Τετάρτη, Ιανουαρίου 22, 2025

Το δελτίο ειδήσεων

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Ο εκδοτικός οίκος

Κοίταξα το ρολόι μου για εικοστή φορά στην τελευταία μια ώρα. 5 και 10 -είχα χρόνο ακόμα. Το απόγευμα παραπατούσε έξω από το παράθυρό μου, η οθόνη του λάπτοπ είχε μπει σε κατάσταση αδράνειας κι εγώ κάπνιζα το δεύτερο πακέτο της ημέρας. Κάποιο άγχος…

Βλέπεις, σε λίγο θα πέρναγε από το σπίτι μου η Λίνα Βερούτη για να με πάει στο τηλεοπτικό στούντιο απ΄ όπου έβγαινε το δελτίο ειδήσεων ενός από τους ελεεινότερους σταθμούς της χώρας. Είχα δει σε επανάληψη από το πρωί όλα όσα μου είχαν σύρει το τελευταίο διάστημα -αυτοί έκαναν εικόνισμα την πειραγμένη φωτογραφία μου που χαμογελάω με την Αθήνα να καίγεται, αυτοί με είχαν κατηγορήσει για μυστικές συναλλαγές με την κυβέρνηση, αυτοί με είχαν βγάλει μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης -μόνο τη δολοφονία του Καποδίστρια δε μου είχαν φορτώσει, αλλά υπολόγιζα ότι σήμερα θα το έκαναν. Και βέβαια, εκεί είχε δώσει συνέντευξη ο Γιαβάσης. Το ξύλο που αρπάξαμε στην πλατεία το έπαιζαν κοντά μια βδομάδα, είχαν φέρει μάλιστα και έναν παλιό αριστεριστή που πλέον έκανε δημόσιες σχέσεις σε κοσμικό εστιατόριο για να αναλύσει το περιστατικό -δεν τον θυμόμουν ιδιαίτερα, αλλά η άποψή του ήταν ότι «ο χώρος» δεν συγχωρεί τη συνεργασία με την εξουσία. «Άκου πτώμα να μαθαίνεις…»[1]

Για το περιστατικό με τον κοτσιδάκια δεν είχαν πει τίποτα -σε κανένα τηλεοπτικό σταθμό κι αυτό δε μου έκανε εντύπωση από τη στιγμή που το θέμα δεν σηκώθηκε στα «δίκτυα αντιπληροφόρησης» αλλά το ότι δε σηκώθηκε στα «δίκτυα αντιπληροφόρησης» μου έκανε μεγάλη εντύπωση.

Ενημέρωσα το Σαμουράι –«πρόσεξε τι θα πεις», με προειδοποίησε, το οποίο σήμαινε: πρόσεξε μη μας μπλέξεις κι άλλο.

 

Η μούρη μου είχε ξεπρηστεί από τα χτυπήματα, εκτός από κάποια σημάδια που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποδοθούν στα γεράματα, μια χαρά χάλια έδειχνα. Η Βερούτη με είχε συμβουλεύσει, για την ακρίβεια είχε απαιτήσει, να φορέσω σακάκι και σκούρο πουκάμισο, να αφήσω γένια τριών ημερών, γενικώς να μοιάζω με τους μεσόκοπους που πάνε σε κυριλέ μπαράκια και πουλάνε εμπειρία μπας και πηδήξουν καμιά τριαντάρα ξέμπαρκη. Έτσι κι εγώ διάλεξα ένα φούτερ που έγραφε φαρδιά-πλατιά: «Look Ma, no head!», [2]ένα ξεβαμμένο τζιν κι από πάνω το ηρωικό μαύρο παλτό μου που κούμπωνε πλέον μετά δυσκολίας. Ήμουν κάτι μεταξύ ξεμωραμένου και επιδειξία κι αυτή ήταν μια ειλικρινέστατη δήλωση σχετικά με την ψυχολογική μου κατάσταση εκείνων των ημερών.

 

6 και 25…

Έβαλα ένα ποτό όσο από τα ηχεία ακούγονταν «Ουρλιαχτά στη θάλασσα του Πόνου/ μοιάζουν με κλάμα/ όπου κι αν πηγαίνω/ ότι βλέπω/ οι μαύρες και οι μπλε στολές/ αστυνομικοί και παπάδες»[3]

 

7 ακριβώς. Το θυροτηλέφωνο στρίγκλισε. Εγώ εκείνη τη στιγμή πέρναγα μια στρώση ζελέ τα μαλλιά μου και έλεγχα μήπως είχα ξεχάσει κάποιο σημείο στο ξύρισμα.

«Είμαι από κάτω, κατέβα γιατί έχω διπλοπαρκάρει», ούρλιαξε η Βερούτη.

Κατέβηκα προσπαθώντας να ελέγξω το βήμα μου, αλλά τελικά βρέθηκα να τρέχω στις σκάλες. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτό γινόταν επειδή δεν είναι σωστό να σε περιμένει μια γυναίκα κι όχι επειδή φοβόμουν τη Βερούτη -το δύσκολο βέβαια ήταν να πειστώ ότι η Βερούτη είναι όντως γυναίκα.

 

Με περίμενε χτυπώντας τα δάχτυλά της νευρικά στο τιμόνι μιας ασημί BMW -φυτοζωούσαν στον εκδοτικό του Αραμπατζή κατά πώς φαινόταν… Μπήκα στη θέση του συνοδηγού, με κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Είχε ντυθεί καταδρομικά -ασημί κοντό μπουφάν ασορτί με το αυτοκίνητο, στενό μαύρο παντελόνι, μποτάκια και σκούρο πουκάμισο.

«Δεν φόρεσες ότι σου είπα», παρατήρησε ξεκινώντας.

«Δεν ήθελα να είμαστε ασορτί», απάντησα.

Κάρφωσε με μανία την τρίτη στο βολάν κι έβγαλε φλας για να αλλάξει λωρίδα.

«Άκου κάτι κύριε Καστρινέ. Εδώ κάνουμε δουλειά, δεν ήρθαμε να παίξουμε τις κουμπάρες. Όταν σου ζητάω κάτι, ή εκφράζεις αντιρρήσεις και το συζητάμε, ή το κάνεις. Κατανοητό;»

Την κοίταξα.

«Δε νομίζω να αναφέρονται αυτά στο συμβόλαιο που υπέγραψα», της ξεκαθάρισα. «Και τέλος πάντων, ή θα με λες Νίκο και θα μιλάμε στον ενικό ή κύριο Καστρινό και θα το κρατήσουμε στον πληθυντικό. Όταν τα κάνεις αχταρμά μπερδεύομαι».

«Τι μαλάκας…» μουρμούρισε στον αέρα όσο επιτάχυνε.

 

Περάσαμε το κέντρο και χωθήκαμε σε κάτι στενά με διπλοπαρκαρισμένα για να αποφύγουμε την απογευματινή κίνηση -η Βερούτη ήταν πιο αχώνευτη από μουσακά τα μεσάνυχτα αλλά οδηγούσε διαβολεμένα, αυτό θα έπρεπε να το παραδεχτώ.

«Θα βγεις κι εσύ στις ειδήσεις;» τη ρώτησα, θέλοντας να της αποσπάσω την προσοχή.

«Όχι κύριε Καστρινέ -μόνος σας θα μιλήσετε», μου ξέκοψε. «Τι λέτε, θα τα καταφέρετε;»

«Ξέρω ΄γω… Έχω μάθει να μιλάω πριν μισό αιώνα, κάτι θα μου έχει μείνει», υπέθεσα.

«Θα παρακαλούσα να μην προσβάλλετε κανέναν. Αν το κάνετε, θα εστιάσουν στην προσβολή και δεν θα σας αφήσουν να πείτε τίποτα άλλο. Επίσης να μην υπερ-αναλύετε γιατί θα βρίσκουν πάτημα να σας διακόπτουν. Τέλος, αν σας είναι εύκολο, να μην πείτε τίποτα ποινικά κολάσιμο».

Την κοίταξα.

«Γιατί τόσο ενδιαφέρον; Ένας συγγραφέας που τρώει μήνυση διαφημίζεται δωρεάν».

Έριξε ταχύτητα, άφησε το αυτοκίνητο να ρολάρει.

«Επειδή εσείς μπορεί να μας αντιμετωπίζετε σαν λαδέμπορους, αλλά εμείς ενδιαφερόμαστε τόσο για το έργο σας, όσο και για εσάς», είπε σιγά.

«Αυτό έπρεπε να μου το πείτε με συνοδεία βιολιών», παρατήρησα.

«Τι μαλάκας…» διαπίστωσε για δεύτερη φορά.

Μπορεί και να είχε δίκιο τελικά…

 

Παρκάραμε σε ένα σκοτεινό προαύλιο, πίσω από το κτίριο του σταθμού. Ο φύλακας της κεντρικής εισόδου μας είχε ανοίξει τη μπάρα όταν είδε τη Βερούτη, ήταν φανερό ότι κάτι παιζόταν εδώ πέρα.

«Ο Κουμπούρης…» ξεκίνησε να λέει εκείνη.

«Ο ποιος;» απόρησα.

«Ο Κουμπούρης, ο κεντρικός παρουσιαστής του δελτίου…»

«Α, αυτός…» έκανα για να μη φανώ εντελώς άσχετος.

«Ναι. Λοιπόν δουλεύει μόνο με το ακουστικό και το ότο κιού, είναι ανίκανος να πει κάτι μόνος του», συνέχισε η Βερούτη.

«Εξ ου και Κουμπούρης να υποθέσω», έριξα το χαζό μου αστείο, αλλά δε γέλασε.

«Αυτόν που πρέπει να προσέχεις είναι το Λαπαδιώτη», μου εξήγησε.

«Λαπα-τι;»

«Δεν ξέρεις ούτε το Λαπαδιώτη;» αγανάκτησε.

«Σε εφημερίδα δεν έγραφε αυτός;» πήγα να της τη βγω από την κλειστή γωνία.

«Είναι ο κεντρικός σχολιαστής του δελτίου, γράφει ακόμα σε εφημερίδα -αλλά ποιος διαβάζει πλέον εφημερίδες;» μου εξήγησε ανυπόμονα.

«Λοιπόν τι τρέχει με αυτόν το Λαπαδιώτη;»

«Δε θα μιλάει πολύ, αλλά είναι εκεί για να σώζει τον Κουμπούρη, να περνάει γραμμή…»

«Γραμμή;»

«Μη μου πεις ότι είσαι τόσο μαλάκας…»

«Σωστή και συνέχισε»

«Το άλλο που κάνει ο Λαπαδιώτης είναι ότι ξεσκίζει τον καλεσμένο όταν εκείνος δεν το περιμένει», μου είπε. «Ή τον σώζει όταν πρέπει…» πρόσθεσε.

«Άρα ο Λαπαδιώτης…»

«Άρα θα πρέπει να προσέχεις μην του αφήσεις χώρο να σε πατήσει, γιατί θα το κάνει, να είσαι βέβαιος. Τη στιγμή που θα μπλοκάρεις τον Κουμπούρη και θα ετοιμάζεσαι για τη χαριστική βολή, θα τη φας από πίσω», είπε γρήγορα αφού με είχε διακόψει.

«Από πίσω;»

«Στην κυριολεξία, γιατί θα κάθεσαι ανάμεσά τους».

«Και ποιος σου λέει ότι εγώ θα πάω με επιθετική διάθεση;» ζήτησα να μάθω.

«Ο ίδιος που μου είπε να υπογράψουμε για τα βιβλία σου», με γείωσε.

Καργιόλη Λίο…

 

Στο κτίριο επικρατούσε ερημιά και ησυχία, αλλά όταν φτάσαμε έξω από το στούντιο των ειδήσεων γινόταν μπάχαλο. Καλώδια έτρεχαν, άνθρωποι χειρονομούσαν, προβολείς άναβαν απλώς για να σε τυφλώσουν όταν τους προσπέρναγες κι αμέσως μετά έσβηναν -ωραία φάση…

Η Βερούτη με τράβηξε μέχρι το μπογιατζίδικο χωρίς να έχω συναίσθηση του που πάμε -όταν ήρθε μια νευρική με πούδρες της έκανα νόημα.

«Ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος…»

Κοντοστάθηκε.

«Δε θέλεις να σε βάψουν;» με ρώτησε η Βερούτη.

«Θα προτιμούσα όχι», είπα σεμνά.

«Θα γυαλίζεις», είπε η νευρική.

«Αυτό δε διορθώνεται, έπινα πολύ γάλα την εποχή του Τσερνομπίλ», της απάντησα.

«Ρε πού μπλέξαμε…» μουρμούρισε φεύγοντας.

«Το έχεις βάλει σκοπό να σαμποτάρεις τον εαυτό σου», είπε η Βερούτη.

«Μια φορά τρομοκράτης, για πάντα τρομοκράτης», αστειεύτηκα.

Δεν το εκτίμησε.

 

«Καστρινός σε 2», είπε ένας τρεχάτος πιτσιρικάς.

«Να ζήσουμε να σε θυμόμαστε», μου ευχήθηκε η Βερούτη.

Ξεκαρδίστηκα και την κοίταξα. Για μια απροσδιόριστη στιγμή έμοιαζε με άνθρωπο.

Και μετά ήρθε μια καλή κυρία και με πήρε για να με οδηγήσει στο στούντιο. Την ακολούθησα πειθήνια.

 

Γαλάζια κόντρα πλακέ, μια γιγαντοοθόνη πίσω από το λευκό τραπέζι και καρέκλες μαύρες, με ροδάκια. Όσο καθόμουν με καλωδίωναν, ο Κουμπούρης κάτι έβλεπε στο τάμπλετ του, προφανώς έπαιζε διαφημίσεις στην κανονική ροή. Ξαφνικά γύρισε προς το μέρος μου και άπλωσε ένα χοντρό χέρι ασορτί με το κοντόχοντρο σουλούπι του.

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω, είμαι θαυμαστής σου», είπε εγκάρδια.

«Κανένας δεν είναι τέλειος», φιλοσόφησα.

Το σκέφτηκε λίγο και γέλασε.

Ο Λαπαδιώτης έλειπε από τη διπλανή μου καρέκλα. Έτσι είχα όλο το χρόνο να επικεντρωθώ στον κεντρικό παρουσιαστή -σακκάκι, γραβάτα, τεζαρισμένα κουμπιά πουκαμίσου στην κοιλιά και σκαρπίνια. Παρατήρησα ότι δεν είχαν κάνει πολύ καλή δουλειά οι κομμωτές του κι έτσι φαλακρά μέρη πετάγονταν ανάμεσα στα κοκαλωμένα μαλλιά του.

«Θέλω να κάνουμε μια καλή συζήτηση, θα έχεις όσο χρόνο χρειάζεσαι», μου είπε ο Κουμπούρης.

«Χρειάζομαι γύρω στα 2 λεπτά για να απαντάω κάθε ερώτηση -θα μπορώ να τα έχω χωρίς διακοπή;» τον ρώτησα.

«Μα και βέβαια…» υποσχέθηκε.

Ήξερα ότι δεν θα το τηρούσε αλλά εκείνος δεν ήξερε πως στην πραγματικότητα χρειαζόμουν λίγο περισσότερο από μισό λεπτό για να απαντάω.

Ήρθε τότε η υπεύθυνη (μια από τις πολλές) και μου ζήτησε το παλτό μου -έτσι έβγαλα τη φωτογραφία από την πλαϊνή τσέπη και την άφησα μπροστά μου γυρισμένη ανάποδα.

Μετά ήρθε μια αναμαλλιασμένη που μου συστήθηκε ως αρχισυντάκτρια -δεν έπιασα καν το όνομά της.

«Χρειάζεστε κάτι;» με ρώτησε.

«Μπα, δε νομίζω…»

«Νερό; Καφέ;»

«Νερό, ευχαριστώ».

Ο πιτσιρικάς που εμφανώς κρυφάκουγε, πίσω από την πλάτη της, τσακίστηκε να με εξυπηρετήσει.

«Θέλουμε να γίνει μια κόσμια συζήτηση, είστε εδώ για να εκφράσετε την άποψή σας κι εμείς θα σας βοηθήσουμε να γίνει με τον καλύτερο τρόπο, με σεβασμό προς το κοινό…»

Η αρχισυντάκτρια συνέχισε να μιλάει κι εμένα μου ήρθε μια ξαφνική νύστα -γιατί δεν έπαιρνα τον καφέ ο μαλάκας;

Τότε μπήκε στητός, μπαστουνάτος, ο Λαπαδιώτης. Ήταν κοντός αλλά γυμνασμένος, επιμελώς αξύριστος και αγέλαστος. Κρατούσε ένα μπεζ ντοσιέ όπως ο χαρτοκλέφτης τη σημαδεμένη τράπουλα.

«Ήρθατε;» είπε απευθυνόμενος σε μένα.

Μύριζε τσιγάρο -ζήλεψα.

Ένευσα.

Κάθισε στην καρέκλα του και μας ειδοποίησαν ότι βγαίνουμε σε 10 δεύτερα.

Οι άλλοι δύο δεν αντάλλαξαν ούτε βλέμμα -ο Κουμπούρης έμοιαζε συνομήλικος, ο Λαπαδιώτης μου έριχνε πάνω από δεκαετία.

 

«Επιστρέψαμε μετά τις διαφημίσεις και έχουμε μαζί μας, όπως σας είχαμε υποσχεθεί το Νίκο Καστρινό, συγγραφέα και πολλά άλλα…» με προσφώνησε ο Κουμπούρης.

«Σαν τι άλλα δηλαδή;» τον ρώτησα διακόπτοντας τον.

Είχα αποφασίσει να τον χτυπάω ύπουλα στα πλευρά αλλά τα ντιρέκτ μου τα φύλαγα για το Λαπαδιώτη. Έτσι όπως το έβλεπα, δεν είχε αξία να τσακίσεις έναν ηλίθιο -ο άλλος ήταν που έπρεπε να φάει χώμα.

Ο Κουμπούρης με κοίταξε έκπληκτος, μέχρι να πάρει οδηγίες από το ακουστικό του.

«Εννοώ ότι είστε και πρόσωπο των ημερών, αμφιλεγόμενο για πολλούς…» πρόσθεσε.

«Ας προχωρήσουμε», είπα.

Ο Κουμπούρης έστριψε λίγο την καρέκλα προς το μέρος μου.

«Εμπλακείκατε σε μια υπόθεση συνδιαλλαγής με κυβερνητικό στέλεχος…», ξεκίνησε να λέει.

«Εμπλάκηκα;» χαμογέλασα με το τούβλο που πέταξε. «Με εμπλέξατε θα έλεγα καλύτερα. Και θα ήθελα να μου πείτε τι εννοείτε ως συνδιαλλαγή…»

«Εννοώ τη μυστική συμφωνία σας με τον γραμματέα της κυβέρνησης…» είπε ο Κουμπούρης και σταμάτησε.

Τον περίμενα να συνεχίσει, αλλά κάπου μπλέχτηκε με τις οδηγίες.

«Για ποια συμφωνία μιλάτε;» του χώθηκα.

«Ελάτε τώρα -ας μην δυσκολεύουμε τα πράγματα άνευ λόγου. Ο νόμος για τη βελτίωση των συνθηκών στις φυλακές ήταν το τυράκι για να σταματήσει την απεργία πείνας ένας τρομοκράτης και να μη χρεωθεί το θάνατό του η κυβέρνηση», χώθηκε στην κουβέντα ο Λαπαδιώτης.

Δεν τον υπολόγιζα τόσο γρήγορα -αλλά φαίνεται ότι δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στον Κουμπούρη.

«Με ρωτάτε κάτι ή απλώς διαπιστώνετε;» γύρισα προς το μέρος του.

«Τι να ρωτήσω, τα πράγματα εδώ είναι φως-φανάρι», φώναξε.

«Και τότε γιατί με καλέσατε;» απόρησα.

«Για να μας πείτε την άποψή σας», πετάχτηκε ο Κουμπούρης.

Κοίταξα το πίσω μέρος της φωτογραφίας που είχε αρχίσει να κιτρινίζει από την υγρασία. Έπρεπε κάτι να κάνω με τα συρτάρια του γραφείου μου.

«Νόμιζα ότι στις ειδήσεις αναφέρονται γεγονότα και όχι απόψεις», είπα. «Επειδή η άποψη ότι ένας νόμος φτιάχτηκε πριν ξεκινήσει μια απεργία πείνας προκειμένου να τη σταματήσει είναι τουλάχιστον αστεία».

«Σας παρακαλώ πολύ…» πετάχτηκε ο Λαπαδιώτης.

«Τι με παρακαλείτε; Εντάξει, ας πούμε λοιπόν ότι έχετε δίκιο και η κυβέρνηση έχει μαντικές ικανότητες. Είναι κακός ο νόμος που φτιάχτηκε;» τον ρώτησα.

«Δεν είναι εκεί το θέμα», πετάχτηκε ο Κουμπούρης.

«Αλλά πού είναι το θέμα; Στο ότι ένας φυλακισμένος δεν πέθανε;» τον κοίταξα.

«Στο ότι η κυβέρνηση εκβιάζεται από τρομοκράτες και συνδιαλλάσσεται με αμφιλεγόμενους τύπους…» είπε ο Λαπαδιώτης.

Χαμογέλασα πλατιά.

«Εγώ είμαι ο αμφιλεγόμενος;» τον ρώτησα.

«Εννοώ…» ξεροκατάπιε.

Είχε φάει την πρώτη, αλλά ήταν ένα απλό κροσέ.

«Αυτό που έγινε ήταν ότι όντως μίλησα με το γραμματέα της κυβέρνησης με το θάρρος των παλιών συμφοιτητών, όντως έμαθα ότι υπήρχε σχετικός νόμος στη διαβούλευση, πράγμα το οποίο θα μπορούσα να διαπιστώσω και μόνος μου αν έψαχνα λίγο το ίντερνετ και πήρα την πρωτοβουλία να προσπαθήσω να αποτρέψω τον θάνατο ενός παλιού γνωστού μου. Δε βλέπω κάτι μεμπτό σε όλα αυτά -εσείς βλέπετε;» τον ρώτησα.

«Εμείς είμαστε εδώ για να ρωτάμε κι εσείς για να απαντάτε»,  χώθηκε ο Κουμπούρης.

«Μα δε ρωτάτε -λέτε τις απόψεις σας», του ξεκαθάρισα.

«Δηλαδή μας λέτε ότι όλα ήταν δική σας πρωτοβουλία;» πήρε το λόγο ο Λαπαδιώτης.

«Δεν είδα κανέναν άλλο να ενδιαφέρεται», του ξέκοψα.

Το σκέφτηκε λίγο, άνοιξε το ντοσιέ του -φοβήθηκα ότι είχε κάποιον άσσο εκεί μέσα.

«Γιατί θα έπρεπε να ενδιαφερθεί κάποιος για έναν επικίνδυνο τρομοκράτη;» ρώτησε.

«Επειδή αυτό επιβάλλει η Οικουμενική Διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών», του εξήγησα.

«Κι εσείς τι είστε κύριε; Ο εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών;» στράβωσε.

«Όχι -αλλά θέλω οι άνθρωποι να έχουν δικαιώματα. Εσείς πάλι από ότι βλέπω, δεν…» του απάντησα.

Πήρε να κοκκινίζει, ο Κουμπούρης το κατάλαβε και βιάστηκε.

«Διακόπτουμε για λίγες διαφημίσεις και σε δυο λεπτά θα είμαστε πάλι μαζί σας. Η κουβέντα με τον κύριο Καστρινό εξελίσσεται σε πολύ ενδιαφέρουσα, γι΄αυτό μείνετε συντονισμένοι», ανακοίνωσε.

Περιμέναμε γύρω στα 20 δευτερόλεπτα.

 

«Σήκω φύγε, κοπάνα την», μου σφύριξε ο Λαπαδιώτης.

Ένιωσα αγνή, ανόθευτη έκπληξη.

«Τι πράγμα;»

«Κοπάνα τη, θα σε καλύψω προσωπικά -θα πω ότι είχες κάτι επείγον ή ότι ένιωσες μια ξαφνική αδιαθεσία», μου εξήγησε.

«Αυτό είναι κάποιο χιούμορ το οποίο δεν πιάνω», τον διαβεβαίωσα.

Κοίταξα στην άλλη άκρη του πλατό, η Βερούτη με κοίταζε κι αυτή -δίπλα στις κάμερες, ανέκφραστη.

«Κοπάνα τη ρε μαλάκα, αλλιώς θα σε ξεσκίσω, θα φτύσεις αίμα», φώναξε ο Λαπαδιώτης.

«Συγνώμη χρυσό μου, αλλά δε θα μπορέσω», του απάντησα χαμογελώντας τσαχπίνικα.

Ο Λαπαδιώτης έσκυψε στο ανοιχτό ντοσιέ του. Ο Κουμπούρης ήρθε προς το μέρος μου, αγγίζοντάς με στο δεξί μανίκι.

«Δεν υπάρχει λόγος να το κάνουμε ροντέο -δε θα σας ωφελήσει», μου εκμυστηρεύτηκε.

«Τότε κάντε καμιά ερώτηση της προκοπής», του ξέκοψα.

«Βγαίνουμε σε 5», ακούστηκε μια φωνή κι όλοι παγώσαμε κοιτάζοντας τις κάμερες.

 

«Είμαστε εδώ με τον κύριο Νίκο Καστρινό, συγγραφέα και πρόσωπο των ημερών», ξεκίνησε χαρωπά ο Κουμπούρης. «Η επόμενη ερώτηση έχει να κάνει με την πορεία σας, δεν αναφέρομαι στη συγγραφική, αλλά τη δράση σας γενικότερα στο χώρο των κινημάτων και του ακτιβισμού τα τελευταία χρόνια», είπε προς την κάμερα αλλά αναφερόταν σε μένα.

«Η απάντηση είναι απλή», πήρα το λόγο. «Δεν έχω καθόλου δράση στους τομείς στους οποίους αναφερθήκατε, τα τελευταία χρόνια».

«Δεν είχατε ποτέ;» μου χώθηκε.

«Σαν φοιτητής δραστηριοποιήθηκα σε θέματα που αφορούσαν τη σχολή μου και σε κινήσεις για την υποστήριξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων -όπως όλοι μας υποθέτω…» υπέθεσα.

«Τι σχέση έχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα με την τρομοκρατία;» πετάχτηκε ο Λαπαδιώτης.

«Καμία», του ξεκαθάρισα.

«Λέτε λοιπόν ότι δεν έχετε καμιά σχέση με το χώρο των τρομοκρατών;» συνέχισε.

«Από όσο γνωρίζω, όχι», είπα.

«Και με το Δημητρακόπουλο;»

«Όταν τον γνώριζα δεν είχε κάνει κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί τρομοκρατική ενέργεια. Στη συνέχεια, διακόψαμε τις σχέσεις μας», απάντησα.

«Γιατί; Υποπτευθήκατε ότι ετοιμάζεται να προβεί σε τρομοκρατικές ενέργειες;» πετάχτηκε ο Κουμπούρης πρόσχαρα.

«Όχι. Διακόψαμε επειδή πήγα φαντάρος», του είπα.

«Όμως στη συνέχεια καταθέσατε στη δίκη του ως μάρτυρας υπεράσπισης».

«Σωστά», παραδέχτηκα.

«Άρα, πώς λέτε ότι δεν είχατε σχέσεις μαζί του και μάλιστα την εποχή που είχε ήδη συλληφθεί για τρομοκρατία;» ρώτησε ο Λαπαδιώτης.

«Κατέθεσα όσα ήξερα για την ιδεολογική του συγκρότηση -η οποία ήταν ευρύτερα γνωστή. Το ίδιο θα μπορούσα να κάνω και για εσάς, εφόσον έχω διαβάσει τα άρθρα σας. Αυτό δε σημαίνει ότι έχω κάποια σχέση μαζί σας», του εξήγησα.

«Τι θα καταθέτατε για τη δική μου ιδεολογική συγκρότηση;» με ρώτησε χαμογελώντας ο Λαπαδιώτης.

«Ας μη μπούμε σε αυτή την κουβέντα», του ξεκαθάρισα. «Πάντως, μπορώ να σας βεβαιώσω ότι σε μια τέτοια περίπτωση, η κατάθεσή μου θα σας επιβάρυνε».

Αυτό ήταν ένα καλό χτύπημα, όχι επειδή βρήκε στόχο αλλά γιατί τον εκνεύρισε.

«Αν καταθέτατε υπέρ μου κύριε Καστρινέ, πραγματικά θα ανησυχούσα», διαπίστωσε.

 

«Όμως, αν και μας διαβεβαιώσατε ότι δεν είστε ενεργός -τα στοιχεία λένε άλλα…» μπήκε πάλι στην κουβέντα ο Κουμπούρης.

«Τα στοιχεία -όπως ας πούμε εκείνη η φωτογραφία μου που χαμογελάω πανευτυχής ενώ καίγεται η Αθήνα;» ρώτησα.

«Ναι -πείτε μας γι΄αυτό», έκανε βιαστικά ο Κουμπούρης.

Δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο μαλάκες -ίσως πάλι ο Κουμπούρης βιάστηκε να μιλήσει πριν πάρει οδηγίες. Σήκωσα τη φωτογραφία από το τραπέζι, τη γύρισα προς το μέρος του.

«Για αυτή τη φωτογραφία μιλάτε;» τον ρώτησα.

«Όχι -εδώ είστε έξω από ένα κτίριο…»

«Έναν εκδοτικό οίκο», τον διόρθωσα.

«Μαζί με…»

«Τον εκδότη μου», συμπλήρωσα.

«Τι σχέση έχει αυτή η φωτογραφία…»

«Μα ελάτε τώρα…» γέλασα εγκάρδια. «Δεν αναγνωρίζετε τη φωτογραφία πάνω στην οποία έγινε μοντάζ για να με δείξετε σε στυλ Νέρωνα στη φλεγόμενη Αθήνα;»

«Δε νομίζω…» μάσησε τα λόγια του.

«Δείξτε τη φωτογραφία», τον προκάλεσα.

«Τι μας ενδιαφέρουν όλα αυτά;» δυσανασχέτησε ο Λαπαδιώτης.

«Δεν σας ενδιαφέρει ότι έγινε φωτομοντάζ σε φωτογραφία και ο σταθμός σας την έπαιξε σαν πραγματική; Ωραία δημοσιογραφία ασκείτε…» θαύμασα.

«Δεν είναι το θέμα η φωτογραφία…» επέμεινε εκείνος.

«Σαφώς. Το θέμα είναι ότι την παραποιήσατε για να με βγάλετε χούλιγκαν», του εξήγησα.

«Εμείς;» πετάχτηκε ο Κουμπούρης.

«Αν όχι εσείς, τότε ποιος;» τον ρώτησα.

«Δεν αποκαλύπτουμε τις πηγές μας», μου ξέκοψε.

«Άρα λοιπόν -εσείς το κάνατε. Δείξτε στην κάμερα την πραγματική φωτογραφία», τον προκάλεσα.

«Δεν είναι εκεί…» ξεκίνησε ο Λαπαδιώτης.

«Δείξτε τη λοιπόν -τι φοβάστε;» συνέχισα να πιέζω τον Κουμπούρη.

Με το ζόρι ζήτησε από την κάμερα να πλησιάσει -στην οθόνη απέναντι φάνηκε η φωτογραφία μου.

«Δείξτε και αυτήν που προβάλλατε», απαίτησα.

«Δεν την έχουμε πρόχειρη», μου είπε ο Κουμπούρης.

«Άρα, υποθέτω ότι τώρα που πειστήκατε πως προβάλλατε ψευδή είδηση θα στραφείτε νομικά εναντίον αυτού που σας την προμήθευσε», είπα.

«Το τι θα κάνουμε, είναι δική μας δουλειά -δεν μπορείτε να παρεμβαίνετε στη λειτουργία του τύπου -μήπως θέλετε να μας φιμώσετε κιόλας;» αγανάκτησε ο Λαπαδιώτης.

«Όχι -γιατί να σας φιμώσω; Απλώς απαιτώ να αποκαταστήσετε την αλήθεια ζητώντας μου συγνώμη», τον γείωσα.

«Και γιατί να μην είναι η φωτογραφία που μας δείχνετε εσείς φωτομοντάζ;» πετάχτηκε ο Κουμπούρης.

Τον λάτρεψα, όπως λατρεύω κάθε ηλίθιο. Σήκωσα τη φωτογραφία και την πλησίασα στη μούρη του.

«Επειδή από πίσω γράφει τη φίρμα της εταιρείας που την τράβηξε και δίπλα μου στέκεται ένας άλλος άνθρωπος ο οποίος έχει σηκώσει τη συγκεκριμένη φωτογραφία στην ιστοσελίδα του πριν κάμποσα χρόνια και την έχει τυπώσει σε προωθητικά φυλλάδια για το βιβλίο μου. Πώς σας φαίνεται αυτό σαν εξήγηση;» χαμογέλασα.

Φυσικά δεν υπήρχε τίποτα στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, ούτε είχαν βγει σχετικά φυλλάδια -αλλά ο μαλάκας δεν πήρε χαμπάρι το δούλεμα.

«Τέλος πάντων…» μουρμούρισε ο Λαπαδιώτης.

«Δυστυχώς τελείωσε ο χρόνος μας», είπε ο Κουμπούρης. «Ελπίζουμε να σας έχουμε πάλι κοντά μας σύντομα», μου πρότεινε.

«Καλά -δεν ορκίζομαι ότι θα με ξανακαλέσετε», γέλασα.

«Διαφημίσεις», είπε ο Κουμπούρης.

 

Σηκώθηκα από την καρέκλα ενώ ο πιτσιρικάς με ξεκαλωδίωνε. Το ντούο καργιολίνο ούτε να με φτύσει, ο ένας άκουγε κάτι στο ακουστικό του κι ο άλλος έξυνε τα παπάρια του. Ή κάτι τέτοιο.

Πέρασα πίσω από τις κάμερες -για λίγο έχασα τον προσανατολισμό μου στο απότομο ημίφως. Η Βερούτη με άρπαξε από το μπράτσο.

«Αυτή τη στιγμή θα σου καθόμουν ευχαρίστως να με πηδήξεις», μου ψιθύρισε στο αυτί.

«Ειδικά αυτή τη στιγμή, ξεμείναμε από καπότες», της είπα σιγά δείχνοντας τους δυο παρουσιαστές πίσω μου.

Ξέρω ότι το σημαντικότερο που μπορεί να κάνει ένας άντρας είναι να ικανοποιεί τις γυναίκες -κι όσοι υποστηρίζουν κάτι άλλο απλώς δεν είναι άντρες. Αλλά, όπως προείπα -δεν είχα πειστεί ακόμα ότι η Βερούτη είναι γυναίκα.

 

Μπήκαμε αμίλητοι στο αυτοκίνητό της και έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα.

«Να έρθεις αύριο να κανονίσεις τα σχετικά με το ατελιέ», μου είπε μετά από λίγο.

«Αυτό που μου λες είναι ότι η συνέντευξη πήγε καλά και βιάζεστε να τυπώσετε;» τη ρώτησα.

«Αυτό που σου λέω είναι ότι πρέπει να τυπώσουμε πριν σε κάνουν κομματάκια, σε μασήσουν και σε φτύσουν για να σε ξανακάνουν κομματάκια», μου εξήγησε.

«Α, τόσο καλά…» διαπίστωσα.

«Δεν σου έχει κάνει εντύπωση γιατί ενώ οι περισσότεροι καλεσμένοι μπορούν εύκολα να ξεφτιλίσουν έναν τηλεοπτικό δημοσιογράφο, κανένας δεν το κάνει;» με ρώτησε.

«Γιατί οι περισσότεροι καλεσμένοι είναι ηλίθιοι», υπέθεσα.

Γέλασε.

«Τι σχέση έχετε εσείς με το συγκεκριμένο σταθμό;» τη ρώτησα.

«Τι εννοείς;»

«Εντάξει -είδα ότι τα ήξερες τα κατατόπια εκεί μέσα και σε ήξεραν κι αυτά».

«Ποια αυτά; Τα κατατόπια;» χαμογέλασε.

«Από μπάρα εισόδου μέχρι μπαλαντέζα», επιβεβαίωσα.

«Είμαστε μέτοχοι, αν ρωτάς αυτό», μου εξήγησε.

«Άρα, το ελέγχετε το επικείμενο σκίσιμο…» υπέθεσα.

«Το κοντρολάρουμε, δεν το ελέγχουμε», μου απάντησε.

«Για πότε το βλέπεις λοιπόν; Για καμιά βδομάδα μετά την κυκλοφορία των βιβλίων;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Έλεγα να πάω διακοπές -μη χάσω το υπερθέαμα…» της απάντησα.

«Τι μαλάκας…» διαπίστωσε τελικά.

 

Μαλάκας με φωτοαγένεια…

 

Το σκέφτηκα αλλά δεν το είπα.



[1] «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», Ν. Νικολαϊδης

[2] «Look Ma’. No head!» The Cramps

[3] “Banana Republic”, The Boomtown Rats.

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι