Προηγουμένως:
1. "Που θα πας ρε ηλίθιε;"
2. Μαθαίνοντας τη Βέρα
3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής
4. Σκυλί με λαστιχένιο λουρί
5. Η πραγματική γαλήνη
6. Σημαδεύοντας τη βροχή
7. "Όχι πια εδώ"
8. Ένα παγωμένο χέρι για να κρατιέσαι
9. «Εξωτικό νησί είναι αυτό που δεν έχει μπάτσους»
10. Για κάποιους οι μέρες τελειώνουν νωρίς
11. "Καταζητούμενος"
12. Και τ΄αηδόνια θα βγάλουν το σκασμό
13. Μπλουζ με την πλάτη στον τοίχο
14. Αιχμάλωτοι σε σπασμένα πεζοδρόμια
15. Καμένο χαρτί
Ο δρόμος προς το παραλιακό σπίτι δεν ήταν χαλαρός όπως την προηγούμενη φορά –ίσως να έφταιγε και η ώρα. Πρωινή κι εργάσιμη. Φορτηγά τροφοδοσίας, βυτία ανεφοδιασμού, κουρσάκια αγχωμένων πλασιέ και άλλοι περίεργοι που συνωστίζονταν στην παραλιακή λεωφόρο, ψάχνοντας τη χαμένη τους τρυφερότητα –ή έτσι ήθελα να πιστεύω. Αλλιώς, τι διάολο κάνανε όλοι αυτοί, δίπλα στη θάλασσα, την ώρα που ο ουρανός έπεφτε μολυβένιος;
Άναψα τσιγάρο, άνοιξα και το τζάμι για να μη ντουμανιάσουμε –κύλησε μέσα μια πρόσχαρη βροχή που με ανατρίχιασε. Οι τζαμοκαθαριστήρες προσπαθούσαν φιλότιμα να βελτιώσουν την θέα του παρμπρίζ –αλλά τι να σου κάνουν κι αυτοί με τόσο νερό; Πήγαινα σιγά, προσεκτικά –το μόνο που μου έλειπε ήταν κάποιο άσχετο τρακάρισμα. Ευτυχώς ο ιδιοκτήτης της Άλφα Τζουλιέτα ήταν, κατά πως φαίνεται, ψείρας –λάστιχα, φρένα, λάδια, ξύδια –τζιτζιλόνι την είχε, όπως ακριβώς της έπρεπε. Πάτησα το πεντάλ του φρένου απαλά στραβώνοντας τη μούρη, κάποιο μικροτρακάρισμα μπροστά μου. Είχαν αφήσει οι γαμημένοι τ΄αμάξια τους στη μέση της λεωφόρου, άλλαξα λωρίδα κοιτάζοντας για λάδια ανακατεμένα με τα ρυάκια του βρόχινου νερού, πέρασα δίπλα τους, ευτυχώς δεν είχαν πλακώσει ακόμα οι μπάτσοι. Ένας ρεζίλης και μια λατέρνα βρέχονταν του καλού καιρού σκυμμένοι ευλαβικά πάνω από τους προφυλακτήρες των αυτοκινήτων τους, ψάχνανε για γρατζουνιές... Φρέναρα όταν ήμουν ακριβώς στο ύψος τους, είχα μια διάθεση να τραβήξω το Βάλτερ και να τους ξεσκίσω επιτόπου –αν θες να ξέρεις, κάτι τέτοιοι είναι χειρότεροι από τ’ Αφεντικά, κάτι τέτοιοι βάζουν πλάτη για να πατήσουν τ΄Αφεντικά –χαμογέλασα όσο απομακρυνόμουν. Στ΄αρχίδια μου πάντως, αν ο κόσμος γούσταρε να μαζοχίζεται δεν ήταν δικό μου πρόβλημα, αρκεί να μην πατούσαν τα «μπλε σουέτ παπούτσια μου». Επειδή ακόμα χειρότεροι κι απ΄τους «κάτι τέτοιους» είναι όσοι αποφασίζουν με το ζόρι να τους σώσουν, ξεκωλιάρηδες πρόσκοποι που περνάνε τις γριές με το ζόρι στο απέναντι πεζοδρόμιο...
«Άντε γαμηθείτε όλοι σας!» ούρλιαξα κορνάροντας.
Ο δρόμος άδειασε μπροστά από το μικροτρακάρισμα –πάτησα γκάζι, λίγα χιλιόμετρα μας χώριζαν πλέον.
Λίγα χιλιόμετρα και πολλή λάσπη στην ανηφόρα μέχρι την τρύπα του φράχτη –η Άλφα ανέβαινε βλαστημώντας για τις εμπνεύσεις μου.
Πάρκαρα εκεί έξω και πήρα βαθιές ανάσες πριν βγω στη βροχή –που να ήταν άραγε ο εκείνος ο άντρας του σπιτιού; Μου είχε πει οτι θα΄λειπε και φαινόταν τύπος που εννοεί όσα λέει. Κρίμα βέβαια, επειδή μερικά ποτήρια κρασί μαζί του δεν θα μου κακόπεφταν...
Οι μπότες μου βυθίστηκαν στις λάσπες του μονοπατιού. Δέντρα σκάλωναν τα σκελετωμένα τους δάχτυλα στο μπουφάν μου, τσαντίστηκα και προχώρησα πιο γρήγορα. Το σπιτάκι στο βάθος του κήπου έμοιαζε με δαρμένο σκυλί έτσι που το κύκλωνε η καταιγίδα –δεν άντεχα και πολύ να το βλέπω. Η πόρτα του μεγάλου σπιτιού ήταν μισάνοιχτη. Την παραμέρισα με τον ώμο και μπήκα μέσα, ο διάδρομος σκέτη μαυρίλα. Μύρισα την αποξένωση, στυφή σα δυστυχία, προχώρησα προσεκτικά. Έξω από τις τζαμαρίες του σαλονιού η θάλασσα έδειχνε χολυγουντιανή υπερπαραγωγή –αστραπές, βροντές, μαυρίλα, μόνο ο τρομερός Γκοτζίλας έλειπε –να πεταχτεί από κει μέσα και να μας καταπιεί όλους. Πιέστηκα να ξεκολλήσω από το θέμα –έπρεπε να δω τι γίνεται μ’ Εκείνη.
Βρισκόταν ακριβώς στη θέση που την είχα αφήσει κι αγνάντευε πέρα –μακριά –αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς έβλεπε. Ήταν όμορφη, πιο όμορφη απ΄όσο τη θυμόμουν –μάλλον έφταιγε που είχα μέρες να τη δω. Κάθισα δίπλα της, άναψα τσιγάρο.
«Γεια σου, γύρισα», ψιθύρισα.
Δεν είπε τίποτα. Μόνο ακούμπησε πάνω μου, βάρυνε το σώμα της κόντρα στο δικό μου ή ίσως να το έκανα κι εγώ –ένιωσα πάντως οτι ξαναγύριζα σπίτι και μου άρεσε αυτή η ηρεμία. Ανάσανα βαριά να κόψω τα δάκρυα νιώθοντάς την ξυλιασμένη δίπλα μου.
Και τότε το είδα, στο τραπεζάκι απέναντί μας –μοναχικό σαν τελεσίδικη απόφαση. Το Λούγκερ περίμενε εκεί πέρα, με την κάνη του ξαπλωμένη αυθάδικα. Σηκώθηκα, πλησίασα, το έπιασα. Δίπλα του παρατημένη μια σφαίρα –έβγαλα τη γεμιστήρα, την έλεγξα, ήταν άδεια. Πήρα τη σφαίρα και την έβαλα μέσα, όπλισα κιόλας αλλά δεν τράβηξα την ασφάλεια. Ωραίος ο δικός μου! Είχε φροντίσει να αφήσει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, για την περίπτωση που τα πράγματα θα μου έρχονταν στραβά. Έχωσα το Λούγκερ στην τσέπη μου.
«Ώρα να φύγουμε», της είπα και έσκυψα για να τη σηκώσω στην αγκαλιά μου.
Στην είσοδο του σπιτιού μάς περίμενε η δερμάτινη βαλίτσα με τα χρήματα.
Τακτοποίησα τη βαλίτσα στο πορτ μπαγκάζ της Άλφα κι Εκείνη δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού. Ήμασταν έτοιμοι και τίποτα δεν ήταν ικανό να μας σταματήσει. Πλέον.
Βγήκα στη λεωφόρο που έβγαζε έξω από την πόλη, οδηγούσα με τρόπο κυριακάτικο –δεν βιαζόμασταν.
«Θες ν΄ακούσεις κάτι;» τη ρώτησα.
Έψαξα στα ντουλαπάκια, αλλά μόνο σφαίρες υπήρχαν μέσα –ο ιδιοκτήτης της Άλφα δεν είχε αφήσει καθόλου μουσική.
«Ατυχήσαμε», της είπα. «Αλλά δεν πειράζει. Όταν τελειώνει η μουσική, ανάβουν τα φώτα –είναι κάποια πράγματα που πρέπει να μάθεις. Επειδή έφαγες τη σφαίρα που έγραφε το δικό μου όνομα –και δεν ξέρεις ούτε τ΄όνομά μου... Για να μαθαίνεις λοιπόν –εγώ είμαι ο βασιλιάς Μίδας με τα μουτζουρωμένα χέρια. Εγώ, ότι αγγίζω δεν γίνεται χρυσός, ότι αγγίζω γίνεται δυστυχία. Γεννήθηκα τη μέρα που πέθανε η μάνα μου κι ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος, σπλαχνικός –αντί να με πνίξει επιτόπου με άφησε να ζήσω. Μαλακία του νομίζω. Όταν κατάλαβα οτι μπορώ να τα βγάζω πέρα μόνος, του άρπαξα όλο το μηνιάτικο και την κοπάνησα από το σπίτι –ήτανε τότε κάτι παιδιά που ζούσαν σε ερειπωμένα σπίτια, από εκείνα που οι ιδιοκτήτες δεν καταδέχονται ούτε να τα γκρεμίσουν. Πήγα μαζί τους, τα λεφτά έφταναν για κάνα δυο μήνες –μου τα κλέψανε στη βδομάδα, έμαθα κι εγώ το κόλπο, έκανα τα ίδια. Με πιάσανε την ώρα που κουβάλαγα μια τηλεόραση, 10 μέτρα από την παραβιασμένη πόρτα με πιάσανε –βλέπεις, οι άλλοι ήταν παλιοί, πήραν τα φράγκα και τα κοσμήματα, σε μένα έμεινε το βαρίδι. Με τραβάγανε οι μπάτσοι κι εγώ δεν την άφηνα την καργιόλα την τηλεόραση –λες και ήτανε δικιά μου, λες κι όλα αυτά ήταν ένα χοντροκομμένο καλαμπούρι που σύντομα θα τελείωνε... Ο πατέρας με γλίτωσε από το αναμορφωτήριο, με ξαναπήρε σπίτι και δε μου είπε κουβέντα για όλα αυτά –κάθε πρωί άφηνε ένα ποτήρι γάλα και ένα πιάτο φαΐ κάθε μεσημέρι –μόνο στο σχολείο επέμενε να ξαναπάω. Προσπάθησα πολύ για να του κάνω το χατίρι –τον αγάπαγα τον πατέρα μου, αλλά με αηδίαζε κιόλας. Αυτός ο άνθρωπος είχε καταπιεί αλεξικέραυνο, δεν εξηγείται αλλιώς! Ότι κι αν τον χτύπαγε, προσβολές, αδικίες, ξεφτιλίκια –ο πατέρας μου τα ρούφαγε και τα ‘θαβε στο χώμα. Στο χώμα που ήτανε καρφωμένος –με τρέλαινε αυτό. Έκανα υπομονή, έγινα φίδι κανονικό, έμαθα πως να χτυπάω και να μη φαίνομαι, αλλά έτσι έβγαλα το σχολείο. Ευτυχώς που υπήρχε και το μποξ αλλιώς θα σκότωνα κανέναν στη μέση του δρόμου –τόσο πολύ μισούσα τον κόσμο. Κι ακόμα τον μισώ, δες τι κάνανε σε σένα, δες τι μας κάνουμε... Ένα μάτσο καργιόληδες που κυνηγάνε το λαρύγγι μας κι εμείς πρέπει να τρέχουμε, δεν είχα ποτέ αντοχή στο τρέξιμο. Αγρίευε ο Χαρακωμένος, «τρέξε ρε μούλε», έσκουζε! Έκανα κι εγώ πως τρέχω, τον κορόιδευα, έκανε εκείνος πως με πίστευε –ο κλέψας του κλέψαντος. Ήθελα να πάρω όλα αυτά που ήθελα, έτσι είχε το θέμα. Έτσι κάνανε όλοι άλλωστε –ότι γουστάρανε το παίρνανε κι αν είχε κανένας αντίρρηση τόσο το χειρότερο γι΄αυτόν. Έτσι κι εγώ. Μόνο που δε διέθετα προσωπικό -τραμπούκους να ρίξουν το ξύλο για λογαριασμό μου –ε, και λοιπόν; Υπάρχουν Ανώνυμες Εταιρείες και άλλα τέτοια σκατολοϊδια –εγώ ήμουνα, ας πούμε, Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε. Και οι δουλειές πηγαίνανε υποφερτά μέχρι να σε γνωρίσω. Τότε κατάλαβα οτι δε γίνεται να τη βγάζω πάντα καθαρή...» κόμπιασα λίγο κοιτάζοντας τον μεσαίο καθρέφτη της Άλφα «... κι οτι οι μπάτσοι δεν πρόκειται να μ’ αφήσουν ποτέ σε ησυχία». Πάτησα γκάζι αμέσως μόλις βάλανε μπροστά τις σειρήνες τους.
Τα βλέφαρά μου βάραιναν πίσω από το τιμόνι της Άλφα Τζουλιέτα, λευκές γραμμές στη μαύρη άσφαλτο όσο Εκείνη κοιμόταν δίπλα, γαλήνια. Οδηγούσα συνεχόμενα μέσα στη νύχτα κουβαλώντας ένα εκατομμύριο σε δερμάτινη βαλίτσα πίσω στο πορτ μπαγκάζ, τη Βέρα που ξεκουραζόταν στη σκληρή θήκη της αγκαλιά μ΄ένα Λούγκερ και δυο μεγάλα προβλήματα. Επειδή βλέπεις τα λεφτά ήταν σημαδεμένα, δεν μπορούσα να ξοδέψω ούτε σέντσι χωρίς να με πάρουν χαμπάρι. Κι όλοι οι μπάτσοι της περιφέρειας με είχαν στρώσει στο κυνήγι –δεν το έκοβα ν΄αντέχω για πολύ.
Είχαμε εδώ και ώρα αφήσει πίσω μας την πόλη, θυμάμαι οτι ξεκίναγε να νυχτώνει όταν περάσαμε τα τελευταία της διόδια. Μιλούσα μαζί της, δεν κατάλαβα ούτε πως πέρασε η ώρα, ούτε από που ήρθε η κούραση. Μαζί με τους μπάτσους –από που ξεφύτρωσαν και δαύτοι; Μας έμεναν περίπου 100 χιλιόμετρα, αλλά θα φτάναμε όπως και να ΄χε στο σπίτι, της το είχα άλλωστε υποσχεθεί –αυτό το βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε.
Μπήκα στα στριφογυριστά χιλιόμετρα της εθνικής με τους μπάτσους γαντζωμένους στον κώλο μου, κοίταξα ψηλά και δεν είδα κανένα ελικόπτερο –ήταν άλλωστε αργά για τέτοια κόλπα, τώρα ανεβαίναμε το βουνό, πολλά εμπόδια και μια βροχή ασταμάτητη.
«Δε θα μας βάλουν εύκολα στο χέρι –μην ανησυχείς», της είπα.
Δεν έδειχνε ν΄ανησυχεί ιδιαίτερα –άλλωστε Εκείνη τα ήξερε όλα από τα πριν. Κι εγώ ήξερα καλά αυτό το βουνό, το είχα ανέβει τόσες φορές πηγαίνοντας σ΄αυτό το σπίτι...
80 χιλιόμετρα κι ακόμα ήταν πίσω μου τα περιπολικά.
Ο παππούς είχε πεθάνει σ΄εκείνο το σπίτι, ζούσε μόνος εκεί πάνω από τότε που η γιαγιά μου έγινε χαλκομανία –κάποιος μεθυσμένος αγρότης την πάτησε μια νύχτα που έβρεχε σαν τώρα. Ήμουνα τότε μικρό παιδί, δημοτικό πήγαινα, δεν καταλάβαινα πολλά. Όταν μεγάλωσα είχα ρωτήσει τον παππού μου γι΄αυτή την ιστορία –«όλοι κάνουμε λάθη», είχε απαντήσει. Είχα σταυρώσει τον πατέρα μου για να μάθω περισσότερα –άδικος κόπος. Κι επειδή δεν έρχονταν συχνές επισκέψεις στον παππού, χρειάστηκε να περιμένω μέχρι την κηδεία του –ήρθαν τότε κάμποσοι παλιοί γνωστοί του, πλεύρισα κάποιον, άνοιξα κουβέντα. «Όλοι κάνουμε λάθη –και τα λάθη πληρώνονται», είχε πει. «Δηλαδή, πόσα χρόνια έφαγε αυτός που σκότωσε τη γιαγιά μου;» θέλησα να μάθω. «Δεν λέω γι΄αυτόν –για τον παππού σου το λέω», είχε απαντήσει ο γνωστός του. Δεν κατάλαβα ποτέ τι εννοούσε κι ούτε κατάφερα να μάθω περισσότερα...
Βγήκα από τον δρόμο εκεί που άρχιζαν τα χωράφια, δε φαινόταν να υπάρχει κανένας χωματόδρομος διαφυγής –βγήκα κι έσβησα τα φώτα έτοιμος για όλα. Αν με μπλοκάρανε, μόνο πετώντας θα μπορούσα να την κοπανήσω κι αυτό θα έκανα δηλαδή. Περίμενα κρατώντας την ανάσα, τα πρώτα περιπολικά πέρασαν αέρα, αλλά η ουρά τους ήτανε μεγάλη. Όταν οι τελευταίοι κόψανε ταχύτητα βγήκα από την Άλφα με το Βάλτερ στο χέρι κι έτρεξα μέχρι την κοντινότερη συστάδα δέντρων –η βροχή με στράβωνε για τα καλά. Σε λίγο τους είδα να ανακυκλώνονται από το αντίθετο ρεύμα και να γυρνάνε πίσω, άρχιζε λοιπόν το πανηγύρι. Κοίταζα τους φάρους των περιπολικών που κόβανε τη βροχή μεθοδικά σα λιμανιώτες μαχαιροβγάλτες, σειρήνες ουρλιάζανε και ασύρματοι κρώζανε μέχρι το δέντρο που κρυβόμουνα μισοσκυμμένος, τα δόντια μου χτυπούσαν όσο τους περίμενα.
Ένα περιπολικό σταμάτησε απέναντί μου, ο προβολέας του άρχισε να σκουπίζει το πλάτωμα. Λουστήκαμε στο φως, όλα έδειχναν τρομακτικά παραμυθένια – ίσως γι΄αυτό δε μας είδαν. Καθόμουν ρουφηγμένος από τον υγρό κορμό του δέντρου και τους χάζευα –έβλεπα μέχρι τα ασπράδια των ματιών τους κι είχα την αίσθηση οτι ήμουν αόρατος –ένιωθα όμορφα.
«Να μείνει όχημα στο σημείο –εμείς επιστρέφουμε», άκουσα πεντακάθαρα κάποιον να διατάζει.
Πήγαινα στοίχημα, θα σπέρνανε τα μπατσικά τους κάμποσα χιλιόμετρα μπροστά και πίσω και θα περιμένανε το ξημέρωμα. Αυτοί πάντα είχαν χρόνο, εγώ ποτέ.
Χάζευα τώρα το πλήρωμα του περιπολικού να τουρτουρίζει, ο δρόμος φαινόταν ήσυχος. Μέτρησα δαγκώνοντας τη γλώσσα μου, 1, 2, 3... έφτασα μέχρι το 100 για να ξεκολλήσω από τον κορμό του δέντρου. Και μετά δοκίμασα το αθόρυβο πλατσούρισμα στις λάσπες, άφηνα δηλαδή τις μπότες μου να χωθούν μέχρι τη μέση σε νερολακκούβες πριν κάνω το επόμενο βήμα κάθως τους πλησίαζα. Ήμουν άραγε ακόμα αόρατος ή θα με βλέπαμε την αμέσως επόμενη στιγμή;
Χρειάστηκε να φτάσω δίπλα στο περιπολικό για να καταλάβω οτι δεν υπήρχε περίπτωση, οι δυο μπάτσοι λαγοκοιμόντουσαν εκεί μέσα, περιμένοντας τη βάρδια να τελειώσει. Πυροβόλησα έξω από το τζάμι, η βροχή σκέπασε την έκρηξη της πυρίτιδας κι η λάμψη –κάποιος κεραυνός ίσως. Ο μπάτσος στη θέση του συνοδηγού διαλύθηκε στην κυριολεξία, ο διπλανός του έπαθε σοκ όταν λούστηκε από κομμάτια δέρματος και αλεσμένα κόκαλα. Όσο έγερνε μπροστά για να ξεράσει εγώ έφτασα δίπλα του –άνοιξα την πόρτα.
«Βγες έξω», του ζήτησα.
Υπάκουσε σα μαριονέτα.
«Ηρέμησε –θα πάμε μια βόλτα, δεν πρόκειται να σε πειράξω», είπα εγώ.
Τον πήγα μέχρι εκεί που είχα κρύψει την Άλφα, του έκανα νόημα να καθίσει στο τιμόνι όσο φρόντιζα να τακτοποιήσω όλη μου την οικογένεια στις πίσω θέσεις. Μετά κρύφτηκα εκεί πίσω μαζί τους.
«Άκου πως πάει το παραμύθι –βρήκατε την Άλφα παρατημένη και έχεις εντολή να τη μεταφέρεις πιο πέρα, κατάλαβες;»
«Ποια Άλφα;» ρώτησε τρέμοντας.
«Αυτή που οδηγείς ρε μαλάκα –Άλφα Τζουλιέτα, τόσο άσχετος είσαι!» νευρίασα.
Κούνησε το κεφάλι και ξεκίνησε, η Άλφα κλώτσησε άσχημα –μετά έσβησε.
«’σου πω... ξέρεις να οδηγείς ή....;» του σφύριξα.
«Όχι εντάξει –συγνώμη!» βόγκηξε.
Μετά έγινε πιο προσεκτικός, καταφέραμε να ξεκολλήσουμε από τον λασπότοπο.
«Θα με σκοτώσεις –έτσι;» ψέλλισε.
«Γιατί να το κάνω;» απόρησα.
«Ξέρω ΄γω; Επειδή τέτοιος είσαι...»
«Πως είμαι δηλαδή;»
«Ψυχοπαθής που πυροβολεί αστυνομικούς...»
«Έτσι ε;» χαμογέλασα. «Δηλαδή πως πάει; Ξυπνάω κάθε πρωί και η μόνη μου έγνοια είναι πόσους μπάτσους θα σκοτώσω;»
«Ξέρω ‘γω; Εσύ να μου πεις...» ψεύδισε ο μπάτσος οδηγώντας αργά.
«Πέρασέ με από τα μπλόκα και μετά θα σε αφήσω. Δε σκότωσα κανέναν για την πλάκα μου», υποστήριξα.
«Εντάξει», απάντησε ο μπάτσος αλλά ήξερα οτι δεν το πίστευε.
«Για πες μου κάτι ακόμα ρε μάστορα», ξεκίνησα ν΄αλλάξω την κουβέντα. «Πως με βρήκατε;»
«Τι εννοείς;» αναρωτήθηκε σηκώνοντας τους ώμους.
«Με το που βγήκα από την πόλη ρε παιδί μου... τσουπ πίσω μου! Πως έγινε και με βρήκατε;»
«Γιατί; Πότε σε είχαμε χάσει;» σχολίασε ο μπάτσος.
Έμεινα να τον κοιτάζω.
«Τι σημαίνει αυτό;» απόρησα.
«Ποτέ δεν σε χάσαμε –αλλά είχαμε εντολές να μη σε πιάσουμε, μέχρι σήμερα».
«Και σήμερα;»
«Η εντολή είναι να σε πυροβολήσουμε χωρίς δεύτερη κουβέντα», ψιθύρισε ο μπάτσος.
Γέλασα.
«Είχες ποτέ την αίσθηση οτι σε κοροϊδεύουν;» τον ρώτησα.
«Τι πράγμα;» μπερδεύτηκε.
«Άστο –τίποτα», είπα.
Πλησιάζαμε ήδη κάποιο περιπολικό, δυο μπάτσοι πετάχτηκαν και ταμπουρώθηκαν πίσω από τις πόρτες για να μας κλείσουν το δρόμο. Χώθηκα ανάμεσα στα καθίσματα.
«Πρόσεχε –οι σφαίρες περνάνε από παντού», τον προειδοποίησα.
Έβγαλε το κεφάλι έξω από το τζάμι.
«Ανοίξτε, βρήκαμε το αμάξι και υπάρχει νεκρή!» ούρλιαξε.
Οι μπάτσοι βγήκαν από τις κρυψώνες τους και έκαναν να πλησιάσουν αλλά ο δικός μου γκάζωσε και τους προσπέρασε.
«Που το είδες το αμάξι και που την είδες τη νεκρή;» τον ρώτησα.
Αυτό τον μπέρδεψε κάπως αλλά προτίμησε να μη μιλήσει.
50 χιλιόμετρα ακόμα.
«Πάτα το λίγο –δεν έχουμε πολύ χρόνο», του είπα.
Περάσαμε άλλα δυο μπλόκα με τον ίδιο τρόπο, ευτυχώς δεν υπήρχε κανένας γαλονάς με περίεργες διαθέσεις εκεί πέρα. Ο δικός μου συνέχισε να οδηγεί προσηλωμένος.
«Δεν υπάρχουν άλλοι», μου είπε.
«Καλύτερα να λες αλήθεια, επειδή, αν βρω κανέναν μπροστά μου θα τον κάνω σουρωτήρι», τον προειδοποίησα.
«Έχω δυο παιδιά!» φώναξε στο ξεκάρφωτο.
«Κι εγώ τι να κάνω περί αυτού; Να σου αγοράσω καπότες;» απόρησα.
«Μη...» ξεκίνησε το ψαλτήρι.
«Κατέβα μωρέ –τελείωνε!» έκανα ανυπόμονα.
Πήρα τη θέση του πίσω από το τιμόνι και ξεκίνησα αφήνοντάς τον στη μέση της βροχής. Δεν ξέρω αν του έκανα χάρη που δεν τον έφαγα –επειδή θα τον ψήνανε ζωντανό όταν τον βρίσκανε οι δικοί του. Αλλά σίγουρα έκανα χάρη στον εαυτό μου, δε με βόλευε η εικόνα του ψυχάκια δολοφόνου που είχαν οι μπάτσοι για πάρτη μου. Αν κάποιος τους έλεγε οτι απλώς προσπαθώ να γλιτώσω, θα το σκέφτονταν πριν εκτεθούν –κανένας δε θέλει να κινδυνέψει όταν μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια.
40 χιλιόμετρα ακόμα.
Το βουνό ανέπνεε σα χτικιάρης που καπνίζει τσιγάρο στη ζούλα, όσο η νύχτα ετοιμαζόταν να την κοπανήσει. Σκελετωμένα δέντρα τίναζαν από πάνω τους τη βροχή, ζώα έβγαιναν από τα λαγούμια τους γυμνώνοντας τα δόντια στον κατακλυσμό. Κι εγώ έβγαλα το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο της Άλφα, κοίταξα την αστραπή κατάματα πριν ουρλιάξω.
«Απόψε όλοι θα πεθάνουμε πούστηδες!»
Γκάζωσα, να τελειώνουμε.
Ο δρόμος έξω από το σπίτι είχε πλημμυρίσει, ποτάμια παράσερναν κοτρόνες και κλαδιά δέντρων, ευτυχώς η Άλφα κατάπιε την ανηφόρα με σχετική προθυμία. Έκοψα λίγο ταχύτητα εκεί που η ανηφόρα μαλάκωσε, ήθελα να φτάσω στην εξώπορτα του σπιτιού για να μην έχω πολύ κουβάλημα.
Και τότε η εξώπορτα άνοιξε απότομα –δυο μασκοφορεμένα κομάντα πετάχτηκαν σα φασουλήδες κι άρχισαν να με γαζώνουν. Πρόλαβα να δω μονάχα τα σπαστά κοντάκια των αυτομάτων τους όσο αγωνιζόμουν να κόψω ανάποδα το τιμόνι, η Άλφα σπίνιαρε στις γλιστερές πέτρες την ώρα που το παρμπρίζ γινόταν ζάχαρη. Αυτό με πείραξε πολύ.
«Μουνόπανα!» μούγκρισα ανάμεσα στα δόντια και γκάζωσα να φτάσω μέχρι κάποιο λιθόχτιστο φράχτη στ΄αριστερά. Ο παππούς είχε κάποτε προσπαθήσει να φτιάξει μαντρί –στη μέση το μετάνιωσε αλλά δεν γκρέμισε το φράχτη. Γύρισα την Άλφα στο πλάι κι έβγαλα το Βάλτερ, από το σπίτι πετάγονταν συνέχεια οι κανίβαλοι. Πυροβολούσαν χωρίς σημάδι, στερέωσα το Βάλτερ στο ανοιχτό παράθυρο και τους ξηγήθηκα μια χαρά. Κάτι πέτυχα αν έκρινα από τα ουρλιαχτά –εκεί πέρα αρχίσανε το έρπην για να ξαναχωθούν στο σπίτι. Τότε άκουσα τις σειρήνες –μύρισε κόλαση.
Τίναξα τα ζαχαρωμένα γυαλιά του παρμπρίζ από τα ρούχα μου και άνοιξα την πόρτα, υπολόγιζα πως είχα λίγο χρόνο να ταμπουρωθώ μεταξύ φράχτη και Άλφα. Όταν πάτησα το πόδι στις λάσπες κατάλαβα οτι έκανα λάθος. Βούιξε ο τόπος γύρω μου, κομμάτια του αμαξώματος λύγιζαν ενώ καυτό μέταλλο τιναζόταν κατά πάνω μου. Έτρεξα κάπως χεσμένος.
Όταν έπεσα στα γόνατα, με το Βάλτερ να σημαδεύει το σπίτι, βρήκα λίγο χρόνο να ψαχτώ –το δερμάτινο μπουφάν μου είχε γεμίσει ξέφτια αλλά δεν ένιωθα πουθενά να πονάω. Δεν με είχαν πετύχει ή δεν το είχα πάρει ακόμα χαμπάρι καθότι ζεστός –πάμε παρακάτω. Ευτυχώς ήμουνα δίπλα στη θέση του συνοδηγού, οπότε άνοιξα την πόρτα και την τράβηξα δίπλα μου –δε γούσταρα να την κάνουν κόσκινο οι καργιόληδες. Την έστησα με πλάτη ακουμπισμένη δίπλα στη ρόδα, τη φίλησα απαλά στα χείλη να την καθησυχάσω και μετά έφυγα προς το πίσω μέρος της Άλφα. Έφτασα το πορτ μπαγκάζ σηκώθηκα και άδειασα μια γεμιστήρα κατά τη μεριά του σπιτιού για να σφίξουν λίγο οι κώλοι. Από πίσω, πέρα απ΄το φράχτη, έβλεπα τα περιπολικά να ανεβαίνουν κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο –η κατάσταση το πήγαινε ολοταχώς για γάμησέ τα!
Άνοιξα βιαστικά το πορτ μπαγκάζ, τράβηξα έξω τη δερμάτινη βαλίτσα και την πέταξα δίπλα σε Εκείνη, μετά άνοιξα την πίσω πόρτα, έπιασα τη θήκη της Βέρας κι άρχισα να την τραβάω. Τότε ένα νευριασμένο σμήνος από σφαίρες βάλθηκε να μας συναντήσει –στο τσακ πρόλαβα να βουτήξω με τα μούτρα στις λάσπες.
Ησύχασαν όσο απότομα είχαν αφηνιάσει, σηκώθηκα λοιπόν αλλάζοντας γεμιστήρα στο Βάλτερ για ν΄απαντήσω αλλά κοκάλωσα ακαριαία. Το πίσω κάθισμα της Άλφα έφερνε σε ξεκοιλιασμένο, τσουρουφλισμένο αφρολέξ πεταγόταν από τα σκισμένα δέρματα κι αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Επειδή η θήκη της Βέρας είχε γίνει πλέον τρία κομμάτια –από μέσα τους ξεπρόβαλαν χορδές μετέωρες, ξύλο διαλυμένο και στραβωμένα μεταλλικά κλειδιά.
Σηκώθηκα αλλόφρονας, το κεφάλι μου πρόβαλε πάνω από την οροφή της Άλφα –μάλλον έβγαζα καπνούς όσο πυροβολούσα ακατάσχετα.
«Γιατί ρε πούστηδες;» ούρλιαζα κι έριχνα μέχρι που κατάλαβα οτι η σκανδάλη έβρισκε άδειες τις θαλάμες.
«Γιατί;»
Βροχή αραίωνε τα δάκρυά μου. Και τότε όλα σώπασαν.
Οι μπάσταρδοι από το σπίτι σταμάτησαν να πυροβολούν, τα περιπολικά ξέβραζαν επιφυλακτικούς μπάτσους, μόνο η βροχή συνέχιζε να πέφτει –ρυθμικά. Κοίταξα τριγύρω και κοίταξα τον ουρανό, σε λίγο θα ξημέρωνε. Το αστέρι του διαβόλου μου έβγαλε τη γλώσσα.
«Είσαι περικυκλωμένος! Πέταξε το όπλο και βγες –δεν θα σε πειράξουμε!» μικροφώνησε μια ντουντούκα πίσω μου.
Άλλαξα γεμιστήρα, γύρισα προς τα κει που ακούστηκε η ντουντούκα και πυροβόλησα. Τι άλλο ν΄απαντήσεις στους μαλάκες;
Μου τη βγήκαν ταυτόχρονα –διαδοχικές ομοβροντίες κι από τις δυο πάντες, χαμογέλασα.
«Θα σκοτωθούν μεταξύ τους οι ηλίθιοι!» της ψιθύρισα.
Δεν είπε τίποτα.
Κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο, κάπνισα το μισό ώσπου ν’αποφασίσω τι έπρεπε να κάνω. Πήγα λοιπόν μέχρι το φράχτη με τη βαλίτσα στα χέρια, την άνοιξα και άδειασα τα χαρτονομίσματα στην κατηφόρα –έμεινα για λίγο εκεί, χαζεύοντάς τα να επιπλέουν σε στυλ βαρκούλες στα βρομόνερα. Οι μπάτσοι από κάτω αναθάρρησαν βλέποντάς με όρθιο και πλακώθηκαν να βαράνε –τους έφτυσα πριν ξανασκύψω. Έβγαλα μάλιστα και το χέρι πάνω απ΄το φράχτη, έριξα μερικές με το Βάλτερ –μεγάλη πλάκα είχαμε!
Άκουσα μερικές πνιχτές φωνές –«τι πέταξε ο πούστης...» κάτι τέτοια. Ξεμύτισα, ήτανε 5-6 που σούρνονταν σα γουρούνια στη λάσπη, τα χαρτονομίσματα τους έκαναν εντύπωση. Πυροβόλησα πάνω τους, πέτυχα έναν, οι υπόλοιποι βάλανε τα πόδια στον κώλο.
«Είναι σημαδεμένα ρε μαλάκες –αλλιώς θα σας τα’δινα!» ούρλιαξα συνεχίζοντας να πυροβολώ.
Χρειαζόμουν δυο λεπτά ησυχία –αυτό μόνο.
Σήκωσα τότε τη δερμάτινη βαλίτσα, την καθάρισα κάπως από τις λάσπες στο εσωτερικό της και μετά τράβηξα τα κομμάτια της Βέρας από το πίσω κάθισμα. Οι χορδές της τινάχτηκαν σαν πλοκάμια κόβοντας τη βροχή –την είχανε γαμήσει εντελώς τη Βέρα. Αφού τη μάζεψα προσεκτικά, έκλεισα τη βαλίτσα –ένιωσα πολύ πιο ήσυχος τώρα που η Βέρα ήταν τακτοποιημένη. Στα ριζά του φράχτη είχε κάτι τρύπες εκεί που η βροχή παράσερνε το χώμα –βρήκα μια μεγάλη και έβαλα τη βαλίτσα με τη Βέρα εκεί μέσα.
«Δε νομίζω να έχεις παράπονο!» της είπα και γέλασα με τη μαλακία μου.
Υπολόγιζα οτι αν συνεχιζόταν για λίγο ακόμα η βροχή θα πλημμύριζε την τρύπα της Βέρας κι εκείνη θα ένιωθε υπέροχα όσο η λάσπη θα την έπαιρνε. Ενώ το ξανασκεφτόμουν τράβηξα βιαστικά τη βαλίτσα, την άνοιξα και έχωσα το Βάλτερ δίπλα στα κομμάτια της Βέρας.
«Για παρέα», της εξήγησα.
Οι μπάτσοι ξανάρχισαν να βαράνε στα κουτουρού κι εγώ ψάρεψα το Λούγκερ από δίπλα μου. Έβγαλα την ασφάλεια –ήθελε προσοχή η κατάσταση, καθότι μια, μόνη σφαίρα. Κοίταξα Εκείνη που βρεχόταν ακουμπισμένη δίπλα στη ρόδα της Άλφα κι αναρωτήθηκα αν θα την ξανάβλεπα. Σε έναν άλλο τόπο που οι σφαίρες δεν έχουν δικαιοδοσία –αν υπήρχε αυτός ο τόπος θα ήταν και η Βέρα εκεί. Έτσι δεν είναι; Οι σφαίρες έπεφταν διαλύοντας την πέτρα τριγύρω μου, στήθηκα στα πόδια μου και τους φώναξα:
«ΒΓΑΛΤΕ ΤΟ ΣΚΑΣΜΟ –ΔΕΙΞΤΕ ΛΙΓΟ ΣΕΒΑΣΜΟ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!»
Είδα τότε οτι ο ήλιος ανέβαινε πίσω από τη σκεπή του σπιτιού –αυτό σήμαινε οτι ο δικός μου χρόνος τελείωνε. Γύρισα πάλι σ’ Εκείνη. Λες να υπήρχε τέτοιος τόπος; Εκεί που οι σφαίρες δεν θα είχαν δικαιοδοσία και... Την κοίταξα καλύτερα, η όψη της δεν μου άφηνε και πολλές ελπίδες για κάτι τέτοιο...
Και στη τελική, δε γαμιέται;
Στάθηκα στα πόδια μου, κοίταξα τον ήλιο κατάματα και δάγκωσα την κάνη του Λούγκερ. Σύντομα θα τα μάθαινα όλα.
Έμφυλη βία
-
*Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από Πάγο, εκδ. Κουκίδα, 2024*
Μια στρίγγλα, κακομίλητη και κυριαρχική – μια κανονική μέγαιρα. Είναι η
εικόνα που κάθε φορά ανα...
Πριν από 4 εβδομάδες
10 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Εντάξει τώρα, παραδέξου το, αφησες καβάτζα για την επόμενη σαιζόν. Για αυτό δεν μας αποκάλυψες ποιος είναι το αφεντικό του Αφεντικού.
Ποιος είχε δώσει την εντολή να μην τον σκοτώσουν από την αρχή ;
Ποιος ήθελε νεκρό το Αφεντικό ;
Ποιος κρύβεται πίσω από όλα αυτά ;
Ποιος κινεί τα νήματα σε αυτήν την πόλη ;
Ντροπή σου!!!!
Πού τον βρήκες τον ήλιο μέσα στο σκατόκαιρο μπορείς να μου εξηγήσεις;
Που έλεγα σε κάθε γραμμή "Δε γίνεται, δε θα τελειώσει ακόμα, αφου μου είχε πει για ήλιους κι εγώ χαλάει ο κόσμος από τη βροχή".
Και στο παραπέντε μου το κατέστρεψες...
Κοίτα ρε γαμώτο, και μου άρεσε πολύ αυτό εδώ..
Τεσπα, αν ξεκινήσεις το επόμενο καουμπόικο εντός της εβδομάδας μπορεί και να στο συγχωρήσω..
-Δεν το εκδίδεις; Εγώ θα το αγοράσω.-
***..κι εΔώ χαλάει ο κόσμος..***
Σωτήρη, το αφεντικό του Αφεντικού έχει κι εκείνο αφεντικό και το κορδόνι χάνεται μέσα στις διακλαδώσεις -για περισσότερες πληροφορίες υπάρχει κι ο Γλύκας, μην ξεχνάς. Ποιος κινεί τα νήματα στην πόλη; Ο Χρυσοχοϊδης -ποιος άλλος! Χαχαχα. (Η μόνη καβάτζα που υπάρχει σχετίζεται με το αν δούλεψε τελικά αυτό το απαρχαιομένο Λούγκερ ή έπαθε εμπλοκή...)
Πασκάλ, μονίμως ο ήλιος βγαίνει μετά την καταιγίδα -έπρεπε να το περιμένεις. Εντός της βδομάδας δεν πρόκειται να ξεκινήσω τίποτα -λέω να την πουλέψω για λίγο. Μετά θα πολιτευτώ.
Και ενταξει αυτος να πεθανει οπως γουσταρει!! Αλλα ρε μοτορι επρεπε ο δικο σου να εκανε τα κουμαντα του στα γρηγορα ωστε εκεινη να αραζε σε μια κουνιστη καρεκλα, μπροστα στο μπαλκονι του βουνισιου σπιτιου με θεα θαλασσα και αγριοτριανταφυλλιες που στεφανωνουν τα παραθυρα, και απο εκει να χαζευε τα τελευταια λεπτα που περνανουσαν!! Καποια αποψη ετσι??
Παντως σε γενικες γραμμες ενταξει, ετσι και αλλιως θα συναντηθει στην κολαση με την αγαπη του!! Σωστα δεν τα λεω?
ΥΓ Πως τον ειδες τον Θρυλο χθες?
Έβρεχε μανούλα μου, δεν είχε και ξημερώσει ακόμα -παπάρια θα έβλεπε από την κουνιστή! Γι΄αυτό προτίμησα την περικυκλωτική -άσε που ήθελα να αφήσω στον αέρα και την αίσθηση οτι στο τέλος ο μάγκας δεν τα κατάφερε. Σωστός;
Μια χαρά ο θρύλος -τέτοια βλέπει ο Σώκος και δεν θα μας πάρει ούτε βασταφυλαρούχα τον Γενάρη, καθότι η ομάδα πλήρης και πρώτη και νικάει και την Άρσεναλ! Τι να δω ρε; Που έχω βγάλει το χτικιό κάθε φορά που αυτός ο κάγκουρας ο Μύτογλου (που λέει κι ο Αλέφας) ακουμπάει τη μπάλα;
Και τι θα κάνουμε τώρα που έφυγε ο 10 Κάτε, μου λες; "Τεν Κάτε, ψυχάρα, για πάντα στη σφαλιάρα!"
Στην τελική γαμιέται, πρόστυχα κ βάρβαρα, γι αυτό μας αρέσει κιόλας..Πάρα πολύ ωραίο, τολμώ να πω πως ξεχωρίζει, έχεις το πνεύμα κ την εκφραστικότητα (σπάνιο) αυτή την ιδιαίτερη που απαιτείται για το είδος τούτο. Περίμενα μανιωδώς το κάθε επόμενο κεφάλαιο κ το τελευταίο έσκασε σα χουλιγκάνικη βροχή πάνω σε βουνό που έρχεται κ σε μπαχαλεύει, αλλά σε αφήνει μουσκίδι, με ένα ηλίθιο χαμόγελο τσιμεντωμένο στη μούρη. Γουί γουόντ μορ!
Ένα θεματάκι μόνο, μια ασυνέπεια όταν μιλάει ο τυπάς για τη μάνα του που πέθανε, δεν κολλάει, νομίζω κάπου πιο πίσω αναφέρεται στους δικούς του κ πως έμενε σε ένα σπίτι πάνω από αυτούς. Το λέω για να το πω κ γιατί το έφαγα το κείμενοκ το ρέψιμο μετά ακούστηκε ως το Ναγκόρνο Καραμπάχ!
Μπορεί να έχεις δίκιο (και μάλλον έχεις δηλαδή) στην παρατήρησή σου, επειδή βαριέμαι να ξαναδιαβάζω τα παλιότερα κείμενα και σίγουρα υπάρχουν πράγματα που μου ξέφυγαν. Ας πούμε, αυτό που λες, ούτε που ξέρω κατά που πέφτει για να το διορθώσω!
Χαίρομαι που σου άρεσε, κι εγώ διασκέδασα γράφοντάς το -κι αυτό το στυλ που λες οτι έχω είναι απλώς εμπειρία από την παρακολούθηση πολλών καμπόικων. Κοινώς, κλέβω ασύστολα.
Κ τι μ'αυτό βρε?
Η παρθενογέννεση ψόφησε εδώ κ πολλά χρόνια, η απόδοση των όποιων επιρροών σου όμως γίνεται με τρόπο πειστικό κ γαμάτο κ όπως κ να'χει στα παπάρια μου οι αναλύσεις, μ'αρέσει αυτό το στυλάκι, δεν μπορούνε πολλοί να το υποστηρίξουν, καταλήγοντας συνήθως σε κάτι κειμενάκια με δηθεν αργκο κ κυρίως μ'αρεσε πάρα πολύ αυτό που διάβασα. Όπως κ άλλα γραφτά σου που όμως πρέπει να έχω περισσότερο χρόνο κ αλκοόλ στο αίμα μου για να ανοίξω κουβέντα.
Οι "Παρθενογέννεση" ψόφησαν (σαν πανκ γκρουπ εννοώ), χαχαχα.
Έχεις δίκιο βέβαια, κι εγώ έχω χρόνια να διαβάσω κάτι αυτοφυές -διαχειριζόμαστε ο καθένας την εμμονική του θεματολογία και δατς ολ. Απλά θέλω να είμαι ξεκάθαρος περί του από που προέρχεται το κάθε τι, επειδή δεν έχω όρεξη να με περάσει κανένας για φάντασμα του Τσάντλερ, ή του Πέκινπα ξέρω ΄γω...
Δεν θα σου πω λοιπόν οτι χάρηκα διαβάζοντας το σχόλιό σου (αυτό είναι προφανές) αλλά θα σου πω οτι αν δεν υπήρχαν αυτά τα σχόλια κάτω από τις ιστορίες δεν θα υπήρχαν και οι ιστορίες.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!