Προηγούμενα:
1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ
4. Η πονεμένη ιστορία της Βίβιαν
5. Η αντοχή είναι πιο σημαντική από την αλήθεια
6. Κορόιδο
7. Η πονεμένη ιστορία της Σόνιας
8. Προδιαγραφές θανάτου
9. Μια πεταλούδα στις ερημιές
10. "Κορίτσια μην κλαίτε για τον Λούη"
Η Σόνια είναι
κάποια γκόμενα προδιαγραφών, απ΄αυτές που δε γίνεται να τις ξεπετάξεις στο πίσω
κάθισμα του αυτοκινήτου ή στο θλιβερό κρεβάτι ενός μπουρδελοξενοδοχείου με την
ανακριτική, γυμνή, λάμπα να της χαρακώνει το μακιγιάζ –με τέτοιες γυναίκες η
ικανοποίηση βρίσκεται στο φλερτ, στο παιχνίδι της σταδιακής αποκρυπτογράφησης
που ξεκινάει από την εντύπωση οτι σε έχουν εντελώς χεσμένο για να καταλήξει
στην ελπίδα οτι θα σε θυμούνται το επόμενο πρωινό. Είμαι ρομαντικός; Δεν τρέχει
τίποτα –επειδή γυναίκες σαν τη Σόνια κυκλοφορούν χοντρά ματσωμένες.
Όλα αυτά τα λέω για
να εξηγήσω πώς βρεθήκαμε σε χάι κλας ξενοδοχείου της Συγγρού με πανοραμική θέα
στους γύρω λόφους, το δωμάτιό μας είχε ένα καθιστικό στο οποίο θα χώραγε άνετα
το διαμέρισμά μου και μια τουαλέτα που θα μπορούσε να φιλοξενήσει ολόκληρο το
Βιτόφσκι, μαζί με την πελατεία του. Μια εκνευριστικά κυματιστή μουσική (σαν
κονσέρτο του Ζαν Μισέλ Ζαρ για παιδική παράσταση) χυνόταν από αόρατα ηχεία –μου
πήρε κάμποση ώρα μέχρι να την σταματήσω.
«Είσαι σίγουρη οτι
έχεις φράγκα για όλο αυτό;» ρώτησα τη Σόνια.
«Μη σε απασχολεί», γέλασε.
«Ή που θα αποκτήσουμε χρήματα για 10 τέτοια ξενοδοχεία ή που θα φυτευτούμε τόσο
βαθιά κάτω από το χώμα ώστε κανένας δεν θα μας βρίσκει για να πληρώσουμε».
«Κάτω από το χώμα ή
στον πάτο της θάλασσας...» μουρμούρισα αφηρημένα.
«Το ίδιο δεν
είναι;» αναρωτήθηκε.
«Πετρέλαιο και
νερό είναι το ίδιο με τον άνεμο για σένα», ψιθύρισα κι
αμέσως το μετάνιωσα.
Εκείνη με κοίταξε
εξακολουθώντας να χαμογελάει.
«Εντάξει –σίγουρα
θα πηδηχτούμε», είπε.
Και χώθηκε στην
τουαλέτα αφήνοντάς με μόνο, να χαζεύω τα κινούμενα φώτα της λεωφόρου. Άναψα ένα
τσιγάρο, θόλωσα την τεράστια τζαμαρία φυσώντας τον καπνό, δεν άντεχα να βλέπω
αυτά τα αμάξια κι αυτή την κίνηση και αυτή την πόλη. Ήμουν εδώ, πέντε ορόφους
ψηλά, με μια γυναίκα φτιαγμένη από όνειρα κι όλα αυτά εκεί κάτω μού θύμιζαν
απλώς οτι τα όνειρα καταλήγουν σε εφιάλτες –αν προλάβεις βέβαια να ξυπνήσεις...
Ο ουρανός πάνω από τον απέναντι λόφο τσαλακώθηκε από έναν κεραυνό και τότε
νομίζω οτι τους πήρε το μάτι μου να κατηφορίζουν μυρμηγκιάζοντας το μονοπάτι
–δικοί μου άνθρωποι χαμένοι από καιρό που πάσχιζα να πιστέψω οτι κάποτε
υπήρξαν.
«Βλέπεις κάτι
ενδιαφέρον;» με ρώτησε κολλώντας στο μπράτσο μου.
«Τώρα πια όχι»,
είπα γυρίζοντας προς το μέρος της.
«Δεν παραγγέλνουμε
τίποτα να τσιμπήσουμε;» πρότεινε.
«Ελαφρύ φαγητό και
βαριά ποτά», είπα.
«Ε, μα πώς αλλιώς;»
απόρησε.
Δεν ξέρω τι
εντύπωση κάναμε στον πιτσιρικά που μας έφερε κάτι κρύα σάντουιτς και ένα
μπουκάλι Στολίσναγια –γιατί το αλληθώρισμά του όταν είδε τη Σόνια στο άνοιγμα
της πόρτας δεν μου άφησε περιθώριο να τον ψυχολογήσω.
«Θέλω μια τεράστια
χάρη», είπε η Σόνια στον πιτσιρικά.
«Βεβαίως»,
προθυμοποιήθηκε εκείνος πριν καν ακούσει τι θα του ζητούσε.
«Μήπως μπορείς να
μας βρεις ένα βίντεο;» ζήτησε η Σόνια.
«Βίντεο;» έκανε
χαζά ο πιτσιρικάς.
«Ναι»
«Βίντεο ποιου;»
ξαναρώτησε.
«Όχι βρε γλυκέ μου
–βίντεο, τη συσκευή που παίζει βιντεοκασέτες», του είπε γελώντας η Σόνια.
Ο πιτσιρικάς έξυσε
το κεφάλι του, ανάθεμα κι αν καταλάβαινε τι του ζητάγαμε.
«Θα ρωτήσω τον
υπεύθυνο», είπε.
«Αυτό να κάνεις»,
τον ενθάρρυνε η Σόνια.
Όταν έφυγε ο
πιτσιρικάς έβαλα δυο γερές δόσεις βότκας σε ποτήρια του νερού και άνοιξα ένα
τόνικ.
«Θέλεις;»
«Ευχαριστώ –μόνο
πάγο».
Θανατηφόρα η
κυρία...
Κάπως έτσι
βρεθήκαμε αμίλητοι στο δωμάτιο, μονάχα το φως της λεωφόρου έμπαινε από την
τεράστια τζαμαρία κι εμείς πασχίζαμε να ξεχωρίσουμε τα σάντουιτς από τις
χαρτοπετσέτες.
«Όταν κοιμηθήκαμε
μαζί...» ξεκίνησε να λέει.
«Μη μου το
θυμίζεις», την έκοψα.
«Γιατί;»
«Επειδή μετάνιωσα
που απλώς κοιμηθήκαμε».
«Θα μπορούσες να
επωφεληθείς –αυτό είναι σίγουρο. Αλλά το ίδιο σίγουρο είναι οτι θα με
ξενέρωνες», χαμογέλασε.
«Σύγκρουση
συμφερόντων λέγεται αυτό», παρατήρησα χαζά.
Έσβησε το τσιγάρο
της και με κοίταξε.
«Θέλεις ακόμα να με
σκοτώσεις;» ρώτησε.
«Ποτέ δεν ήθελα.
Απλώς, έπρεπε να το είχα κάνει», είπα.
Σηκώθηκε και ήρθε
να καθίσει στα πόδια μου, μετά άρχισε να με φιλάει κι εγώ παρακαλούσα από μέσα
μου να μην πει καμιά σαχλαμάρα του τύπου «ποτέ δεν είναι αργά» -αλλά μετά
κατάλαβα οτι η Σόνια δεν ήξερε να λέει σαχλαμάρες.
«Πάμε στο κρεβάτι;»
της ζήτησα όταν η πληγή στον ώμο μου άρχισε να διαμαρτύρεται.
Πήγαμε. Βγάλαμε
αργά τα ρούχα μας κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στα μάτια. Κι όταν βρεθήκαμε
ολόγυμνοι κάτω από τα σκεπάσματα χτύπησε το τηλέφωνο. Τινάχτηκα στα πρόθυρα του
εμφράγματος.
«Θα το σηκώσω εγώ»,
μου είπε.
Έμεινα να χαζεύω τη
γυμνή της πλάτη όσο έλεγε οτι «ναι, εμείς το ζητήσαμε, βεβαίως, ευχαριστώ πολύ
–θα περιμένουμε». Μετά ακούμπησε απαλά το ακουστικό και με φίλησε στα χείλη.
«Ντύσου –φέρνουν το
βίντεο», ψιθύρισε.
«Υπέροχα», έκανα
μουδιασμένα.
Γιατί το μόνο που
μου έλειπε τώρα ήταν να δω την Λίζα Φωτίου να παρτουζώνεται
Πράγμα το οποίο δεν
φαινόταν να το αποφεύγω, όπως και το ξαναντύσιμο άλλωστε, για να περιμένω τον
πιτσιρικά που εμφανώς απογοητεύτηκε από την υποδοχή αλλά προσφέρθηκε να
συνδέσει το βίντεο ελπίζοντας να πάρει λίγο μάτι τη Σόνια. Δεν με πείραζε
καθόλου κάτι τέτοιο κι ο πιτσιρικάς θα αποζημιωνόταν για δυο ζωές εφόσον η
Σόνια ακόμα κάτω από τα σκεπάσματα ολόγυμνη –αλλά αμφέβαλλα για τις ικανότητές
του στις συνδέσεις συσκευών και, εν πάση περιπτώσει, ήθελα να ξεμπερδεύουμε
μ΄αυτό το άθλημα μια ώρα αρχύτερα.
Μπλε, τρεμάμενο,
φως γέμισε την οθόνη –ένας ανατριχιαστικός ήχος από παράσιτα μάς ξεκούφανε όσο
έψαχνα το τηλεκοντρόλ για να χαμηλώσω την ένταση. Η κάμερα πήγαινε πέρα-δώθε
μέχρι να κατακαθίσει η τρικυμία και να σταθεροποιηθεί σ΄ένα κρεβάτι με ξύλινο,
σκαλιστό, προσκέφαλο. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο στην τρίχα. Πρώτος μπήκε ο
Μανιάτης, ο οποίος έσυρε μια καρέκλα μέχρι να την ακουμπήσει στον κοντινότερο
τοίχο. Είχε ένα θλιμμένο βλέμμα όσο κοίταζε το κρεβάτι λες και υπήρχε κάποιος
ετοιμοθάνατος εκεί πάνω. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο περιώνυμος Κουδουνάς –ένα
γομάρι με αρχές φαλάκρας, τον θυμήθηκα από τις παλιές ταινίες στις οποίες
έπαιζε μονίμως τον μπράβο. Κάτι είπε στον Μανιάτη αλλά η ταινία δεν είχε ήχο
–μπορούσα πάντως να καταλάβω οτι παίζανε ένα σεναριάκι του τύπου «ήρθα όπως
είχαμε συμφωνήσει», «ναι –όπως τα είπαμε, εγώ κάνω κουμάντο». Μετά ο Μανιάτης
πήρε το κουμάντο του και άραξε στην καρέκλα όσο ο Κουδουνάς γδυνόταν.
«Την έχει κάπως
μεγάλη», παραδέχτηκε η Σόνια.
Γέλασα άκεφα.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Φωτίου, έκανε την έκπληκτη βλέποντας τον Κουδουνά
γυμνό στο κρεβάτι, η ηθοποιία της έδειχνε ακόμα πιο άθλια δίπλα στην ερμηνεία
του Μανιάτη. Τον χάζευα και θυμόμουν την άποψη της Φωτίου –όντως ο Μανιάτης
έπαιζε συνέχεια ρόλους. Στο μεταξύ ο Κουδουνάς είχε αναλάβει το γδύσιμο της
Φωτίου η οποία έκανε οτι αντιστέκεται για χάρη της (ο θεός να την κάνει)
πλοκής. Όταν άρχισαν να πηδιούνται τρόμαξα με το βλέμμα της. Αυτή η γυναίκα
πάσχιζε να δείξει στον Μανιάτη πόσο γελοία θεωρούσε την όλη παράσταση, ήταν
όμως κακή ηθοποιός κι έτσι δεν κατάφερνε να κρύψει την προσπάθειά της να τον
εντυπωσιάσει.
Από την άλλη
βέβαια, ο Κουδουνάς εκτελούσε τον ρόλο του επαγγελματικά –έφτανε μόνο να δεις
τη φάτσα του για να καταλάβεις οτι ο ενθουσιασμός του που θα πήδαγε μια διάσημη
σταρ είχε δώσει γρήγορα τη θέση του στη μπλαζέ έκφραση του τσοντοηθοποιού ο
οποίος εμπέδωσε στην πράξη, την άποψη του Τζέρι Λη Λιούις περί γυναικείας ποικιλότητας.
«Φοβερή γκόμενα η
Φωτίου τελικά», μουρμούρισε κακόκεφα η Σόνια. «Κρίμα που πήγε έτσι...»
«Όταν την είδα δεν
ήταν και τόσο φοβερή», είπα.
«Κατάλαβα –είσαι κι
εσύ από αυτούς που δεν βλέπουν πέρα από τα βυζιά και τους κώλους», νευρίασε η
Σόνια.
«Μόνο όταν
πρόκειται για όμορφες γυναίκες», παραδέχτηκα.
«Κι έτσι θα με
βλέπεις και εμένα;» συννέφιασε.
«Είναι κάπως
υπερβατικό το να σε δω αλλιώς», είπα.
«Κι όταν γεράσω;»
«Τότε θα έχω όλο το
χρόνο να θαυμάσω τον ψυχισμό σου».
«Μαλακίες...»
«Εντάξει –αλλά όχι
μεγαλύτερες από το οτι θα γεράσουμε παρέα....»
Κόλλησε δίπλα μου
και γυρίσαμε προς την οθόνη –ο Μανιάτης είχε ήδη προσθέσει την επιβλητική του
παρουσία στο σύμπλεγμα και το θέμα έφερνε πλέον σε γκραν γκινιόλ. Δυο άνθρωποι
που αποτύγχαναν παταγωδώς στην προσπάθειά τους να δείξουν οτι το απολαμβάνουν
κι ένας φανφαρόνος που περίμενε να πέσουν τα τείχη της Ιεριχούς στη θέα του
πούτσου του.
«Εντάξει, δεν είναι
και τόσο σπουδαίος», παρατήρησε η Σόνια.
Και τότε ακριβώς
κατάλαβα τη χρησιμότητα του βίντεο για τον Μανιάτη –όλος αυτός ο πειθαναγκασμός
των υπολοίπων, η προσπάθειά τους να παίξουν σωστά τους ρόλους τους, να φανούν
άξιοι των ορέξεων του Μανιάτη –αυτό ήταν που τον ηδόνιζε τον καργιόλη.
«Να το τρέξουμε
λίγο μπροστά;» ρώτησα τη Σόνια.
«Θέλεις να δεις
ποιος είναι ο δολοφόνος;» με κορόιδεψε.
Κοιταχτήκαμε και
ήταν ολοφάνερο τι θέλαμε να κάνουμε.
«Πάρτον από το δικό
μου τηλέφωνο που είναι με κάρτα», μου είπε.
Πήρα τις
πληροφορίες και ζήτησα να με συνδέσουν με το σταθερό του. Περίμενα όσο η κοπέλα
έψαχνε και περίμενα ακόμα περισσότερο όσο χτύπαγε χωρίς να το σηκώνει κανένας.
Άρχισα να απελπίζομαι.
«Εμπρός;» άκουσα
μια τσιριχτή φωνή.
«Δώσμου τον
Βίκτορα», είπα.
«Ποιος είναι;»
ζήτησε να μάθει η φωνή.
«Κλείνω και
ξαναπαίρνω», του είπα.
«Περίμενε», έκανε η
φωνή.
«Εμπρός;» ακούστηκε
η μπασαδούρα του Βίκτορα.
«Θα έπρεπε να σε
κόψω κομματάκια», μούγκρισα.
«Ποιος είσαι;»
ρώτησε ο Βίκτορας.
«Αυτός που του
φόρτωσες τον δικό σου φόνο», είπα.
«Ο Πετράς...»
«Με τη μία τα
πιάνεις βλέπω...»
«Κάνεις λάθος, δεν
σκότωσα εγώ τη Φωτίου», ψιθύρισε ο Αλεξιάδης.
«Εντάξει –και μετά
ήρθε ένας πελαργός κι άφησε την κασέτα έξω από την πόρτα σου», είπα εγώ.
«Κάνεις λάθος...»
επανέλαβε ο Αλεξιάδης.
«Κάνω λάθος, πάμε
παρακάτω τώρα. Μου δίνεις 100 χιλιαρικάκια κι εγώ σου δίνω την κασέτα –έτσι το
θέμα λήγει», του ξεκαθάρισα.
«Πού να τα βρω;»
μουρμούρισε.
«Δικό σου
πρόβλημα», είπα.
Έκλεισα το
τηλέφωνο. Η Σόνια ακουμπούσε την πλάτη της στο μαξιλάρι και με κοίταζε, τα
σκεπάσματα άφηναν να φαίνεται το γυμνό της στήθος.
«Έχεις ακόμα όρεξη
να πηδηχτούμε;» ρώτησε κάπως νευρικά.
Την κοίταξα
χαμογελώντας και βιάστηκα να πετάξω τα ρούχα μου. Εκείνη χαμογέλασε καθώς
έκλεινε το βίντεο με το τηλεκοντρόλ.
Έκανα ανήσυχο ύπνο,
αποσπασματικό, κάθε λίγο πεταγόμουν ιδρωμένος με την αίσθηση οτι κάποιος με
παρακολουθούσε –έφταιγε το οτι την κρατούσα αγκαλιά και οι κινήσεις της, ακόμα
κι η αναπνοή της, με επηρέαζαν. Έφταιγε και το άρωμά της –σαπούνι ανακατεμένο
με απόγνωση, βέβαια αυτή μπορεί να ήταν απλώς η εντύπωσή μου –για την απόγνωση
λέω... Η Σόνια αναστέναξε γυρίζοντας πλευρό κι έτσι βρήκα την ευκαιρία να
ξεγλιστρήσω από δίπλα της. Έξω είχε βγάλει έναν κουρασμένο ήλιο, τα αυτοκίνητα
στη λεωφόρο ξοδεύανε τις ζωές των οδηγών τους στο μποτιλιάρισμα κι εγώ
χρειαζόμουν επειγόντως καφέ. Πλύθηκα, ντύθηκα, κατέβασα μερικά χάπια κωδεϊνης
και πήρα την εφεδρική κάρτα του δωματίου –δεν ήθελα να παραγγείλω για να μην
την ξυπνήσω –βγήκα στον διάδρομο έξω από το δωμάτιό μας, είχε μια παχιά μοκέτα
εκεί πέρα, βούλιαξα μέχρι τα γόνατα μέσα της μέχρι να φτάσω στο ασανσέρ. Η
καφετέρια του ξενοδοχείου ήταν ήσυχη, μονάχα ένας ανοιχτός δέκτης τηλεόρασης
έσπαγε λίγο το κοπάνημα των ποτηριών όσο οι πελάτες απολάμβαναν το ολ
ινκλούντεντ πρωινό τους. Έβαλα μια κούπα καφέ και κάθισα παράμερα –μια παρέα
κουστουμαρισμένων πλασιέ φώναζε ηλιθιωδώς όσο έτρωγε το καταπέτασμα. Πληρωμένα
τα έξοδα παράστασης, πληρωμένος πονόκοιλος –ανάμεσά τους μια όμορφη κοπελίτσα
έπινε χυμό πορτοκάλι κάνοντας οτι ακούει με προσοχή έναν χοντράνθρωπο –αυτή θα
πρέπει να ήταν μαθητευόμενη.
Ήπια τον καφέ
λαίμαργα και έβαλα δεύτερο φλιτζάνι –η πικρή μυρωδιά του με χτύπησε σαν χαλασμένη
πρίζα. Αυτό και μια γνωστή εικόνα στην οθόνη της τηλεόρασης, έδειχναν κάποιο
δρόμο που είχα πρόσφατα επισκεφτεί, οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώθηκαν σα
συρματοπλέγματα. Περίμενα τη λεζάντα και με το ζόρι κρατιόμουν, έστω
επιφανειακά ήρεμος. Και η λεζάντα ήρθε. «Μυστηριώδης δολοφονία –νεκρός ο
Βίκτορας Αλεξιάδης».
Μια ρεπόρτερ ανοιγόκλεινε το στόμα της χωρίς
να βγαίνει ήχος, μετά άρχισε να παίρνει συνεντεύξεις από γείτονες, τα δάχτυλά
μου έτρεμαν –χρειαζόμουν επειγόντως τσιγάρο.
Η πρώτη μου κίνηση
ήταν να πάω προς τα έξω –να πάρω λίγο αέρα –όμως τρόμαξα φτάνοντας στις πόρτες
με το φωτοκύτταρο, είχα την εντύπωση οτι έξω με περίμεναν... Έκανα μεταβολή,
χώθηκα στο ασανσέρ, κολύμπησα ξανά στη μοκέτα και έφτασα στο δωμάτιό μας.
Πέρασα τον
διάδρομο, μπήκα στο κυρίως δωμάτιο κι ένιωσα ακαριαία έναν δυνατό πόνο στο
πρόσωπο –έσκυψα κατόπιν εορτής για να προφυλαχτώ. Είδα τότε τι με είχε
χτυπήσει, ένα τηλεκοντρόλ που κείτονταν ξεκοιλιασμένο δίπλα στην αριστερή μου
μπότα.
«Μην ξανατολμήσεις
να φύγεις όσο κοιμάμαι», σφύριξε η Σόνια.
«Συγνώμη», ψέλλισα.
«Για να μη σε ξυπνήσω...»
«Και ήταν καλύτερα
να ξυπνήσω μόνη μου μετά το χτεσινό; Και ν΄ ακούω κάποιον να πειράζει την πόρτα
του δωματίου;» φώναξε.
«Εντάξει –μαλακία
μου», παραδέχτηκα.
Αλλά τότε θυμήθηκα
οτι τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα και δεν είχαμε πολυτέλειες για ερωτικά
καβγαδάκια –φοβήθηκα και λίγο γιατί αυτή η γυναίκα μπορούσε να πάρει το μυαλό
μου και να το πάει όπου γούσταρε.
«Συγνώμη που σου
πέταξα το τηλεκοντρόλ», είπε.
«Δεν το εννοείς»,
παρατήρησα.
«Ναι –δεν το
εννοώ», παραδέχτηκε.
«Κάποια άλλη μέρα
μπορεί και να θύμωνα. Σήμερα όμως δεν έχουμε τέτοια πολυτέλεια. Βλέπεις,
σκοτώσανε τον Αλεξιάδη...» της εξήγησα.
Με κοίταξε με μάτια
διάπλατα κι εγώ βιάστηκα να ανοίξω την τηλεόραση. Μου έκανε χώρο να καθίσω
δίπλα της όσο άναβα δυο τσιγάρα –πήρε αυτό που της πρόσφερα με κάποια δυσφορία,
είχα ξεχάσει οτι προτιμούσε τα δικά της.
Αυτό που συνέβη
ήταν οτι η πόρτα του Αλεξιάδη βρέθηκε παραβιασμένη κι ο ίδιος με ένα κατσαβίδι
καρφωμένο στο λαιμό. Το διαμέρισμα ήταν ανάστατο, άρα υπήρχε πιθανότητα
διάρρηξης. Η ρεπόρτερ έλεγε οτι ο Αλεξιάδης έμενε μόνος του στο διαμέρισμα και
το τελευταίο άτομο που τον είδε ζωντανό ήταν ο μαγαζάτορας του απέναντι καφέ –ο
Αλεξιάδης είχε σταματήσει για λίγο εκεί πριν ανέβει στο διαμέρισμά του για να
πιει ένα τελευταίο ποτό. Ο μαγαζάτορας θυμόταν τα τελευταία λόγια που άκουσε
από τον Αλεξιάδη: «Αυτή η πόλη με έχει κουράσει, αν δε φύγω δεν θα ηρεμήσω». Το
υπόλοιπο ρεπορτάζ ήταν άχρηστο –αναφερόταν στην καλλιτεχνική σταδιοδρομία του
Αλεξιάδη, στα παιδικά του χρόνια και στον κακό μας τον καιρό. Η Σόνια
παρακολουθούσε προσηλωμένη.
«Τώρα, τι γίνεται;»
ρώτησε τον εαυτό της, ως συνήθως, όταν άλλαξαν θέμα στην τηλεόραση.
Πήγα μέχρι την
τεράστια τζαμαρία για να σκεφτώ –αλλά αυτό δεν βοήθησε πολύ.
«Ο Αλεξιάδης δεν
έμενε μόνος του», είπα.
«Δηλαδή;»
«Είχε κι έναν άλλο
γέρο μαζί του –αυτός σήκωσε το τηλέφωνο χτες βράδυ».
«Και πού είναι
τώρα;»
«Πού θες να ξέρω;
Αν γλίτωσε από αυτόν που σκότωσε τον Αλεξιάδη θα έπρεπε να πάει στους μπάτσους.
Αν δεν το έκανε σημαίνει οτι κάτι ήθελε να κρύψει. Ίσως κιόλας αυτός να σκότωσε
τον Αλεξιάδη και τώρα κρύβεται. Όπως και να’ χει πρέπει να τον ξετρυπώσουμε».
«Για ποιο λόγο;»
Την κοίταξα
απορημένος. Και μετά κατάλαβα οτι είχε δίκιο.
«Λες δηλαδή οτι τα
λεφτά τα είχε μόνο ο Αλεξιάδης...» υπολόγισα.
«Λέω οτι έκανες
μάλλον λάθος –μπορεί να μην ήταν ο Αλεξιάδης ο δολοφόνος».
«Και ποιος να
ήταν;»
«Ίσως ο άλλος που
έμενε μαζί του, ίσως και οι δυο τους... Πάντως το θέμα μπλέχτηκε. Κι αν ο τύπος
κρύβεται δεν προσφέρεται για εκβιασμό –με τι να τον εκβιάσουμε δηλαδή;»
Έσβησα το τσιγάρο
νευρικά στο τασάκι.
«Λοιπόν Σόνια, ήταν
ωραίο αυτό το μεταξύ μας», είπα. «Κοπάνα την τώρα και θα τα πούμε κάποια μέρα
όταν όλα θα είναι καλύτερα».
Σηκώθηκε κι άρχισε
να ντύνεται όσο εγώ την παρακολουθούσα καθισμένος σε μια πολυθρόνα.
«Μην κοιτάς», μου
ζήτησε.
Πήγα να πω κάποια
σαχλαμάρα αλλά το κατάπια. Η Σόνια τέλειωσε το ντύσιμό της και στάθηκε μπροστά
μου με τα χέρια σταυρωμένα.
«Δηλαδή πώς την
έχεις δει;» με ρώτησε. «Ο μασκοφόρος εκδικητής που θα πάρει αμπάριζα και θα
ξεπαστρέψει τους κακούς;»
«Βλέπεις να φοράω
μάσκα;» απόρησα.
«Και δηλαδή το
μεταξύ μας τι ήταν;» συνέχισε σα να μη με είχε ακούσει. «Ρίξαμε ένα πήδημα στην
κυρία, ξαλαφρώσαμε και πάμε παρακάτω;»
«Τι θέλεις τώρα –να
σου κάνω πρόταση γάμου;» κούμπωσα εγώ.
«Ρε ηλίθιε, είμαστε
σ΄αυτό μαζί και δεν αλλάζει. Αν περιμένεις οτι θα σε αφήσω να φας το κεφάλι
σου, ξέχνα το –δεν μου πάνε τα μαύρα».
«Υπέροχα»,
ψιθύρισα. «Και πώς το σκέφτεσαι δηλαδή; Να τη δούμε Μπόνι και Κλάιντ;»
«Η υπόθεση έχει
λεφτά –δεν σκοπεύω να τα χάσω».
«Λεφτά; Δεν
συμφωνήσαμε οτι ο γέρος που έμεινε δεν εκβιάζεται;»
«Ξεχνάς την
κασέτα».
Την κοίταξα
έκπληκτος.
«Δε νομίζω», είπα.
«Καιρός ν΄
αρχίσεις», μου ξεκαθάρισε. «Η κασέτα σίγουρα δεν πιάνει 100 χιλιάρικα αλλά ένα
πενηντάρι θα το πιάσει. Τα παίρνουμε και φεύγουμε».
«Και ποιος θα μας
το δώσει;»
«Ο Γκας».
«Γιατί;»
«Επειδή πήγε να σε
σκοτώσει αλλά δεν τα κατάφερε κι επειδή τα περισσότερα θα τα πάρει πίσω
πουλώντας ξανά την κασέτα».
«Δεν είμαι σίγουρος
οτι με συναρπάζει η ιδέα», παραδέχτηκα.
«Ενώ το να βγεις
στο κυνήγι κι όποιον πάρει ο Χάρος είναι καλύτερο», γέλασε η Σόνια.
«Τι λέμε τώρα...»
μουρμούρισα.
«Λέμε οτι έχεις
λίγη ώρα για να κάνεις το μπανάκι σου, να φρεσκαριστείς και μετά θα πάμε στο
σπίτι του Γκας για μπίζνες», μου εξήγησε η Σόνια.
Σήκωσα τους ώμους.
«Κάποιο πήδημα
προβλέπεται στο μεταξύ;» αναρωτήθηκα.
«Κι αυτό που πάμε
να κάνουμε πήδημα είναι», μου απάντησε.
Βγήκαμε με το
αυτοκίνητο από το πάρκινγκ του ξενοδοχείου, η κασέτα έμεινε πίσω, κρυμμένη σε
ασφαλές σημείο. Οδηγούσα κάπως επιφυλακτικά, η αίσθηση ότι μου την έχουν
στημένη κι όπου να ΄ναι θα μου την πέσουν, δεν έλεγε να φύγει. Ίσως να έφταιγε
η Σόνια –ακόμα δεν είχα πειστεί οτι ήταν μαζί μου κι όχι εναντίον μου, ακόμα
χειρότερα, σκεφτόμουν οτι ήταν μαζί μου για όσο την εξυπηρετούσα και σύντομα θα
με πούλαγε.
«Πες το», μου
χαμογέλασε.
«Ποιο πράγμα;»
έκανα το κορόιδο.
«Έλα τώρα...»
δυσανασχέτησε.
«Γιατί είσαι μαζί
μου ρε Σόνια; Και για πόσο;» έκανα νευρικά.
«Δηλαδή τώρα τι
θέλεις να ακούσεις; Αγάπες και λουλούδια;» ξεκαρδίστηκε εκείνη.
«Μαλακίες»,
αναστέναξα. «Το πρόβλημά μου είναι οτι δεν αισθάνομαι άνετος να κάνω δουλειά
ξέροντας οτι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να με δώσεις...»
Μια άλλη γυναίκα θα
χάιδευε στοργικά το μάγουλό μου, θα προσπαθούσε να με καθησυχάσει.
«Δεν έχεις κι άλλη
επιλογή ρε βλάκα –ή μαζί μου ή στο χώμα», γέλασε με κακεντρέχεια. «Τι σε
νοιάζει λοιπόν αν θα σε πουλήσω; Αφού είσαι ήδη ξεγραμμένος..»
Μια άλλη γυναίκα
αλλά όχι η Σόνια... Χτες βράδυ της πήρε λίγη ώρα να βγάλει τα ρούχα της και πολλή
ώρα να ξεντυθεί από τη συμπεριφορά της –κάποια στιγμή νόμισα πως διέκρινα ένα
πλάσμα που ενδιαφερόταν μονάχα για τις χαρές της στιγμής, μετά είδα ένα
εύθραυστο κορίτσι, θα έβλεπα κι άλλα αν δεν μου γύριζε την πλάτη για να χωθεί
στην αγκαλιά μου –έτσι είναι με τις γυναίκες, νυστάζουν πάνω στο καλύτερο. Αυτό
το κορίτσι πάντως το ξανάδα όταν μου πέταξε το τηλεκοντρόλ και μετά χάθηκε κάτω
από το μακιγιάζ πριν ακόμα το αλείψει στο πρόσωπό της.
«Όπως και να ΄χει
θα σε πάρω μαζί μου», της είπα.
«Το όνειρο κάθε
γυναίκας», κορόιδεψε.
«Ακόμα κι αν πεθάνω
–πρώτα θα σε σκοτώσω», της ξεκαθάρισα.
«Το δικό μου
όνειρο», είπε εντελώς σοβαρά.
Πήγα να την κοιτάξω
αλλά με έκοψε.
«Κάνε αριστερά στο
επόμενο στενό και πάρκαρε όπου βρεις», μου είπε.
Δεν ήξερα οτι ο
Γκας έμενε σε μονοκατοικία με μπόλικο κήπο γύρω της, ήταν τελικά κονομημένο το
αρχίδι...
«Θα πάω μέσα, εσύ
βρες έναν τρόπο να μπεις χωρίς να σε πάρουν χαμπάρι», είπε η Σόνια.
«Έχει κόσμο να τον
φυλάει;» τη ρώτησα.
«Όχι σε στυλ
φρουράς αλλά ποτέ δεν ξέρεις ποιος έχει ξεμείνει μαζί του...» μου εξήγησε.
Και τότε κούμπωσε
την κατακόκκινη καμπαρτίνα, άνοιξε το βήμα της αποφασιστικά –την περίμενα να
ξεμακρύνει πριν ξεκινήσω. Μετά έτρεξα στο απέναντι πεζοδρόμιο απ΄αυτό που
εκείνη είχε επιλέξει, έκανα γύρο το σπίτι του Γκας και διάλεξα ένα τυφλό σημείο
για να πηδήξω μέσα από τα χαμηλά κάγκελα της περίφραξης. Είχε κάποια δέντρα
εκεί πέρα, νεραντζιές κυρίως και κάτι αφρόντιστα παρτέρια τίγκα στο αγριόχορτο.
Πάτησα σε ξεραμένο χώμα προσέχοντας να μη σκοντάψω κι έφτασα στον τοίχο του
σπιτιού τη στιγμή που η Σόνια χτυπούσε το κουδούνι στην εξώπορτα. Κράτησα την
ανάσα μου. Η εξώπορτα άνοιξε μετά από λίγο.
«Τι σκατά θέλεις
εδώ πέρα;» ακούστηκε η φωνή του Γκας.
«Πρέπει να
μιλήσουμε», είπε ήσυχα η Σόνια.
«Χάθηκαν τα
τηλέφωνα;» διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
«Αυτά που έχω να
σου πω δεν λέγονται από το τηλέφωνο», του απάντησε.
«Περίμενε μισό
λεπτό», έκανε ο Γκας και άκουσα την εξώπορτα να κλείνει.
Πήγα μέχρι το
κοντινότερο παράθυρο προσπαθώντας να δω ή ν΄ ακούσω τι έκανε ο Γκας –δεν
κατάφερα πολλά όμως. Σε λίγο άκουσα την εξώπορτα να ξανανοίγει.
«Έλα μέσα», της
είπε ο Γκας.
Περίμενα λίγο, πριν
πάω προς την εξώπορτα –η Σόνια είχε καταφέρει να την αφήσει μισάνοιχτη κι αυτό
το εκμεταλλεύτηκα χαμογελώντας. Τελικά, ίσως να τα καταφέρναμε, εγώ κι η Σόνια...
Το σπίτι του Γκας
μύριζε ξεθυμασμένη μπύρα, τσιγαρίλα και αποσμητικό χώρου. Έκλεισα προσεκτικά
την εξώπορτα πίσω μου, στηρίχτηκα πάνω της όσο προσπαθούσα να προσανατολιστώ,
έβγαλα την πεταλούδα και άνοιξα τη λεπίδα της προσεκτικά. Ήμουν στο διάδρομο,
δεξιά κι αριστερά υπήρχαν κλειστές πόρτες, στην απέναντι πλευρά έβλεπα κάτι
σκαλιά (όχι παραπάνω από 3) να κατεβαίνουν καθώς ο διάδρομος γινόταν χωλ,
ανάμεσα σε σαλόνι και καθιστικό, όπως υπέθετα. Προχώρησα κατά κει.
Η Σόνια με τον Γκας
ήταν κάπου αριστερά στο βάθος –κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο ελπίζοντας οτι
ο Γκας παρέμενε όσο γαϊδούρι τον θυμόμουν και δεν θα ερχόταν μέχρι την κουζίνα
για να της φτιάξει καφέ ή κάτι τέτοιο.
Αφουγκράστηκα το σπίτι –δε έμοιαζε να υπάρχει άλλος εκεί μέσα εκτός από
τον Γκας και τη Σόνια. Ένιωσα καλύτερα.
«Τα πράγματα
αλλάξανε νομίζω», έλεγε η Σόνια.
«Τι εννοείς;»
έπαιρνε να θυμώνει ο Γκας.
«Οτι μάλλον δεν
κατάφερες να φας τον Πετρά».
«Κι εσύ πού το
ξέρεις;»
Ησυχία.
«Πού το ξέρεις μωρή
καργιόλα;» επέμεινε ο Γκας.
Έκρινα οτι ήταν ώρα
να εμφανιστώ κι αυτό ακριβώς έκανα –εντυπωσιακή είσοδο με την αόρατη μπάντα να
παιανίζει το «Once
upon a time in America».
«Πώς πάνε τα κέφια;» ρώτησα χαρωπά την
ομήγυρη.
Ο Γκας πετάχτηκε
αλλά γρήγορα ξαναβρήκε την ψυχραιμία του.
«Πάντα είχες τον
τρόπο σου με τις πουτάνες», διαπίστωσε κοιτάζοντάς μας.
«Και με τους
πούστηδες σαν και σένα έχω τον τρόπο μου», συμπλήρωσα.
Γέλασε καλόκαρδα (ή
έτσι μου φάνηκε).
«Έλα τώρα ρε μαλάκα
–αφού ξέρεις οτι αυτά έχουν οι δουλειές, δεν ήταν προσωπικό», είπε.
«Χαίρομαι που το
βλέπεις έτσι, επειδή κι εμείς για δουλειά ήρθαμε», του απάντησα.
«Δηλαδή;» έκανε όλο
ενδιαφέρον.
Κάθισα απέναντί
του, άναψα τσιγάρο, η Σόνια τράβηξε την τσάντα μπροστά στο στήθος της σα να
ήθελε να κρυφτεί.
«Ξέρεις τι γίνεται
όταν δεν εκτελείται ένα συμβόλαιο...» ξεκίνησα να λέω.
«Μπορεί ακόμα να
εκτελεστεί», μουρμούρισε ο Γκας.
«Μαλακίες», είπα.
«Αυτός που σου έκανε την παραγγελία δεν υπάρχει πλέον...»
Έπιασα το βλέμμα
του να κοιτάζει νευρικά τριγύρω –δεν έδωσα όμως σημασία.
«Τέλος πάντων, προχώρα
παρακάτω», είπε.
«20 χιλιάρικα για
να ξεχάσω οτι έβαλες να με σκοτώσουν και 80 για την κασέτα –το σύνολο 100»,
πρότεινα.
«Ποια κασέτα;»
έκανε, στ΄αλήθεια ξαφνιασμένος.
«Την κασέτα για την
οποία σκότωσαν τη Φωτίου ρε ηλίθιε», είπα.
Έμεινε για λίγο να
το σκέφτεται –δεν μπορούσα να καταλάβω αν όντως ήξερε για την κασέτα ή
προσπαθούσε να μη δείξει άσχετος.
«Εντάξει», είπε στο
τέλος.
«100;» τινάχτηκε η
Σόνια.
«Τόσα δε ζητάτε;
Δώστε μου την κασέτα τώρα», νευρίασε ο Γκας.
Κατάλαβα την παγίδα
αλλά δεν ήμουν τόσο γρήγορος ώστε να αντιδράσω έγκαιρα. Κι έτσι, όταν σηκώθηκα
κουνώντας την πεταλούδα, ο κωλόγερος ήταν ήδη στο δωμάτιο –δεν χρειάστηκε να
τον δω για να καταλάβω οτι μας σημάδευε με όπλο, μου αρκούσε η τρομαγμένη
έκφραση στο πρόσωπο της Σόνιας.
«Πόσο κορόιδο;» μου
γέλασε κατάμουτρα ο Γκας.
«Πολύ κορόιδο»,
παραδέχτηκα.
«Πού είναι η
κασέτα», ρώτησε ο φαλακρός γέρος με τρεμάμενη φωνή.
Δεν φορούσε πλέον
τα γελοία πασουμάκια του ούτε τη μισάνοιχτη ρόμπα, ήταν ντυμένος με φόρμες
γυμναστικής –έμοιαζε μ΄ εκείνες τις καρικατούρες ανθρώπων που προσπαθούσαν να
περάσουν για αθλητικοί τύποι κάθε πρωί στα παρκάκια, τρέχοντας ανάμεσα σε
σκυλόσκατα. Η φωνή του με τρόμαξε επειδή φαινόταν στα πρόθυρα της υστερίας.
«Ο κύριος
Λεωνίδας», έκανα φιλικά. «Δεν περίμενα οτι είχατε τόσο στενές σχέσεις με τον
Γκας...»
«Δώσμου την κασέτα
και άσε τις φλυαρίες», είπε ο γέρος άψυχα.
Κοίταξα τον Γκας ο
οποίος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
«Κι εμείς τι θα
βγάλουμε;» ρώτησα.
«Καλύτερα να του
δώσεις τη γαμωκασέτα πριν στην ανάψει και την πάρει από μόνος του», με
συμβούλευσε ο Γκας.
«Αν την έχουμε μαζί
μας», του υπενθύμισα αδιαφορώντας για το όπλο που με σημάδευε.
«Ήρθατε να μου την
πουλήσετε, άρα...» έκανε ο Γκας.
«Εντάξει», έκανα
κουρασμένα. «Σόνια, δώσε την κασέτα στους κυρίους...»
Στο χέρι μου
κρατούσα ακόμα την πεταλούδα, σκέφτηκα λοιπόν οτι τώρα ήταν η στιγμή να την
κουνήσω. Ο γέρος ταράχτηκε.
«Πέτα το», έκρωξε.
Άνοιξα την παλάμη
μου αφήνοντας την πεταλούδα να γλιστρήσει ενώ ο γέρος γύρισε το πιστόλι του
έτοιμος να μου την μπουμπουνίσει. Εκείνη τη στιγμή δεν κοίταζε τη Σόνια η οποία
είχε από πριν ξεκινήσει να βάζει το χέρι της μέσα στην τσάντα, ο πυροβολισμός
κόντεψε να σπάσει τα τζάμια του δωματίου, είδα πρώτα τον γέρο να πιάνει την
κοιλιά του και μετά ανακάλυψα οτι η τσάντα της Σόνιας είχε μια μεγάλη τρύπα που
κάπνιζε.
Ο γέρος προσπάθησε
να σηκώσει ξανά το πιστόλι του αλλά ήμουν αρκετά γρήγορος για να τον φτάσω. Του
άρπαξα το χέρι κλωτσώντας τον ταυτόχρονα, ο γέρος σωριάστηκε ουρλιάζοντας.
Γύρισα προς τον
Γκας με το πιστόλι του γέρου στα χέρια μου.
«Δώσμου έναν λόγο
να μη σε πυροβολήσω», του είπα.
«Επειδή θα σε
πληρώσω», ψιθύρισε.
«100», είπε η
Σόνια.
«Εντάξει», έκανε ο
Γκας.
«Αύριο να τα
έχεις», τον ειδοποίησα.
«Μεθαύριο»,
πρότεινε.
«Αύριο», είπε η
Σόνια.
«Εντάξει»,
παραιτήθηκε ο Γκας.
Η Σόνια σηκώθηκε
κρατώντας, κανονικά τώρα, το μικροκαμωμένο πιστόλι της.
«Πήγαινε κοντά στο
γέρο», τον διέταξε.
«Δηλαδή...» έκανε
μπερδεμένος ο Γκας.
Η Σόνια απλώς
κούνησε το πιστόλι της κι ο Γκας βιάστηκε να υπακούσει. Μετά εκείνη έβγαλε το
κινητό της και τους φωτογράφησε δίπλα-δίπλα.
«Σε περίπτωση που
πας να κάνεις καμιά μαλακία, θα τη δώσω στους μπάτσους», του εξήγησε.
«Μη μπλέκεις τους
μπάτσους», σκοτείνιασε ο Γκας.
«Φέρε τα λεφτά
αύριο και όλα θα πάνε καλά», του είπα.
Μετά βιάστηκα ν΄
ακολουθήσω τη Σόνια που πισωπατούσε προς την εξώπορτα. Βγήκαμε έξω και
προσπαθήσαμε να περπατήσουμε ψύχραιμα –το καταφέραμε για καμιά δεκαριά μέτρα
πριν αρχίσουμε να τρέχουμε.
Μονάχα όταν το
αυτοκίνητο βρισκόταν 2-3 χιλιόμετρα μακρύτερα από το σπίτι του Γκας νιώσαμε πιο
ήρεμοι, τότε άρχισα να οδηγώ πάλι στρωτά.
«Αυτός λοιπόν
σκότωσε τη Φωτίου;» ρώτησε η Σόνια.
«Δεν ξέρω», είπα.
«Μπορεί να την έφαγε μαζί με τον Αλεξιάδη... Το θέμα είναι οτι πλέον δεν
υπάρχει ο ένοχος για τη δολοφονία της Φωτίου, άρα, την έχω άσχημα...»
«Ενώ αν υπήρχε θα
παραδεχόταν την ενοχή του και θα καθάριζες», γέλασε η Σόνια.
«Θα ήταν κάποια
πιθανότητα...» μουρμούρισα.
«Μη γίνεσαι
ηλίθιος», έκανε απαξιωτικά η Σόνια.
«Πάντα ήμουν»,
παραδέχτηκα.
«Εντάξει –αυτό
διορθώνεται», είπε η Σόνια. «Πρέπει να φροντίσουμε να βγάλεις καινούργιο
διαβατήριο, οι μπάτσοι μάλλον θα σε ψάχνουν».
«Υποθέτεις δηλαδή
οτι ο Γκας δεν θα μας μπλοκάρει;» ρώτησα.
«Γιατί να το κάνει;
Αν φύγουμε θα του μείνει η κασέτα, αν μας πιάσουν θα μπλέξει», απάντησε η
Σόνια.
«Επειδή ίσως ο Γκας
είναι αρκετά αρχίδι και δεν του αρέσει να του τη φέρνουν», πρότεινα.
«Εντάξει –κάθε
δουλειά έχει τα ρίσκα της», παραδέχτηκε η Σόνια.
Δεν είπα τίποτα,
απλώς κοίταξα τον δρόμο που ανοιγόταν μπροστά μας και δεν με ενθουσίασε αυτό
που είδα.
«Πού πάμε τώρα;» τη
ρώτησα.
«Έχω ένα φίλο που
ασχολείται με διαβατήρια, λέω να τον προτιμήσουμε από τους δικούς σου
γνωστούς», είπε.
«Εντάξει»,
συμφώνησα. «Πες μου που να πάω».
«Μη βιάζεσαι»,
χαμογέλασε. «Πρώτα θα κάνουμε μια στάση στο κέντρο –στην αγορά».
«Γιατί;» απόρησα.
«Επειδή, ρε βλάκα,
μου χρωστάς μια καινούργια τσάντα», απάντησε η Σόνια.
«Δηλαδή τώρα θα
πάμε να ψωνίσουμε καινούργια τσάντα», διαπίστωσα. «Μήπως είμαστε λίγο τσίρκο;»
«Πολύ τσίρκο»,
ξεκαρδίστηκε η Σόνια.
Τότε αποφάσισα οτι
η Σόνια ήταν η γυναίκα της ζωής μου ή η γυναίκα που θα μου έπαιρνε τη ζωή –το
ίδιο πράγμα είναι αυτά τα δύο. Οδήγησα προς την αγορά χωρίς να με νοιάζει
τίποτα περισσότερο.
9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Πόσο μα πόσο γαμάτη είναι η τελευταία πρόταση ρε μαν?
Το κείμενο γαμεί κ η ροή του είναι στακάτη κ στιβαρή.
Μπράβο, δώσε πόνο!
Απλά πράγματα νομίζω... Ευχαριστώ πολύ ρε.
Big Sleep ε; χεχε
Τελικά τα νουαράκια πολύ μου αρέσουν!
πω πω διαβασα 3 συνεχειες στη σειρα! μου φυγαν τα ματια! αλλα πολυ καλο...
Κάθε νουάρ που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να αποδίδει έναν φόρο τιμής στο πάνθεο νομίζω.
Άσωτε, χαίρομαι που σου άρεσε γιατί έχω χάσει λίγο επαφή (δεν είχα και πολλά σχόλια) και δεν ήξερα αν διαβάζεται αυτό το πράγμα.
Πολυ καλο! Μια χαρα παει η πλοκη, μη σε νοιαζει.
ΥΓ: "Δωσε πονο" !! Ποσα χρονια εχω ν´ακουσω αυτη την ατακα...
Ευχαριστώ φίλε.
Υ.Γ.: Χαχαχα -εγώ να δεις!
sex kai sfaires kai ap ola, mia xara! on to the next one now!
Ε, με έχει σημαδέψει το πρώτο βίπερ που μετάφρασα το "Σεξ και βία στο Ιράκ", γι΄αυτό... χεχεχε
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!