Προηγουμένα:
1. Ο τελευταίος κροκόδειλος του πλανήτη
2. Τιλτ
3. Ο σκλάβος της Κυριακής
4. Λίγος, πολύ λίγος
5. Με τον διακόπτη στη ρεζέρβα
6. Το ιγκουάνα που μάσαγε τριαντάφυλλα
7. "Κράτα το χέρι μου και θα είσαι για πάντα καταραμένος"
8. Εξόριστος από τη Μητρόπολη
9. Πενταροδεκάρες για τους αμαρτωλούς
10. Κόκκινα σημάδια, άσπρο φόντο
11. Πρίγκιπες από πλαστελίνη
Κάνει ψωφόκρυο, τα Χριστούγεννα δεν θ΄αργήσουν να πλακώσουν, οπότε δεν έχω καμιά όρεξη να βγάλω τα γάντια της μηχανής. Σκύβω κι αγωνίζομαι να κουμπώσω το πέταλο στην πίσω ρόδα, νιώθω λίγο αστροναύτης μακριά από τον σταθμό Κανάβεραλ. Παρέες με προσπερνάνε γελώντας, ελπίζω όχι μαζί μου. Κατουριέμαι κιόλας –τι σου λέει αυτό;
Είμαι εδώ επειδή δεν θα μπορούσα να βρίσκομαι πουθενά αλλού τέτοια μέρα. Στριμώχνω τη μηχανή κολλητά στον τσιμεντένιο τοίχο του Σπόρτινγκ γιατί σε λίγο θα αρχίσει η συναυλία της καταπληκτικής Siouxsie Sioux, μαζί της και οι απίθανοι Banshees, αυτό είναι εξίσου σημαντικό με τη ζωή μου όπως καταλαβαίνεις. Δηλαδή, άσχετα που τη ζωή και το μέλλον μου τα έχω λίγο ως πολύ για τον πούτσο, αυτή η συναυλία είναι πολύ σημαντική –εντάξει;
Παρακάτω διακρίνω γνωστά άτομα, από αυτούς που συναντάω σε κάθε συναυλία, λέμε δυο κουβέντες και ξεχνιόμαστε μέχρι την επόμενη φορά. «Κι εσύ εδώ;» «Γινότανε να λείπω;» «Έμαθες τι θα παίξουν;» «Λίγα καινούργια, πολλά από τα παλιά» «Μακάρι, επειδή φόλα ο νέος δίσκος» «Ε, όχι και φόλα!» «Όχι και φόλα αλλά ντίσκο!» «Ε όχι και ντίσκο!» «Έλα ρε μαλάκα πάμε μέσα –ξεπαγιάσαμε δυο ώρες τώρα!» Κι απομένω μόνος, όπως ακριβώς γουστάρω σε τέτοιες καταστάσεις.
Καβαλάω το κάγκελο, πηδάω στον αγωνιστικό χώρο, οι τριγύρω δυσανασχετούν αλλά δε με νοιάζει, εγώ θα πάω μπροστά. Με το ζόρι προλαβαίνω, σβήνουν τα φώτα, σταματάνε τις μουσικές, από το χειροκρότημα καταλαβαίνω ότι βγήκαν στη σκηνή. Μια παρέα ντυμένη σαν κλόουν, ψιλά καπέλα, φαρδιά σακάκια με σκίσιμο, τεράστια παπούτσια, ακορντεόν, τρομπέτα, κιθάρα παιδική, τύμπανο, ξεκινάνε κανονική παρέλαση.
«Μπουσουλώντας στις πίσω σκάλες/ ξεγλιστρώντας από σκοτεινά κελιά/ Άμορφοι σωριαζόμαστε σε αμαξάκια/ έκπληκτα μάτια ξεφυτρώνουν από τις τρύπες/ Εκείνη είναι πανούργα/ θα σου κάνει ότι θελήσεις/ θα παίξει την πεθαμένη ή την γλυκά παραδομένη/ θα σου σκάσει το μαστίγιο με παγωμένη φάτσα, ακριβώς την ώρα που πρέπει».
«Κούκου ρε μαλάκες!» τσιρίζει ένας δερμάτινος γορίλας δίπλα μου. «Κούκου!»
Και οι μαλάκες χορεύουμε, φιγούρες ξέφτιλες στα τσακίσματα του ακορντεόν, δε μας νοιάζει τίποτα, δεν έχουμε ανάγκη κανέναν πούστη –η Σούζι κάνει κουμάντο απόψε –άσε μας να το γλεντήσουμε πριν λιώσουν τα μυαλά μας και χυθούν 9 με 5.
Το τραγούδι τελειώνει, οι Μπανσίζ αποχωρούν, πριν το πάρουμε είδηση ξαναβγαίνουν και είναι κανονικοί πλέον, η Σούζι Βασίλισσα-Πουτάνα, βγάζει τη γλώσσα στον κόσμο που ουρλιάζει, οι Μπανσίζ νεκροζώντανοι, κάτασπροι.
«Από τους άξονες βγαίνει μια ελκυστική φωνή/ σε συνεπαίρνει/ δεν έχεις άλλη επιλογή/ Ακούς το γέλιο/ να θρυμματίζεται στους τοίχους/ σε συνεπαίρνει/ δεν έχεις άλλη επιλογή/ δεν έχεις άλλη επιλογή!» Κατάλαβες;
Μια κοπέλα με αγκαλιάζει χορεύοντας, την τραβάω κοντά μου, τη σφίγγω.
«Άλεξ!» πανηγυρίζω.
Μετά κοιταζόμαστε.
«Συγνώμη, λάθος», λέω.
Απομακρύνομαι -πως τα μπέρδεψα; Η Άλεξ φοράει άρωμα μάρκας απώλεια νούμερο 5, αποπνέει ανεκπλήρωτους πόθους, αυτή εκεί είναι … μη σου πω τι είναι. Σπρώχνω τα παιδιά που λυσσάνε, πιάνω τοίχο, στραπατσαρισμένο πακέτο, τα καταφέρνω να ανάψω τσιγάρο με τα πολλά. Είμαι εδώ πέρα στριμωγμένος κι απέξω το ίδιο δηλαδή –είμαι πολύ μεγάλος για να γυρίσω πίσω και πολύ μικρός για να διστάσω, διακρίνω τη Σούζι μέσα από ψηλόλιγνους καπνούς, αυτή τι θα έκανε σε ανάλογη περίπτωση; Γελάω στραβά, τι σκέφτηκα πάλι ο πούστης; Δεν υπάρχει ανάλογη περίπτωση, υπάρχουν μόνο παράλογες δικαιολογίες, όλες οι δικαιολογίες είναι παράλογες άλλωστε. Σημαδεύω τη σκηνή με τη γόπα του τσιγάρου μου, αποτυγχάνω ως συνήθως, κάτι πάνκηδες κουτρουβαλάνε παρασύροντάς με, βρισκόμαστε στα γόνατα, τινάζομαι να ξανασηκωθώ, ένας μαλάκας στρογγυλοκάθισε στο σβέρκο μου –και τώρα; Από πού φεύγουν μαλάκα μου; Θα γέλαγα αν δεν έπεφτα.
Δεν κατάλαβα πως άναψαν τα φώτα όταν τέλειωσε η συναυλία, ο κόσμος βιάζεται να φύγει επειδή πάντα ο κόσμος βιάζεται να φύγει κι εγώ περιμένω. Τι; Κάτι. Μια ομορφούλα σταματάει πάνω μου, σκύβει.
«Είσαι καλά; Έχεις αίματα», ανησυχεί.
«Και λοιπόν; Όλοι έχουμε. Κι όλοι είμαστε», απαντάω.
Με κοιτάζει ακόμα.
«Μέσα στα αίματα εννοώ. Όλοι είμαστε».
Σηκώνομαι γιατί βαρέθηκα να κάνω το αξιοθέατο, περπατάω κάπως στραβά, το γόνατό μου τσούζει. Έχω σκίσει παντελόνι –έσκισες πάλι δικέ μου!
Οδηγώ τη μηχανή κυρίως με το υπόλοιπο σώμα, τα χέρια τα έχω για λόγους συμμετρίας. Την αναγκάζω να περάσει από εκεί που πρωτοείδαμε την Άλεξ, κόβω ταχύτητα, ανεβαίνω στο πεζοδρόμιο –νάτες οι ροδιές από το Ζ του καργιόλη, αυτό μόνο έμεινε. Εμείς, τίποτα. Περαστικοί.
Ξαναβγαίνω στη Λεωφόρο κι έχω μια μεταλλική γεύση ανάμεσα στα δόντια, μαζί με τη διάθεση να τελειώνω, να ξεμπερδεύω. Οδηγώ γρήγορα, έτσι που ούτε το σάλιο μου δεν μπορώ να φτύσω, σκύβω στον κόντρα αέρα, μακάρι να είχα πανιά και να ήμουνα στη θάλασσα, εκεί τουλάχιστον τις κινήσεις μου θα τις καθυστερούσε η μοίρα. Δε μου παίρνει πάνω από 10 λεπτά να φτάσω έξω από το σπίτι της. Σηκώνω το κεφάλι, αναμμένο το φως στην κολώνα της ΔΕΗ αλλά οι σκνίπες δεν υπάρχουν πια, έχουμε μόνιμο χειμώνα. Πλέον. Φουριόζος στο κουδούνι της, θέλω να τους βρω εκεί μέσα και τους δυο τους, να ξεμπερδεύω και με τους δυο τους, να ξεμπερδεύω με όλους τους –γιατί; Επειδή δεν αντέχω άλλο σ΄αυτή την κωλόπολη, βαρέθηκα να κολυμπάω στη γυάλα και να κάνω πάρτι κάθε φορά που πετυχαίνω πλαστικές θαλάσσιες ανεμώνες –βαρέθηκα, κατάλαβες; Να κλείσω πίσω μου ότι πόρτα, να τελειώνω με όλους μπας και φύγω από εδώ πέρα, μπας και φιλοτιμηθούν να με κλωτσήσουν μακριά. Η εξώπορτα ανοίγει χωρίς να ρωτήσει ποιος είμαι.
Με περιμένει στη μισάνοιχτη πόρτα της, απορία στην αρχή, χαμόγελο μετά –ωραίο χαμόγελο, απ΄αυτά που σε κάνουν να ξεχάσεις το μυαλό σου.
«Καλησπέρα Φανή. Μήπως ενοχλώ;» ρωτάω.
«Έλα μέσα», λέει και μετά, γυρίζοντας την πλάτη, «σε περίμενα».
«Τι εννοείς;» αναρωτιέμαι φωναχτά.
«Ότι μου χρωστάς κάποιες εξηγήσεις, έτσι το καταλαβαίνω. Από εκείνο το βράδυ χάθηκες …»
«Ενώ εσύ; Έψαχνες να με βρεις;»
Κάθομαι σε έναν ανοιχτό καναπέ-κρεβάτι, κάθεται δίπλα μου.
«Θα αρχίσουμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο;» με ρωτάει.
«Όχι, εντάξει. Μαλακία μου».
Με αγκαλιάζει, φοράει ένα άρωμα ουδέτερο, νιώθω κανονικά. Αλλά θυμάμαι το φιάσκο με τη Δηιτέτοια και μαγκώνω κάπως, θυμάμαι το πρόσωπό της στο κρεβάτι μου να ξημερώνει με το ζόρι τη μέρα, θυμάμαι πόσο κρύα ήταν η καρέκλα όσο την περίμενα να ξυπνήσει, πόσο δύσκολο ήταν να την ξεφορτωθώ. Όχι ότι η κοπέλα ήταν τίποτα κολλιτσίδα. Αλλά εγώ που να το ξέρω; Μισόγυμνος στην καρέκλα, κρύο, μεταμέλεια, σιχαμάρα. Που να το ξέρω; Θυμάμαι ότι παρακάλαγα να χτυπήσει το κουδούνι, να εμφανιστεί η Χρύσα, η Άλεξ, ο Χελρέιζερ ή ο Φρέντι Κρούγκερ –αλλά κανένας δεν ήρθε κι εκείνη ξύπνησε όταν εγώ δεν κοίταζα, τρόμαξα όταν με πλησίασε, την έσπρωξα πέρα σαστισμένος κι από εκείνη τη στιγμή όλα πήγαν σκατά. Επειδή η κοπέλα πήρε όση αξιοπρέπεια υπήρχε κι έφυγε, αφήνοντάς με σκισμένο ρούχο, ξεχασμένο στα μανταλάκια. Ανοίγω τα μάτια να φύγει η εικόνα, τα ξανακλείνω και γεύομαι την ξεφτίλα.
«Τι έχεις; Μα εσύ δεν είσαι καλά! Τι έχεις;» τσιρίζει η Φανή.
Μετά τρέχει στο μπάνιο, φέρνει μπαμπάκια, ιώδιο και χανζαπλάστ, σηκώνω το χέρι να την εμποδίσω… Μαλακίες, δε βγαίνει άκρη. Καθαρίζει κάτι πληγές επιφανείας, κλαίγοντας. Δε βγαίνει άκρη.
Την αγκαλιάζω, τη φέρνω με το ζόρι να καθίσει δίπλα μου.
«Άστο ρε μωρό, δεν είναι τίποτα», ψιθυρίζω. Τη σφίγγω πάνω μου, αυτό είναι καλύτερο από το ιώδιο και δε σε χρωματίζει κιόλας. Εξωτερικά τουλάχιστον, φανερά.
«Μου ‘λειψες», λέει.
Δεν έχω κάτι να πω. Ή μάλλον έχω. Το χειρότερο.
«Ο Νίκος;» ρωτάω.
Παγώνει κάπως, αλλά δεν τραβιέται.
«Εδώ ήταν πριν καμιά ώρα …»
«Και;»
«Ε, αυτά …»
«Δηλαδή;»
Τώρα σφίγγεται, τραβιέται αλλά μένει ακόμα μέσα στην αγκαλιά μου. Για να μη βλέπω τα μάτια της –έτσι σκέφτομαι.
«Δεν είναι εύκολο για κείνον … Δεν το παίρνει απόφαση … Προσπαθώ …»
Σταματάει. Περιμένω.
«Συνέχισε», λέω μετά.
«Λέει να το ξανασκεφτούμε, να ξαναπροσπαθήσουμε …»
«Του έχεις πει για μας;»
«Ναι», ψιθυρίζει.
Λέει ψέματα και το ξέρω.
«Και τι είπε γι΄αυτό;»
«Δεν τον νοιάζει … Ήθελε να το κάνουμε μια τελευταία φορά …»
«Πότε; Τώρα;»
«Ναι».
«Και τι έγινε;»
«Τίποτα».
«Τίποτα;»
«Τίποτα. Τον άφησα να … τέλος πάντων, με φίλαγε και με χάιδευε και παρακαλούσε… Τον άφησα να τελειώσει στην κοιλιά μου … Και μετά έφυγε…»
Πετάγομαι πίσω απότομα. Δεν ξέρω αν νιώθω μόνο σιχασιά. Θυμό – κι αυτό το νιώθω σίγουρα. Ο γελοίος μαλάκας, ο καβλωμένος ηλίθιος, τον βλέπω να χύνει στο κοριτσάκι μου και θέλω να του σπάσω τα μούτρα, να ποδοπατήσω την αποβλακωμένη χίπικη φάτσα του. Οι άντρες κερδίζουν την ηδονή τους μέσα από την ικανοποίηση της γυναίκας, τι σόι ζώα φτιάχνονται από μόνα τους όταν η άλλη δε συμμετέχει; Η μεταλλική γεύση μπουκώνει πάλι το στόμα μου, δεν μπορώ να φτύσω, έχω μονίμως κόντρα τον άνεμο ρε γαμώτο!
«Σε πείραξε αυτό που σου είπα;» ρωτάει.
«Όχι», λέω. «Αν δε σε πειράζει εσένα, δε μου πέφτει λόγος».
Μαζεύεται.
«Όχι, δε με πείραξε πολύ. Απλά τον λυπήθηκα όταν τον είδα τόσο χάλια …»
Μαλακία λόγω οίκτου –το ακούσαμε κι αυτό! Και τότε τρώω φλας κανονικό –η γκόμενα με παίζει! Και τον Νίκο τον παίζει, όλοι μας χορεύουμε δεμένοι από τον πούτσο κι εκείνη γουστάρει. Το γουστάρει!
«Καλά έκανες λοιπόν», λέω στο τέλος. «Και να σου πω κάτι; Δεν είναι ανάγκη να πάρεις βιαστικές αποφάσεις. Εννοώ, αντέξαμε τόσο καιρό στο παράνομο… Άστον να το χωνέψει, μην του το κόβεις απότομα… Δεν είναι κακό να διατηρήσετε κάποιες σχέσεις, που ξέρεις; Μπορεί στο τέλος να γίνετε φίλοι!»
Με κοιτάζει όσο ψάχνω για τσιγάρο, θέλω να τις χάψει αυτές τις μαλακίες και τις χάφτει στο τέλος. Όχι επειδή τις είπα με ωραίο τρόπο, αλλά επειδή κι εκείνη γουστάρει. Γουστάρει να πιαστεί στην παγίδα, γουστάρει να μη χάσει ούτε μισή καβάντζα. Χαμογελάω και τη φιλάω –τι όμορφοι που είμαστε, πόσο πολιτισμένοι!
Όμως δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο τη φάρσα, μια κούραση που ήτανε παρατημένη στους τοίχους του Σπόρτινγκ μάλλον, αυτή η κούραση πρέπει να κόλλησε σαν τσίχλα στα παπούτσια μου, τώρα ανέβηκε από τα γόνατα στα πλευρά μου –όπου νάναι θα με ρίξει κάτω. Ξαπλώνω πίσω στον καναπέ-κρεβάτι.
«Είμαι ψόφιος», λέω. «Μπορώ να κοιμηθώ εδώ;»
«Τι ρωτάς τώρα;» πετάγεται χαρούμενη.
Δεν έχω κουράγιο ούτε τα ρούχα μου να βγάλω, με σκεπάζει με κουβέρτα και στριμώχνεται δίπλα μου.
«Έρχονται Χριστούγεννα», λέει απαλά.
«Ναι έτσι άκουσα», σχολιάζω ανόρεχτα.
«Τι δώρο θέλεις για τα Χριστούγεννα;»
Μαλακίες.
«Εσένα γυμνή», μουρμουρίζω.
«Μα είναι δώρο αυτό;» χαχανίζει.
«Μια χαρά δώρο! Ειδικά αν φορέσεις και μια κόκκινη κορδέλα…»
«Έγινε!» ψιθυρίζει και μάλλον με φιλάει, αλλά έχω ήδη αποκοιμηθεί.
Μπορεί και όλα αυτά να έγιναν σε κάποιο συνηθισμένο όνειρο.
Το πρωί εκείνη έλειπε κι εγώ τουρτούριζα. Φόρεσα το μπουφάν και τις κάλτσες μου, ευτυχώς βρήκα τα σύνεργα του καφέ στην κουζίνα, μετά έψαξα δίπλα σ΄ένα ξεχαρβαλωμένο κασετόφωνο. Ειρηνιστές του συρμού, ψυχεδελικοί του κώλου και κάποιοι περαστικοί Αφρικάνοι –δώρα του Νικολάκη εμφανώς. Σκαλίζοντας έπεσα πάνω σε μια κασέτα που της είχα γράψει εγώ, θυμήθηκα ότι είχα παραχώσει ένα σημειωματάκι στη θήκη που έκανε κάτι κρυόκωλα λογοπαίγνια με τους τίτλους των τραγουδιών και όλα κατέληγαν στο πόσο πολύ την αγαπούσα –μου ήρθε αναγούλα. Άνοιξα τη θήκη, η κασέτα γλίστρησε έξω, το σημειωματάκι έλειπε ευτυχώς. Πάτησα το play και άναψα τσιγάρο ν΄ακούσω για το πώς πέθανε ο Τζόνυ.
«Ο Τζόνυ βγήκε έξω το Σαββατόβραδο/ ποτέ του δεν είχε πειράξει κανέναν/ ποτέ του δεν είχε ξεκινήσει φασαρία στο μπαρ/ ποτέ του δεν είχε κάνει κακό σε κανέναν/ κανέναν δεν είχε πληγώσει/ ο Τζόνυ ήταν καλός άνθρωπος».
Ακούμπησα στον τοίχο και κάπνισα ξεπλένοντας το στόμα μου με καυτό καφέ, ένα πολυφορεμένο παπούτσι το ένιωθα το στόμα μου κι ο καφές δεν διόρθωσε την κατάσταση.
«Στο διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου/ στη μέση της νύχτας/ ένας άντρας με ντουφέκι/ κι ο Τζόνυ στην ακτίνα βολής του/ κι εγώ λέω ‘όχι, όχι, δεν μπορούμε/ ν΄αφήσουμε τέτοια πράγματα να συμβαίνουν εδώ πέρα/ όχι πια’/ Όχι, Όχι/ Τζόνυ, Τζόνυ».
Πόνεσε το κεφάλι μου, ήξερα ότι δεν πρέπει ποτέ να καπνίζεις με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο, το είχα διαβάσει αυτό –ήξερα.
«Ένας μόνο πυροβολισμός ακούγεται/ στη νύχτα του Μπέλφαστ/ κι εγώ λέω ‘Όχι, Όχι/ ο Τζόνυ ήταν καλός άνθρωπος!’»
Καλάθια και πανέρια, αν δεν την κάνω αμέσως απ΄αυτό το σπίτι θα με βρούνε κρεμασμένο με το δάχτυλο στο ντουί της λάμπας!
Η παρέα είναι αραγμένη στο Ιγκλού κι εγώ μαζί, επειδή πρέπει να σκοτώσω χρόνο. Να αναβάλλω, οι μεταφράσεις πάνε κατά διαόλου, τα φράγκα τελειώνουν, η σχολή μοιάζει αιώνια και η αποφοίτηση άπιαστο όνειρο, να αναβάλλω τέτοιες σκέψεις.
«Παραμονή Χριστουγέννων, χαρτάκι κι έτσι …», λέει ο Ευθύμης.
«Έλα ρε; Που;»
«Σπίτι μου, άπλετοι εσωτερικοί χώροι, κρυφούς φωτισμοί, πράσινη τσόχα, εύκολο χρήμα …»
«Καλά, παραμονή Πρωτοχρονιάς δεν παίζει ο κόσμος χαρτιά;» ρωτάω.
«Ε μα, είδες που έχω δίκιο ότι είσαι χαζός; Παραμονή Πρωτοχρονιάς παίζουν οι άλλοι!» διαμαρτύρεται ο Ευθύμης.
«Κι εμείς γιατί θα παίξουμε παραμονή Χριστουγέννων;»
«Πρώτον, επειδή τότε θα έρθουν περισσότερες γκόμενες, Πρωτοχρονιά δεν θα μπορούν. Δεύτερον, επειδή παραμονή Χριστουγέννων θα λείπουν οι γέροι μου. Και τρίτον … γενικά», επιχειρηματολογεί αδιάσειστα ο Ευθύμης.
«Μέσα», δηλώνω.
«Κι εμείς», λένε Τάκης, Πέτρος.
«Τι θα κάνουμε απόψε;» ρωτάω.
«Τα συνηθισμένα», απαντάει ο Τάκης.
«Δηλαδή;»
«Τίποτα».
«Κάνουμε ένα έτσι από πλατεία να κόψουμε κίνηση;» προτείνει ο Πέτρος.
«Άστο καλύτερα. Στην πλατεία βρέχει σφαλιάρες το τελευταίο διάστημα», λέω.
«Μπάτσοι;»
«Χειρότερα».
Έτσι είναι. Περάσανε πρώτα μια σκούπα καλή οι μπασκίνες κι αφήσανε κάτι καραφλά να τρομοκρατούν τους επιζήσαντες. Ήδη μαθαίνω ότι ο κόσμος γυρνάει στις συνοικίες και οργανώνεται περιφερειακά. Κάπως έτσι.
«Ο Αρχηγός!» ουρλιάζει στο ξεκάρφωτο ο Ευθύμης και τινάζεται από την καρέκλα –ελατήριο.
Οι άλλοι δυο πετάγονται πίσω του, μένω να κοιτάζω, ένα τζιπ δημοπρασίας ρολάρει γύρω από την κεντρική πλατεία, μου παίρνει λίγο χρόνο μέχρι να συντονιστώ. Αλέξανδρος ο Μέγας, ο επιλεγόμενος και Αρχηγός από την εποχή που τα ρεμάλια πηγαίνανε γυμνάσιο. Το μεγαλύτερο άχτι του Τάκη, επειδή τύγχανε και πρώτος γκόμενος ο Αλέξης, ουρά κάνανε τα κοριτσάκια για να τον φιλήσουν στη γιορτή του. Ενώ τον Τάκη ούτε να τον κλάσουν. Μετά μπήκε σχολή Ικάρων ο Αλέξης –οι υπόλοιποι πήρανε ρεβάνς καθότι φοιτητές και ρέμπελοι όσο ο άλλος βάραγε γερμανικό νούμερο. Δηλαδή, έτσι πιστεύανε, έτσι θέλανε να ελπίζουν. Επειδή ο Αλέξης κονομημένος, με τζιπάκι δημοπρασίας μην τα ξαναλέμε, ρουχαλάκι ντρινκ μάι φορντ, άρτι αφιχθείς από ανύπαρκτους πολέμους και εικονικές αναχαιτίσεις σε καντράν στρατιωτικής τηλεόρασης … Κομπαρσιλίκι για μια ακόμα φορά οι δικοί μου, Αρχηγός μονίμως ο Αλέξης. Εγώ πάντως για κοντό και παπάρα τον είχα κόψει, καλό παιδί, αλλά κοντός. Και παπάρας.
Βλέπω τον Ευθύμη να διασχίζει τρέχοντας το δρόμο, κοντά στο τζιπ απογειώνεται, τραβάει μια ξεγυρισμένη τούμπα-βαρελάκι στο καπώ και χάνεται στην μέσα πλευρά, προχωράω ήδη πίσω από τους υπόλοιπους ενώ τα μαγαζιά έχουν αδειάσει κόσμο –«πάει! το σκότωσε το παιδί! ούτε να κοιτάξω δεν αντέχω! λιώμα θα το ΄χει κάνει!»
Στη θέση του συνοδηγού αραγμένος ο Ευθύμης, χαμογελαστός οδηγός ο Αλέξης όσο οι υπόλοιποι πηδάμε στα πίσω καθίσματα, Ντιουκς στο πιο μαυριδερό.
«Τι έγινε; Πως πάει Αρχηγέ; Πες μας τα δικά σου. Μίλησέ μας για τον εαυτό σου. Τι ετοιμάζεις αυτόν τον καιρό; Έχεις καινούργια τραγούδια, ετοιμάζεις κάποιο δίσκο, συναυλίες ίσως;» χαιρετάει ο Ευθύμης.
Ο Αλέξης μας κοιτάζει με χαμόγελο, στυλ «ο χαμένος γιός του φον Κλαούζεβιτς».
«Κύριοι! Μετά από μακρά περίοδο εκπαίδευσης και προσαρμογής στα νέα όπλα είμαι και πάλι μαζί σας –πιο έτοιμος από ποτέ! Και σας προειδοποιώ: η κυνηγετική περίοδος ΤΩΡΑ ΑΡΧΙΖΕΙ!»
Οι κανίβαλοι αλαλάζουν όσο το τζιπάκι ξεκινάει, ο Ευθύμης το παλεύει να κάνει μονόζυγο με τη μεσαία μπάρα, εκεί που πιάνει η κουκούλα όταν το τζιπάκι δεν είναι ξεσκέπαστο (καλή ώρα), ο Πέτρος τον σπρώχνει, «κάτσε κάτω ρε μαλάκα», με αποτέλεσμα να κρεμαστεί μισός έξω ο Ευθύμης –ο Αλέξης οδηγεί σοβαρός σαν ταξίαρχος.
«Τι έγινε με τις άλλες;» ρωτάω τον Τάκη.
«Όλα καλά», απαντάει.
«Τουτέστιν;»
«Ο Πέτρος την πήδηξε τη Νίκη και τώρα της κρύβεται επειδή δε γουστάρει άλλο».
«Πες μου γι΄αυτό», γελάω τρανταχτά.
«Κι εσύ τα ίδια ε;»
«Δε λες τίποτα!»
«Το μπάζο;»
«Θεωρία Τουρκάλας!» δικαιολογούμαι.
«Σωστός!» αποδέχεται ο Τάκης το ατράνταχτο.
«Εσύ;»
«Στα σύννεφα δικέ μου!»
«Με την Ηρώ;»
«Ναι ρε!»
«Τόσο καλή;»
«Δεν φαντάζεσαι!»
«Και ούτε θέλω!»
«Καθότι κρυφή αδερφή».
«Μέσα είσαι».
Σωπαίνουμε για λίγο. Ξέρω ότι ο Τάκης ερωτεύεται αβυσσαλέα όποια γκόμενα πηδήξει, μόνο έτσι λειτουργεί αυτός –σικέ έρωτας, παραμύθι κατά παραγγελία. Το θέμα είναι ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τη συγκεκριμένη μαλακισμένη θα τη φάμε στη μάπα για καιρό. Κακό αυτό.
«Τι λέτε εσείς;» διατάζει ο Αρχηγός.
«Τα πατερημά μας –τι άλλο;» κάνει ο Τάκης.
«Για συγκεντρωθείτε! Σε λίγο θα εισέλθουμε στο πεδίο μάχης, να είστε έτοιμοι για λοκάρισμα στόχου!»
Κοιταζόμαστε με τον Τάκη –κουνάμε τα κεφάλια. Ο Πέτρος σχηματίζει με τα χείλη «τι μαλάκας!» και μετά λέει φωναχτά, «διατάξτε Αρχηγέ μου!»
Ο Ευθύμης μπροστά έχει δώσει ρέστα, ουρλιάζει, τσιρίζει, χαιρετάει, βρίζει –πάω στοίχημα ότι αν πετύχουμε τίποτα γκόμενες θα τους μιλάει σαν αναμεταδότης της Ντόιτσε Βέλε.
«Στόχος, τρία κλικ αριστερά!» πανηγυρίζει ο Αρχηγός.
Είμαστε έτοιμοι, μας έχει ψήσει το σκηνικό, άσε που το Φιατάκι με τις κοπέλες φαίνεται αξιοπρεπέστατο. Πλευρίζουμε σιγά από αριστερά, τις ακολουθούμε όσο αφήνουν τη λεωφόρο για να μπουν στον παράδρομο δίπλα στην παραλία. Μας βλέπουν, χαμογελάμε, μας γράφουν κανονικά.
«Κορίτσια, μήπως μπορείτε να μας πάρετε μαζί σας;» φωνάζει ο Τάκης.
«Γιατί;» ρωτάει μια καστανή από το παράθυρο του συνοδηγού.
«Τι γιατί; Δε μας λυπάστε να κάνουμε όλο το δρόμο με τα πόδια;» πετάω στο άσχετο.
Οι δικοί μου με κοιτάζουν. Οι κοπέλες κοιτάζουν μια το τζιπάκι και μια τους μαλάκες.
«Αναφορά εδάφους», στραβώνει το στόμα ο Αλέξης προς τη μεριά του Ευθύμη.
«Επικλινές», στραβώνει ανάλογα το στόμα αυτός.
«Βαθμός κλίσης;» στο ίδιο στυλ.
«5 με 8 τις εκατό».
Ο Αλέξης χαμογελάει γοητευτικά στις κοπέλες και μετά γυρίζει προς το μέρος μας.
«Κύριοι! Νομίζω πως ήρθε η ώρα για …»
«ΕΓΚΑΤΑΛΗΨΗ ΟΧΗΜΑΤΟΣ!!» ουρλιάζει ο Ευθύμης και την επόμενη στιγμή βρισκόμαστε όλοι έξω από το τζιπάκι, τρεκλίζοντας μέχρι να ισορροπήσουμε στην άσφαλτο, τρέχοντας δίπλα στο όχημα όσο αυτό συνεχίζει να τσουλάει με νεκρά. Οι κοπέλες ξαφνιάζονται.
«Δεν σας το είπε ο φίλος μου ότι είμαστε με τα πόδια;» λέει ο Πέτρος που είναι πιο κοντά στο παράθυρό τους.
Οι κοπέλες αυτομάτως ανεβάζουν τζάμια και το Φιατάκι εξαφανίζεται πανικόβλητο. Κόβουμε λίγο το τροχάδην.
«Οδηγέ, άμεση ανάκτηση ελέγχου οχήματος!» διατάζει τον εαυτό του ο Αλέξης και ρίχνει ένα ξεγυρισμένο σπριντ επειδή το τζιπάκι πάει πλέον καρφί στα παρτέρια.
Τρέχουμε πίσω του, ανεβαίνουμε στο αυτοκίνητο, μετριόμαστε λαχανιασμένοι –όλοι μέσα.
«Φύγαμε!»
«Που να πάμε ρε; Μας έφτυσαν οι κυρίες».
«Μάλλον τις τρομάξαμε λίγο».
«Ναι. Λίγο».
Το τζιπάκι συνεχίζει στην παραλιακή όσο ο Ευθύμης τραγουδάει «το ψάξιμο ποτέ δεν σταματάαααα!!» με τη γαϊδουροφωνάρα του. Μακάρι να είχα κουράγιο να τον πιστέψω.
«Κρεμάλα η σημερινή αναζήτηση γκόμενας», παρατηρεί ο Πέτρος.
«Τι περίμενες δηλαδή με Αλέξη και Ευθύμη;» αναρωτιέμαι.
«Τέρενς Χιλ, Μπαντ Σπένσερ», διαπιστώνει.
«Με λένε Τρινιτά και βαράω δυνατά!» επικροτώ.
«Ενώ εμείς;» γελάει.
«Μεγάλοι εραστές, ακαταμάχητο βλέμμα –οι άντρες της πίσω πόρτας».
«Της ποιας;»
«Το τραγούδι το λέει».
«Τι λέει δηλαδή;»
«Ξέρεις/ είμαι ο άντρας της πίσω πόρτας…»
«Ε και;»
«Μπορεί να μην το ξέρεις/ αλλά τα κοριτσάκια καταλαβαίνουν».
«Έλα ρε!»
« Όπως στα λέω!»
«Τι του λες του μαλάκα;» έρχεται κοντά μας ο Τάκης.
«Για την πίσω πόρτα», πληροφορώ.
«Καλή είναι αν έχει ήδη φτιαχτεί η γυναίκα από μπροστά!» βεβαιώνει ο Τάκης.
«Α μάλιστα!» λέει ο Πέτρος.
Συνεννοούμαστε.
Κάνει τώρα ένα ψιλόβροχο σκέτο υγρό χιόνι. Κουμπώνω το φερμουάρ του στρατιωτικού τζάκετ, ετοιμάζομαι να τουρτουρίσω. Κοιτάζω το ρολόι στο φαρμακείο απέναντι από την πλατεία, έχω δυο ώρες μέχρι να πάω στο σπίτι του Ευθύμη για το μεγάλο χαρτοπαίγνιο. Κόβω βόλτες, φτάνω μέχρι Σόλωνος, χαζεύω πλαστικό γκι στις βιτρίνες, σκονισμένες κόκκινες μπάλες και σαφρακιασμένα αγγελάκια –χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Τι τους έχει πιάσει; Είναι Χριστούγεννα γαμώτο –γιατί πρέπει να φέρονται τόσο απάνθρωπα; Γεμίζεις τις βιτρίνες ξέφτιλα στολίδια, δεν σου περνάει από το μυαλό ότι αυτός που θα τα δει δεν έχει σπίτι; Δεν έχει συγγενείς, δεν είναι καλεσμένος σε καμιά γιορτή, περπατάει για να μην κοκαλώσει από το κρύο κι έχει και τα μπιχλιμπίδια σας να υπενθυμίζουν τη μαυρίλα του! Καργιόληδες απάνθρωποι –να σπάσω τις βιτρίνες σας, να κατουρήσω τα στολίδια σας, μπας και χαμογελάσουν επιτέλους οι απόκληροι.
Κοιτάζω το ρολόι έξω από την τράπεζα –όπου νάναι θα ‘ρθει. Βιάζομαι να γυρίσω στο σημείο του ραντεβού. Και το ψιλόβροχο αιωρείται δυο πόντους μπροστά από τη μύτη μου, θα έτριβα τα χέρια μου για να ζεσταθούν αν είχα το κουράγιο να τα βγάλω από τις τσέπες μου.
Πρώτα βλέπω το κασκόλ της να ανεμίζει κάτω από το κράνος καθώς η σαυροειδής Χάρλεϊ Ντάβιντσον Γκατζίβα τσουλάει βιαστικά γύρω από την πλατεία. Κάτι σκυλιά την παίρνουν χαμπάρι αλλά βαριούνται να τη γαβγίσουν. Η υπόλοιπη πλατεία είναι άδεια, άψυχη, όμως δεν ψήνομαι. Υπάρχει κάτι στην πλατεία, ένας κίνδυνος βουβός –δεν πρόκειται να ησυχάσω όσο βρίσκομαι εδώ. Παρκάρει τη μηχανή της δίπλα στη δικιά μου, βγάζει το κράνος τινάζει τα μαλλιά σε στυλ «πολύ γκόμενα». Και είναι. Με τα γυαλιστέρα ράστα μαλλιά, τα χείλη βαμμένα αιματένια, λίγη σκιά κάτω από τα μάτια, στενή μπλούζα κάτω από βαρβάτο παλτό. Θυμάμαι τώρα γιατί την ερωτεύτηκα και δεν φαίνεται δύσκολο να το ξαναπάθω. Να την πάρω μακριά απ΄αυτή την ποντικοπαγίδα, να την έχω δίπλα μου, «μάγκες, από δω η Φανή, το κορίτσι μου», «κάτσε Φανούλα, βάλε κάτι να πιεις όσο θα το στρώνουμε εμείς λιγάκι», «βαριέσαι αγάπη μου;» «όχι αγάπη μου –μ΄αρέσει να σε βλέπω να διασκεδάζεις». Ξεκαρδίζομαι. Έτσι λοιπόν θα είναι η ζωή με τη Φανή; Με ποια Φανή; Αυτή τη Φανή;
«Δεν άργησα!» λέει.
«Όχι, εγώ ήρθα νωρίτερα», την καθησυχάζω.
«Πολύ νωρίτερα;»
«Όχι πάρα πολύ. Την ώρα που είχαμε ραντεβού για την ακρίβεια».
«Άργησα μωρέ;»
«Γάμησέ το τώρα, δεν πειράζει».
Τη φιλάω.
«Που πάμε λοιπόν;» θέλει να μάθει.
Κοιτάζω τριγύρω. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Έχω σχεδιάσει, με τη γνωστή μου ασάφεια, το «τι» θέλω να κάνω, αλλά δεν έχω σκεφτεί το «που». Κοιτάζω τριγύρω.
«Εκεί», λέω τελικά.
«Που εκεί; Στο ξενοδοχείο;»
«Ναι».
«Σίγουρα;»
«Δικό μου δώρο δεν είσαι; Όπου θέλω σε ανοίγω», διαμαρτύρομαι.
Ξεκινάω για εκείνο το αισχρό ξενοδοχείο της πλατείας, ο Κάβουρας βρωμάει ήδη γατίσιο κρέας –απ΄αυτό που το πουλάνε για σουβλάκια. Με ακολουθεί απρόθυμα.
Ένας σκατόγερος στη ρεσεψιόν, ζητάω δωμάτιο «για λίγες ώρες». Πολύ λίγες και ούτε καν ώρες –το ξέρω καλά, όμως δεν του το λέω.
Ανεβαίνουμε στον τρίτο όροφο. Άσπροι τοίχοι, μια γυμνή λάμπα κρεμασμένη από το ταβάνι –εκτυφλωτική. Πάω στη μπαλκονόπορτα, σκάω λίγο τις κουρελιασμένες κουρτίνες, προσέχω να μην ακουμπήσω –δέκα πόντοι σκόνη στα κουφώματα. Η πλατεία από κάτω έρημη, σκιές ξεγλιστράνε από τα καμένα φανάρια δίπλα στο άγαλμα, ο πεζόδρομος της Θεμιστοκλέους ξεβράζει μαύρα φίδια, στα μεταλλικά τραπέζια του Τσαφ σέρνονται ποντίκια. Δε θέλω να ξανάρθω σ΄αυτή την πλατεία ποτέ πια.
«Τι κοιτάζεις;» με ρωτάει.
Είναι ήδη γυμνή και τουρτουρίζει πάνω στην καφέ κουβέρτα του κρεβατιού, χαζεύω την κουβέρτα που μοιάζει με γυαλόχαρτο, έτσι όπως πετάγονται οι μάλλινες ίνες της.
«Δε σβήνεις το φως; Σα χειρουργείο είναι εδώ μέσα», παρακαλεί.
«Μια χαρά είναι εδώ μέσα –άστο ανοιχτό το φως», αδιαφορώ.
Βγάζω το τζάκετ, το παντελόνι αλλά όχι την μπλούζα μου, πέφτω πάνω της προσπαθώντας να μη σκέφτομαι, μπαίνω μέσα της και τελειώνω αμέσως, αδιαφορώντας για τα πάντα. Μετά σηκώνομαι, πλένομαι στο νιπτήρα του δωματίου και ξαναντύνομαι.
«Αυτό ήταν», λέω. Σε μένα κυρίως.
Αποφεύγω να την κοιτάξω, δεν είμαι τόσο δυνατός –μόνο μαλάκας είμαι, θαυμάζω όλους εκείνους που είναι πραγματικά αρχίδια στη ζωή τους, «είναι και έχουν», όπως έλεγε ένας φιλαράκος, ο Μπιενάλε, καλό παιδί –κακός μπελάς.
Βαρέθηκε μάλλον να περιμένει και την ακούω που ντύνεται. Ρουφάει τη μύτη της, άρα κλαίει. Πιέζω τον εαυτό μου να το παίξει απορημένος, δήθεν θιγμένος σε στυλ «έτσι γουστάρω εγώ να χρησιμοποιήσω το δώρο μου». Χαμογελάω, δεν γίνονται αυτά!
«Λέω να πηγαίνω», μουρμουρίζω.
Δεν περιμένω απάντηση, αλλά δε φεύγω κιόλας. Επειδή ακόμα με νοιάζει –καταλαβαίνεις; Αλλά φροντίζει να με βγάλει από τη δύσκολη θέση κι αυτό είναι μια χάρη που πάντα θα της χρωστάω –μαζεύει φουριόζα τα πράγματά της και κοπανάει την πόρτα του δωματίου πίσω της. Τότε μόνο ξαπλώνω στο κρεβάτι και αγωνίζομαι να ξεχωρίσω το άρωμά της μέσα από την ξινή μυρωδιά υγρασίας που έχει ποτίσει την κουβέρτα. Άγρια κουβέρτα –σκέτο γυαλόχαρτο. Ανάβω τσιγάρο, πόση ώρα έχω ακόμα; Αρκετή μάλλον. Στο σπίτι του Ευθύμη δεν θα έχουν αρχίσει να μαζεύονται –με παίρνει να κωλοβαρέσω.
«Κουνήσου! Κουνήσου! Έχω το δώρο της ζωής/ δεν το βλέπεις στη γυαλάδα του ματιού μου;/ δεν μπορώ να σηκωθώ, δεν μπορώ να καθίσω/ πρέπει να κινούμαι συνέχεια, να κινούμαι συνέχεια./ Όλον αυτό τον καιρό που ξοδέψαμε μέσα στο μίσος./ Γιατί δεν έρχεσαι να κουνηθούμε παρέα, να νιώσουν καλύτερα οι καρδιές μας;»
Πνίγομαι στα γέλια με το τσιγάρο να τρέμει, διπλώνομαι, είναι εξωφρενικό φίλε μου, είναι γελοίο, είναι τερατώδης αθωότητα, παιδιάστικη σαχλαμάρα –άσε μας ρε Γουέλερ με το σαντούρι σου! Κι έτσι γελάω όσο σηκώνομαι να φύγω από εδώ μέσα, επειδή είναι όντως ενοχλητικό το φως από τη γυμνή λάμπα, μόνο που δε μοιάζει με χειρουργείο –με σφαγείο μοιάζει και σε λίγο θα μυρίσω μεταλλικό το ξεραμένο αίμα.
Ο γέρος στη ρεσεψιόν αποφεύγει να με κοιτάξει, ξέρει-καταλαβαίνει, όλα τα ξέρουν αυτοί. Χαφιέδες αγχωτικών οργασμών. Χτυπάω την πόρτα πίσω μου, αλλά το τζάμι δε λέει να σπάσει.
Στον Κάβουρα τρώνε κάτι γνωστά παιδιά, βιάζομαι να φορέσω το κράνος, να μη με δουν –το χιονόνερο φτιάχνει κλεψύδρες στις μανέτες, δεν πρόκειται να ξανάρθω εδώ πέρα, έθαψα ότι υπήρχε. Τα ζωντανά μαζί με τα νεκροζώντανα –επειδή από νεκρούς πάσχουμε τώρα τελευταία. Κατεβαίνοντας τη Θεμιστοκλέους ξέρω ήδη ότι είμαι κι εγώ θαμμένος 100, τώρα 200 μέτρα, πιο πίσω, ξέρω ότι θα ξανάρθω –ποτέ δεν φεύγεις άλλωστε, που να πας;
«Πως νιώθεις στο τέλος της μέρας;/ Σα να περπάτησες γύρω από τον τάφο σου».
Έτσι μπράβο ρε Γουέλερ, την έσωσες την παρτίδα –αυτό ήθελα να πω, για φαντάσματα, εγώ –κάποιο φάντασμα –τι δώρα και μαλακίες μου τσαμπουνάς; Αν η Φανή ήταν το δώρο της ζωής γιατί έπρεπε να δοθεί σε μένα; Φαντάσματα, αυτό μάλιστα –«έτσι μας είδα».
Στην Ακαδημίας ένας πούστης φρενάρει στο άσχετο, φρενάρω κι εγώ για να μην καρφωθώ πάνω του, η μηχανή γλιστράει, πέφτουμε παρέα. Σηκωνόμαστε, επίσης παρέα –πρώτα εγώ, μετά αυτή. Λάσπες στο παντελόνι μου αλλά σώζεται η κατάσταση. Θα ξεραθούν και θα φύγουν, θα βαρεθούμε και θα φύγουμε -βαρεθήκαμε. Φύγαμε;
Φτάνω στο σπίτι του Ευθύμη σχεδόν ιδρωμένος, αφήνω τη μηχανή απέξω και κόβω κίνηση –σε κηδεία μου κάνει η όλη φάση. Μια σιχαμένη μουσική τύπου Φλόριαν Γκρέι από τα ανοιχτά παράθυρα, κάτι βάτες κομμωτηρίου να δρασκελίζουν το τρίσκαλο της εισόδου, στη στιγμή σκάει κι ένα πειραγμένο Σιρόκο, σετάκι αυτοκόλλητο-εξάτμιση, είμαι για να το κόψω σε τροχάδην.
«Τι στέκεσαι σα βλάκας ρε; Πάμε μέσα», με βουτάει από το μπράτσο ο Τάκης που έχει ξεμυτίσει από το πουθενά.
«Είσαι σίγουρος;» διστάζω.
«Ναι, έλα! Δε δαγκώνουν!»
«Αυτοί όχι. Για μένα φοβάμαι…»
Με τραβάει μέσα –μακριά από τα βαλτοτόπια του μυαλού μου. Καλά κάνει, δε βγαίνει και πουθενά το μακροβούτι.
Έχουν κρεμάσει μια ασημιζέ ντισκόμπαλα από το φωτιστικό, σκέτη βλεφαρόπτωση αδερφέ μου. Και οι κοπέλες κάθονται στους καναπέδες σαν κλώσες, ακουμπάμε κι εμείς στους τοίχους περιμένοντάς τες να κάνουν το αυγό. Μπόλικα γκιράπια στριφογυρίζουν άσκοπα, μάλλον ψάχνουν να βρουν την πίστα. Ο Ευθύμης μας σταμπάρει και ξηγιέται πρόσβαση στην κάβα των γονιών του, αρπάζω ένα ουίσκι ελαφρά συμπαθές, επειδή η κάβα είναι τίγκα στα κουαντρό και τα μαρτίνια.
«Μεγάλε Τιμ, δώσε μας πάγο και ξέχασέ μας», φωνάζει ο Τάκης.
«Και κοκακολίτσα, να πάει κάτω το οινόπνευμα», συμπληρώνει ο Πέτρος.
Είμαστε καλά, σωριασμένοι στο διάδρομο που ενώνει το σαλόνι με την κουζίνα, έχουμε στήσει μια κατάσταση επιβίωσης εκεί πέρα, πίνουμε λες και συμμετέχουμε σε διαγωνισμό αδειάσματος μπουκαλιού –από τα ηχεία παίζει Μαρία Μανταλένα, Λάιφ ιζ λάιφ, (Σι μπλαϊντεν μι γουιθ) σάιλενς και άλλα τρομακτικά, κάποια κασέτα γραμμένη ειδικά για την περίσταση.
«Θες να μάθεις τι έκανα;» ρωτάω τον Πέτρο.
«Μαλακία ως συνήθως;»
«Χειρότερα. Ξηγήθηκα σαν κανονικό κτήνος».
«Συγχαρητήρια. Αρκετά μας πάτησαν, καιρός να ρεφάρουμε».
«Έτσι ε;»
«Πως αλλιώς;»
«Ξέρω ‘γω; Κάπως αλλιώς, δεν μπορεί να είναι έτσι τα πράγματα, δε γίνεται. Τι αξία έχει δηλαδή; Αν είναι να γίνουμε σαν τους άλλους καλύτερα να μη γίνουμε τίποτα στην τελική».
Κοιτάζω δίπλα μου. Τα παιδιά την έχουν κοπανήσει –μόνος μου παραμιλάω. Χαζεύω το σαλόνι. Και έχω μια τρελή όρεξη να την πέσω σε γκόμενες, να κάνω κατάσταση, να κρεμάσω κορίτσια από τα χείλη μου, να νιώσω κάποιος. Γιατί νιώθω τίποτας.
Η πράσινη τσόχα (εύκολο χρήμα) έχει απλωθεί στην τραπεζαρία, το παιχνίδι ξεκινάει από Τριανταμία αλλά τελικά πέφτουμε στην Εικοσιμία επειδή είμαστε αρκετά σουρωμένοι για να μετράμε.
«Θέλω ένα, στριφογυριστό και σκαστό», παραγγέλνει ο Ευθύμης στον βλάκα που κάνει μάνα.
«Ε;» απορεί εκείνος.
«Κάτσε να σου δείξω ρε παιδί μου», προθυμοποιείται ο Τάκης από δίπλα του. Αρπάζει το φύλλο, το στριφογυρίζει ζογκλερικά ανάμεσα στα δάχτυλά του και τελικά το σκάει με δύναμη δίπλα στις μάρκες του Ευθύμη.
«Έεεετσι μπράβο», επιβραβεύει αυτός.
«Εγώ θέλω το δικό μου ανοιχτό», παραγγέλνει ο Πέτρος.
«Τι;» φρικάρει ο βλάκας.
«Άνοιξέ του το να τελειώνουμε ρε φίλε!» φωνάζει ο Τάκης.
Ένας άσσος σκάει κουπάτος.
«Δεν βλέπω το ποντάρισμά σου», λέει ο βλάκας, όταν έρχεται η σειρά του Τάκη να πάρει φύλλο.
«Ότι υπάρχει κάτω από το χαρτί μου», χαμογελάει ο Τάκης, δείχνοντας τις σκεπασμένες μάρκες.
«Δε γίνεται δουλειά έτσι!» φωνάζει ο βλάκας.
«Τι θέλεις τώρα; Απαγορεύεται να ποντάρουμε κρυφά;» πετάγεται ο Τάκης.
«Καλά σου λέει! Κι εγώ θα παίζω από δω και πέρα με όλα τα φύλλα ανοιχτά εκτός από το πρώτο!» σιγοντάρει ο Ευθύμης.
«Σκάσε μου δυο φύλλα μαζί», ζητάει ο Τάκης.
«Δυο φύλλα;»
«Ναι, θα πάω για πενταφυλλία -έχω ρέντα απόψε».
«Δώσε ρε μάγκα, μην κωλώνεις!»
Φτάνει η σειρά μου. Δεν έχω κοιτάξει καν το φύλλο μου, δεν το έχω μαζέψει από τη μέση του τραπεζιού, εκεί που μου το πέταξε ο βλάκας.
«Δώσε ένα και φτάνει», λέω.
Μου το σερβίρει δίπλα στο άλλο, δεν το κοιτάζω ούτε αυτό.
«Είσαι σίγουρος;» διστάζει ο τύπος.
«Ναι είμαι πολύ καλός. Και διπλασιάζω το ποντάρισμα –να δω τα δικά σου τώρα».
Ο βλάκας με ακολουθεί, βγάζει δυο οχτάρια στη σειρά, κοιτάζει τριγύρω.
«Σταματάω», λέει.
«Είσαι δυνατός –πάρτα», του απαντάω σπρώχνοντας τις μάρκες μου.
«Μα… αφού δεν ξέρεις τι έχεις!» πετάγεται ο τύπος.
«Εγώ ξέρω, ΕΣΥ δεν ξέρεις!» παρατηρώ.
«Άνοιξέ τα να δω!»
«Με τίποτα! Πληρώνω και τα κρατάω κλειστά».
Ο βλάκας βρίζει μέσα από τα δόντια του, αλλά μαζεύει τις μάρκες –τι άλλο να κάνει; Τσακίζω λίγο τα φύλλα, κοιτάζω –έχω δυο άσσους. Χαμογελάω. Απόψε θα παίξουμε με τους δικούς μας όρους. Και θα χάσουμε, ακόμα κι αν φύγουμε κερδισμένοι. Δεν μας ενδιαφέρουν οι στόχοι των άλλων, δε συμμεριζόμαστε τις προσδοκίες τους. Τίποτα δεν αξίζει, τίποτα δεν αξίζουμε, γι΄αυτό θα σπαταληθούμε βιαστικά, θα ξοδέψουμε ότι μας δώσετε και μετά θα ζητήσουμε ακόμα περισσότερα. Επειδή μας ειρωνευτήκατε όσο πηγαίναμε να σταθούμε στα πόδια μας, κοροϊδέψατε τις ελπίδες μας πριν καν δημιουργηθούν, μας θέλατε ανάξιους κι ανάξιοι γίναμε –να σας πω κάτι ακόμα; Αυτά όλα είναι οι τίτλοι τιμής μας, τα παράσημά μας είναι οι ξινισμένες φάτσες σας, οι κρίσεις σας σχετικά με το πόσο γελοίοι, χαβαλέδες, ανώριμοι, τεμπέληδες, φυγόπονοι –πόσο επικίνδυνοι είμαστε!
Ελάτε να μας κρίνετε, ελάτε, σας περιμένουμε πατριωτισμού και καθωσπρεπισμού γωνία, ελάτε ρε!
Τ’ αρχίδια μας θα πάρετε.
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
18 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Ρε motor το δεύτερο μέρος θα συνεχίσει κανονικά; Εννοώ θα το ανεβάσεις σύντομα;
Ναι μωρέ -κανονικά, κανονικότατα. Κεφάλαιο-κεφάλαιο, για να προλαβαίνω να το γράφω κιόλας. Απλά το παλεύω να σηκώσω το πρώτο μέρος στο πλάι για να κατεβαίνει μασίφ ας πούμε.
Δικέ μου hats off..
Έπαθα πλάκα.
Απλά μεγαλειώδες!!!
Συνέχισε να γράφεις.
Περιμένουμε το δεύτερο μέρος.
Άσχετο. Μικρή λεπτομέρια. Δε γαμάνε μόνο τα κείμενα αλλά είναι απίστευτοι και οι τίτλοι που επιλέγεις για τα κεφάλαια.
το φινάλε φτάνει στον καρπό της γης, τον δαγκώνει κι ύστερα τον φτύνει.
εσύ που ξέρεις, τι γεύση είχε;
πορτατίφ
Regi, εντάξει -κάπως έτσι βλέπει κανείς τη ζωή, αν έχει φάει στη μάπα τσίχλα φτυσμένη από την Poison.
SD, θα το συνεχίσω -ελπίζω άμεσα. Απλά το δεύτερο μέρος, έτσι όπως το σκέφτομαι είναι χέσε μέσα Αποστόλη και οι φλέβες στον φλεβοτόμο. Το ανακατεύω με λίγο τζίντζερ έιλ μπας και μαλακώσει κάπως. Οι τίτλοι βγαίνουν μόνοι τους από το κείμενο -όταν ρίχνω μια ματιά να διορθώσω τίποτα συντακτικά λάθη, τσουπ, σκάει ο τίτλος.
Προδοσίας αγαπητέ μου Σαμψών. Τι άλλο;
Ειλικρινά... εκει που λέω να ξεχάσω και να συγχωρήσω, όταν διαβάζω κειμένά σου, τα ξαναπαίρνω στο κρανίο.
Για την πληθώρα όλων των κυκλοφορούντων "λογοτεχνικων" βιβλίων (που εκδίδονται απο "καταξιωμένους" εκδοτικους οίκους - έναντι 20 ευρών έκαστον), που είναι κατευθείαν για προσάναμμα.
Μπράβο! Ειλικρινα μπράβο.
Γιατί ρε άνθρωπε τα παίρνεις στο κρανίο; Ποιος σου είπε οτι τα καταξιωμένα λογοτεχνικά βιβλία είναι για προσάναμμα; Ξέρεις ρε συ τι προαιώνιες αλήθεις κρύβονται μέσα σ΄αυτά; Άκουγα τις προάλλες σε ένα καράβι, το καταπληκτικό απόφθεγμα μιας φρεσκοεκδιδόμενης συγγραφέως "η εμμηνόπαυση στη γυναίκα δεν είναι σημάδι γήρανσης, αλλά σημάδι ωρίμανσης"!! Έχεις διαβάσει τίποτα τόσο βαθυστόχαστο εδώ μέσα ρε; Όχι -αν έχεις, να μας το πεις να το ξέρουμε!
Υ.Γ.: Ο καθένας παίρνει ότι του αξίζει. Κάποιοι έχουν αντίτυπα με το ονοματάκι τους να φιγουράρουν σε βιβλιοθήκες ΝΕΟ ΚΑΤΟΙΚΕΙΝ κι εγώ έχω φίλους που γνώρισα εδώ πέρα, μέσα από αυτά τα κείμενα. Ποιος είναι πιο κερδισμένος -για πες μου εσύ.
τι εγινε, μου φανηκε σαν να εγραφε αλλος για μια στιγμη...
Ναι ε; Και η δικιά μου είπε οτι της άρεσε το συγκεκριμένο κομμάτι επειδή ήταν πολύ εγώ! Ρε λες να είμαι διχασμένη προσωπικότητα;
Να μην το ελπίζεις απλά, να το κάνεις κιόλας. Για το άμεσα λέω.
Όσο για τις φλέβες, ένα σωρό έχουμε. Ας πάνε και μερικές στη φλεβοτόμο. Δεν έγινε και τίποτα..
Οι τίτλοι φαίνεται ότι βγαίνουν κάπως έτσι. Αλλά είναι κάτι παραπάνω από απλά επιτυχημένοι!
http://manolisvardis.wordpress.com/2008/10/09/jljdgpiearuhy/
Aδερφέ έχεις αλληλογραφία!
Σ' ενημερώνω γιατί με ζάλισαν!
Sd, εντάξει -κάτι θα γίνει. Σχετικά με τις φλέβες όμως, μην ξεχνάς οτι δεν πρόκειται μόνο για τις δικές σας, αλλά και για τις δικές μου -κι αυτές εδώ πέρα παίζονται.
Μακ, ΟΚ, ευχαριστώ για την ενημέρωση.
Πάντως ρε άνθρωπε δεν καταλαβαινω αυτά περι τυψεων, που μου λες κ σ ενα άλλο σχόλιό μου, ότι αν κάνεις κάτι που θα πληγώσει την άλλη έχεις τρελες τύψεις...............
ναι κ γω είχα κ δεν κρίνω τι κάνει ο άλλος για να πληγωσει ή όχι. Η διαφορά είναι όπως σου είπα ότι εγώ μπορεί να φερθηκα σαν αρχιδι ΟΧΙ όμως εσκεμμένα ούτε κ φανταζόμουν τι επίδραση μπορεί να είχε στον άλλο
το προβλημα ξέρεις ποιο ήταν κ ποιο είναι με άντρες της εποχης που περιγράφεις ή της εποχης Νικολαϊδη, ότι αν μια γυναικά φερθει οπως θα φερονταν ένας άντρας σε αναλογη περιπτωση, τρελενεστε.
αλλά για πες μου! πες μου περι τύψεων! όπως εδώ με την Φανή π.χ. δε θεωρώ ότι ήταν κατα λάθος ήξερες κ μαλιστά καλα τι έκανες (εγώ π.χ. ούτε που φαντάζομουν ότι ο άλλος θα πληγωθεί κ θα τρελαθει, εξάλλου ήταν αποφασιεμένο ότι δεν είμασταν μαζί κ καταφερα πολύ δυσκολα να το ξεπερασω) οπότε τα περι τυψεων είναι τουλάχιστον παπαριές για μένα, ή για να χαϊδεψει ο άλλος τον εαυτό του κ να πει "αχ, τι απαισιος που είμαι" αυτομαστιγωση κ εξυλέωση!!!
ΜΑΛΑΚΙΕΣ!!! όταν εσκεμμένα κάνεις κάτι που θα πληγωσει τον άλλο
άσε τις τύψεις! το ήθελες κ το κανες, είναι πολύ πουστικο αυτό, οπως επίσης το να κάνεις κάτι καλό στον άλλο λόγω τυψεων!!!!
κ επίσης δεν καταλαβαίνω κ αυτό: "Ο γελοίος μαλάκας, ο καβλωμένος ηλίθιος, τον βλέπω να χύνει στο κοριτσάκι μου και θέλω να του σπάσω τα μούτρα, να ποδοπατήσω την αποβλακωμένη χίπικη φάτσα του."
Ποιο κοριτσάκι σου ρε!!!!!!! (κ μιλάω σε 1ο προσωπο, όπως στην ιστορία) ποιο κοριτσάκι σου, ξεκαθάρισε πρώτα ποιο θεωρείς κοριτσάκι σου ή ερωτα σου ή το γαμημένο παραμύθι που γουστάρεις να ζήσεις κ το χεις πλα΄σει στο μυαλό σου όπως θέλεις αλλά δεν έχεις τα γαμήμενα τα κότσια να το κηνυγήσεις μην τυχον κ αν το ακούμπησεις ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ θα σπάσει....
αλλά κ πάλι ο καθένας με τις ψευδαισθήσεις του όπως κ γω, δε με βγάζω απ έξω, αλλά εγω π.χ. δεν έχω πλάσει τον "τέλειο" άντρα που υποτιθεται ποτέ δεν έρχεται...
γιατί ρε άτομο απλά ΔΕ ΘΕΛΕΙΣ να έρθει (τη γραφη σε 1ο προσωπο μην την παρεξηγείς, μπορεί κ να αναφέρομαι στον Νικολαϊδη... :Ρ
του οποίου ομώς το βιβλίο το καραγούσταρα, εδώ εμένα συγνώμη άλλα μου βγαίνει ένα νευρο με τους "τυπάδες" της εποχής σας.
γουσταρε κ το κανε!!!! το να φερθεί έτσι. Μπορεί απο άχτι, μπορεί απο μνησικακία, μπορεί απο το ΓΑΜΗΜΕΝΟ το κεφάλι του που δεν ξερει τι θέλει... αλλά όσο κ αν τον είχα σε εκτιμηση τον ήρωα, όταν κ καλα μπαίνουν οι τυψεις για εξυλεωθει, μου φαίνεται μαλακας ναμπερ ουάν!!!
γιατί είπαμε δεν την πληγωσε χωρίς να το θέλει. Το κανε κ γουσταρε!!! κ μάλιστα πολύ!!! γιατί κάποια καθίκια έτσι τρέφουν τον εγωϊσμό τους
αλλιώς ας πάει με τους άλλους που αυτομαστιγώνονται για τις αμαρτίες τους (π.χ. καθολικοί παλια)
το πρωι γαμάνε κόσμο κ μέτα το βράδυ αυτομαστιγώνονται
Διάβασα μέχρι ένα σημείο, θα συνεχίσω κ το επομενο
Χαχα, χαίρομαι για την αντίδραση που σου προκάλεσε το κείμενο -αυτό θα πει οτι δεν ήταν βαρετό!
Λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε το κομμάτι Νικολαϊδη γιατί μου τα βάζεις πολλά και θα μπλεχτούμε:
Άλλη γενιά αυτός, άλλες συνισταμένες, άλλες συμπεριφορές. Δεν ισχύει αυτό που λες οτι φαίνεται στα έργα του (γενικότερα) -να τρελαίνεται δηλαδή(αρνητικά τουλάχιστον) με γυναίκες που δείχνουν "συμπεριφορά άντρα". Διάβασε τα Γουρούνια στον Άνεμο και δες τη Μαρίνα, δες τα Κουρέλια και πρόσεξε τη Ρίτα, δες τη Συμμορία και πρόσεξε τον ρόλο της Μασκλαβάνου... θα μπορούσα να το ξημερώσω με παραδείγματα γυναικών που αντιμετωπίζονται σα φιλαράκια και είναι τα μεγαλύτερα τσαμπούκια της παρέας.
Το κοινό στοιχείο με την οπτική Νικολαϊδη είναι η Βέρα που εδώ (και αλλού) λέγεται Άλεξ. Γιατί όμως ενδόμυχα δεν θέλουμε να έρθει ποτέ αυτή η γυναίκα; Επειδή, όπως λέει εκείνη η ατάκα από τα Κουρέλια "Τελικά, Βέρα είναι το όνομα μιας εποχής που δεν υπήρξε ποτέ". Κατανοητό;
Πάμε τώρα στα δικά μας:
1. Δηλαδή ο δολοφόνος εκ προμελέτης δεν έχει τύψεις ΜΕΤΑ το έγκλημά του; Είναι άλλο πράγμα ο σχεδιασμός και άλλο (πολύ πιο άγριο) η υλοποίηση. Αυτά περί τύψεων.
2. Σαφώς ο ήρωας είναι μαλάκας νάμπερ ουάν -έτσι άλλωστε αυτοπαρουσιάζεται από την αρχή της ιστορίας.
3. Γιατί όμως τσαντίζεται με τη φάση Φανής-γκόμενού της; Εδώ υπάρχει μια αντίληψη της εποχής, που λέει οτι ο άντρας καταξιώνεται από την ικανοποίηση της γυναίκας στο σεξ κι όποιος κοιτάζει τη δική του ικανοποίηση αδιαφορώντας για τη γυναίκα είναι χλεχλές και μαλάκας. Αυτή η αντίληψη υπήρχε, την αναφέρω και κάπου μέσα -μην το ψάξουμε κριτικά, μιλάμε για ένα γεγονός.
Ποιο "κοριτσάκι του" ρωτάς; Φιλενάδα, δεν ξέρω πως το βλέπετε εσείς, αλλά στο μυαλό του ήρωα, για λόγους αυτοθαυμασμού, ισχύει αυτό που είχε πει ο Χένρι Μίλερ "αν σε γαμήσω θα μείνεις για πάντα γαμημένη από μένα". Ποιος σου είπε οτι ο ήρωας της ιστορίας είναι καλός άνθρωπος, υπεράνω και όλα τα σχετικά; Ένα αφηνιασμένο κωλόπαιδο είναι.
Αυτά τα ολίγα.
Ναι, βαρετό σιγουρα δεν είναι
Εκνευριστικό που κ που
κ το στιλ είμαι μαλακας αρα δε μου λες τιποτα καινουριο, δεν ξέρω γιατί εμένα μου φαινεται πολύ πουστικο το φερσιμό τους μερικες φορές
εγώ άτομα της γεννιάς σου που είχα γνωρ΄σει παλια καθέ άλλο παρα αρχιδια ήτανε, σιγουρα είχανε πλάκα οι μαλακίες που κάνανε κ λεγανε (όπως στην ιστορία που έχω γελάσει πολύ) αλλά δεν ήταν καθίκια. ή μπορεί εγώ να μην το είχα καταλάβει
τελοσπάντων, σαφώς κ εννοείται αυτό:κι όποιος κοιτάζει τη δική του ικανοποίηση αδιαφορώντας για τη γυναίκα είναι χλεχλές και μαλάκας.
εγώ άλλο είπα...(για το "κοριτσάκι μου") Κ αυτή τη μαλακία του Χενρι Μιλλερ, ναι την έχουνε πολλοι. Αλλά όταν έχει τελειωσει κάτι, όσο κ αν δεν το αντέχει ο εγωϊσμός του άλλου, έχει τελειώσει) δε σου ανήκει η άλλη!
συνεχίζω να πιστεύω ότι αυτό το στιλ περι τύψεων είναι πολύ πουστικο. Κ στην τελική ποτε μα ποτέ δε θα γουσταρα ένας άντρας να είναι μαζί μου από τύψεις ή να μου φέρεται καλά λόγω αυτών.
τελοσπάντων είναι περιεργες συζητήσεις αυτές περι σχεσεων κλπ
κ αν είναι οι βλαμμένοι αυτοί να γουστάρουν αυτοεπιβεβαίωση από το πόσα γκομενάκια θα ρίξουν ή θα πληγώσουν, τι να πω, είναι πούτανοι... εντάξει υποτίθεται είναι μικροί εδω, αλλά αν το έκανε μια γυναίκα αυτό θα σκυλιάζατε
Κοίτα να δεις:
Επειδή ο ήρωας της ιστορίας είναι ένα αρχίδι και μισό (συνοπτικά 1,5 αρχίδι) δεν πάει να πει οτι όλοι της γενιάς μου έτσι είμαστε. Άλλοι καλύτεροι, άλλοι χειρότεροι.
Η Φανή της ιστορίας είναι πουτάνα, κανονικά και με το νόμο. Τραβιέται με τον ήρωα για το παραμύθι και έχει τον Νίκο για εγγύηση. Και ο ήρωας της ιστορίας το δέχεται αυτό, δεν σκυλιάζει, τον ενοχλεί αλλά το δέχεται. Μέχρι τη στιγμή που βλέπει οτι η Φανή είναι σπασαρχίδω και όταν την έχεις σε μόνιμη σχέση -αποκλειστική. Αλλά και πάλι τη γυροφέρνει σαν το σκυλί που δεν θέλει να δεχτεί οτι το κόκκαλο που λιγουρευόταν αποδείχτηκε σκέτο τσιμέντο.
Επειδή λοιπόν νιώθει έτσι, εξακολουθεί να βλέπει τη Φανή σαν "κορίτσι" του και μανουριάζει όταν ακούει την ιστορία με το Νίκο και την "δωρεάν εκτόνωση". Γιατί μανουριάζει; Επειδή κάποιος του αποκαθηλώνει τη Φανή -ποιος κάποιος; Μα φυσικά η ίδια η Φανή. Αντιδρά λοιπόν όπως αντιδρά, κωλοπαιδίστικα κι αυτό είναι όλο.
Υ.Γ.: Εντελώς παρενθετικά μπορώ να σου πω οτι στη δική μας παρέα αυτοεπιβεβαιωνόμασταν από το πόσες κοπέλες φιλήσαμε -όλα τα επακόλουθα είχαν μικρότερη σημασία για μας, λέγαμε "φιλήσαμε-κατακτήσαμε". Αλλά υπερβάλλαμε πάντοτε σχετικά με το πόσο πληγώσαμε κάποια κοπέλα -κάποια υπερεκτίμηση του εαυτού μας ήταν αυτό μάλλον. Αλλά έτσι ήταν.
Ναι, δεν ξέρω, απλά μου φάνηκαν λίγο άσχημα κάποια πράγματα, κ στην τελική μια ιστορία είναι
τώρα διάβασα κ το άλλο
εντάξει μου χτυπήσανε κάπως κάποια κομμάτια, κ μη νομίζεις απλά προσπαθώ να καταλάβω κ γω κάποια πράγματα
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!