδειξα το διαμέρισμα.
«Τι να κάνω δηλαδή;» με ρώτησε.
«Πηγαίνεις και χτυπάς. Είναι πολύ νωρίς για να κοιμούνται αλλά ποτέ δεν ξέρεις...»
«Παρακάτω;»
«Ελέγχεις το απέναντι καφέ», της έδειξα.
«Τι ψάχνω;»
«Δυο αδερφές. Ο ένας είναι υστερικιά με καράφλα κι ο άλλος, αρχοντικός τύπος που καπνίζει κόκκινα τσιγάρα».
«Αυτόν θα τον συμπαθήσω», έκανε στρώνοντας την καμπαρτίνα της.
«Καλύτερα όχι –τυγχάνει να είναι ο δολοφόνος».
«Ε και τι μ΄αυτό; Άλλο η δουλειά κι άλλο οι συμπάθειες», γέλασε κοριτσίστικα.
Πράγμα που με έκανε να σκεφτώ οτι η Σόνια ήταν κάποτε κορίτσι, αιώνες πριν γίνει γυναίκα-αράχνη.
«Τέλος πάντων –τσεκάρεις κι έρχεσαι να με ειδοποιήσεις», είπα.
Βγήκε χτυπώντας την πόρτα του αμαξιού πίσω της –έπρεπε να κολλήσω κάνα ταξιτζίδικο αυτοκόλλητο «Σιγά τις πόρτες» γιατί θα μου το διαλύανε το όχημα....
Την είδα να χτυπάει κουδούνια στην πολυκατοικία, δεν της πήρε πολύ μέχρι ν΄ανοίξει η πόρτα. Όταν χάθηκε μέσα στην πολυκατοικία βγήκα από το αμάξι έχοντας ήδη φυλάξει το πιστόλι της στην εξωτερική τσέπη του μπουφάν μου. Έψαξα τον μισοσκότεινο δρόμο, δεν άργησα να βρω το μπάσιμο μιας πολυκατοικίας στο απέναντι πεζοδρόμιο και να χωθώ μέσα –το μόνο που είχα να κάνω ήταν να περιμένω.
Δεν χρειάστηκε να το κάνω για πολύ –σε δυο λεπτά η Σόνια κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το καφέ. Όταν βγήκε κι από εκεί, πήγε προς το αυτοκίνητο, την ακολούθησα προσεκτικά αλλά και πάλι με πήρε είδηση.
«Δεν είναι πουθενά», μου είπε.
«Ωραία, πάμε να μπούμε στο διαμέρισμά τους», έκανα.
«Δεν μπορούσες να μου το έχεις πει από πριν για ν΄αφήσω την εξώπορτα ανοιχτή;» παραπονέθηκε.
«Αυτοσχεδιάζω», δικαιολογήθηκα.
Πήγανε ξανά προς την εξώπορτα, η Σόνια την έσπρωξε κι αμέσως έπεσε ένα κομμάτι χαρτί που μπλόκαρε την πόρτα, κρατώντάς την ανοιχτή.
«Βλέπεις μπροστά», παραδέχτηκα με θαυμασμό.
«Μπα –δίπλα μου βλέπω», μουρμούρισε κοιτάζοντάς με επιτιμητικά.
Άρχισα να ξανασκέφτομαι οτι έκανα μαλακία που δεν την είχα ήδη σκοτώσει.
Ο διάδρομος έξω από το διαμέρισμα του Αλεξιάδη ήταν θεοσκότεινος, της έδωσα να κρατάει αναμμένο τον αναπτήρα μου και διέλυσα την κλειδαριά χρησιμοποιώντας την πεταλούδα.
«Εσύ κάθεσαι έξω για τσίλιες», της ξέκοψα.
Το εσωτερικό του διαμερίσματος μύριζε λιβάνι, θερμαντικές αλοιφές και γεράματα. Δεν τόλμησα ν΄ ανάψω το φως –περίμενα μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου και μετά άρχισα να ψάχνω ακατάστατα. Βρήκα ένα δρύινο γραφείο, ξεκοίλιασα τα συρτάρια του στη σειρά, αδειάζοντας το περιεχόμενό τους. Μετά ανακάτεψα τη βιβλιοθήκη κι αυτό μου πήρε πολύ χρόνο γιατί ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη. Μπήκα στα υπνοδωμάτια αλλά γρήγορα ξαναβγήκα, στάθηκα στη μέση του σαλονιού, κοντά στην τηλεόραση. Ήταν τόσο προφανές τελικά... Δεξιά από την οθόνη υπήρχε ένα πλήρες στερεοφωνικό συγκρότημα –πάνω στο πικ απ ήταν ακουμπισμένη μια συσκευή βίντεο, πλησίασα, πάτησα το κουμπί και αμέσως πετάχτηκε έξω η κασέτα. Άναψα τον αναπτήρα για να την ψάξω καλύτερα –στην ετικέτα έγραφε: «Γάμος Λυδίας Παπακώστα», γέλασα με την πονηριά της Λίζας Φωτίου –ποιος θα ενδιαφερόταν για το βίντεο ενός γάμου; Μονάχα κάποιος που θα ήξερε οτι η Λυδία Παπακώστα αποκλειόταν να έχει παντρευτεί εκείνο το γομάρι με το οποίο τραβιόταν. Έβαλα την κασέτα στην τσέπη και βιάστηκα να φύγω από εκεί μέσα.
«Τι έγινε;» με ρώτησε η Σόνια.
«Φύγαμε», της είπα.
Στο κατέβασμα από τις σκάλες με πρόλαβε.
«Βρήκες τίποτα;»
«Κάτι βρήκα...»
«Τι;»
«Τίποτα».
«Πάλι μαλακίες;»
«Εντάξει –θα σου δείξω. Πάμε να φύγουμε τώρα».
Μπήκαμε βιαστικά στο αμάξι και ξεκίνησα.
«Ξέρεις κάνα ασφαλές μέρος να πάμε;» τη ρώτησα.
«Γιατί; Το σπίτι μου τι έχει;» απόρησε.
«Κακές δονήσεις –σαν πορτ μπαγκάζ τζιπ ένα πράγμα...» μουρμούρισα.
Προτίμησε να μη σχολιάσει.
«Έχεις λεφτά;» τη ρώτησα.
«Κάτι έχω».
«Πάμε σε κάνα ξενοδοχείο;»
Σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Κι εγώ ξεκίνησα με κατεύθυνση τα βόρεια, ρομαντικά, προάστια.
«Λοιπόν; Τι βρήκες;» με ξαναρώτησε.
«Το λόγο για τον οποίο σκοτώθηκε η Φωτίου», απάντησα.
«Κι ο λόγος είναι;» ζήτησε να μάθει.
«Μια κασέτα με πορνό», απάντησα.
«Καλά λένε οτι η τσόντα βλάπτει σοβαρά την υγεία», διαπίστωσε.
«Ειδικά όσων συμμετέχουν σ΄αυτή», είπα.
Με κοίταξε σκεπτική.
«Τι έγινε πάλι;» ρώτησα.
«Απόψε θα σε πηδήξω –αυτό έγινε», μου είπε.
«Κι αν δε θέλω;» έκανα χαζά.
«Οδήγα ρε βλάκα μη σκοτωθούμε –που θα μου πεις κιόλας οτι δεν θέλεις», γέλασε.
Οδήγησα λάμποντας σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο.
11 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Κι εγω έτσι νόμιζα χθες το βράδυ...
Νίκος
Αφού μπήκα με το δεξί (κλικ) στο νέο τσαρδί, ρίχνω έτσι βιαστικά μερικές ευχές, καλοτάξιδο,καλορίζικο, να το προσέξεις στο στρώσιμο,παντάξιος κτλ κτλ.
Νίκο, της νύχτας τα καμώματα...
Λύκε -μ΄ένα καλό παιδί δε μου ευχήθηκες -γιατί; Θεωρείς οτι με πήρανε τα χρόνια;
Γιατί δεν ξέρω πόσα έχεις και τώρα το κράτος δεν έχει λεφτά για επιδόματα σε πολύτεκνους.
Ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα όπως ηλικίες κτλ, δεν γνωρίζω.
Και να μην ξεχάσω. Ο Λούης πρέπει να μην τη βγάλει καθαρή.
Επίσης μ άρεσε το κοινωνικό μήνυμα. Ο Γκας (βεντζίνα) δεν είναι φθηνός.
Μα είμαι κοινωνικός αγωνιστής πώς να το κάνουμε; Υπάρχει πάντως μια διάσταση απόψεων σχετικά με το πότε τη βγάζει καθαρή κάποιος -όταν τη γλιτώνει και παραμένει ήρωας των ιστοριών μου ή όταν σκοτώνεται;
μ' άρεσε η ιστορία σου μ' ευχαρίστησε
Χαίρομαι γι΄αυτό.
Καλούτσικο λοιπόν.
Ναι -θα μπορούσε να είναι και χειρότερο.
obviously έχω χάσει επεισόδια. τι magnificently ψυχοβγαλτικά είναι αυτά; κάθισα και τα διάβασα όλα μονοκοπανιά και μετά έβλεπα στον ύπνο μου μπιστολιδια στην πλατεία βαρνάβα.
ΕΙΧΕ ΚΑΙΡΟ Ν΄ΑΦΗΣΕΙ ΣΧΟΛΙΟ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΚΡΑΤΑΕΙ ΜΟΥΤΡΑ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ:
Ο/Η razz the feminihilist άφησε ένα νέο σχόλιο για την ανάρτησή σας "10. «Κορίτσια, μην κλαίτε για τον Λούη»
":
obviously έχω χάσει επεισόδια. τι magnificently ψυχοβγαλτικά είναι αυτά; κάθισα και τα διάβασα όλα μονοκοπανιά και μετά έβλεπα στον ύπνο μου μπιστολιδια στην πλατεία βαρνάβα."
Γκανφάιτ ιν Μπάρναμπι σκουέρ -σωστή η Ραζ νομίζω!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!