Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2008

9. Πενταροδεκάρες για τους αμαρτωλούς

Προηγουμένα:
1. Ο τελευταίος κροκόδειλος του πλανήτη
2. Τιλτ
3. Ο σκλάβος της Κυριακής
4. Λίγος, πολύ λίγος
5. Με τον διακόπτη στη ρεζέρβα
6. Το ιγκουάνα που μάσαγε τριαντάφυλλα
7. "Κράτα το χέρι μου και θα είσαι για πάντα καταραμένος"
8. Εξόριστος από τη Μητρόπολη

Είμαστε λοιπόν εδώ, τρεις κι ο κούκος, αραγμένοι στο ξύλινο πεζούλι κάτω από το κλουβί του ντιτζέι και περιμένουμε το Ρόδον να γεμίσει. Ο ξάδερφός μου από πάνω, ανοίγει το τζαμάκι και μας καταβρέχει με εμφιαλωμένο σε τακτά χρονικά διαστήματα, «ξυπνάτε μαλάκες, δεν πρόκειται να βγει κανένα συγκρότημα όσο ροχαλίζετε».
Κοιτάζουμε προς το μέρος του, βαριόμαστε να του πετάξουμε τα πλαστικά μας ποτήρια με τις μπύρες, άσε που έχει δανειστεί και κάτι δίσκους μου για σήμερα –δεν έχω όρεξη να τους λερώσω. Χαμογελάμε φιλικά.
«’σου πω!» κάνει ο Τάκης. «Εκείνη τη γκομενίτσα που σε είχα δει τις προάλλες;»
«Ποια ρε;» πετάγεται ο ξάδερφος με αναπτερωμένο ενδιαφέρον. «Την ξανθιά με το αγορέ μαλλί;»
«Ναι αυτή», λέει ο Τάκης.
«Καλή ε; Κάνουμε κατάσταση εδώ και δυο μήνες!» κορδώνεται ο ξάδερφος.
«Ναι καλή, πολύ καλή», ψευτοθαυμάζει ο Τάκης. «Την είχαμε πάρει παρτούζα πριν μια βδομάδα, πολύ καλή, πρώτο πράμα, αλλά φωνάζει πολύ ρε αδερφάκι μου!»
«Άντε γαμήσου!» φορτώνει ο ξάδερφος και μας αδειάζει το τασάκι στα κεφάλια.
Ο Τάκης ψυλλιασμένος σκύβει να το αποφύγει, εγώ τρώω τα αποτσίγαρα κατακέφαλα σα μαλάκας.
Ωραία περνάμε.

«Και λοιπόν; Τι έγινε παρακάτω;» ρωτάει ο Τάκης όσο εγώ τινάζομαι σα νευρόσπαστο για να πέσει μια γόπα που χώθηκε μέσα από τη μπλούζα μου.
«Τι να γίνει; Σηκώθηκε κι έφυγε –αυτό ήταν όλο», λέω.
«Έτσι απλά; Δηλαδή την πήδηξες και μετά ‘άντε γειά’;»
«Αφού έχει γκόμενο ρε!»
«Αυτό όμως δεν σε εμπόδισε να την πηδήξεις!»
«Θα ΄πρεπε;»
«Ξέρω ΄γω; Δεν είναι γνωστός σου ο γκόμενός της;»
«Και λοιπόν;»
«Κάποια μπέσα απέναντι στους γνωστούς μας ίσως;»
«Ναι, μάλιστα», μουρμουρίζω.
«Τι ‘μάλιστα΄ ρε αρχίδι; Δηλαδή τώρα θα πρέπει να το ψάχνω μη μου πηδήξεις και τη δική μου γκόμενα;» αγανακτεί ο Τάκης.
«Μπα, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Επειδή, πρώτον, δε μου κάνουν κέφι οι γκόμενες που τραβολογιέσαι και δεύτερον, δεν έχεις γκόμενα ρε μαλάκα!»
«Έτσι νομίζεις;» γελάει πονηρά.
Ανάβω επιτόπου τσιγάρο.
«Για λέγε, για λέγε!»
«Νανά!»
«Τι μου λες!»
«Λαβ φορέβερ και η παραλία δώρο!»
«Τόσο πολύ;»
«Ε, εντάξει –όχι και τόσο … αλλά …»
«Το κάνατε σα να λέμε;»
Ο Τάκης κάθεται αναπαυτικότερα στο πεζούλι.
«Λοιπόν … όπως λέει κι ο μέγας Ευθύμης … έχω κατακτήσει πλήρως στήθος, πάνω από σουτιέν, και έχω προχωρήσει μέχρι το μη περαιτέρω, πάνω από τζιν …»
Ξεκαρδίστηκα.
«Τι κάνει ο Ευθύμης ρε; Πόσο καιρό έχουμε να τον δούμε;»
«Μια χαρά! Του δώσανε να προπονεί τη ομάδα θηλέων μπάσκετ του συλλόγου …»
«Του Ευθύμη;»
«Ναι!»
«Κι εμείς καθόμαστε ακόμα εδώ;»
«Μην την ψάχνεις –είναι σκύλος σε κάτι τέτοια ο Ευθύμης! Τσοπανόσκυλος!»
«Θες να πεις ότι δεν έχει χουφτώσει καμιά τους μέχρι τώρα;»
Ο Τάκης με κοιτάζει με προσποιητή έκπληξη.
«Ο Ευθύμης;»
Καταλαβαίνω τι εννοεί. Δεν υπήρχε καλύτερο παιδί στην πιάτσα από τον Ευθύμη, αλλά δεν υπήρχε και πιο χαζό άτομο από αυτόν, συνάμα. Μιλάμε για μυαλό μικρού παιδιού –πράγμα το οποίο έχει τα καλά του όσο να πεις, επειδή έβλεπε όσα εμείς δεν μπορούσαμε πια και ήταν ο βασικός υπεύθυνος κάθε ατάκας που κυκλοφορούσε μεταξύ μας. Το διασκέδαζε κιόλας, πέταγε μια καινούργια ατάκα που είχε προετοιμάσει βδομάδες ολόκληρες, ξινίζαμε εμείς –«δεν σας άρεσε ε;» ρώταγε. «Δεν πειράζει, θα σας τη λέω συνέχεια μέχρι να τη συνηθίσετε!» Γιγαντιαίο άτομο ο Ευθύμης.
«Θα πάμε Πόρο», μου εκμυστηρεύεται ο Τάκης.
«Ε;»
«Θα πάμε Πόρο. Με τη Νανά. Για να συμβεί το μοιραίο».
«Σένια».
«Δεν έρχεσαι κι εσύ;»
«Μόνος μου;»
«Φέρε κάποια μαζί σου».
«Ποια ρε μαλάκα; Αφού είμαι ρέστος! Με όλες σκατά τα έχω κάνει!»
«Βρες μια καινούργια τότε!»
Κοιτάζω τριγύρω. Δεν είναι πάνω από 15 άτομα στο Ρόδον, η συναυλία έπρεπε να έχει ήδη αρχίσει. Οι χαχόλοι βούλιαξαν τις προάλλες το ΟΑΚΑ για ν΄ακούσουν Στινγκ και Γκάμπριελ και Σπρίνγκστιν να τραγουδάνε παρέα με τον Νταλάρα, «σήκω-στάσου/ για τα δικαιώματά σου», αλλά ούτε το ένα δέκατο απ΄αυτούς τους αγωνισταράδες δεν καταδέχτηκε να έρθει σήμερα στους New Model Army. Ξεκουράζονται φαίνεται ακόμα από τον λυσσαλέο αγώνα που έδωσαν υπέρ της Διεθνούς Αμνηστίας! Καραγκιοζαραίοι.
«Βλέπεις εσύ καμιά εύκαιρη εδώ μέσα;» κάνω στον Τάκη.
«Μα, εδώ που μ΄έφερες! Πιο πολλές γκόμενες θα βρίσκαμε στο γήπεδο!»
Τότε έσβησαν τα φώτα και βγήκαν οι Τρύπες.

Ο κόσμος ήταν τόσο αραιός ώστε μπορούσαμε ν΄ακουμπήσουμε τις μπύρες μας πάνω στη σκηνή. Και έτσι κάναμε. Μετά περάσαμε την ώρα μας κοροϊδεύοντας τις Τρύπες, ο Τάκης περισσότερο, καθότι ψιλοάσχετος από μουσική.
«Γιατί κάνει ‘τσουρουτσουτσουτσουρου’ αυτός;»
«Άποψη –τι γουστάρεις τώρα;»
«Πως το λένε αυτό το κομμάτι;»
«Ερωτευμένοι Σχιζοφρενείς».
«Μάλλον ‘Ερωτευμένοι Παραπληγικοί’ θα του ταίριαζε καλύτερα».
«Σκάσε ρε ν΄ακούμε!»
«Έχει μια γκόμενα εκεί πέρα –καλή μου φαίνεται».
«Ε, άντε να της την πέσεις –ξεφορτώσου με».
Ησύχασε λίγο το κεφάλι μου, άραξα ν΄ακούσω το υπόλοιπο σετ. Δεν λιποθύμησα κιόλας από συγκίνηση αλλά εντάξει. Μόνο που είχαν κοπιάρει ασύστολα το «Damaged Goods» κάνοντάς το «Ταξιδιάρα Ψυχή» και σπάστηκα κάπως. Δυο τρεις φρίκουλες χοροπήδαγαν δίπλα μου.

«Τέσσερις το πρωί κι ακόμα δεν μπορούμε να κοιμηθούμε/ γυρίζουμε από δω, γυρίζουμε από κει, στριφογυρνάμε μέσα στον ιδρώτα μας./ Λένε ότι δεν υπάρχει ανάπαυση για τους αμαρτωλούς/ Θεούλη μου τι έχουμε κάνει;/ Δεν υπάρχει ανάπαυση για τους αμαρτωλούς/ Θεούλη μου τι κακό έχουμε κάνει;»
Ο κόσμος είναι απελπιστικά αραιωμένος τώρα, πάει να πει, δεν είμαστε πάνω από 5-6 οι τυχεροί που ερχόμαστε φάτσα με το σιδερένιο στόμα του Τζάστιν Σάλιβαν –μπροστά μου ακριβώς το χαρτί με τη σειρά των τραγουδιών κι εκείνος σαράντα πόντους ψηλότερά μου, τρομακτικός, να φτύνει ατσαλόπρογκες. Και μετά την πρώτη στροφή μπήκαν οι κιθάρες, πεταχτήκαμε στον αέρα σαν κουνούπια που ξέφυγαν από παντόφλα, πόσοι ήμασταν; Τι σημασία είχε;
«Μήπως είναι επειδή ζητήσαμε περισσότερα απ΄όσα μας έδωσες;/ Γιατί όμως μας έθαψες σ΄αυτό το κωλοχώρι;/ Ταπεινότητα –αυτό θέλεις;/ Τότε γιατί μας έφτιαξες έτσι όπως είμαστε;/ Ναι, έχουμε περηφάνια –είναι αμαρτία αυτό;»
Ακούμπησα λίγο στην άκρη της σκηνής, να το σκεφτώ –που είχε πάει η δική μου περηφάνεια; Αυτό βέβαια, αν την είχα ποτέ!
«Μήπως είναι επειδή περνάμε τις ώρες μας παλεύοντας εκεί έξω;/ Λοιπόν, θα σου πω κάτι – όλες εκείνες τις ώρες δεν πληγώσαμε κανέναν στ΄αλήθεια./ Ή μήπως φταίει που έχουμε φαγητό/ όσο άλλοι άνθρωποι πεινάνε;/ Αυτό είναι το έγκλημά μας;»
Ναι, δεν πληγώσαμε παρά μόνο τους εαυτούς μας. Λες και παλεύαμε με συρματοπλέγματα –ποιος μας τιμωρεί επειδή ξηλώσαμε μερικά συρματοπλέγματα;
«Τέσσερις το πρωί κι ακόμα δεν μπορούμε να κοιμηθούμε/ γυρίζουμε από δω, γυρίζουμε από κει, στριφογυρνάμε μέσα στον ιδρώτα μας./ Λένε ότι δεν υπάρχει ανάπαυση για τους αμαρτωλούς/ Θεούλη μου τι έχουμε κάνει;/ Δεν υπάρχει ανάπαυση για τους αμαρτωλούς/ Θεούλη μου τι κακό έχουμε κάνει;»
Ο Τάκης κοπανάει τις αρβύλες του δίπλα, τραντάζοντας το ξύλινο πάτωμα. Τον κοιτάζω –γελάω, χαμογελάει. Κάτι θέλει να μου πει, πλησιάζω.
«Μ’ έφτυσε η γκόμενα εκεί πέρα!»
«Καθότι πάνκισσα! Συνηθίζεται», απαντάω.
«Μήπως είναι επειδή περάσαμε ώρες πολλές γελώντας για όλα αυτά/ εκείνες τις νύχτες τις πνιγμένες στο ουίσκι, πέρα μακριά από δω;/ Ναι, σε προδώσαμε –αυτό είναι το έγκλημά μας;»
«ΠΕΣΤΑ ΡΕ ΓΑΜΗΜΕΝΕ ΤΖΑΣΤΙΝ!»τσιρίζω όταν τελειώνει το κομμάτι. Όντως, ο Τζάστιν μού κάνει τη χάρη και τα λέει. Απίστευτο!

«Δηλαδή αυτοί ήτανε καλοί;»
Τον κοιτάζω.
«Αυτοί καλοί ήτανε –εσύ γιατί είσαι τόσο κάλος, μου λες;»
«Άσε μας ρε μαλάκα, τζάμπα χάσαμε την ώρα μας … Πάμε τώρα να πιούμε καμιά μπύρα πλατεία;»
Κουνάω το κεφάλι. Άμα ο άνθρωπος είναι άμουσος …

Βγαίνουμε από τη Μάρνης στην Πατησίων –δυο μηχανές, στη λογική ότι κάθε μας βραδινή βόλτα θα καταλήξει στην κάλυψη των πίσω θέσεων από κορίτσια. Άγνωστα κορίτσια που μας περιμένουν να τις εντυπωσιάσουμε. Δεν έχει αυτό σχεδόν ποτέ. Αλλά κυκλοφορούμε συνέχεια με δυο μηχανές και άδειες πίσω θέσεις.
«Κοίτα δεξιά στο πεζοδρόμιο!» μου κάνει νόημα ο Τάκης.
Κοιτάζω. Ένα παπί αραγμένο και κάποιο άτομο σκυφτό. Του κάνω νόημα –δεν καταλαβαίνω.
«Πάμε;» με πλευρίζει.
«Που;»
«Να τη βοηθήσουμε».
«Ποια;»
«Την κοπέλα με το παπί ρε γκαβέ!»
Μάλιστα.
Παρκάρουμε πάνω στο πεζοδρόμιο, η κοπέλα αλαφιάζεται κάπως αλλά δεν τρομάζει. Εμφανώς τουλάχιστον.
«Τι έγινε;»
«Έμεινα από βενζίνη».
«Σένια».
Ο Τάκης ήδη έχει φύγει για τον πλησιέστερο σκουπιδοτενεκέ, ψάχνει κάποιο πλαστικό μπουκάλι, οτιδήποτε για να μεταφέρει τη βενζίνη.
«Μην ανησυχείς, θα τραβήξουμε από τα δικά μας και θα σου δώσουμε», λέω στην κοπέλα. Συνηθισμένα πράγματα, βγάζεις το σωληνάκι από το καρμπυρατέρ, παίρνεις βενζίνη, την αδειάζεις στο άλλο ρεζερβουάρ … Είναι όμορφη αυτή η κοπέλα. Πολύ όμορφη!
«Πως σε λένε;» τολμάω να ρωτήσω.
«Αλεξάνδρα… Άλεξ …» ψιθυρίζει.
Έχει κατάμαυρα κοντά μαλλιά, αγορίστικα, είναι λεπτή –σηκώνεται από το πεζοδρόμιο και διακρίνω κάτι θολό όσο η κίνησή της ανακατεύεται με τον αέρα. Χάνεται, σα να μην έχει σαφές περίγραμμα.
«Άλεξ;» κάνω χαζά.
«Ναι, γιατί;» δείχνει κάποια ενόχληση.
«Τίποτα, τίποτα», βιάζομαι να προσθέσω.
«Δεν υπάρχει ούτε λέπι γαμώ τη φάκλαρή μου!» βρίζει ο Τάκης.
«Πλάκα κάνεις;»
«Τι πλάκα ρε; Δεν υπάρχει μπουκάλι, κουτάκι μπύρας, ούτε καν κυπελλάκι παγωτού! Τίποτα! Μόνο ένα πλαστικό κουτάλι βρήκα!» αγανακτεί.
«Και τι θα κάνουμε; Θα της ρίξουμε γλυκό του κουταλιού μέσα;» αναρωτιέμαι.
«Μα σε τι κόσμο ζούμε ρε πούστη μου! Το 70% του ανθρώπινου σώματος είναι υγρά, κανένας δεν νοιάζεται γι΄αυτό;» κλωτσάει τον κάδο ο Τάκης.
Εκείνη γελάει κάπως νευρικά.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρωτάω.
«Πάμε μέχρι ένα βενζινάδικο –όλο και κάτι θα έχουν εκεί», λέει ο Τάκης.
«Τι ζυμβαίνει …παιδιά;»
Πεταγόμαστε. Ένας γουρουνοκέφαλος πάνω σε κτηνώδες Ζ καβαλάει ήδη το πεζοδρόμιο. Που βρέθηκε αυτός; Κολλάω με το ανοιχτό του πουκάμισο μέσα από σακάκι, ένας χρυσός σταυρός μπλεγμένος στις τρίχες του στήθους.
«Τίποτα φίλε, απλά η κοπέλα έμεινε από βενζίνη», λέω αλλά το μετανιώνω αμέσως. Πως καταφέρνω να είμαι τόσο ηλίθιος; Ο Τάκης με κοιτάζει πίσω από την πλάτη του γομαριού και αλληθωρίζει σε στυλ «μας γάμησες τώρα».
«Κανένα …μπρόβλημα! Έλα κοπελιά, ανέβα ….ζτη μηχανή να μπάμε …να φέρουμε μπενζίνη», προτείνει τρισχαριτωμένα ο τύπος.
Τότε το συνειδητοποιώ. Σε κάθε φράση κάνει παύσεις και είναι γεμάτες ζζζ και μπ οι λέξεις του. Φτιαγμένος! Ή ίσως απλά σουρωμένος.
«Εντάξει φίλε, το έχουμε κανονίσει. Θα πάμε εμείς με την κοπέλα μέχρι το βενζινάδικο», λέει ο Τάκης.
Την κοιτάζω. Έχει δέσει τα δάχτυλα των χεριών σαν φοβισμένο παιδάκι.
«Μαααα …. Όχιιιιιι! Ζα μπάω εγώ μαζί της …» διαβεβαιώνει ο άλλος πλησιάζοντας απειλητικά.
Πως στον πούτσο μπλέξαμε πάλι έτσι; Ένα αυτοκίνητο φρενάρει πίσω μου, γυρίζω να κοιτάξω –περιπολικό! Αυτοί μας έλειπαν τώρα! Αλλά μου έρχεται η ιδέα ότι οι μπάτσοι δεν είναι απαραιτήτως κακή εξέλιξη. Τουλάχιστον θα τρομάξουν τον σουρωμένο και θα ησυχάσουμε. Ένα φαλακρό κεφάλι σκάει από το παράθυρο.
«Τι συμβαίνει εδώ;»
Κάνω ένα βήμα μπροστά για να εξηγήσω. Αλλά ο σούρας με περνάει σα σταματημένο.
«Να σας εξηγήσω εγώ κύριοι αστυφύλακες! Η κοπέλα έμεινε από βενζίνη και σταμάτησα να τη βοηθήσω».
Ο μπάτσος κοιτάζει την κοπέλα.
«Εντάξει. Οι υπόλοιποι τι είναι;»
«Περαστικοί, αλλά δεν υπάρχει θέμα. Θα το τακτοποιήσω εγώ με την κοπέλα, μπορούν να φύγουν», λέει ο λιώμας.
Ξύνω το κεφάλι μου –που πήγε η σούρα του; Αυτός ακούγεται τώρα σαν παρουσιαστής ειδήσεων!
«Καλώς. Εσείς …» ο μπάτσος μας δείχνει. «Ξεκουμπιστείτε μη σας κόψω καμιά κλήση για παράνομο παρκάρισμα!»
Μένουμε ξεροί! Ευτυχώς οι μπάτσοι φεύγουν χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους. Επιτέλους μόνοι!

Ο μαλάκας την έχει πλησιάσει, κάτι λέει, πάμε κι εμείς κοντά. Τη βλέπω να τινάζεται.
«Άσε μου το χέρι!» φωνάζει.
Μπαίνουμε στη μέση.
«Ας μην το κουράζουμε άλλο, θα πάω εγώ με την κοπέλα για βενζίνη», λέει παγωμένα ο Τάκης.
Είμαι δίπλα του, την έχουμε κρύψει πίσω από τις πλάτες μας κι ο μαλάκας μάς μετράει από πάνω μέχρι κάτω. Ο Τάκης ανεβαίνει στη μηχανή του, η Άλεξ καβαλάει πίσω, μένω μόνος με τον άλλο.
«Μα … δηλαδή … ντι έγινε τώρα δηλαδή;» μουρμουρίζει.
«Μην τρελαίνεσαι, θα βρουν βενζίνη και ο καθένας θα πάει στο σπιτάκι του», απαντάω.
«Ζμπιτάκι!!» με κοιτάζει. «’εν υπάρχουν αυτά φιλάρα! Πουθενά δεν είμαστε ασφαλείς».
Τον κοιτάζω κάπως γουρλωμένος.
«Μαζ ακούν ακόμα κι όταν κοιμόμαζτε …»
Δε λέω τίποτα.
«Μπρέπει να κάνουμε κάτι μπριν είναι αργά …»
Τι λέει τώρα ο μαλάκας; Γιατί όλοι σε μένα γαμώτο;
«Τουζ έχειζ δει;»
«Ποιους;»
«Δεν τουζ έχειζ δει;»
Ρε μ΄έναν πούστη που μπλέξαμε!
«Είναι μπαντού!»
«Ναι ξέρω, ζουν ανάμεσά μας», λέω στο ξεκάρφωτο.
Μάλλον αυτό τον ενθουσιάζει επειδή με παίρνει επιτόπου αγκαλιά, βρωμάει αλκοόλ και καπνό, τραβιέμαι πίσω.
«Ζουν ανάμεζά μας αυτό είναι! Με καταλαβαίνειζ αδερφάκι!»
Τον σπρώχνω μαλακά, δε λέω κουβέντα.
«Ο δικόζου είναι απαυτούζ;» ρωτάει μετά.
«Όχι. Δικός μας είναι», τον διαβεβαιώνω σοβαρά.
Δε λέει τίποτα, βγάζει κάποιο τσιγάρο με άσπρο φίλτρο, ανάβει, σκέφτεται.
«Δα ντο μπάρω εγώ το κορίτσι …» μουρμουρίζει στο τέλος.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται οι άλλοι, γελάνε πάνω στη μηχανή του Τάκη.
«Που πήγατε γαμώ το στανιό σας; Στον Ασπρόπυργο στα διυλιστήρια;» γκρινιάζω.
Δε μου απαντάνε. Βάζουν τη βενζίνη στο παπί της Άλεξ, ο μαλάκας μας κοιτάζει από δίπλα. Είμαστε πλέον έτοιμοι.
«Θα πάμε κονβόι την κοπέλα, έχε το νου σου», μου σφυρίζει ο Τάκης ξεκινώντας.
Είμαστε μια ευτυχισμένη παρέα. Μπροστά η Άλεξ με το παπί, από πίσω εγώ, ο Τάκης κι ο μαλάκας. Δίπλα –δίπλα.
«Για μπου μπάτε μπαιδιά;» μας πλευρίζει ο τύπος.
«Για τ’ ανάθεμα», κάνει ο Τάκης.

Τίποτα δεν αλλάζει μέχρι την Ακαδημίας -αρχίζει να γίνεται μπελάς αυτή η ιστορία. Κοιτάζω τον Τάκη, ανασηκώνω τους ώμους, συμφωνεί με ένα κλείσιμο του ματιού. Φεύγει κάπως απότομα, πλευρίζει την Άλεξ, κάτι της λέει και μετά χάνεται μπροστά. Η Άλεξ τον ακολουθεί πιέζοντας το παπί της. Εγώ μένω πίσω με τον μαλάκα, μου παίρνει λίγη ώρα, αλλά το πιάνω τελικά. Γκαζώνω και φεύγω καρφωμένος. Ο ηλίθιος ανεβάζει στροφές στο Ζ, μάλλον πιστεύει ότι προσπαθούμε να του ξεφύγουμε. Επειδή είναι ηλίθιος –κατάλαβες; Από Τρικούπη βγαίνουμε στη Σόλωνος κι από κει Μπενάκη, την έχουμε δει κασκαντέρ για να κρατάμε τον ηλίθιο απασχολημένο. Ο Τάκης στο φανάρι καταφέρνει να ξύσει μαρσπιέ στρίβοντας, εγώ πάλι –όχι. Έχουμε βάλει το παπί ανάμεσά μας, η Άλεξ οδηγεί εντελώς αφηρημένα όσο εμείς μαλακιζόμαστε. Ο ηλίθιος μπαίνει πίσω μας, αλλά έχουμε πλέον 10 μέτρα απόσταση, που γίνονται 20, φτάνουμε πρώτοι στην πλατεία. Ο άλλος ψυλλιάζεται τι κάνουμε, κόβει ταχύτητα, το σκέφτεται. Βλέπω μπροστά μου τον Τάκη να κάνει νοήματα σε κάτι παιδιά, μάλλον δικούς μας, και να δείχνει προς τα πίσω. Τα παιδιά ξεκινάνε τσαμπουκαλεμένα. Γυρίζω, κοιτάζω τον ηλίθιο που φεύγει σφυρίζοντας αδιάφορα. Χαμογελάω –έπιασε!

«Άλεξ λοιπόν;»
«Ναι, κάπως έτσι».
«Χαρήκαμε που σε γνωρίσαμε».
«Κι εγώ που με ξεμπλέξατε».
«Μόνο γι΄αυτό;»
«Το πάμε για καμάκι τώρα δηλαδή; Πες μου να το ξέρω».
«Κι αν στο πω δηλαδή τι θα γίνει;»
«Ε… θα το ξέρω».
Ακουμπάω στη μπάρα του Ίρις και τους κοιτάζω που χαζολογάνε. Κατεβάζω μια βότκα τόνικ στη μνήμη του Σιντ Βίσιους και είμαι χαλαρός, όπως πρέπει. Μάλλον τη γουστάρει ο Τάκης, δηλαδή, σβήσε το ‘μάλλον’, δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον που να μη γουστάρει την Άλεξ. Σκέφτομαι την πιθανότητα να μας περιμένει απέξω ο μαλάκας -την απορρίπτω σχεδόν αμέσως. Όχι επειδή δεν τον έκοψα για κάργα κολλημένο, το αντίθετο μάλιστα. Αλλά γιατί θα σκελετώσει στο περίμενε –δεν πρόκειται να το διαλύσουμε πριν ξημερώσει, αυτό είναι σίγουρο.
«Εσύ που κόλλησες;» με ρωτάει η Άλεξ.
«Πουθενά … ξέρω ΄γω … παντού …» μουρμουρίζω.
«Μην του δίνεις σημασία, είναι κατατονικός», γελάει ο Τάκης.
«Ναι, μη μου δίνεις σημασία, είμαι μονοτονικός», προσθέτω.
Εκείνη γελάει ανοιξιάτικα.
«Πλάκα έχετε οι δυο σας! Και με σώσατε λες και είσαστε, ξέρω ‘γω; οι Δυο Σωματοφύλακες;»
«Τρεις είμαστε κανονικά, αλλά ο τρίτος έχει ρεπό σήμερα», διορθώνει ο Τάκης.
«Αλήθεια που είναι ο Πέτρος;» αναρωτιέμαι.
«Άσε, θα σου πω άλλη ώρα…» απαντάει μυστήρια.
Μετά, κάτι γίνεται και χανόμαστε. Δηλαδή, κάτσε να σου εξηγήσω –στην αρχή είναι εκείνο το κομμάτι από Ραμόνς που παίζει στα πλατό, ο Τάκης το ξεκινάει εντελώς αρκουδιάρικα και γίνεται σύντομα κουβάρι με τις παρέες που πίνουν στο κέντρο του μαγαζιού. Μετά σκάνε στο καπάκι οι Ντεντ Κένεντις και δένει η σάλτσα, οι κουβαριασμένοι στο κέντρο αρχίζουν να πληθαίνουν. Παίρνω μάτι τον Χάβοκ από τη γωνία του μπαρ, συνεννοείται με τον μπάρμαν, «να τους πλακώσω;», «άστους λίγο ακόμα και βλέπουμε». Γελάω κάπως.
«Τι είναι τώρα αυτό;» ρωτάει η Άλεξ.
«Ποιο αυτό;» κάνω.
«Εεε, όλο αυτό …» και δείχνει τους κουβαριασμένους.
«Αααα, αυτό! Ξέρω ΄γω; Η Φιέστα των Μάο-Μάο;»
«Εεε;»
«Δεν ξέρεις; Η Φιέστα των Μάο-Μάο! Φτιάχνουν κρασί από τη σπονδυλική στήλη των μπουλντόγκ τους! Καρφώνουν τα δάχτυλά τους στα μάτια τους και βγάζουν …;»
Την κοιτάζω ερωτηματικά.
«Τι βγάζουν;» αναρωτιέται στο τέλος.
«Βγάζουν ελιές!»
Εξακολουθεί να με κοιτάζει κάπως πιο ορθάνοιχτη τώρα. Αποφασίζω να της εξηγήσω.
«Κοίτα -αυτό γίνεται. Ή, ας πούμε, κάνεις μια έτσι στο στήθος του άλλου και του τραβάς έξω τα παΐδια, με πιάνεις; Ή παρακαλάς να σε αφήσουν να δαγκώσεις μια ουρά γάτας –διαβολικά πράγματα. Διαβολικά! Και τελικά;»
Με κοιτάζει ακόμα.
«Τελικά, μήπως μπορώ να έχω ένα τηγανητό αυτί παρακαλώ;»
Ξεκαρδίζομαι με την έκφραση στη φάτσα της, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο ‘ηλίθιος’ και το ‘ψυχάκιας’;.
«Σκρίμιν Τζέι Χόκινς», την πληροφορώ τελικά. Κι αυτοί εκεί πέρα προσπαθούν να χορέψουν πόγκο».
«Ααααα», ξεφουσκώνει σα λάστιχο.
«Έλα ρε μουνννννίιιιι!» με τραβάει ο Τάκης.
«Όχι άστο, θα κάτσω με την Άλεξ», κοντράρω.
Με κοιτάζει –καταλαβαίνει. Πρόσεξε κάτι, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο «αραίωνε λίγο για να την πέσω στη γκόμενα» και σ΄αυτό. Ο Τάκης το ξέρει κι εγώ το ξέρω –είναι μεγάλη η διαφορά.
«Τι πάει να πει, θα κάτσεις μαζί μου;» σκάει δίπλα στο μάγουλό μου η Άλεξ. «Τι θα πει αυτό; Και μη μου αρχίσεις πάλι για Μάο-Μάο!»
«Θα πει ότι σήμερα σε συνοδεύουμε και δε σ΄αφήνουμε μόνη σου ούτε για κατούρημα … καλά, τέλος πάντων … μόνο για κατούρημα! Αυτό θα πει».
«Και ποιος αποφάσισε ότι θέλω τέτοια συνοδεία; Τι μου το παίζετε; Νταντάδες;» στραβώνει τα χείλη.
Κάνω δυο βήματα πίσω με τα χέρια στις κωλότσεπες. Την κοιτάζω σοβαρά.
«Αν δε σου αρέσει, από κει είναι η πόρτα», λέω στο τέλος.
Μετά της γυρίζω την πλάτη. Πάνω στην ώρα δηλαδή γιατί έρχεται ένας μαλλιάς ιπτάμενος προς το μέρος μου. Βάζω ώμο για να του αλλάξω την πορεία, ο μαλλιάς σκάει συστημένος σ’ ένα τραπέζι και σαρώνει τα ποτά. Κοιτάζω, υπολογίζω –πριν μετρήσω μέχρι το 10 ο Χάβοκ τον έχει βάλει κάτω από τη μασχάλη σα γατί και τον κουτρουβαλάει στις σκάλες. Σκέτη ποίηση! Γυρίζω προς το κέντρο, τώρα χορεύουν λίγο πιο ήρεμα, αλλά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να φας κανέναν πάνκη κατακέφαλα.
Με σκουντάει στον ώμο, δε γυρίζω.
«Μ’ αρέσει», ψιθυρίζει στο αυτί μου.
Το εκτιμώ αυτό. Επειδή βαριέμαι τις χειραφετημένες που σε δουλεύουν ψιλό γαζί. Αλλά δεν της το λέω.
«Όλα καλά λοιπόν», προτιμώ να πω κι ο Τάκης που έχει πάρει γραμμή φεύγει από την «πίστα» για ανεφοδιασμό. Θα λιώσουμε απόψε, είναι σίγουρο.
«Θα λιώσουμε απόψε», πανηγυρίζει ο Τάκης φέρνοντας καινούργια ποτά.
«Εντάξει, μέσα», κάνει η Άλεξ.
«Να σου πω … εσένα σ΄αρέσουν οι Μόντελ Άρμυ;» τη ρωτάει ο Τάκης.
«Μπαα, πολύ αντρίλα μου βγάζουν …» λέει εκείνη.
«Ααα, έτσι», κάνει ο Τάκης σκεφτικός. «Εμένα πάντως είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα!»
Κατουριέμαι στα γέλια.
«Εσένα;» με ρωτάει η Άλεξ.
«Όχι, όχι δεν τους μπορώ. Προτιμώ τους Ντιπές Μοντ», λέω λιγωμένα.
«Ναι ε;»
«Ναι. Και τους Καζαγκούγκου».
«Ποιοι είναι οι Καζαμπούμπου;» πετάγεται ο Τάκης.
«Φύλαρχοι αφρικανικών φυλών», λέω σοβαρά.
«Τι φυλών; Των Μάο-Μάο ας πούμε;»
«Ναι -κι αυτών».
«Φτιάχνουν κρασί από την σπονδυλική στήλη των μπουλντόγκ τους δηλαδή;» εκστασιάζεται ο Τάκης.
«Ναι, ναι! Και …»
«Ε, σκάστε πια! Θα ξεράσω αν το ξανακούσω από την αρχή!» αγανακτεί η Άλεξ.
«Το ξέρει ε;» απογοητεύεται ο Τάκης. «Της το είπες;»
Κουνάω το κεφάλι.
«Τι μαλάκας! Δεν σου έχω πει ότι ποτέ, ποτέ, δεν λένε τέτοια πράγματα στα κορίτσια;»
Σκύβω το κεφάλι με συστολή.

Είναι εδώ τώρα κάτι παιδιά από το Πολυτεχνείο, μια φασαριόζικη παρέα, γνωστοί του Τάκη. Έχουν αράξει πίσω μας δυο-τρεις Εξαρχειώτες που λιβανίζουν τις μπύρες τους. Στο βάθος κάτι πολιτικοποιημένες μούρες που κοιτάζουν μυστήρια και κάνουν οτι διασκεδάζουν. Ο μπάρμαν έχει ανάψει κάτι σφηνάκια-πυροφάνια με τεκίλα στον πάτο και όλοι περιμένουμε αυτή την καταπληκτική Ελπίδα να μας τα σερβίρει. Η οποία έχει ξεθεωθεί εμφανώς, αλλά αντέχει επειδή όλοι για μια Ελπίδα ζούμε εδώ μέσα.
«Θρι Τζονς!» τσιρίζει ένας σπυριάρης από την παρέα του Πολυτεχνείου.
Ακούω από τα ηχεία –έχει δίκιο. Ωραίοι κι ας έχουν ντραμ μασίν.
«Τι σκατά είναι αυτό;» διαμαρτύρεται ο Τάκης.
«Καλοί είναι ρε!» λέει η Άλεξ.
«Καλοί είναι», συμφωνεί ο Τάκης. «Δε βάζει τίποτα άλλο τώρα;»
«Τους αφήσανε τους δικούς σας από την αντιφασιστική;» με πλευρίζει ένας κρεμανταλάς.
«Ναι, τους αφήσανε μπόλικα κουσούρια, με το ζόρι περπατάνε», απαντάω.
«Τι μαλακία!» αποφαίνεται.
«Πες μου γι΄αυτό», τον παροτρύνω έτσι για πλάκα, αλλά δεν πιάνει το χιουμοράκι.
«Έχω χοντρογίνει!» ψευδίζει η Άλεξ κρεμασμένη από το μπράτσο μου.
«Ναι ε;» αναρωτιέμαι. Και πράγματι –αναρωτιέμαι. Φαίνεται κάπως εκτός ελέγχου, γιατί δεν έχω καμιά διάθεση να της την πέσω; Πρόθυμες μεθυσμένες γκόμενες –αυτό δεν ήταν πάντα η επιδίωξή μας;
«Πρέπει να την ξεκουβαλήσουμε –αρχίζει να ρετάρει», ψιθυρίζει στο αυτί μου ο Τάκης.
Αποφασίζω να το ψάξω περισσότερο το θέμα –μη μείνω με την απορία.
«Δε νομίζεις ότι είναι πλέον σε φάση εκμεταλλεύσιμη;» χαμογελάω δείχνοντάς την πονηρά.
Ο Τάκης κάνει δυο βήματα πίσω, με κοιτάζει σα μετεωρίτη.
«Δε ντρέπεσαι ρε; Τόσο γουρούνι είσαι; Την Άλεξ ρε θα εκμεταλλευτείς;»
«Γιατί;» το παίζω κινέζος. «Αυτό δεν είναι πάντα ο σκοπός; Τις μεθάμε, τις πηδάμε. Εντάξει, σπανίως το καταφέρνουμε, αλλά όταν …»
«Τις άλλες πηδάμε ρε ζώο –όχι την Άλεξ!»
«Γιατί, τι έχει η Άλεξ; Τον κώλο πίσω;»
Με πλησιάζει στους δέκα πόντους.
«Πρόσεχε τα λόγια σου!»
Χαμογελάω, δεν ήταν μόνο δική μου εντύπωση τελικά. Η Άλεξ μας έχει ήδη περάσει χαλκά στη μύτη. Το οποίο είναι εντάξει για μένα –επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, κατάλαβες;
«Εμείς θα συνεχίσουμε σε ρεμπετάδικο», διαλαλεί η παρέα από το Πολυτεχνείο.
Τους κοιτάζω καλύτερα, έχουν μαζί τους δυο κορίτσια αξιόλογα, μήπως έπρεπε να τους ακολουθήσουμε;
«Πάμε ακόμα μια γύρα», λέω στην Ελπίδα κι εκείνη μου βγάζει τη γλώσσα. Αλλά θα τα φέρει.
Μετά βουτάω τον Τάκη για μια πρόχειρη σύσκεψη τύπου τάιμ-άουτ σε αγώνα μπάσκετ. Αλλά ο κύκλος των παικτών έχει ανοίξει –βλπέπω τον Τάκη να τραβάει και την Άλεξ στη σύσκεψη, βρισκόμαστε αγκαλιασμένοι με τα κεφάλια μέσα και οι τρεις μας. Το αφήνω ασχολίαστο.
«Τι κάνουμε;» ρωτάω.
«Γουστάρεις ρεμπετάδικο;» αναρωτιέται ο Τάκης. Μάλλον τον εαυτό του ρωτάει.
«Ανάλογα με τις προοπτικές», απαντάει η Άλεξ.
Την κοιτάζουμε.
«Εννοώ … δυο γκομενάκια καλά παίζουν εκεί πέρα και εκείνος ο ψηλός φαίνεται ενδιαφέρουσα περίπτωση…»
Κοιταζόμαστε με τον Τάκη.
«Με τίποτα!» φωνάζουμε ταυτόχρονα.
Οι άλλοι πίσω πίνουν τα πετρέλαιά τους, άγγιξα το δικό μου ποτήρι και κόντεψα να ξεράσω από τη μυρωδιά.
«Και τους κέρασες ακόμα μια γύρα!» μου σφύριξε ο Τάκης.
«Είδες ο μαλάκας;» συμφώνησα.
«Ποιος μαλάκας;» ρωτάει η Άλεξ.
Όσο ψάχναμε τι να της πούμε μας παράτησε στα κρύα και χώθηκε ανάμεσα στους Εξαρχειώτες της μπάρας. Κοιτάζουμε μπερδεμένοι. Τι διάολο κάνει;
«Θα ΄ρθειτε τελικά;» ρωτάει κάποιος.
«Μπα, δεν ψηνόμαστε …», κάνει ο Τάκης.
«Γιατί ρε; Θα έχει φάση!»
«Άστο καλύτερα».
Ο κάποιος μας τραβολογάει στο συνωμοτικό.
«Ελάτε ρε –οι κοπέλες με ρωτάγανε για σας».
Μπήκε μπροστά μας, κόβοντας τη θέα. Τον σπρώχνω.
«Ξεφορτώσου μας ρε! Δεν γουστάρουμε ν΄ακούσουμε σκυλιά νυχτιάτικα. Κι αν θέλουν κάτι οι κοπέλες να περάσουν αύριο που θα είμαστε ανοιχτά για το κοινό».
Με κοιτάζει απορημένος.
«Είμαστε λιώμα μη δίνεις σημασία. Άντε και καλή διασκέδαση», τον έδιωξε ήρεμα ο Τάκης.
Μετά γυρίζει σε μένα.
«Τελατίνη μας κάνει αυτή η γυναίκα», παρατηρεί.
«Έτσι πρέπει», τον καθησυχάζω.
«Είσαι σίγουρος; Επειδή το μέλλον κάπως ζοφερό, γι΄αυτό ρωτάω».
«Πρόσεξε», τον πιάνω από τους ώμους. «Ξέρω ότι σε έχω ονειρευτεί, μια αμαρτία κι ένα ψέμα. Έχω την ελευθερία μου, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Η πίστη έχει ήδη ραγίσει, δάκρυα πρέπει να χυθούν. Ας ζήσουμε λοιπόν για λίγο αφού έχουμε πεθάνει».
Σταματάω, κοιταζόμαστε.
«Τι είναι αυτό;» ρωτάει.
«Στόουνς. Άγρια Άλογα».
Κοιταζόμαστε πάλι.
«Θα τη μαζέψεις εσύ από τους μαλάκες ή να πάω εγώ και να τους αρχίσω στις σφαλιάρες;» με ρωτάει στο τέλος.
Πηγαίνω. Έχουν πέσει με τα μούτρα στη μπάρα –εμένα ούτε να με χέσουν. Σπρώχνω τον πρώτο εύκαιρο, χώνομαι. Η μπάρα τίγκα στο πολύχρωμο κουμπί και στην κάψουλα. Αγκαλιάζω την Άλεξ, σχεδόν αγγίζω το λαιμό της –μυρίζει ξεθυμασμένο νυχτολούλουδο κάτω από την καπνίλα.
«Φεύγουμε», της λέω.
«Όλοι μαζί;» ρωτάει.
«Πως αλλιώς;» νευριάζω.
«Καλά ντε!» κάνει μια αστεία γκριμάτσα. «Μισό λεπτό».
Και ξεχωρίζει κάμποσα σκατολοϊδια, τα χώνει στην πολύχρωμη τσάντα της. Δεν λέω τίποτα.
«Που πάτε ρε;» σκαλώνει πάνω μου ένας Εξαρχειώτης.
«Για βρούβες», μουγκρίζω.
«Καθίστε λίγο», με πλευρίζει ο άλλος.
«Άστο δικέ μου», προσπαθώ να τον γειώσω και κουτρουβαλάμε τις σκάλες όσο πιο γρήγορα γίνεται σέρνοντας την Άλεξ.

Έξω ψιλοβρέχει. Είμαστε ιδρωμένοι και παγώνουμε.
«Που πάμε τώρα;» ρωτάει ο Τάκης.
«Σπίτι μου να ξεραθούμε», απαντάω.
Καβαλάμε τις μηχανές, κοιτάζουμε τριγύρω –ούτε ίχνος του μαλάκα. Μετά τη θυμόμαστε.
«Έρχεσαι έτσι;» ρωτάω την Άλεξ.
Κουνάει τους ώμους παλεύοντας να ξεκινήσει το παπί της.

Είμαι στην κουζίνα και φτιάχνω ζεστές σοκολάτες. Ο ξάδερφός μου φωνάζει «σκασμός» σε τακτά χρονικά διαστήματα, επειδή έρχεται συνέχεια ο Τάκης ή η Άλεξ στην κουζίνα και έχουν σπάσει δυο ποτήρια προσπαθώντας να πιουν νερό. Επιτέλους κουβαλάω τις σοκολάτες στο δωμάτιό μου, πάω να στρίψω στον διάδρομο, τα ποτήρια κουνιούνται, παχύ υγρό χύνεται, καίγομαι, βρίζω, ξυπνάω. Ο Τάκης έχει ήδη αράξει σα σαλιγκάρι στο πάτωμα.
«Που είναι η Άλεξ;» ρωτάω.
«Τουαλέτα, εδώ και ώρα».
«Μα … πηγαίνουν τουαλέτα τέτοιες γυναίκες;»
«Κι εμένα περίεργο μου φάνηκε», λέει ο Τάκης.
«Πάμε για μάτι;» προτείνω.
«Είσαι πολύ μαλάκας!» αγανακτεί ο Τάκης. Και αμέσως μετά σηκώνεται. «Φύγαμε».
Η κουζίνα έχει ένα μικρό μπαλκονάκι για τα σκουπίδια. Αν κρεμαστείς λίγο προς τα έξω, βλέπεις το παράθυρο της τουαλέτας. Περπατάμε αθόρυβα, δεν αναπνέουμε. Σέρνουμε τα πόδια για να μην πατήσουμε τίποτα θορυβώδες στο σκοτάδι. Το φως της τουαλέτας αναμμένο –κοντοστεκόμαστε.
«Εγώ πρώτος», λέει ο Τάκης.
Κάνω χώρο, κρεμιέται έξω, πλησιάζει το κεφάλι στο παράθυρο. Κοιτάζει για λίγο, μετά τραβιέται πίσω.
«Πάμε μέσα», μου σφυρίζει.
«Θέλω να δω κι εγώ», διαμαρτύρομαι.
«Πάμε ρε πούστη μη σε πλακώσω επιτόπου!» λέει πιο δυνατά.
Τον γράφω κανονικά. Βγαίνω πάνω από τα κάγκελα, με τραβάει αλλά τον σπρώχνω πίσω –κοιτάζω. Εκείνη τη στιγμή η Άλεξ ξεπλένει τη βελόνα στο νιπτήρα προσεκτικά, στο αριστερό της μπράτσο είναι ακόμα δεμένο το λάστιχο. Μια σταγόνα παγωμένο αίμα. Κάνω πίσω.
«Εντάξει μαλάκα; Ικανοποιήθηκες;» βρίζει ο Τάκης.
Τρέχουμε να πιάσουμε πάλι τις θέσεις μας στο δωμάτιο.

Εμφανίζεται μετά από λίγο –τρεκλίζοντας κάπως.
«Όλα ΟΚ;» ρωτάει ο Τάκης.
«Ναι… γιατί;» λέει εκείνη κοιτάζοντας τη λάμπα στο ταβάνι.
«Πολύ φως», το πιάνω αμέσως. Σηκώνομαι, ανάβω κάτι κεριά στα πέριξ. «Να βάλω μουσική;» λέω σβήνοντας το κεντρικό φως.
«Βάλε παρακαλώ», απαντάει η Άλεξ.
Μέσα στο μισοσκόταδο δεν βλέπω τον πούτσο μου. Ευτυχώς είναι μπροστά οι Τράφικ με τον «Χάρτινο Ήλιο τους» κι αυτό είναι πολύ μεγάλη τύχη με τις δεδομένες συνθήκες. Αφήνω τη βελόνα να κυλήσει και βολεύομαι κοντά τους, στριμωγμένοι στο πάτωμα με τις πλάτες στη βάση του κρεβατιού, ζεσταίνουμε τα χέρια μας από τις αχνιστές κούπες πριν αγκαλιαστούμε. Αδιαχώρητα.

«Όταν νιώθεις μόνη και κουρασμένη/ Όταν οι άνθρωποι γυρίζουν σπίτια τους/ Κι εσύ δεν έχεις λεφτά ούτε για ένα εισιτήριο τρένου/ Ή έστω 6 πένες για ένα τηλεφώνημα/ Και το κλάμα σου παγάκια/ κρέμεται από το σαγόνι σου/ Μην είσαι λυπημένη/ Οι καλές μέρες θα περάσουν/ Κάτω από τον Χάρτινο Ήλιο».

Τελικά θα κοιμηθούμε. Εκεί που καθόμαστε, μουδιασμένοι ντυμένοι, πονεμένες πλάτες, κάποια στιγμή τραβάμε την Άλεξ στο κρεβάτι, ρίχνουμε πάνω της μια λεπτή κουβέρτα, εμείς βολευόμαστε κάπως στις μαξιλάρες, ο Τάκης μου κάνει νόημα –«κοίτα την». Τη βλέπω να κοιμάται και μου αρέσει αυτό που βλέπω, αλλά τα μάτια μου κλείνουν. Τα μάτια μας.

Με ξυπνάει ο θόρυβος ενός κομπρεσέρ, είμαι σίγουρος, θα περάσω ακόμα μια μέρα με πονοκέφαλο, νεκροζώντανος από τον ύπνο ημέρας. Το πικάπ κάπου έχει κολλήσει, σηκώνομαι, το κλείνω, δεν έχω δύναμη να κοιτάξω αν χαράχτηκε ο δίσκος. Δυο δρόμοι –να φτιάξω καφέ ή να ξαναπέσω ανάμεσα στις μαξιλάρες;
«Τι κάνετε εκεί κάτω;» η Άλεξ μιλάει με μισόκλειστα μάτια.
«Ζούμε τον έρωτά μας», λέω βραχνά.
«Ελάτε ρε στο κρεβάτι, θα χωρέσουμε όλοι!»
«Αποκλείεται! Θα μπερδευτείς ανάμεσά μας και θα μας χαλάσεις τη σχέση!» κοροϊδεύω, αλλά δεν ξέρω πόσο. Πολύ; Λίγο; Και ποιον; Την Άλεξ ή εμάς;
«Ανέβα να σου πω», ψιθυρίζει η Άλεξ.
Ξαπλώνω δίπλα της κι εκείνη κουρνιάζει στην αγκαλιά μου. Είναι πιο μικροκαμωμένη απ΄ότι νόμιζα.
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ και το έχω ανάγκη. Που έχω αφήσει την τσάντα μου;»
«Γιατί; Για να κατεβάσεις καμιά χούφτα χάπια ας πούμε; Ή έχεις κι άλλο φιξάκι σε στυλ κολατσιό;»
Ξυλιάζει κάπως.
«Μου ψάξατε την τσάντα;»
«Όχι, δεν είμαστε αδιάκριτοι. Σε πήραμε μάτι στην τουαλέτα».
Πάει να σηκωθεί, την κρατάω κάτω.
«Ηρέμησε, υπάρχουν και χειρότερα», της λέω.
«Τι είδατε;» ρωτάει και μετά –«δε με νοιάζει τι είδατε, αυτό που κάνατε είναι σιχαμένο».
«Καλά μην τρελαίνεσαι, έχουμε κάνει και χειρότερα».
Κάνει ακόμα μια προσπάθεια να σηκωθεί, δεν την αφήνω.
«Κάτσε κάτω», της λέω.
«Ποιος είσαι που θα μου πεις τι θα κάνω; Άντε γαμήσου!» φιδιάζει η Άλεξ.
«Μη νοιάζεσαι, έχω γαμηθεί ήδη», την καθησυχάζω. «Κάτσε τώρα κάτω και μην κάνεις σπαστικά. Εντάξει, τρυπιέσαι, κανείς δεν είναι τέλειος. Ακόμα κι εγώ ας πούμε έχω κοντές βλεφαρίδες κι αναγκάζομαι να φοράω ψεύτικες …»
Σκάει κάποιο χαμόγελο.
«Εννοώ … μαλακία μας που πήγαμε να σε πάρουμε μάτι, εντάξει, όταν μεσημεριάσει τράβα μας μια ξεγυρισμένη διαγραφή από τα κομματικά όργανα. Αλλά δε σε κρίνουμε, κανέναν δεν κρίνουμε επειδή δεν γουστάρουμε κανένας να μας κρίνει. Τώρα, δεν ξέρω ποια κατάρα το’φερε να τακιμιάσουμε, πρόσεξε όμως τι θα σου πω. Κάνε ότι γουστάρεις, τρυπήσου, πλακώσου στις Χημείες, κρεμάσου με τσιγκέλια από το ταβάνι –δεν τρέχει κάστανο. Αλλά αν τολμήσεις να πάθεις τίποτα θα σε αναστήσουμε για να σε σκοτώσουμε μετά με τα ίδια μας τα χέρια –ξηγηθήκαμε;»
Μια ταχυπαλμία όταν τελειώνω την αγόρευση. Την περιμένω αλλά δε λέει τίποτα.
«Που σας πέτυχα ρε γαμώτο!» ψευτοαγανακτεί.
«Στην καρδιά με τη μία. Εκεί μας πέτυχες. Εσύ που σημάδευες;» ρωτάω.
Γελάει.
«Κράτα με σφιχτά να κοιμηθώ. Δεν μπορώ άλλο», παρακαλεί.
Κι αυτό κάνω. Ο ύπνος μου έχει φύγει με την υπερταχεία., αλλά κάθομαι εκεί, ακίνητος σαν αγγούρι και την κρατάω μετρώντας τις αναπνοές της. Υπολογίζοντας το ρυθμό που γίνεται όλο και πιο αργός. Συντονίζω κιόλας την ανάσα μου με τη δική της για να μην ακούγομαι –είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατο. Στο τέλος βρίσκομαι με το ένα πόδι στο δωμάτιο και το άλλο στα σύννεφα.
«Τι κάνεις εκεί πέρα ρε μουνί;» ακούω το σφύριγμα του Τάκη στο αυτί μου. Τινάζομαι.
«Την κοίμισα ρε –σκάσε μην την ξυπνήσεις!» μουγκρίζω.
«Καλά. Σήκω τώρα να πιούμε καφέ μη σας πηδήξω και τους δυο εκεί πέρα. Γιατί είμαι κάπως επικίνδυνος τα πρωινά –ξέρεις».
Τραβάω το χέρι μου κάτω από το σώμα της κι αυτή κυλάει άψυχη μέχρι ν’ ακουμπήσει το κεφάλι στο μαξιλάρι. Τινάζεται λίγο στην επαφή με το παγωμένο ύφασμα, την χαϊδεύω στους ώμους, ηρεμεί πάλι. Σηκώνομαι από το κρεβάτι που τρίζει.

Θέλω επειγόντως μια ασπιρίνη αν είναι να συνεχίσω να κουβαλάω το κεφάλι μου ανάμεσα στους ώμους. Αλλά δεν το σκέφτομαι, κοιτάζω μόνο την Άλεξ όσο πισωπατάω για να βγω από το δωμάτιο και είναι η Άλεξ μια θανάσιμη παγίδα, απ΄αυτές που παρακαλάς να πέσεις, σπρώχνεις τους μπροστινούς σου και κλέβεις τη σειρά τους, βιάζεσαι.

Χαμογελάω όσο την καλωσορίζω.

16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

καλα εχεις γαμηθει τελειως τι θα γινει με την περιπτωση σου; μου εχουν βγει τα ματια. αυριο θα φαω σις ταουκ ή κατι τετοιο και αμα δεν λεει παραγγελνω απο Μανιταρι τιποτις.
Νικος Χ.

The Motorcycle boy είπε...

Όχι ρε! Έχουμε αυθεντικό αιγυπτιακό εστιατόριο εδώ κοντά. Σις ταούκ εγγυημένο -έτσι κι αλλιώς.

Υ.Γ.1: Μου βγήκε λίγο μεγάλο σήμερα; Φταίνε μάλλον τα πολλά τραγούδια χεχεχε.
Υ.Γ.2: Σήμερα τι σκατά θα κάνουμε; Για ρίξε καμιά κλήση.

Ανώνυμος είπε...

Σημερα βρεχει...
εκτος αυτου δεν τρωω δυο βροχες σε μια βδομαδα (μεχρι βρακι) με Voltaren ειμαι!
ασε που εμεις οι ποδηλατες ειμαστε και λιγο αδελφες.
Νικος Χ.

The Motorcycle boy είπε...

Ε, αφού την τρώτε στο βρακί (τη βροχή) τι είσαστε; Ενώ εμείς με τις μηχανάρες δεν έχουμε τέτοια προβλήματα καθότι δεν φοράμε βρακί. Και ξέρεις τι είμαστε ε;

Υ.Γ.: Συγκαμένοι.

Ανώνυμος είπε...

Έξοχη η περιγραφή της Άλεξ. Το φινάλε είναι σπάνιο. Θέλω συνέχεια άμεση. θέλω κόλλες Α4. Θέλω να ζούσα μέσα σε αυτό το βράδυ που περιέγραψες. Θέλω να ξανανοίξει το ρόδον.

πορτα τίφ

Ανώνυμος είπε...

Ομορφιά και αυτοκαταστροφικότητα... Με συγκίνησες... Για όσα κουρέλια γνώρισαν μια Άλεξ στην ζωή τους...

The Motorcycle boy είπε...

Φίλε μου είναι καλό που ξέρεις τι θέλεις -γιατί εγώ ποτέ δεν το έμαθα αυτό. Ίσως απλά να ήθελα να έκλεινα κι εγώ μαζί με το Ρόδον -ξέρω 'γω; Η ιστορία της Άλεξ ... είχα ξαναγράψει και παλιότερα γι΄αυτή σε ένα προηγούμενο σεντονάτο κείμενο και τώρα τελευταία συνειδητοποίησα οτι είναι αυτή που, κάποιοι, την έλεγαν Βέρα. "Ξέρεις, είναι περίεργο το πως πηγαίνουν τα πράγματα κάποιες φορές" που έλεγε κι ο γερο-Νικ.

Ανώνυμος είπε...

Ναι τη θυμάμαι την Άλεξ που χε στοιχειώσει τη παρέα. Μετά την οδήγησες στο ψυχιατρείο. κι ήταν άδικο αν και φως φανάρι. Ξέρεις, κάποιες φορές τα πράγματα πάνε έτσι όπως φαίνονται πως θα πάνε.

αλήθεια η Άλεξ έπαιζε στη πρωΐνή περίπολο;

ξέρω-τι-θέλω πορτατίφ

Ο Καλος Λυκος είπε...

"Vera... Vera... what has become of you?"

SDRyche είπε...

Φίλε μου οι ιστορία σου τα σπάει. Μήπως να αρχίσεις να γράφεις πιο πολλά και πιο γρήγορα;

ΥΓ: Εγώ που είμαι μηχανόβιος αλλά τις τελευταίες μέρες το έχω στίψει κανά δυο φορές το βρακάκι μου, που κατατάσομαι; Στις συγκαμένες αδελφές; :p

The Motorcycle boy είπε...

Μπράβο, γι' αυτή την Άλεξ λέω φίλε μου φωτιστικέ. Σίγουρα, τα πράγματα πάνε όπως φαίνεται οτι θα πάνε αλλά εμείς σπανίως βλέπουμε αυτό που φαίνεται. Το προφανές, ας το πούμε. Βλέπουμε ότι θέλουμε (στην κυριολεξία).
Η Άλεξ να παίζει στην πρωϊνή περίπολο; Μήπως εννοείς τη Βέρα; Χεχε, δε νομίζω (ή δεν θέλω να νομίζω -οτι έπαιζε).

Λύκε, όχι αυτή τη Βέρα ρε -που την προφέρουν κιόλας και Βίρα, γαμώ την Αγγλία τους μέσα! Τη Βέρα, "το όνομα μιας ολόκληρης γενιάς".

SDRyche, μακάρι να μπορούσα να τα γράφω πιο γρήγορα, να τα ξεφορτωθώ κιόλας, να ησυχάσουμε. Αλλά είναι αυτή η θεωρία που έχω για το γράψιμο το οποίο μοιάζει πάρα πολύ με μια άλλη ανθρώπινη διαδικασία και τέλος πάντων ... μην τη συνεχίσω την ανάλυση εδώ πέρα γιατί μπορεί να διαβάζει κανένας την ώρα που κολατσίζει.
Μηχανόβιος με βρακάκι; Άρα δεν είσαι Χαρλεάς φίλε μου, καθότι αυτοί δεν φοράνε εσώρουχο κάτω από το δερμάτινο παντελόνι για να είναι εύκαιροι σε περίπτωση που τους κάτσει καμιά ξανθιά από τσόντα. Και δεν εννοώ ξανθιά που παίζει σε τσόντα, εννοώ κυριολεκτικά από τσόντα.
Αλήθεια, θυμάσαι εκείνη την ιστορία από Τζο Μπαρ Τιμ, με τον Έντυ που αποφασίζει να πάει με τη μηχανή του για ρεβεγιόν, αφήνοντας τους υπόλοιπους να πάνε με το αμάξι κι ας έχει χιονίσει έξω;

Ανώνυμος είπε...

ολα τα ειχαμε η αλεξ μας ελειπε. παντως αυτη στην αλεξ σαν να την εχω ξαναδει καπου σε καποιο αλλο ιστοριακι....

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα, πολύ σωστά το λες -αυτή μας έλειπε τώρα! Ήρθε και το στρώσαμε το καρέ! Ναι, την είχες δει στην πρώτη σεντονοϊστορία με την παρέα και τον Κατσούλα.

Ανώνυμος είπε...

κανονιζε να μην ξαναπηδηξει την γκομενα ο κατσουλας,νταξ?

Ανώνυμος είπε...

υπέροχο ρε

The Motorcycle boy είπε...

Ανώνυμε, μπα δε νομίζω -είπαμε να γίνουμε πιο ρεαλιστικοί πλέον, χεχεχε.

Χαίρομαι που σου άρεσε ell

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι