Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2008

23. «Επιστρέφεται στον αποστολέα»

Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα

2ο μέρος: "Ποτέ ξανά" έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί
13. Οι αποφάσεις που μας πήραν
14. Δωμάτιο μονοθέσιο
15. "96 δάκρυα σε 96 μάτια"
16. Ότι πας να κρατήσεις (γλιστράει μακριά)
17. Ναυαγοί σε παγωμένα κρεβάτια
18. Με τον διάβολο κρυμμένο στο τζάκετ
19. Σκούρο μπλε σχεδόν μαύρο
20. "Και δεν θα ξεχάσω ν΄αφήσω τριαντάφυλλα στον τάφο σου"
21. Η μέρα πριν
22. Σελιλόιντ από λιωμένη ζάχαρη

Άκου τώρα πως έγιναν τα πράγματα –γιατί όλα πάνε μόνα τους κι εμείς ακολουθούμε, δε γίνεται αλλιώς. Θέλω να πω ότι κοιμόμασταν μαζί, αγκαλιά, κάθε βράδυ κι έτσι γλίτωσα από τους εφιάλτες μου –εκείνη δεν ξέρω, για μένα μιλάω. Έφυγαν οι εφιάλτες επειδή ήρθαν άλλα όνειρα, όμορφα όνειρα, λιγωτικά, να μην ξυπνήσω έλεγα. Παρακαλούσα. Και δεν ξύπνησα αδερφέ μου, απλά το όνειρο της χτεσινής νύχτας ήτανε πιο ζωντανό, ο αέρας είχε γίνει πηχτός –έτσι να έκανα το χέρι τον έπιανα! Άγγιζα, φιλούσα, αγκάλιαζα –όχι αέρα πλέον. Μέχρι που, κάποια στιγμή, βρέθηκα με τα μάτια ανοιχτά και το όνειρο συνεχιζόταν και η Άλεξ σφιγμένη πάνω μου, ακούγονταν οι φωνές μας –δεν χρειαζόταν πια να έχω κλεισμένα μάτια. Καταλαβαίνεις; Ήμασταν αγκαλιασμένοι, πιέζαμε στην κόντρα, ο ένας πάνω στον άλλο να διαλυθούμε, να ησυχάσουμε, να ζήσουμε ρε φίλε. Και ήταν περίεργο αυτό, μυστήριο πράγμα. Γιατί, μπορώ να σου ορκιστώ ότι πηδιόμασταν χωρίς να υπάρχει ίχνος κάβλας -γίνεται σεξ χωρίς βρώμικες σκέψεις, χωρίς υγρά σεντόνια; Τι είναι αυτό, μήπως ξέρεις; Κάναμε έρωτα; Έτσι μοιάζει λοιπόν; Πως πάει ρε φίλε; Να λες πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι, να λες ότι τίποτα δεν υπήρξε πριν και τίποτα δεν θα υπάρξει –μόνο τώρα, μόνο αυτό εδώ, μόνο εκείνη. Μη ρωτήσεις πως ήταν, δεν ξέρω. Μη ρωτήσεις τι γίνεται από εδώ και πέρα, δεν έχει σημασία. Μη ρωτήσεις τίποτα ρε μαλάκα.

Ο Πέτρος ανοίγει το πακέτο μου και παίρνει κάποιο τσιγάρο. Καθυστερεί μέχρι να το ανάψει, σα να απολαμβάνει τον καπνό, χαζεύει τον τοίχο πίσω μου.
«Και γιατί μου τα είπες όλα αυτά;» ρωτάει τελικά.
«Επειδή είναι περισσότερα απ΄όσα χωράει το κεφάλι μου. Ήθελα να τα μοιραστώ με τον απέναντι τοίχο, αλλά, όσο κι αν έψαξα δε βρήκα πουθενά τα αυτιά του. Γι΄αυτό διάλεξα εσένα», παραδέχομαι.
«Που είναι τώρα η Άλεξ;»
«Βγήκε μια βόλτα, να πάρει λίγο αέρα».
«Λες να;»
«Μπα δε νο…!»
«Κι όμως –αν;»
«Ε, τότε, ας!»
Χαμογελάμε παρέα. Είμαστε μπερδεμένοι χωρίς διάθεση να το αλλάξουμε αυτό.
«Πρακτικά ζητήματα τώρα», λέω σοβαρά σαν καθηγητής καβάλα στην έδρα. «Πρέπει να περάσουμε από το σπίτι της Άλεξ, όπως και δήποτε. Να μαζέψουμε κάποια πράγματα…»
«Θα ΄ρθουμε μαζί σας μήπως χρειαστεί να τους τσακίσουμε στο ξύλο!»
«Τι να χρειαστεί μωρέ; Ένας φλούφλης και δυο γκόμενες είναι! Αλλά σας θέλω μαζί μου για τσίλιες.»
«Γιατί αυτό; Παίζει τίποτα περίεργο με το σπίτι;»
«Ναι, έτσι νομίζω».
«Σαν τι ας πούμε;»
«Σαν τίποτα ας πούμε. Σας θέλω από κάτω να φυλάτε –μπορείτε να το κάνετε; Αλλιώς γαμήστε με!»
«Εντάξει ρε φίλε –ρωτάω, κακό είναι;»
«Κι εγώ δεν απαντάω –κακό είναι;»
«ΟΚ, κάνε φύλλα και κοίτα να μας μοιράσεις βαλέδες για να κόψουμε στην ώρα μας».
Σηκώνεται επιτόπου, χαζεύει τώρα το απέναντι σπίτι από τη τζαμόπορτα. Ίσως νευριασμένος, αλλά δε γίνεται αλλιώς.
«Πάω να βρω την Άλεξ», λέω για να σπάσω τη μουγκαμάρα.
«Κι εγώ -ότι έλεγα να την κάνω! Ειδοποίησε για το πότε μας χρειάζεσαι», απαντάει ο Πέτρος με το ένα χέρι ήδη στην πόρτα.
Πάντα τους χρειάζομαι, αλλά μια απ΄αυτές τις μέρες θα τους έχω πραγματική ανάγκη.

Ξέρω που θα την βρω, επειδή η γειτονιά μου είναι κεντρομόλα. Σέρνω λοιπόν τα πάνινα αθλητικά μέχρι τον γωνιακό φούρνο, αγοράζω μια τυρόπιτα, ένα ντόνατς και δυο σοκολατούχα, πριν περάσω το δρόμο που με χωρίζει από την πλατεία. Δε μου παίρνει ώρα να την εντοπίσω, κάτω από τη σχοινογέφυρα στηρίζει ένα πιτσιρίκι που προσπαθεί να περάσει παραπατώντας. Διαλέγω το παγκάκι με την καλύτερη θέα και κάθομαι εκεί. Το πιτσιρίκι φοβάται, κωλώνει στη μέση των σκοινιών, μπήγει τα κλάματα. Αλλά πρέπει να τα καταφέρει, επειδή η Άλεξ δεν μπορεί να το βγάλει από εκεί μέσα –την εμποδίζουν τα πλαϊνά σκοινιά. Μπορώ να πάω εγώ, να ανέβω πάνω και να το βουτήξω, αλλά κάθομαι εδώ και περιμένω. Περιέργεια ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο!
Τότε η Άλεξ κάνει κάτι που δεν μπορώ να δω και το πιτσιρίκι αρχίζει πάλι να περπατάει. Πολλά λόγια του λέει που δεν τα ακούω, κινείται δίπλα του, έχοντας γυρισμένη την πλάτη σε μένα και το πιτσιρίκι διαγράφει μια διστακτική πορεία, μέχρι να φτάσει στο τέρμα της σχοινογέφυρας –μετά χάνεται στον ξύλινο πύργο, σε χρόνο dt εμφανίζεται στη βάση του και αγκαλιάζει το τζιν παντελόνι της Άλεξ. Πριν την κοπανήσει τρεχάτο για τις υπόλοιπες κούνιες. Η Άλεξ μένει να κοιτάζει με τα χέρια στις πίσω τσέπες του τζιν της. Μετά γυρίζει προς το μέρος μου χωρίς να δείξει την παραμικρή έκπληξη. Πλησιάζει.
«Έφερα κάποιο πρωινό…» ψελλίζω.
«Καλά έκανες», λέει όσο κάθεται δίπλα μου.
Δεν έχουμε καμιά όρεξη να φάμε. Της δίνω το σοκολατούχο, κάνει να το πιάσει -τότε βλέπω τις παλάμες της τίγκα στη λάσπη. Και καταλαβαίνω πως κατάφερε να ξεκολλήσει το πιτσιρίκι από τη μέση της σχοινόσκαλας. Πιάνω τις χαρτοπετσέτες από τη σακούλα, αρχίζω να της καθαρίζω τα χέρια, να φύγουν τα χοντρά –μετά βγάζω το φουλάρι μου από τη μέσα τσέπη του μπουφάν, το βρέχω στην κοντινότερη βρύση και συνεχίζω.
«Έξτρα περιποίηση διακρίνω!» χαμογελάει.
«Έξτρα κορίτσι επίσης!» συμπληρώνω.
«Λέω να τη μοιραστούμε εκείνη την τυρόπιτα…» προτείνει.
«Εντάξει, αλλά το ντόνατς δεν το μοιράζομαι», ξεκαθαρίζω.
«Δηλαδή;»
«Ή δικό μου ή δικό σου. Ένα γλυκό ίσον ένα γλυκό, μισό γλυκό ίσον κανένα γλυκό».
«Εντάξει, πάρτο», λέει απλά.
Το παίρνω και το σουτάρω στον απέναντι σκουπιδοτενεκέ. Με κοιτάζει απορημένη.
«Ίσον κανένα γλυκό», της υπενθυμίζω.
Ο ήλιος σκάει πονηρά πίσω από κάποιο σύννεφο αλλά δε με πειράζει καθόλου αυτό.
«Τώρα δηλαδή τι έγινε;» ρωτάει.
Σηκώνω τους ώμους.
«Τι έγινε; Τίποτα δεν έγινε! Βλέπεις εσύ να έγινε κάτι;»
«Ναι, καλά! Εννοώ, ας πούμε, είμαστε ζευγάρι εμείς οι δύο; Κανονικό;» διστάζει κάπως. Χαριτωμένα πολύ.
«Ζευγάρι; Τι ζευγάρι;» απορώ εξεζητημένα. «Είμαστε κοινοβιακοί τύποι μωρό μου! Σήμερα οι δυο μας, αύριο φέρνεις δυο φίλες σου, μεθαύριο φέρνω δυο δικούς μου…»
«Έτσι ε;» χαμογελάει.
«Ναι, έτσι!» κάνω εγώ.
«Δηλαδή, δε θα σε πειράξει αν πάω με κανένα φίλο σου;»
«Δε θα με πειράξει, γιατί να με πειράξει! Αφού θα σας σκοτώσω και τους δυο σας πριν κάνετε το παραμικρό –γιατί να με πειράξει δηλαδή;» απορώ.
«Α, εντάξει!» κάνει γελώντας.
«Χαίρομαι που συνεννοούμαστε», μουρμουρίζω.
«Ναι, ναι –μια χαρά!» ξεκαρδίζεται.
«Πάντως –να διευκρινίσω κάτι τελευταίο! Στα σίγουρα θα σε καθαρίσω αν κάνεις και κοιτάξεις άλλον –όμως τις φίλες σου είσαι ελεύθερη να τις φέρεις όποτε θέλεις –δεν θέλω να σε καταπιέζω κιόλας! Σύμφωνοι;»
«Άντε γαμήσου ρε!» λέει ρουφώντας σοκολατούχο.
«Πάλι;» απορώ θεατρικά. «Τόσο πολύ σου άρεσε που δεν αντέχεις ούτε λεπτό χωρίς αυτό;» συμπληρώνω.
Μου κοπανάει τη μισοφαγωμένη τυρόπιτα στη μούρη πριν με αγκαλιάσει σφιχτά.
«Πρέπει να περάσουμε από το σπίτι μου», ψιθυρίζει.
«Εντάξει. Για πότε λες;»
«Το συντομότερο».
«Είπα στα παιδιά να έρθουν μαζί μας για τσίλιες».
«Δεν θα χρειαστεί. Μάλλον».
«Μάλλον –καλά το είπες».
Σηκωνόμαστε μετά από λίγο, οι μέρες είναι μπροστά μας κι εμείς -με το πάσο μας.
«Σ΄αγαπάω πολύ», λέει.
«Καλά κάνεις», την διαβεβαιώνω.

Είμαστε κουλουριασμένοι κάτω από τις κουβέρτες και αποβλακωνόμαστε από την ανοιχτή τηλεόραση. Βαριέμαι να σηκωθώ ν΄αλλάξω κανάλι, ούτε που ξέρω τι είναι όλα αυτά, κάποιο ξεπουπουλιασμένο μακρυκάνικο πουλερικό βολτάρει σε ασπρόμαυρα δωμάτια.
«Θα έρθουν οι Φλόυντ στο ΟΑΚΑ», λέει η Άλεξ.
«Ναι –Τάκης, Πέτρος λένε να πάνε για ντου».
«Εμείς θα πάμε;»
«Αν γουστάρεις…»
«Με τίποτα! Πολύ κλισέ!»
«Πάμε τότε Ρέζιντεντς;»
«Αυτό μάλιστα!»
Αλλάζω κάπως πλευρό γιατί μούδιασα, το σκέφτομαι λιγάκι.
«Τώρα που ήρθε η κουβέντα στους Ρέζιντεντς… ρε Άλεξ, πες μου κάτι…»
«Όπως;»
«Όπως τι ακριβώς είναι αυτό το σκατόπουλο που σουλατσάρει δυο ώρες τώρα στην οθόνη!»
«Ερωδιός».
«Ερωδιός;»
«Ναι. ‘Ένας Ερωδιός στη Γερμανία’, έτσι λέγεται η ταινία».
«Και τι δουλειά έχει ένας ερωδιός στη Γερμανία;» απορώ.
«Πήγε να γίνει γκαστερμπάιτερ, που θες να ξέρω;» αγανακτεί για πλάκα.
«Δηλαδή, έχει και οικογένεια πίσω στην Ελλάδα και τους στέλνει τσέκια;» ξαναρωτάω.
«Ουφ, σκάσε και κάνε κάτι πιο παραγωγικό!» πετάγεται απηυδισμένη.
Κι αυτό ακριβώς κάνω.

Μέχρι τη μέρα της μεγάλης απόβασης. Ξεκινάμε ενώ ο ήλιος οπισθοχωρεί χεσμένος πάνω του, αμίλητοι στηνόμαστε σε παράταξη, ο Τάκης πρέπει να φτάσει πρώτος, να κόψει κίνηση τριγύρω –ινδιάνος ανιχνευτής, Λόρδος Μπάλτιμορ κι έτσι. Εγώ με την Άλεξ δικάβαλο στη μέση, ένα τσιγάρο πίσω μας ο Πέτρος για κάθε ενδεχόμενο. Οδηγώ καρφωμένος στη λευκή διαχωριστική γραμμή, ξέρω ότι και οι άλλοι κάνουν το ίδιο –ας μην τους βλέπω. Επειδή τους πηγαίνω σε μια ξένη ποντικοπαγίδα, μαλακία μου, αλλά αν τους έλεγα τα καθέκαστα θα ήταν χειρότερα. Γι΄αυτούς. Η Άλεξ με ακουμπάει στον ώμο, τσιτώνω περιμένοντας.
«Έχουν παρκάρει το αμάξι δυο στενά μακρύτερα», λέει.
«Μπορεί να μη βρίσκανε μπροστά στο σπίτι», καθησυχάζω.
Αλλά για παν ενδεχόμενο παρκάρω τη μηχανή ένα στενό μετά το σπίτι.

«Για τελευταία φορά, μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου», επισημαίνει η Άλεξ.
«Για τελευταία φορά –στ΄αρχίδια μου», την διαβεβαιώνω και το εννοώ.

Περιμένω πίσω της όσο ξεκλειδώνει την εξώπορτα, από τις σκάλες ξεχύνεται ένας βιαστικός Τάκης.
«Όλα εντάξει;» ρωτάω.
«Ησυχία, τάξη κι ασφάλεια. Ή χλαπακιάζουν ή παρτουζώνονται», απαντάει.
«Μείνε μέσα», του λέω. «Άσε μόνο τον Πέτρο έξω».
«Δεν είσαι καλά! Με την μηδενική εντοπιστική που διαθέτει ο Πέτρος πρώτα θα μας δέσουν και μετά θα το πάρει είδηση!»
Ανασηκώνω τους ώμους αδιάφορα –ξέρουν αυτοί καλύτερα από μένα τι να κάνουν.
Ανεβαίνουμε.
«Χτύπα κουδούνι», λέω στην Άλεξ.
Μου δείχνει απορημένη τα κλειδιά της. Οπότε χτυπάω εγώ το κουδούνι. Στήνω αυτί στο ξύλο της πόρτας. Κάποιες βιαστικές φωνές, περισσότερο ενοχλημένες παρά τρομαγμένες. Ή τρώνε ή παρτουζώνονται –σωστά.
Στο άνοιγμα της πόρτας ο Άλκις με το γιώτα του αχτένιστο.
«Μπα; Τι βλέπω;» απορεί.
Τον σπρώχνω άγρια πίσω και μπουκάρουμε.
«Βλέπε όσο μπορείς ακόμα αρχίδι –γιατί σε λίγο ούτε θα βλέπεις ούτε θα βλέπεσαι!» μουγκρίζω πλησιάζοντάς τον.
Εκείνη τη στιγμή πετάγονται οι κοπέλες από κάποιο άλλο δωμάτιο, πέφτουν πάνω στην Άλεξ για αγκαλίτσες και τις σχετικές γλύκες.
«Άραξε δικέ μου –μην διακόψουμε τα τρυφερά στιγμιότυπα!» χαμογελάει ο Άλκις ακουμπώντας στον τοίχο.
«Άλεξ πάρε τα πράγματά σου να ξεμπερδεύουμε», λέω χωρίς να τον χάσω από τα μάτια μου.
«Καθίστε ρε λιγουλάκι! Πείτε μας και μια κουβέντα!» διαμαρτύρεται η Άντζυ.
«Είσαι καλά;» μου κόβει την επαφή με το μαλάκα η Αριάδνη.
«Καλά είμαι –ούτε πέρσι δεν ήμουνα χειρότερα. Αλλά με κόβω να αρρωσταίνω όσο περισσότερο καθόμαστε εδώ μέσα», κάνω βιαστικά και έτσι είναι. Πονάω σαν πούστης δηλαδή, ξαφνικά και απροειδοποίητα.
«Περίμενέ με εδώ», λέει η Άλεξ και χάνεται με τις υπόλοιπες στο δωμάτιό της.
Ανάβω τσιγάρο, μετά του φυσάω καπνό στα μούτρα.
«Πφφ, σιγά!» χαμογελάει περιφρονητικά.
Τον κοιτάζω ακόμα, δε λέω τίποτα.
«Χεστήκαμε πάνω μας εκείνο το βράδυ!» μουρμουρίζει.
«Φοβηθήκατε μη σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και ζήσω τελικά;» λέω.
«Μας έχεις παρεξηγήσει!» διαπιστώνει.
«Ναι ε;» χαμογελάω μισά.
«Δεν είμαστε εμείς υπεύθυνοι για ότι έπαθες!» αντιδρά.
«Κι αυτό είναι το μοναδικό πράγμα για το οποίο δεν είσαστε υπεύθυνοι!» διαπιστώνω.
«Τέλος πάντων –κοίτα να προσέχεις την Άλεξ», συμβουλεύει.
«Γιατί; Φοβάσαι μην πάθει τίποτα και δεν μπορείς να την πηδήξεις έπειτα;»
«Μη γίνεσαι βρομιάρης!» τσιτώνει.
Αποφασίζω να αφήσω κάπως παραδίπλα τον πόνο και πέφτω πάνω του, αρπάζω γιακάδες, κολλάμε μούρη με μούρη.
«Ποιος είναι ο βρομιάρης ρε μουνί;» απαιτώ να μάθω.
Βάζει τα χέρια του στο στήθος μου, σπρώχνει, τα καταφέρνει να με πάει δυο μέτρα πίσω. Ισορροπώ όσο ψάχνω από πού να πάρω φόρα. Αλλά εκείνη τη στιγμή τινάζεται πίσω μου με μια κλωτσιά η μισάνοιχτη πόρτα, σκάει μύτη ο Πέτρος με χαμόγελο ψυχρού εκτελεστή.
«Παίζει κάνας κώλος εύκαιρος για σκίσιμο;» ρωτάει.
«Α, ήρθες ενισχυμένος βλέπω!» κάνει ο Άλκις.
«Πάμε στην κουζίνα», κάνω νόημα γενικώς, ο Πέτρος με πιάνει και μπουλντοζάρουμε τον τύπο μέχρι εκεί.
«Μην κάνετε μαλακίες!» ψιθυρίζει.
«Άστα αυτά ρε πούστη και πέσε τα φράγκα!» βραχνιάζω.
«Τι;» κάνει εκείνος.
«Τι;» κάνει κι ο Πέτρος αλλά το πνίγει γρήγορα. «Τι τι;» διορθώνει. «Δεν άκουσες αυτό που σου είπε; Είσαι και κουφός ρε μαλάκα;»
Ο Άλκις κάπως παγώνει τώρα, αλλά ακόμα ψάχνεται.
«Έχω άλλους τρεις από κάτω γαμημένε, τι καταλαβαίνεις; Να τους φέρω πάνω να ξεσκίσουν κι εσένα και τις πουτάνες σου;» ανάβω.
«Τι σ΄έπιασε γαμώτο; Δε σκέφτεσαι την Άλεξ;»
Γελάω με πονεμένα πλευρά.
«Σιγά μη σκεφτώ το πρεζάκι!» λέω. Ελπίζω μόνο μη σκάσει από πουθενά και μ΄ακούσει!
Ο Πέτρος τον πλευρίζει με γυρισμένη πλάτη, σηκώνει ένα πιρούνι από το τραπέζι, το περιεργάζεται πριν το σφηνώσει ξαφνικά στα πλευρά του Άλκι.
«Τέλειωνε ρε πούστη! Μη νυχτώσουμε εδώ πέρα!»
Ο τύπος βογκάει αλλά το μαζεύει. Ψάχνει τις τσέπες του, μας δίνει κάτι τσαλακωμένα χιλιάρικα.
«Για βίζιτες μας πέρασες ρε;» φορτώνω ξανά.
Πάει να πει κάτι, τρώει μια ζβουριχτή, μετανιώνει, πισωπατάει. Δείχνει με τα μάτια κάποιο ντουλάπι, ο Πέτρος το ανοίγει, σηκώνει χαρτοπετσέτες και μαγκώνει ένα ματσάκι.
«Κράτα του λίγο παρέα», μουγκρίζω όσο χύνομαι στο διάδρομο.
Παραμέσα οι κοπέλες τα λένε, «αχ τι ωραία!», «και από το άλλο πως πάτε;», «ναι συμφωνώ, τον είχα κόψει εγώ άλλωστε!»…
Μπουκάρω, τραβάω την Άλεξ από τον καρπό.
«Πάμε, φύγαμε!» φωνάζω.
«Κάτσε μισό…»
«Τίποτα!»
Τη σέρνω μέχρι την εξώπορτα κι από εκεί κουτρουβάλα στα σκαλιά –πίσω μου ακούω τον Πέτρο. Ο Τάκης κάτω είναι ήδη με αναμμένη μηχανή, κάνει νόημα, «όλα εντάξει».
«Φύγαμε!» της λέω.
«Μα τι σ΄ έπιασε!» απορεί.
«Θα σου πω μετά», μουρμουρίζω ανάμεσα σε κούφιες μανιβελιές μέχρι να ξεκινήσει το μπουρδέλο –είμαστε στον αέρα και τίποτα δε μας κόβει. Αργότερα θα δω πως θα το χειριστώ το ζήτημα.

Κοιταζόμαστε πίσω από μπουκάλια μπύρας, κάπως αμήχανοι, με το γέλιο μαγκωμένο στην άκρη του στόματος. Όσο παραγγέλνουμε το καθυστερούμε, μετά γίνεται κάποια μανούρα περί του πόσο γκόμενα είναι η γκαρσόνα.
«Με τίποτα», λέω.
«Καλά –ας μην ήταν εδώ η Άλεξ…», γελάει ο Πέτρος.
«Άλλο αυτό! Αν δεν ήταν εδώ η Άλεξ δεν θα υπήρχε σύγκριση!» ντριπλάρω.
«ΠΟΥΣΤΙΑΑΑΑ!!» αγανακτεί δήθεν η Άλεξ.
«Θα τη δεχτώ όμως και θα θεωρήσω έγκυρο τον πόντο», αποφαίνεται ο Τάκης. «Αλλά, όταν μας φέρει τις μπύρες θα της την πέσω κανονικά!»
Η γκαρσόνα όντως φέρνει τις μπύρες και όντως δε με φτιάχνει. Κάποια αγριάδα στο πρόσωπό της, εμφανώς νευρόσπαστη.
«Τι θα έπρεπε να κάνω για να πιω τη μπύρα μου μαζί σου;» της λέει συνωμοτικά ο Τάκης.
«Ξέρω γω;» απορεί εκείνη. «Ίσως να μην ήσουν τόσο κοινότυπος!»
«Δεν είναι, μη νομίζεις», πετάγεται η Άλεξ. «Απλά έχει γλωσσέψει τη μπέρδα του από τότε που σε είδε».
«Α, έτσι;» λέει η γκαρσόνα.
«Ναι –κάνε μας τη χάρη, πες του καμιά κουβέντα να γλιτώσουμε από δαύτον», πετάγεται ο Πέτρος.
«Τρακόσες», λέει η γκαρσόνα.
«Τι τρακόσες; Κουβέντες;» αναθαρρεύει ο Τάκης.
«Όχι –δραχμές. Τόσο κάνουν οι μπύρες», μας γυρνάει την πλάτη η γκαρσόνα.
«Λοιπόν αυτή εγώ την έχω στα σίγουρα!» πανηγυρίζει ο Τάκης.
Η Άλεξ ξεκαρδίζεται.
«Μιας και πήγε η κουβέντα στο οικονομικό…» κάνει ο Πέτρος. Βγάζει το ματσάκι, το χωρίζει και σπρώχνει τα μισά προς το μέρος μου.
«Τι είναι αυτά;» απορεί η Άλεξ.
«Στα τρία χώρισέ το», προτείνω.
«Εντάξει είναι –στα τέσσερα γίνεται η μοιρασιά», με καθησυχάζει ο Πέτρος.
«Πάει να πει…» μένει μετέωρη η Άλεξ.
«Ότι τους τα πήραμε», απαντάω.
«Από πού κι ως που;» ξαναρωτάει.
«Έξοδα νοσηλείας», μουρμουρίζω.
«Ήταν φίλοι μου ξέρεις!» αγανακτεί.
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι΄αυτό –ξέρεις! Για πάρτη τους μπλέχτηκα…»
«Για πάρτη μου μπλέχτηκες. Αν δεν ήμουνα εγώ…»
«Και λοιπόν; Εσύ είσαι εσύ κι αυτοί έπρεπε να πληρώσουν. Έτσι το βλέπω», μουρμουρίζω ανάβοντας τσιγάρο.
«Μπορεί να αγριέψουν…»
«Και θα μου κάνουν τα τρία δύο!» γελάω.
«Δεν ξέρεις τίποτα!»
«Άστο αγαπούλα, δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω. Αλλά μαλάκας του βουτυρόπαιδου δεν πρόκειται να γίνω».
Ανάβει κι εκείνη τσιγάρο όσο οι άλλοι περιμένουν.
«Τουλάχιστον έχουμε φράγκα για τους Ρέζιντενς», λέει στο τέλος.
«Τι θα γίνει τελικά με τη γκαρσόνα ρε;» φωνάζω στον Τάκη για ν΄αλλάξω κουβέντα.
«Τώρα που ματσώθηκα θα της την πέσω στα ίσα», πετάγεται αυτός από την καρέκλα του.
«Εμείς θα την κάνουμε –πρέπει να βγάλουμε εισιτήρια για τη συναυλία», λέω στον Πέτρο.
«Κοιτάτε μόνο μη σας πεταχτούν τα μάτια έξω από την πολλή κουλτούρα», κοροϊδεύει.
Μου έρχονται στο μυαλό οι μάσκες των Ρέζιντεντς.

Άλλες δυο φορές έχω βρεθεί στο Παλλάς –η πρώτη ήταν για τον Έρικ Μπάρντον. Είχαμε ανέβει στα καθίσματα και χοροπηδάγαμε, «τι συμβαίνει με σας; εδώ είναι ροκ εν ρολ συναυλία, δεν είναι όπερα –κουνηθείτε λίγο», μας πόρωνε ο Έρικ κι εμείς ξέραμε ότι «πρέπει να φύγουμε απ΄αυτό το μέρος/ ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που πρόκειται να κάνουμε». Ξαναπήγα ακόμα μια φορά για να δω τη Μαριάν Φέιθφουλ, εκείνη τη γλυκύτατη Εγγλέζα γκουβερνάντα που στηριζόταν σε ένα σκαμπό δίπλα στον γερασμένο καθιστό κιθαρίστα της. «Τώρα εγώ θα ανάψω τσιγάρο, ενώ για σας απαγορεύεται, ξέρετε γιατί; επειδή εγώ είμαι ροκ σταρ», είχε χαμογελάσει ειρωνικά με τα μάγουλα κατακόκκινα η Μαριάν κι εγώ την λάτρεψα επιτόπου. «Η ελευθερία μου σημαίνει τόσα πολλά για μένα, τώρα/ και δε σε αφορά αυτό τέλος πάντων», τραγούδαγε βραχνά η Μαριάν. Το ξαναθυμήθηκα περιμένοντας στην ουρά για εισιτήρια.
«Τώρα που είμαστε οι δυο μας, μήπως θέλεις να κουβεντιάσουμε περισσότερο τα όσα έγιναν σπίτι σου;» ρώτησα την Άλεξ.
«Δεν έχει σημασία», μου χαμογέλασε. «Είμαστε μαζί σ΄αυτό και είμαι δίπλα σου. Την άλλη φορά όμως, φρόντισε να με έχεις ειδοποιήσει για να το παίξω καλύτερα».
«Μόνο σ΄αυτό είμαστε μαζί;» απόρησα.
«Όσα μπορούμε, όπως μπορούμε», είπε εκείνη.
«Και τα υπόλοιπα;»
«Τα υπόλοιπα θα τα καταφέρουμε μια χαρά».
Φρόντισα να μη δείξω τίποτα στο πρόσωπό μου.

«Στις 8 Ιανουαρίου του 1935 η Γκλάντις και ο Βέρνον Πρίσλεϊ απέκτησαν δυο δίδυμα αγόρια, τον Τζέσε Γκαρόν και τον Έλβις Άαρον. Εκείνο τον καιρό, ο Τομ «Στρατηγός» Πάρκερ διεύθυνε ένα νούμερο στο τσίρκο όπου έπαιρναν μέρος ένα πόνυ και μια μαϊμού -ο Τζέσε Γκαρόν πέθανε αμέσως μετά τη γέννα. Ο «Στρατηγός» είπε στον Έλβις Άαρον ότι θα τον έκανε Βασιλιά. Ο Έλβις έγινε πράγματι Βασιλιάς, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν κατάφεραν να γράψουν το όνομά του σωστά στην ταφόπλακά του».
Είπε ο τύπος με το σμόκιν και τη μάσκα-βολβό ματιού πριν πεταχτεί ο άλλος με το κοστούμι «Βίβα Λας Βέγκας» κι αρχίσει να ξεκοιλιάζει τα Μπλε σουέτ παπούτσια του. Δεν χειροκροτήσαμε στο ξεκίνημα, δεν υπήρχε χώρος γι΄αυτό. Δυο ακόμα βολβοί ματιών κρυμμένοι πίσω από συνθεσάιζερ μας βομβάρδισαν με γυροσκοπικούς προβολείς, χαθήκαμε στην πλημμύρα τους.
Μετά βγήκε μια μορφή σκελετωμένη με μαύρο μανδύα, κάποια κούκλα στην προέκταση του χεριού, άρχισε αυτός να λέει στην κούκλα την ιστορία του μωρού Βασιλιά. Σώπασαν οι ανάσες μας από τη δυστυχία της ιστορίας, επειδή ο Βασιλιάς ήταν μόνος και ευάλωτος και κρύωνε εκεί πάνω αλλά δεν υπήρχε κανένας να τον ακούσει κι ο Στρατηγός τον πότιζε χάπια και όλα πήγαιναν σκατά –σα να λέμε «είχε μια επιτυχημένη καριέρα». Στα ενδιάμεσα έβγαινε ο τραγουδιστής και έγδερνε τα τραγούδια του Βασιλιά, επειδή έτσι πρέπει να ακούγονται τα τραγούδια του Βασιλιά σήμερα και φώτα ανακατεμένα με παραμορφωμένες κιθάρες, στο τέλος η κούκλα έσκυψε το κεφάλι της, κοιμήθηκε, κατάλαβε, πέθανε –δεν ξέρω.
Φύγαμε κι εμείς αμίλητοι.

Στο σπίτι είπαμε λίγα, ήταν μια κούραση κρεμασμένη από το φωτιστικό και μας περίμενε να ξαπλώσουμε, να απλωθεί πάνω μας σαν ιστός αράχνης.
«Λες να φτάνουν τα λεφτά για να νοικιάσουμε σπίτι;» αναρωτήθηκε η Άλεξ.
«Κι αν δε φτάνουν θα τα τραβήξουμε από τα πόδια να μακρύνουν», μουρμούρισα κοιμισμένος ήδη.
Μετά την πήρα αγκαλιά.

Γι΄αυτό ένιωσα κάπως περίεργα όταν έκλεισα τα μπράτσα μου χωρίς αντίσταση, σφίγγοντας σκέτο αέρα. Δεν έδωσα σημασία, πήγα να γυρίσω πλευρό μάλλον –τότε ξύπνησα και την άκουσα να κλαίει. Μου έφυγε ο ύπνος.
Στην κάτω άκρη του κρεβατιού κουλουριασμένη –την έβλεπα καθαρά. Πετάχτηκα.
«Τι έχεις; Τι έγινε;»
Με κοίταξε λίγο ξαφνιασμένη, προσπάθησε να το μαζέψει –μάταιος κόπος.
«Άκου –δεν ωφελεί να μαλακιζόμαστε. Είμαι άρρωστη, εντάξει;» ψέλλισε.
Την περίμενα να συνεχίσει.
«Δεν πήγα στην κλινική για να γίνω καλά. Πήγα για να καθαρίσω κάπως…»
«Και να γίνεσαι με μικρότερη δόση –τα ξέρουμε αυτά», τη διέκοψα.
Κοιταχτήκαμε.
«Τώρα τι γίνεται;» με ρώτησε.
«Τι θες να γίνει; Από τη μια μεριά εμείς και από την άλλη πάλι εμείς. Κωλώνει το ιππικό;» γέλασα.
«Δεν κωλώνει ε;» έκανε χαζά.
«Αρκεί να μη μας την πέσουν τα τανκς», είπα σκεπτικά.
Δεν απάντησε.
«Ξάπλωσε να κοιμηθούμε –αύριο πρωί θα δούμε που θα μας πάει…» είπα και την τράβηξα πίσω.
Είχε ξαναφορέσει τη μπλούζα μου με τη στάμπα Κόρτο Μαλτέζε, έκανε λοιπόν να τη βγάλει για να ξαπλώσει –τότε με χτύπησε κατακέφαλα. Πετάχτηκα στο ταβάνι.
«Ρε συ! Που τη βρήκες τη μπλούζα είπαμε;»
Με κοίταξε απορημένη.
«Που να τη βρω; Εκεί που την άφησες! Τη φόραγε ένα μαλακισμένο στο σπίτι του Αργύρη… Δε σου είπα ότι είχα περάσει από εκεί; Χρειαζόμουν… τέλος πάντων, αν δεν πέρναγα δεν θα πέρναγε η μέρα μέχρι να έρθω να σε βρω…»
Δεν την άκουγα πλέον. Έβλεπα στην μεγάλη οθόνη εμένα και τον Αργύρη να κουβεντιάζουμε σα φιλαράκια.
«Ερχόταν εδώ να ψωνίσει η Άλεξ;»
«Είσαι τόσο μαλάκας; Αν ερχόταν εδώ λες να ψάχνανε τώρα να βρουν το σπίτι μας οι δικοί της;»
«Σωστός. Και μετά εμφανίστηκα εγώ ο μαλάκας και σας έκατσα λουκούμι».
«Λάθος. Δεν έκατσες λουκούμι σε μας, αλλά στη γκόμενά σου. Γιατί αν δεν ερχόσουν με τα φράγκα θα τη γαμούσαμε κανονικά την επόμενη φορά που θα έπεφτε πάνω μας. Και ξέρεις ότι ο κόσμος είναι πολύ μικρός για τα πρεζάκια».
«Εντάξει. Σου δίνω τα φράγκα και καθαρίζω την Άλεξ. Μιλάω καλά;»
Μετά ο πανηλίθιος εαυτός μου γύρισε εκεί πέρα στο πανί, με κοίταξε και χαμογέλασε. Ξεκαρδίστηκα υστερικά. Η Άλεξ με κοίταξε.
«Τι έπαθες;»
«Άσε τι έπαθα εγώ και πες μου. Το σπίτι του Αργύρη πού το ήξερες;»
Έξυσε το κεφάλι της.
«Τι θα πει αυτό; Τόσον καιρό ψώνιζα…»
«Πήγαινες σπίτι του δηλαδή;»
«Όχι –τον έβρισκα στις λαϊκές που έστηνε πάγκο!»
«Και τα λεφτά που του χρώσταγες;»
Άνοιξε τα μάτια διάπλατα.
«Εγώ;»
«Ναι εσύ!»
«Σε τι φάση του χρώσταγα λεφτά;»
«Είχες πάρει σταφ χωρίς να πληρώσεις…»
Χαμογέλασε πικρά.
«Τι είναι αυτά που λες –χαμένο το’ χεις; Υπάρχει περίπτωση να ψωνίσεις από ντήλερ αν δεν πληρώσεις ντούκου;»
Έβαλα το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες μου.
«Τι συμβαίνει;»
Οι μαλάκες της οδού Μπισκίνη με κάνανε μεταφορέα, πήγα τα φράγκα στον Αργύρη, αγόρασα σταφ και πιστόλι για πάρτη τους –έκανα και την παράδοση με δόξα και τιμή! Καθότι με κόψανε για ηλίθιο λόγω έρωτα κατάλαβες; Και ο Αργύρης στο κόλπο, ε ρε πλάκες που σπάσανε μαζί μου!
«Θα τον γαμήσω κανονικά!» μούγκρισα και τα μάτια μου έσταξαν αίμα.
«Ποιον;» ανησύχησε η Άλεξ.

Έλα ντε; Ποιον; Έψαξα τριγύρω, κοίταξα έξω, πίσω, χτες, αύριο… ο μόνος πρόσφορος για πήδημα παρέμενα εγώ. Κανένας άλλος. Εγώ. Ούτε καν εμείς.

Κανένας άλλος.

11 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Sotiris είπε...

Πολύ καλό επεισόδιο. Και αρχίζει να ξεδιαλύνει το μπέρδεμα. Ξέρεις τι θα με στεναχωρήσει πολύ ; Να πεθάνει ο ήρωας από το ίδιο το πιστόλι που μετέφερε αυτός. Ένα concept του στυλ "το σιδερικό που κουβάλησα για να βρω αυτήν που πάντα έψαχνα, με έστειλε εκεί που πάντα έλεγα, αλλά ποτέ δεν ήθελα να καταλήξω."

Πάρα πολύ ωραία η τροπή που πήρε η ιστορία. Περιμένω να δω και τι θα γίνει με τον Τάκη και τον Πέτρο. Θα του παίξουν πουστιά του ήρωα ;;;

The Motorcycle boy είπε...

Όχι ρε -αυτοί είναι οι κολλητοί του, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πουστιές μεταξύ κολλητών.

Αν και το να πεθαίνεις από το πιστόλι που εσύ κουβάλησες έχει κάποια αύρα δικαιοσύνης δεν το βλέπω να πηγαίνει έτσι εδώ.

Ανώνυμος είπε...

Χωρίς κανένα ίχνος επαίνου motor η ιστορία όσο πάει "δυναμώνει". Κατά την ταπεινή μου άποψη μπορεί να λοίπον λίγο τα σχήματα λόγου,η αργκό της εποχής και το όμορφο σκηνικό (πραγματική αναπαράσταση) του χωροχρόνου που εξελίσεται η ιστορία(στοιχεία που με έκαναν να αγαπήσω την γραφή σου) αλλά δίνεις νομίζω περισσότερο βάρος στην ξεδίπλωση της πλοκής, πράγμα που "ολοκληρώνει" το έργο σου.

ΥΓ: Μεγάλε απορώ με την ανοχή και αντοχή σου. Ελπίζω να μην σε έχουμε τσαντίσει τόσες φορές που πας στην σέντρα...Είσαι γαμάτος! Αλλά είμαστε και μεις!!

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα είσαστε για να 'σαστε! Δεν ξέρω τι λείπει φίλε, αλλά δεν έχω χρόνο να το ψάξω. Αν ποτέ το διορθώσω... θα το διορθώσω χαχαχαχα.
Για την ώρα το θέμα είναι να μην ξεχάσω τίποτα. Μετά βλέπουμε.

Mr.Fixit είπε...

Einai koufo to poso tautizomai me ton hrwa...kserw pws de goustareis ampla-oumpla filofronhseis alla pianw polles fores pleon ton eauto mou na skeftetai "ti 8a ekane o "autos" " sth zwh mou..Toso ka8olou allakse h zwh apo tote?

Enw trww ta nyxia mou allh mia fora, kai ypopsiasomenos pws 8a teleiwsei akoma kalytera ki apo to synnefaki...

...kales giortes. ti giortazoume bebaia den kserw, alla mporei na ksereis esy.

The Motorcycle boy είπε...

Εμείς εδώ γιορτάζουμε το δέντρο του Κακλαμάνη, εσείς εκεί δεν ξέρω ποιον τοπικό άγιο τιμάτε, χεχεχε.

Ξέρεις, νομίζω οτι οι καταστάσεις αλλάζουν αλλά τα πράγματα παραμένουν όμοια σε όλες τις εποχές. Εννοώ, όταν είσαι πιτσιρικάς ας πούμε -έχεις στο μυαλό σου έρωτες, τσαμπουκάδες, αλητείες, επαναστάσεις κ.λ.π., όπως όταν μεγαλώσεις έχεις στο μυαλό σου δόσεις δανείων, μεροκάματο, παιδιά, σκατά, ξέρω 'γω.

Υ.Γ.: Για τη φάση που έστειλα μέιλ, εγώ είμαι εκτός -αλλά αν γουστάρετε να το κάνετε, πηγαίνετε στη σελίδα του και στείλτε του μέιλ. Είναι ανοιχτός.
Και καλή ξεκούραση -θα τη χρειαστείτε.

Ανώνυμος είπε...

Πανέμορφο ρε Μότορ!!!!!
Πανέμορφο!
Τον αγαπάω τον ήρωα!

:*

Υ.Γ. υπεροχες λεπτομέρειες παλι βάζεις.

Υ.γ. αυτο στην αρχη της ιστοριας που είναι καταπληκτικό κομμάτι όλο
"Πως πάει ρε φίλε; Να λες πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι, ..."

κ όχι μην παιξει πουστια με τους φίλους

Κ μεις "γιορτάσαμε" ΑΝΑΛΟΓΩΣ σημερα στην ερμού :)))

Ανώνυμος είπε...

Για τον μάγκα, την Άλεξ, τον motor και την ell!... Το δικό μου σάουντρακ:http://www.youtube.com/watch?v=B2lW5KwyS14&feature=related

Ανώνυμος είπε...

Γαμάτο!

Ευχαριστουμε ρε Outsider!!!

:))))

Υ.Γ. μπορεί ν αργήσω να ξαναμπω στο νετ

πάρε ένα κομμάτι που μ αρέσει παρα πολυ
http://www.youtube.com/watch?v=kLC0E0_nPKI

Ανώνυμος είπε...

Να τα πούμε!;
http://www.youtube.com/watch?v=NDU4Z_BBkTA&feature=related

http://www.youtube.com/watch?v=ydBmfpFMNfM

http://www.youtube.com/watch?v=auOpzoOBzMg&feature=related

Ευχαριστώ ell!

The Motorcycle boy είπε...

Καλή χρονιά και στους δυο σας ρε!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι