Περίληψη προηγουμένων:
1. Όπου ο ήρωας κατεβαίνει από το αεροπλάνο επιστρέφοντας στην κωλοπόλη του μετά από 20 χρόνια. Τον περιμένει μια παλιά φίλη, η Ρέα και μπόλικος, άσχετος με το θέμα, εκνευρισμός.
2. Δίνονται κάποιες αναγκαίες εξηγήσεις σχετικά με τον Πέτρο, που σαπίζει σε ψυχιατρείο και ο ήρωας ξανασυναντάει την κτηνώδη κίτρινη -μπλε Τενερέ 600.
3. Η Τενερέ πηγαίνει στο συνεργείο και ο ήρωας ανακαλύπτει οτι τον ανακάλυψαν.
4. Μια επίσκεψη στο μπαρ ενός παλιού φίλου, Σπήλιος το όνομα, καταλήγει σε κλωτσοπατινάδα, όπου ο ήρωας τις αρπάζει δεόντως. Σκοπός της επίσκεψης είναι η αναζήτηση πιστολιού.
5. Μετά από άγονη περιπλάνηση (που λένε και οι μορφωμένοι) ο ήρωας βρίσκεται σε δανεικό αυτοκίνητο να παρακολουθεί το σπίτι των γονιών του Πέτρου. Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η Έλλη.
6. Μια όμορφη σχέση, διανθισμένη από μπουγέλα και τσαντιές, αναπτύσσεται μεταξύ του ήρωα και της αδερφής του Πέτρου -της Έλλης. Γίνεται και μια αναφορά στον "Καρχαρία" που θέλει να σκοτώσει ο Πέτρος. Μια ακόμα όμορφη ανθρώπινη επαφή με τους θαμώνες κάποιου κωλόμπαρου αφήνει ενθύμιο στον ήρωα, ένα βουλάρικο περίστροφο Άρκους 94.
7. Όπου ο ήρωας συναντάει οτι έχει απομείνει από τον Πέτρο.
8. Δυο φιλικές συνομιλίες -η πρώτη με μπάτσους και η δεύτερη με έναν παλιό φίλο ξεκαθαρίζουν κάποια πράγματα στον ήρωα. Όπως ας πούμε, σχετικά με το ποιος είναι ο Καρχαρίας.
9. Μια εθιμοτυπική επίσκεψη στο σπίτι των γονιών του Πέτρου καταλήγει στην "απαγωγή" της Έλλης.
10. Κάποια παραλιακή βόλτα με την Έλλη οδηγεί στην αναζήτηση του Καρχαρία και σε μια σφαίρα που κατεβάζει το τζάμι του παραθύρου του.
11. Η Ρέα ακολουθεί τους υπόλοιπους στην αναζήτηση κρυσφύγετου. Υπάρχει η προοπτική ενός εξοχικού κοντά στο Σούνιο, αλλά επιλέγεται τελικά κάποιο αραγμένο καταμαράν.
12. Μισή ερωτική εξομολόγηση και μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια του Σπήλιου.
Θα πρέπει να προειδοποιήσω τον αναγνώστη ότι η σημερινή συνέχεια δεν προσθέτει τίποτα στην υπόθεση της ιστορίας. Απλά, είναι ο λόγος για τον οποίο γράφεται αυτή η ιστορία.
Με ξύπνησε το νερό που έτρεχε σε κάποια σωλήνα –κρυμμένη στη μεσοτοιχία. Πολύ νερό, καταρράκτης. Μετά κατάλαβα ότι είχε ξεσπάσει γερή μπόρα έξω στο δρόμο, τα νερά κύλαγαν από παντού, ψάχνοντας να ενωθούν. Και να μας πνίξουν –να ησυχάσουμε.
Τεντώθηκα, πόδια μουδιασμένα, κεφάλι τίγκα στους εργατικούς ξυλοκόπους. Ο Σπήλιος λίγο πιο πέρα δεν είχε τέτοια προβλήματα, μάλλον έπαιρνε να τσιμεντώνει λόγω νεκρικής ακαμψίας. Τον ζήλεψα κάπως. Μετά πήγα πίσω από τη μπάρα και μου έφτιαξα έναν καφέ περιποιημένο –έφαγα μπόλικα κουλουράκια που μύριζαν μούχλα, στάνιαρα. Άρχισα να βλέπω τη ζωή με άλλο μάτι, συγκρατημένα αισιόδοξος, όχι επειδή υπήρχε περίπτωση να γλιτώσουμε, αλλά λόγω του οτι πλησιάζαμε στο τέλος. Το τέλος είναι πάντα ανακουφιστικό -κάποιου είδους ανακούφιση τέλος πάντων.
Πέρασα όσο πιο μακριά μπορούσα από τον Σπήλιο πηγαίνοντας για έξω. Είχε νυχτώσει αξιοπρεπώς και έριχνε καλαπόδια. Σήκωσα το κεφάλι στον ανύπαρκτο ουρανό, ξέπλυνα προσωρινά τις αμαρτίες μου, ξαλάφρωσα. Μετά πέταξα το κλειδί από το μαγαζί του Σπήλιου σε έναν υπόνομο και πήγα να βρω την Τενερέ. Ήμουν σίγουρος πως με περίμενε ανήσυχη.
Το νερό έπεφτε ασταμάτητα γυαλίζοντας τις λεωφόρους, τούφες μαλλιών έκλειναν τα μάτια μου. Κουρτίνες, πολλές κουρτίνες. Ψηλά στην Κηφισίας βρήκα τα παλιά μου σημάδια, έστριψα ακολουθώντας τα, χώθηκα στο στενό δρομάκι. Η πίσω ρόδα της Τενερέ γλίστραγε σε κάθε φρενάρισμα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τσακιστώ στη βρεμένη άσφαλτο. Τα ατυχήματα δεν ήταν στο σημερινό μενού –αν και η σφαίρα που είχα σφηνώσει στο κεφάλι του Σπήλιου δεν θα μπορούσε με τίποτα να θεωρηθεί ευτύχημα. Γιατί έπρεπε να πεθάνει; Επειδή με πούλησε, θέλει και ρώτημα; Όμως ήταν ο μόνος; Ή ο πρώτος; Θυμήθηκα τον Καρχαρία, σφίχτηκα. Όλα στην ώρα τους! Ηρέμησα πάλι. Σε λιγότερο από ένα χιλιόμετρο ο δρόμος τελείωνε κι εκεί με περίμενε το σπίτι. Επιτάχυνα ασυναίσθητα, γλίστρησα άσχημα –συνήλθα.
Η λευκή καγκελόπορτα ήταν ακόμα στη θέση της –πέρασα το χέρι από μέσα για να την ανοίξω. Περπάτησα μετά στο πλακόστρωτο χτυπώντας τις μπότες για να φύγουν οι λάσπες. Τα σκυλιά εμφανίστηκαν από το βάθος του κήπου, τρέχοντας του σκοτωμού. Όταν με μύρισαν έριξαν τ’ αυτιά και με ακολούθησαν γρυλίζοντας. Δεν είχα κουράγιο ούτε καν να τα χαϊδέψω –η λύπη των ζώων είναι ανίκητη.
Καθάρισα τις σόλες πριν σπρώξω την εξώπορτα που άνοιξε αγκομαχώντας από το βάρος της. Μου μπήκε η ιδέα να περπατήσω στα νύχια, μετά να ρίξω το καπέλο μου στο άνοιγμα του καθιστικού σε στυλ «Χάρι Λάιμ» -αλλά δεν το έκανα. Κυρίως επειδή δεν διέθετα καπέλο, ούτε ψεύτικο μουστάκι και γυαλιά. Αλλά περπάτησα στις μύτες –κάποιοι κοιμόντουσαν ήσυχα στα μέσα δωμάτια, δεν ήθελα να ενοχλήσω. Έφτασα στην τραπεζαρία, αμήχανος και κουμπωμένος.
Τότε άνοιξε η πόρτα της κουζίνας, εκείνος βγήκε κρατώντας ένα ποτήρι κρασί κι εγώ αλληθώρισα πίσω από την πλάτη του μπας και διακρίνω καμιά Βέρα να μας χαζεύει παρακλητικά. Άδικος κόπος. Κοιταχτήκαμε, χαμογέλασε στραβά δείχνοντάς μου τους καναπέδες στο σαλόνι. Μετά ξεκίνησε για εκεί, τον ακολούθησα, ήθελα να βάλω τα κλάματα –δεν κάνω πλάκα –γιατί δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο από την τελευταία μας συνάντηση. Πάει να πει, δεν ήταν πια εδώ. Τα τελευταία είκοσι χρόνια που είχαμε χαθεί, άκουγα ένα σωρό άσχημα πράγματα γι΄αυτόν. Ότι απελπίστηκε κι απομονώθηκε γιατί τα χτυπήματα των απέξω τα αντέχεις –όταν όμως σε παρατήσει ο δικός σου κόσμος, τότε τσακίζεις σαν καλάμι.
Καθίσαμε, πέταξε ένα πακέτο τσιγάρα δίπλα στο τασάκι, έβγαλα τα δικά μου –ο Ronson πήγε να βρει το ταίρι του εκεί πέρα, ανάμεσα σε πακέτο και καπνοσακούλα. Δυο Ronson ξαπλωμένοι –ωραίο θέαμα όσο να πεις.
«Και γιατί όλη αυτή η μυστικοπάθεια;» ρώτησε με μισόκλειστα μάτια.
«Γιατί οι κακοί μας την έχουν πέσει από παντού και η εθιμοτυπική επίσκεψη με ανθοδέσμες και κουλουράκια δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα στις μέρες μας», διαπίστωσα.
«Κάποιοι μπελάδες;» αναστέναξε.
Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας.
«Κρασί να σου φέρω;» ενδιαφέρθηκε. «Γιατί νομίζω ότι υπάρχει μια ιστορία εδώ πέρα και θα μας πάρει λίγο χρόνο να την ανακατέψουμε».
«Έτσι ακριβώς», είπα κι εγώ καθώς σηκωνόμουν να τον βοηθήσω. Αλλά μου έκανε νόημα –«κάτσε στ΄αυγά σου γιατί θα ξυπνήσουν» κι έδειξε το εσωτερικό του σπιτιού.
Έκατσα και περίμενα μέχρι να φέρει ένα άσπρο παγωμένο ποτήρι κρασί.
«Λοιπόν; Τι γίνεται με σένα;» ρώτησα όταν βολεύτηκε απέναντί μου.
Γέλασε.
«Με μένα; Τι να γίνεται με μένα; Τίποτα δεν γίνεται. Τώρα κάθομαι εδώ πέρα και βλέπω τους άλλους να βουρλίζονται, αυτό είναι όλο».
«Πάει να πει;»
«Ότι κουράστηκα. Τόσα χρόνια να κλωτσάω το χώμα και να μη βλέπω ουρανό – πολύ πάει, δε νομίζεις;»
Δε μίλησα.
«Πάει πολύ, πάρα πολύ», διαπίστωσε. «Και σκέφτομαι ότι πρέπει να ξέρεις πότε ήρθε η ώρα σου για να την κάνεις. Ζήτημα αξιοπρέπειας».
«Αξιοπρέπειες κι αρχίδια!» φώναξα. «Δεν ήσουν μόνος σου σε όλο αυτό και δεν σηκωνόμαστε από το τραπέζι πριν τελειώσει η παρτίδα».
«Κατά πρώτον δεν έχει μείνει ψυχή -με τους τελευταίους φεύγω και κατά δεύτερον μπορείς μια χαρά να σηκωθείς πριν το τέλος της παρτίδας αν χάνεις τα κέρατά σου. Άλλωστε, ξέρεις κάτι; Το΄χω καταλάβει από χρόνια, ζούμε σ’ έναν εφιάλτη από σκατά».
Σωστά. Αλλά δεν είπα τίποτα γιατί η ερώτηση ήταν «κι εμείς τι θα γίνουμε ρε Μεγάλε;», αλλά δεν είχα κουράγιο να την διατυπώσω.
«Εσείς καθαρίστε για πάρτη σας», γέλασε προλαβαίνοντας την ερώτηση. «Και αφού μπήκαμε σε θέματα ξεκαθαρίσματος ας πούμε, δεν νομίζεις ότι πρέπει να πεις κάποια πράγματα;»
Άναψα τσιγάρο σκεπτικός, ήταν πλέον η σειρά μου.
«Τι να σου πω; Τον ήπιαμε από παντού και δε συμμαζεύεται … Ο δικός μου σαπίζει στο τρελάδικο, έχω κρύψει τη γκόμενά του και την αδερφή του σε κότερο πολυτελείας κι έχω όλους τους μπάτσους αυτής της κωλόπολης στην πλάτη μου. Αν καταφέρω να μείνω ζωντανός ακόμα μια μέρα, θα βγάλω τον δικό μου έξω … είναι κι αυτό κάτι, δε νομίζεις;»
«Όσο να πεις», χαμογέλασε.
«Κι από την άλλη, ξεκίνησα να σπέρνω πτώματα τριγύρω μπας και φυτρώσουν άνθρωποι», μελαγχόλησα.
«Άσχημη μέρα στο μαύρο βράχο», μονολόγησε.
«Αυτά μπορώ, αυτά κάνω», είπα.
«Μη μου λες μαλακίες και ξεκόλλα από τους δικούς μου βρικόλακες ρε μπαγάσα! Τι ξεσκισμένη οικειοποίηση είναι αυτή, δεν καταλαβαίνω …»
Ήταν η σειρά μου να γελάσω.
«Καμιά οικειοποίηση –αλλά νομίζω πως, όταν κερνάς αβέρτα κρασί δεν δικαιούσαι να παραπονείσαι ότι ο κόσμος μέθυσε. Έτσι νομίζω».
«Σωστός!» ξεκαρδίστηκε. «Μήπως να σου ξαναγεμίσω το ποτήρι;»
Κοίταξα το άδειο κρύσταλλο, κούνησα το κεφάλι.
«Δεν είμαι για πολύ ακόμα. Έχω ανοιχτές υποθέσεις …» του είπα.
«Καθότι πολυάσχολος κι έτσι;» κορόιδεψε.
Γέλασα σιγά.
«Ναι, η μέρα ενός δολοφόνου αρχίζει νωρίς και δεν τελειώνει ποτέ», απάντησα.
Άλλαξε πόδι, βολεύτηκε πίσω στον καναπέ –έδειχνε να έχει όλο τον χρόνο δικό του, μάλλον τον είχε δηλαδή.
«Και όσοι σε περιμένουν;» ρώτησε.
«Ναι; Τι τρέχει μ΄αυτούς;» έκανα δήθεν ξαφνιασμένος.
Έσκυψε μπροστά με κοίταξε πριν βγάλει καινούργιο τσιγάρο από το πακέτο.
«Όλα αυτά δεν μου λένε τίποτα, ξέρεις. Σας βλέπω όλους εκεί έξω, χαραμισμένους –οι καλύτεροι από σας πήγαν στράφι και οι υπόλοιποι ζεσταίνουνε καρέκλες γραφείων χειραγώγησης. Ξεσκίσανε τα πάντα τριγύρω σας κι εσείς το μόνο που κάνετε είναι να φροντίσετε την εντυπωσιακή σας αυτανάφλεξη σαν τίποτα γαμημένα πυροτεχνήματα. Γιατί όλα αυτά –μήπως μπορείς να μου πεις;»
Το σκέφτηκα λίγο. Είχα πολλές εναλλακτικές απαντήσεις, αλλά προτίμησα να πω την αλήθεια. Τη δική μου αλήθεια.
«Επειδή χεστήκαμε από τον φόβο μας αλλά θέλαμε να φανεί ότι, και καλά, χεστήκαμε από αδιαφορία. Όταν σε κυνηγάνε μόνο να τρέξεις γίνεται –έτσι δεν είναι;»
«Μέσα είσαι, αλλά τι γίνεται όταν πιάσεις τοίχο; Γιατί κάπου θα σε στριμώξουν, σε κάποιο αδιέξοδο –τι γίνεται εκεί πέρα; Τι κάνεις;»
«Ότι χειρότερο γίνεται», γέλασα.
«Ωραίος ο δικός σου!», ψευτοθαύμασε δείχνοντάς με στον κανένα που καθόταν ακριβώς δίπλα μου.
«Τέλος πάντων, τίποτα από αυτά δεν είναι σημαντικό. Ήθελα να σε δω μετά από τόσα χρόνια, να σε χαιρετήσω …»
«Καλά έκανες. Αλήθεια, με χαιρέτησες; Γιατί δεν το πρόσεξα», αναρωτήθηκε για πλάκα.
Σηκώθηκα.
«Δεν φεύγεις ακόμα. Έχουμε ώρα. Πάμε μια βόλτα σον κήπο», πρότεινε.
Ξεκίνησα να τον ακολουθώ, στον τρομερό διάδρομο που οδηγούσε στην εξώπορτα εμφανίστηκε ένα αυτοκινητάκι, τηλεκατευθυνόμενο. Σταμάτησε βουίζοντας δυο βήματα από τη μπότα μου. Έσκυψα να το πιάσω.
«Μη γίνεσαι κορόιδο», μου φώναξε από μπροστά.
Το αυτοκινητάκι έκανε απότομα όπισθεν, δέκα εκατοστά από τα δάχτυλά μου, έτρεξε μισό μέτρο, σταμάτησε, με κοίταξε –δεν τσίμπησα. Απογοητεύτηκε. Το αγνόησα –βγήκα στον κήπο ακολουθώντας τον.
«Κι εκείνη;» ρώτησα όσο καπάκωνε ένα τσιγάρο ανάμεσα στις παλάμες του για να το ανάψει κόντρα στη βροχή.
«Εκείνη …», το σκέφτηκε λίγο. «Εκείνη θα πρέπει να είναι καλά, δεν γίνεται αλλιώς. Να σου πω κάτι; Εκείνη ήταν η μηχανή κι εγώ, απλώς ένα βαγόνι. Εντυπωσιακό βαγόνι, υπερλούξ, το σημαντικότερο βαγόνι εντάξει; Αλλά πάντως, βαγόνι. Έπρεπε να με τραβάει για να πηγαίνω. Τώρα … λοιπόν, έχουν μείνει κι άλλα βαγόνια που χρειάζονται τη μηχανή τους. Θα μπορούσα να πω, ‘καλύτερα έτσι γιατί ήμουν βαρυφορτωμένο βαγόνι και σκέτη καθυστέρηση’ αλλά …»
«Αλλά δεν υπάρχει καλύτερο από να είσαι δίπλα της –σωστά;»
«Κάπως έτσι. Το οποίο, κάποιος εγωισμός επειδή, δεν ξέρω αν σου το είπα, στο τέλος μιλούσαμε μόνο με νοήματα».
«Γιατί; Τι κακό έχουν τα νοήματα;» αναρωτήθηκα.
Ξεκαρδίστηκε.
«Τον κακό τους καιρό έχουν ρε κουρέλι και τον δικό τους και τον δικό μας!»
Τα σκυλιά τον πλησίασαν διστακτικά, μυρίζοντας –δεν έδωσε σημασία. Κι εκείνα έφυγαν κλαίγοντας.
«Πες μου τώρα για τη γυναίκα», είπε.
«Ποια γυναίκα;» αναρωτήθηκα.
«Τη γυναίκα –πάντα υπάρχει μια γυναίκα σε αυτές τις ιστορίες», μουρμούρισε.
«Σωστά. Αλλά η γυναίκα αυτή ποτέ δεν έρχεται κι εμείς μονίμως περιμένουμε …» απάντησα.
«Κι όταν έρχεται κάνουμε ότι δεν τη βλέπουμε, για να μην παραδεχτούμε ότι τέλειωσε η αναμονή, καθότι θλιμμένοι και σιωπηλοί εραστές που χανόμαστε στο ηλιοβασίλεμα. Σωστά;» ειρωνεύτηκε.
«Ξέρω ‘γω, μπορεί … Δεν φτιάχνουμε εμείς το παιχνίδι, απλά προσπαθούμε να το χάσουμε με στυλ», είπα σκεφτικά.
«Αξιοπρέπεια σα να λέμε;» ξεκαρδίστηκε.
«Εντάξει Μεγάλε –δικός σου ο πόντος», παραιτήθηκα.
Περπατήσαμε λίγο ακόμα, σιωπηλοί με τη βροχή να κρέμεται σαν τριχιά από πάνω μας. Ξαφνικά θυμήθηκα τον λόγο της επίσκεψής μου –σταμάτησα, τον άγγιξα στην πλάτη. Γύρισε. Ο Ronson άστραψε στην παλάμη μου, έφερα τούμπα το χέρι για να μη βρέχεται και του τον πάσαρα.
«Τι θα πει πάλι αυτό;» αναρωτήθηκε.
«Οτι τελειώσαμε, φάγαμε τα ψωμιά μας, φάγαμε και τα ψωμιά αλλωνών μη σου πω. Δεν θέλω να πέσει στα χέρια τους ο Ronson όταν με στριμώξουν, οι άνθρωποι δε με ενδιαφέρουν, αλλά αυτά ... πρέπει να τα προφυλάξουμε γιατί δεν έχουν πόδια να φύγουν, ούτε δική τους ζωή να χάσουν. Πρέπει λοιπόν να τα σώσουμε –ο Ronson γυρίζει σπίτι του, έτσι το βλέπω εγώ».
Τον έπιασε σκεπτικός, τον ζύγισε πριν τον βάλει στην τσέπη του. Αλλά κάποιο μέταλλο άστραφτε ακόμα όταν έβγαλε το χέρι από την τσέπη. Ξαφνιάστηκα.
«Ότι δίνεις –παίρνεις, έτσι δεν το λέγατε παλιά;» ρώτησε.
Ο σαραβαλιασμένος zippo με τη σαλαμάνδρα με κοίταζε ειρωνικά μέσα από την ανοιχτή παλάμη. Γέλασα.
«Το έχεις ακόμα αυτό το χρέπι;»
«Δεν πετάω τίποτα. Ειδικά αν είναι από χέρι φίλου», με πληροφόρησε.
«Κάποιος φίλος ήμουν!» ειρωνεύτηκα.
«Άκου ... εμείς είμαστε φίλοι από παλιά...., άκου λοιπόν τι έγινε ...» κοίταξε τον κήπο γύρω του, «την πατήσαμε, αυτό έγινε....»
«Εντάξει, δίκιο έχεις, αλλά ακόμα κι έτσι ...»
«Ειδικά έτσι ...»
«Ειδικά έτσι, καλά το λες ...»
Δεν είπε τίποτα άλλο. Μου γύρισε την πλάτη και ανηφόρισε προς τα χοντρόκορμα σκελετωμένα δέντρα. Η βροχή έπεφτε γύρω του, αλλά όχι πάνω του –ένα περίεργο πράγμα! Έμεινα λοιπόν να τον κοιτάζω μέχρι που τα μάτια μου μπέρδεψαν τη νύχτα με το σχήμα του κορμιού του. Τότε γύρισα να φύγω, έσερνα τις μπότες στο πλακόστρωτο, η Τενερέ θα είχα μουλιάσει μόνη της απέξω. Μια ασημένια Πακάρ ξεκόλλησε από τις σκιές και κατευθύνθηκε προς την καγκελόπορτα, γύρισα να κοιτάξω το παράθυρο του οδηγού όταν με πλεύρισε από δίπλα Κι εκείνος μου έκλεισε πονηρά το μάτι κρατώντας ακόμα την τσατσάρα ανάμεσα στα δόντια του. Σήκωσα το αριστερό χέρι, γροθιά με σφιγμένο τον zippo μέσα της –χαιρέτησα κοιτάζοντας μακριά. Και βγήκα από την καγκελόπορτα, πλησίασα την Τενερέ, όσο η Πακάρ χανόταν μαρσάροντας....
«Το ίδιο βράδυ βγήκα σαν τον κακό λύκο στους δρόμους. Ήξερα για τι έψαχνα, αλλά ευχόμουνα να μη με βοηθήσει η τύχη να το βρω ποτέ ... Να τώρα για παράδειγμα έχω για παρέα τον Άμποτ και τον Κοστέλο, τον Αόρατο Άνθρωπο και τη φοβερή Ρίτα Χέιγουορθ στο διπλανό κάθισμα ... κι αυτό είναι νομίζω δικαίωμά μου... Εντάξει; ... Θέλω να πω, πως απ’ τη στιγμή που την πατήσεις κι αρχίσεις να φεύγεις, τίποτα δεν είναι πια δύσκολο. Έπειτα, δεν νομίζω να υπήρξε πιτσιρικάς στη γενιά μου που να μην ήθελε να πηδήξει τη Ρίτα Χέιγουορθ ... Έτσι λες, ‘Φίλε μου εγώ είμαι τρελός’ και ησυχάζεις μια για πάντα μακριά απ΄όλους ... Και οι άλλοι τι έγιναν; Ρωτάς από δω κι από κει κι έχουνε χαθεί όλοι ... κι αυτοί που απομείνανε ζούνε χρόνια τώρα μέσα σε σπηλιές κάτω απ΄τη γη κι άντε να τους βρεις ...»
Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα εκείνο το βράδυ.
(συνεχίζεται κανονικότερα)
Υ.Γ.: Τα κομμάτια με τα έντονα γράμματα είναι παρμένα από το σενάριο των "Κουρελιών" που "τραγουδάνε ακόμα", του Νίκου Νικολαϊδη. Και όχι μόνο αυτά -εντάξει;
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
22 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
νομιζω οτι καταλαβα τι παιζει (ronson)η μαλλον καταλαβα τι νομιζω οτι παιζει, δεν εχει σημασια...
Ε, αυτό που κατάλαβες παίζει. Την Τετάρτη η κανονική, ας πούμε, συνέχεια.
Πάρα πολύ καλή η ιστορία σου και ιδιαίτερη.
Το κομμάτι που βάζεις στο τέλος είναι καταπληκτικό. Από τα πολύ έντονα κομμάτια στην ταινία.
"... Θέλω να πω, πως απ’ τη στιγμή που την πατήσεις κι αρχίσεις να φεύγεις, τίποτα δεν είναι πια δύσκολο."
όμως δεν ταιριάζει στον ήρωα, τουλάχιστον όχι ακόμα
Καλά, αυτό πως ακριβώς το έκανες; Μη μου πεις οτι συχνάζεις και σε νετ καφέ!
Υ.Γ.: Δεν την πάτησε ο ήρωας (ακόμα) και δεν πρόκειται να αρχίσει να φεύγει. Τουλάχιστον όσο μπορεί να κάνει διαφορετικά. Άλλος είναι αυτός που φεύγει.
Δεν είμαι ο γνωστός σου ανώνυμος, είμαι κάποιος που σε διαβάζω που και που αλλά δεν σχολιάζω.
Γκόρκι
Άντε ρε και με τρόμαξες κι αγόρασα ψωμί για μια βδομάδα, γιατί το είχα σίγουρο οτι θα γκρεμιστούν όλοι ο φούρνοι στα πέριξ!
Υ.Γ.: Από τον Μαξίμ, ή από το σχςτικό πάρκο;
Έμαθα και κάτι καινούριο.
Έτσι μου ήρθε το Γκόρκι, αλλά το έβαλα στο γκουγκλ και είδα στο Βικιπαίδεια ποιος ήταν.
Και έχω ακουστά για το πάρκο.
Τι μαθαίνει κανείς...
Ναι, όλοι μαθαίνουμε εδώ μέσα. Αφού σκέφτομαι να κολλήσω μια ετικέτα περί "δια βίου εκπαίδευσης", μπας και κονομήσω τίποτα φράγκα από το ρημάδι.
Υ.Γ.: Πάντως μαγκιά σου που σχολίασες σε αυτό ακριβώς το κομμάτι της ιστορίας.
Μαγκιά του όντως του ανώνυμου α' που σχολίασε στις γνωστές υπέροχες ατάκες των Κουρελιών...
....και βέβαια δεν έχει παντού νετ καφέ... αλλά τώρα που τόμαθα κι' αυτό θα το δοκιμάσω κάπου, κάποτε...
Εμαθα και για το μπλάκμπερρυ. Το ξέρεις?
Αμάν, ποιος μας σώζει τότε! Χαχαχα
Τι είναι το μπλάκμπερρυ; Μπλούμπερις ξέρω, αλλά σε μαύρο δεν μου έρχεται.
Μπλάκμπερρυ? Λάπτοκ παλάμης!Το παίρνεις παντού στην τσέπη... Το μέλλον μας διαγράφεται δημιουργικότατο!
Ρε άντε να χαθείς από δω που σε γνώρισα άτομο ρομαντικό και παλαιολιθικό και τώρα κοντεύεις να μου εξελιχθείς σε κλώνο του Μπιλ Γκέιτς!
Σήματα καπνού και τηλέφωνα με μανιβέλα -αυτά ξέρω εγώ.
Δεν φταίω εγώ που είχα καθηγητές Πανεπιστημίου Εξαρχείων που με μάθανε να γράφω κ να σχολιάζω στα Μπλόγκ...
Τα σήματα καπνού τα χρησιμοποιούμε όταν δεν έχει συννεφιά...
Ατομα ρομαντικά είναι κάτι άλλα άτομα που βάζουνε την αναισθησία τους για ασπίδα...
Αντε λοιπόν, προχώρα για την συνέχεια!
Σωστό κι αυτό, γιατί, όσο να πεις, η ακριβή μόρφωση είναι σημαντικό εφόδιο στη ζωή μας.
Συννεφιά; Μα τότε χρησιμοποιείς σήματα καπνού για να μην τα δει ο άλλος στα σίγουρα (ξέρεις εσύ).
Προχωρώ χτίζοντας πύργους από άμμο χεχε.
Μπάααα, όλα τα σήματα τα βλέπει ο άλλος, είναι μεγάλο κάθαρμα, δεν τον ξέρεις καλά... δεν του ξεφεύγει τίποτα!!!
Αστους πύργους στην άμμο, γιατί αυτοί διαλύονται με μια κλωτσιά.
Νερό θέλει, πολύ νερό...
Νερό ε; Γι΄αυτό είμαι καλύτερα από την προηγούμενη Δευτέρα και μετά που πήγα σπίτι κολυμπώντας με τη μηχανή!
Αυτό λέμε -για σήματα που κάποιος πρέπει να δει και οι άλλοι δεν πειράζει αν τα χάσουν.
Re chief, provlhma...Eida th Glykia Symmoria xtes.
Truth is...de mou eipe tipota.
Mesa sthn prwth wra orkizomoun oti nanouristhka kiolas.
Allh gamhmenh tainia eida? :S
Ti sxesh eixe touto me ta dika sou ta keimena pou me ka8hlwnoun?
Mperdeuthka.
Sorry.
Ρε γιατρέ, μάλλον για άλλη ταινία θα μιλάμε. Δεν σου είπε τίποτα η σκηνή που παραλαμβάνουν τον κολλητό τους έξω από τις φυλακές; Ούτε η προσευχή του Μόσχου στον καθρέφτη "Πάτερ ημών, ο εν τις ουρανοίς, αγιασθείτω το όνομά σου και τα ρέστα δικά σου"; Ούτε η κομπίνα στο εστιατόριο; Ούτε το κορώνα-γράμματα για το ποια θα πηδήξει τον Σπυριδάκη; Ούτε τα γυρίσματα της τσόντας; Ούτε ο χαφιές; Και μιλάω μόνο για το πρώτο μισάωρο της ταινίας -εντάξει; Το οποίο νομίζω τελειώνει με την ατάκα του Σπυριδάκη στο νεκρό τηλέφωνο "Κουφαλίτσα, εσύ που μας ακούς τώρα -θα σου σκίσω τα βάρδουλα, άτσααα!"
Πάντως, παίζει σοβαρά η πιθανότητα να την είδες την ταινία σε χάλια κόπια και να μην άκουγες τι λένε.
Η σχέση που έχει με τα δικά μου κείμενα είναι απλή και σαφής. Το 50% των γραπτών μου αντιγράφει σκηνές της ταινίας. (Το άλλο 50% αντιγράφει άλλες ταινίες του Ν.Ν.)
Auto pou les isxyei, den akouga tipota, alla nomiza oti etsi einai h fash ths tainias genika.
Diladi thn proseuxh thn exasa, ontws.
Kata t'alla, nekrikh sigh, den kounhsa vlefaro-isws na to kounhsa ligo pros ta katw. :(
Ti na pw...
Fainetai pws o tropos pou antilambanesai esy thn tainia kai thn kaneis keimena einai poly pio shmantikos gia mena apo thn idia thn tainia.
Ki ante twra na me peisei an8rwpos na dw kai tis alles...
Skata.
Είναι ένα θέμα αυτό -επειδή οι ταινίες του Νικολαϊδη (κυρίως η τριλογία Κουρέλια-Συμμορία-Χαμένος) βασίζονται στους διαλόγους. Οπότε, αν δεν τους ακούς -χέσε μέσα!
Όταν με το καλό έρθετε Αθήνα για αξιοπρεπές χρονικό διάστημα θα σας πάρω στο σπίτι για φροντιστήριο -έχω κάποιες καλές κόπιες των ταινιών.
Βέβαια, υπάρχει και η διαφορετική άποψη, ας πούμε, η Tomboy προτιμάει περισσότερο τις άλλες ταινίες του Νικολαϊδη (Την Ευριδίκη, Το Σίγκαπουρ, την Κόλαση) και υπάρχει και η Πρωινή Περίπολος που είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ότι καλύτερο βγήκε στο ελληνικό σινεμά, αλλά μην τη δεις -γιατί η κόπια που κυκλοφορεί είναι αισχρή.
Πάντως, κακώς δεν έφτασες στο τέλος της Συμμορίας, γιατί κλείνει με μια τρομερή σκηνή.
Ο τρόπος που μεταφέρω τα κομμάτια των ταινιών του Νικολαϊδη σε κείμενα μοιάζει με τον τρόπο που κλέβει ο Σεφερλής σκετσάκια των Μόντι Πάιθον (μην το γελάς -βλέπει η κόρη μου Σεφερλή κι ο τύπος αρπάζει από Μόντυ με το κιλό!) Εννοώ δηλαδή οτι, εκεί που στον Νικολαϊδη χρειάζεται μια ατάκα για να φτιάξει κλίμα εγώ το κάνω (χειρότερα) σε 3 σελίδες.
Έχει φροντιστήριο υπερεντατικό όταν έρθετε Αθήνα -ετοιμαστείτε.
Oxi thn eida oloklhrh telika, kai mporw na pw oti h teleutaia skhnh me anazopyrwse ligaki.
Twra to frontisthrio...mesa, den to syzhtw.
Auto pou les me Seferlh kai Monty isxyei, twra an sou pw oti emena de mou arese OUTE to Holy Grail (se anti8esh me to Life Of Brian pou htan apla apolaustiko), 8a me kopseis gia teleiws malaka?
Το Holy Grail σκέτη μαλακία κατά τη γνώμη μου. Όπως και το άλλο με τους "Τρελλούς ληστές και τα κουλουβάχατα της Ιστορίας". Το Life of Brian και το Meaning of life εργάρες! Αλλά έχουν βγάλει και κάτι dvd με σκετσάκια τους οι άνθρωποι που είναι καταπληκτικά. Το How to irritate people άπαιχτο! Δεν θα σου μείνει άντερο αν το δεις!
Μυθικές ατάκες από Γλυκιά Συμμορία, έτσι για κλείσιμο:
"Για που το 'βαλες ντυμμένη στα μαύρα πρωινιάτικα;"
"Δεν τα 'μαθες; Πέθανε ο Γκαγκάριν. Μαλάκα!"
(Μετά το μαχαίρωμα της Ρόζας, ο Σπυριδάκης στον Ξανθό Χαφιέ")
"Αν πεθάνει η κοπέλα θα σε καθαρίσω. Αλλά κι αν δεν πεθάνει, πάλι θα σε καθαρίσω. Γι΄αυτό μην πας πουθενά -να με περιμένεις μέχρι να γυρίσω, εντάξει;
"Σκότωσα έναν άνθρωπο. Τον πέταξα στις γραμμές του τρένου"
"Τι έκανες μωρή πουτάνα; Ποιος ήταν;"
"Δεν ξέρω. Μια πλάτη ήταν και την έσπρωξα"
"Αργύρη! Σε θέλουν στο τηλέφωνο"
"Ποιος είναι;"
"Ξέρω ΄γω ... ο Μαστακουνάς, ο Μασταπιάνεις ... κάτι τέτοιο".
(Ο Μόσχος στη σκηνή της κομπίνας με τον λογαριασμό στο εστιατόριο μιλάει στο αφεντικό):
"Το βλέπεις το παπουτσάκι; Πως σου φαίνεται; Καλό για κλωτσιές -τι λες κι εσύ;"
"Τι εννοείτε κύριε;"
"Τι εννοώ ρε παλιοαλήτη; Τι καταλαβαίνεις δηλαδή; Τι είσαι; Αναρχικός, κομμουνιστής, φασίστας; Θες να σε πάω μέσα ρε, με τον Νόμο 4000; Με το Ιδιώνυμο; Πως την έχεις δει δηλαδή;"
(Ο Τζούμας πληρώνει τον Σπυριδάκη για την τσόντα που έπαιξε, οπότε λέει ο δικός σου):
"Όχι σε μένα, δεν παίρνω λεφτά. Δώστα κατευθείαν στον νταβά μου".
"Θα μας φάνε μέρα -μεσημέρι. Θα μας ρίξουν και τίποτα σκονάκια από δίπλα και θα γράφουν μετά για ξεκαθάρισμα λογαριασμών".
Για τον μονόλογο του Μόσχου περί Τζέιμς Ντιν, για την σκηνή στον κήπο με το Μάθημα Ανατομίας και για την πλαϊνή ατάκα με τον "πούστη τον ήλιο που δεν τελειώνει ποτέ" ... στη δεύτερη προβολή της ταινίας.
Ρε τι μου θύμισες τώρα! Σε καλό σου!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!