Προηγούμενα:
Η μέρα ξεκίνησε ενοχλητικά
ηλιόλουστη -πράγμα που δυσκολεύει το περπάτημα στην πόλη, ειδικά αν δεν είσαι από
τους τύπους που κυκλοφορούν με αντιανεμικό μπουφάν απορροφητικό, αθλητικό
μπλουζάκι και λεπτά αθλητικά παπούτσια -κι εγώ υπήρξα πολλά πράγματα, αλλά ποτέ
τέτοιος τύπος. Προσθέτοντας την απέχθεια που τρέφω για τη χρήση των μέσων
μαζικής μεταφοράς, η οποία έχει να κάνει με δυο πράγματα: την ανυπόφορη μυρωδιά
της σωματικής επαφής λόγω σαρδελοποίησης και τα απότομα φρεναρίσματα με τα
οποία ο οδηγός διασκεδάζει την πλήξη του – κάπως έτσι λοιπόν βρέθηκα ιδρωμένος
και ξαναμμένος έξω από τη μάντρα του Βαγγέλη, του επονομαζόμενου και Βούτακα,
στο Γαλάτσι. Στην τσέπη του μπουφάν μου περίμενε όσο χαρτί μπόρεσα να σηκώσω
από την τράπεζα και τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης μέσα σε 5 μέρες -τόσος
καιρός είχε περάσει από την εμφάνισή μου στην τηλεόραση.
Στο μεταξύ, είχα διαλέξει
εξώφυλλα μαζί με το Λίο, είχα απορρίψει δοκίμια και είχα καθυστερήσει όσο
μπορούσα τις τυπογραφικές μηχανές αλλά τελικά οι μηχανές νίκησαν-όπως πάντα. Σε
2-3 μέρες τα βιβλία μου θα φιγουράριζαν στα κεντρικά βιβλιοπωλεία κι εγώ θα έπρεπε
όλο αυτό να το υπομείνω.
Ο Βούτακας ήταν παιδικός φίλος
και συμμαθητής (για όσο καιρό πήγαινε σχολείο) -ειδικότητά του οι κόντρες στη
Βούτα (εξ ου και Βούτακας) όπου οι μηχανές άλλαζαν ιδιοκτήτη πάνω από μια φορά
μέσα σε μια νύχτα -ο Βαγγέλης ερχόταν με ένα κανιβαλισμένο ΧΤ και κυνηγούσε σχεδόν
εμμονικά Καρχαρίες, ενίοτε με μεγάλη επιτυχία, όχι τόσο λόγω ιπποδύναμης
αλλά κυρίως λόγω θράσους. Το ότι επέζησε για να εξελιχθεί, πρώτα σε κλεφτρόνι
και μετά σε ιδιοκτήτη μάντρας είναι ένα από τα ανεξήγητα μυστήρια που κάνουν τη
ζωή ενδιαφέρουσα σε αυτό τον πλανήτη.
Άναψα τσιγάρο για να
ξελαχανιάσω κοιτάζοντας την επιγραφή (κίτρινη-μαύρη) στην είσοδο της μάντρας -έμοιαζε
σα να βαριέται εκεί που την είχαν κρεμασμένη αλλά τα βράδια, όταν ανάβαν τα
φώτα της, θα πρέπει να ήταν πραγματικά ενοχλητική. Το κτίριο φαινόταν στο βάθος
και για να το φτάσεις έπρεπε να περάσεις σειρές από παρκαρισμένα αυτοκίνητα που
λιάζονταν φρεσκοπλυμένα. Μπήκα λίγο πιο μέσα και συνέχισα το τσιγάρο μου,
χαζεύοντάς τα. Στα παρμπρίζ διακρίνονταν οι πλαστικές ταμπέλες με την τιμή κάθε
αυτοκινήτου, την ημερομηνία πρώτης άδειας και τα χιλιόμετρα (αυτά τα τελευταία,
ήμουν σίγουρος ότι είχαν αφεθεί στη φαντασία του Βούτουκα και στην αχαλίνωτη
διάθεσή του να πειράζει κοντέρ).
Ένας πιτσιρικάς με φόρμα
συνεργείου με πλησίασε.
«Ο κύριος;» ρώτησε.
«Ναι αυτός», τον επιβεβαίωσα.
«Ψάχνω το Βαγγέλη».
Σήκωσε το χέρι του, αφού πρώτα
το σκούπισε με ένα στουπί.
«Στο βάθος, στο γραφείο», μου
είπε.
Εκεί πήγα.
Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα μέσα
στο κτίριο, απλώς ένα γραφείο περικυκλωμένο με πλεξιγκλάς για να ξεχωρίζει από
τις ράμπες του συνεργείου. Ένας άντρας με μαλλί αφάνα και γυαλιά πρεσβυωπίας
χάζευε μια οθόνη λάπτοπ. Έμοιαζε με τον πατέρα του Βαγγέλη την εποχή που κάναμε
παρέα -τότε δούλευε ακόμα στα τρόλεϊ, όταν δεν έτρεχε να βγάλει το γιο του από
τα κρατητήρια. Βέβαια, ο πατέρας του Βαγγέλη ποτέ δεν θα φορούσε μπλούζα των Judas Priest. Πέρασα το χώρισμα που
άφηνε ανοιχτό το πλεξιγκλάς.
«Εδώ πουλάτε τσιγάρα;» ρώτησα.
Ο Βαγγέλης στράβωσε επιτόπου
αλλά μετά σήκωσε το κεφάλι του και σταμάτησε τη χριστοπαναγία πριν περάσει τα
δόντια του.
«Έλα μωρή κουφάλα
διασημότητα…» σφύριξε.
Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος
και χαμογέλασα.
«Τι γίνεται Βούτακα; Πάλι
τσόντες βλέπεις;» ρώτησα δείχνοντας την οθόνη του λάπτοπ με το βλέμμα.
«Πολύ σκληρό γαμήσι αδερφέ
-μιλάμε για αίμα…» με διαβεβαίωσε και γύρισε την οθόνη προς το μέρος μου. Είδα
ένα λογιστικό φύλλο ανοιχτό αλλά, βέβαια, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τους
αριθμούς.
«Δε σε είχα για μαζοχιστή», θαύμασα.
«Αν δεν ήμουν μαζοχιστής δε θα
είχα μαγαζί αυτή την περίοδο, Νίκο», μου εξήγησε.
«Σωστό κι αυτό», παραδέχτηκα.
Κάθισα στην κοντινότερη
πολυθρόνα.
«Πώς την έχεις δει και
βγαίνεις στις ειδήσεις ρε μάγκα;» με ρώτησε.
«Ξέρεις τώρα… τζετ σετ κι
έτσι… μοντέρνα διανόηση», του εξήγησα.
«Γαμείς καθόλου με όλα αυτά
ή…» ενδιαφέρθηκε να μάθει.
«Μπα…» παραδέχτηκα. «Δεν ήμουν
ποτέ φανατικός των σπορ».
Ξεκαρδίστηκε, έψαξε την τσέπη
ενός μπουφάν που κρεμόταν από την πολυθρόνα του και έβγαλε ένα μαρκούτσι με ενσωματωμένο
δοχείο. Πάτησε το πλαϊνό κουμπί και ρούφηξε μια γερή -μετά άδειασε τα πνευμόνια
του γεμίζοντας καπνό το γραφείο.
«Τι είναι αυτά ρε μπαγάσα…»
διαμαρτυρήθηκα. «Ούτε σε διαδήλωση να πηγαίναμε…»
Τράβηξε άλλη μία -πλέον δεν
τον έβλεπα από τον πολύ καπνό στο χώρο.
«Είναι καλό. Βανίλια με ρούμι»,
μου εξήγησε.
«Το έχω φάει σε παγωτό αυτό»,
θυμήθηκα.
Άφησε το εργαλείο δίπλα του.
«Τι συμβαίνει με σένα, για πες
μου… Γιατί σε βρίζουν στα κανάλια;»
«Για να με βρίζουν, κάποιο
λόγο θα έχουν…» παραδέχτηκα.
«Έχεις άκρες στην κυβέρνηση;»
Γέλασα.
«Μη γίνεσαι μαλάκας», του
απάντησα.
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ», είπε.
«Κι ο τύπος στη φυλακή;»
«Παλιός φίλος».
«Όλο με κάτι ύποπτους πήγαινες
και έμπλεκες από παλιά -τα θυμάμαι…» είπε.
«Οι οποίοι σπανίως ήταν μόνο
ύποπτοι», πρόσθεσα.
Γέλασε.
«Και τώρα; Πώς τη βολεύεις;»
«Από δω κι από κει. Εσύ όμως
-κυριλέ….» γέλασα.
«Ναι, Δουξ του Χάλιφαξ το
λιγότερο», μουρμούρισε. «Τέλος πάντων, προς τι η τιμή της επίσκεψης;»
«Θέλω όχημα», του είπα.
Σήκωσε τους ώμους.
«Εντάξει… έχω δυο τρεις
μηχανές, αλλά..»
«Αυτοκίνητο», τον έκοψα.
«Εσύ;» γούρλωσε τα μάτια.
Κούνησα το κεφάλι θετικά.
«Τι έπαθες; Παράλυση κάτω
άκρων; Ακράτεια; Τυφλοποντικίαση;»
Γέλασα.
«Γερνάμε Βούτακα»,
παραδέχτηκα.
Έγειρε πίσω κάνοντας την
πολυθρόνα του να τρίξει.
«Αυτά Κάστρο σ΄εκείνους που σε
πιστεύουν, όχι σε μένα. Εσύ ρε αρχίδι θα πεθάνεις καβάλα, όρθιο θα σε θάψουν».
Πετάχτηκε από την πολυθρόνα,
έπιασε το μαρκούτσι.
«Σήκω, έλα να σου δείξω», μου
είπε.
Σηκώθηκα απρόθυμα -το θέμα δεν
πήγαινε όπως υπολόγιζα.
Διασχίσαμε το συνεργείο και
βγήκαμε από την πίσω πόρτα. Ο ήλιος με τύφλωσε, μισόκλεισα τα μάτια -εκεί πίσω άραζαν
φρέσκα και λαχταριστά, ένα Ζετ χιλιάρι, ένας Νίντζα και μια Μπουλτάκο
χωματερή.
«Τι γουστάρεις ρε μάγκα -όλα
για πάρτη σου», με χτύπησε στην πλάτη ο Βούτακας.
Εγώ πάλι κοίταζα λίγο πιο πέρα
-μια κατακόκκινη Άλφα Τζούλια δεκαετίας και βάλε που ποζάριζε εμφανώς
αηδιασμένη δίπλα σε κάποιο υβριδικό Χόντα.
«Αυτό εκεί», σήκωσα το δάχτυλό
μου προς τη Τζούλια.
Ο Βαγγέλης δεν κατάλαβε τι του
έδειχνα.
«Ποιο; Το σκουτεράκι;»
απόρησε.
Όντως, προς εκείνη την
κατεύθυνση -καμιά εκατοστή μέτρα πιο μακριά, υπήρχε ένα σκούτερ σαραβαλιασμένο.
«Όχι. Την κυρία», του ξέκοψα.
Γούρλωσε τα μάτια.
«Δε θα ‘σαι με τα καλά σου…»
βόγκηξε.
«Τώρα το κατάλαβες;» απόρησα.
«Ρε φίλε, εγώ σου δείχνω
μηχανές…»
Τον έκοψα απότομα.
«Στην πλατεία μού έκαψαν το
Δούκα. Δεν πρόκειται να ανέβω σε άλλη μηχανή -εκτός αν με κυνηγάνε χίλιοι
διαβόλοι», του είπα.
«Και πότε δε σε κυνηγάνε ρε
μαλάκα;» γέλασε.
«Όπως και να ΄χει… Τη Τζούλια
την πουλάς;»
Ψάχτηκε για το μαρκούτσι αλλά
το είχε ξεχάσει στο γραφείο, οπότε του πρόσφερα τσιγάρο από τα δικά μου.
«Πάρε ένα τέτοιο για την ώρα,
επειδή με το άλλο που έχεις, νομίζω συνέχεια ότι παθαίνεις αναρρόφηση και
τρομάζω», του είπα.
Γέλασε.
«Η Κυρία είναι δεσμευμένη»,
μου καθάρισε.
«Από;»
«Εμένα».
«Υπάρχουν και τα διαζύγια»,
πρότεινα.
Έξυσε το κεφάλι του, τράβηξε
μια τζούρα -πνίγηκε.
«Τώρα θα μου πεις…»
μουρμούρισε, «δεν την οδηγώ και πολύ…»
Περίμενα κοιτάζοντάς τον και
προσπαθώντας να καταλάβω αν πήγαινε να ανεβάσει την τιμή ή αν απλώς δεν ήθελε
να την αποχωριστεί.
«Αλλά και πάλι… Την έχω πολύ
καιρό, Νίκο. Καινούργια την αγόρασα -μιλάμε το αμάξι είναι τζιτζί, καινούργια
λάστιχα, δίσκοι, πλατό, ταμπούρα…»
Εντάξει -την τιμή πήγαινε
να φτιάξει…
«Πολλά λόγια Βούτακα -πόσο θες;»
Τράβηξε κι άλλη τζούρα, χωρίς
να πνιγεί αυτή τη φορά.
«Δεν την πουλάω ρε μάνα μου»,
είπε.
«Την πουλάς -το θέμα είναι
πόσο», τον γείωσα.
«Σίγουρα δε θες μια μηχανή; Το
Ζετ είναι σχεδόν ακυκλοφόρητο».
Τον κοίταξα αμίλητος.
Περίμενα.
«20», είπε τελικά.
Γέλασα.
«Για μαλάκες ψάχνεις ρε
Βούτακα;»
«Έχει συναισθηματική αξία»,
δικαιολογήθηκε.
«Εντάξει -να στη φέρνω κάθε
βράδυ να κοιμάστε αγκαλιά», πρότεινα.
«Ξέρεις πόσα έχω ρίξει στο
αμάξι;» συνέχισε.
«Πόσα;»
Δίστασε. Ήταν φανερό ότι δεν
το είχε καγκουριάσει το αυτοκίνητο -άρα ότι έλεγε θα πρόδιδε βλάβες,
τρακαρίσματα και τα σχετικά…
«Τέλος πάντων, επειδή είσαι
αδερφός θα στη δώσω με χασούρα. 15», είπε τελικά.
«Τι 15; Τα χρόνια του
αυτοκινήτου μού λες;» απόρησα.
«Όχι ρε…»
«Άκου Βούτακα. Ένα δεκαρικάκι
σου δίνω και λες κι ευχαριστώ γιατί σε ξέρω και είμαι σίγουρος ότι το έχεις
σκίσει το αμάξι. Τουλάχιστον έχει κάνα ηχοσύστημα της προκοπής;»
Το πρόσωπό του έλαμψε.
«Πλάκα κάνεις; Μιλάμε έχω
ρίξει 5 χιλιάρικα στο ηχοσύστημα, μέχρι ντιβιντιά παίζει…»
«Και τι με νοιάζει; Ταινία θα
βλέπω όταν οδηγώ;»
«Όχι εσύ, αλλά…»
Τον κοίταξα.
«Εντάξει, τέλος πάντων», είπε
όταν συνειδητοποίησε πως ήμουν πιο μόνος από σχολική αίθουσα το καλοκαίρι.
«Εντάξει, τα μιλήσαμε. Σου
ακουμπάω τα 10 και αναλαμβάνεις τη χαρτούρα», συνόψισα.
«Με 10 δε γίνεται δουλειά»,
κλάφτηκε.
«Μη με γαμάς τώρα Βούτακα. Μου
κάψανε το Δούκα, έχω μείνει πεζό δύο κι έρχεσαι τώρα να παζαρέψεις… Δηλαδή, να
πάρω το δεκάρικο το καυτό το μετρητό και να πάω να το σκάσω σε κάναν άλλον; Πώς
τη βλέπεις;» έριξα το τελειωτικό επιχείρημα.
«Όταν λες μετρητό…»
«Στη μέσα τσέπη το έχω, δεν είναι
από τη χαρά μου που σε είδα αυτό που φουσκώνει», του έκανα νόημα.
«Με βάζεις χοντρά μέσα, αλλά
εντάξει. Είσαι αδερφός…» μουρμούρισε.
Αν ήμουν αδερφός θα μου το
έδινες τζάμπα να κάνω τη δουλειά μου αφού δεν το κυκλοφορείς, σκέφτηκα.
«Αναλαμβάνεις και την ταφή του
Δούκα», του είπα καθώς ξαναμπαίναμε στο γραφείο.
Έξυσε το κεφάλι.
«Σε τι κατάσταση είναι;»
«Ξεροψημένος σα μπριζολάκι»,
απάντησα.
Τον έβλεπα ότι υπολόγιζε πόσο
θα έσπρωχνε το Δούκα για απόσυρση -εντάξει, αρκεί να μην αναγκαζόμουν να τον
ξαναδώ σ΄αυτά τα χάλια.
Μας πήρε γύρω στα 10 λεπτά να
ετοιμάσουμε τη χαρτούρα -εξουσιοδοτήσεις, μεταβιβάσεις, άδειες κυκλοφορίας και
τα σχετικά. Χρειάστηκαν άλλα 10 λεπτά στο Βαγγέλη για να κάνει ένα γρήγορο τσεκ
στη Τζούλια και να κλαφτεί ότι εγώ δεν του έπαιρνα αμάξι, γυναίκα του έπαιρνα και
στην τελική μακάρι να έφευγα με τη γυναίκα του την κανονική και τα παιδιά του
να ησύχαζε το κεφάλι του -όπως και να ‘χει, βρέθηκα με το κλειδί στη μίζα, στο
μπάκετ κάθισμα της Τζούλια να χαζεύω τους τζαμοκαθαριστήρες που ξέπλεναν κάτι
κουτσουλιές από το παρμπρίζ.
Γύρισα το κλειδί, ο κινητήρας
ξεκίνησε με τη μία κι αυτό ήταν το μοναδικό καλό της υπόθεσης γιατί ο ήχος του
ήταν διακοπτόμενος, σα να έπασχε από άσθμα. Κατέβασα το ηλεκτρικό παράθυρο.
«Ρε μαλάκα, στα πόσα το κόβεις
να με αφήνει;» ρώτησα το Βούτακα που καθόταν απέξω περίλυπος δήθεν.
«Τι λες τώρα… Γαμάει το
αμάξι», διαμαρτυρήθηκε.
«Γι΄αυτό είμαι σίγουρος. Το
θέμα είναι ποιόν…» παρατήρησα κι έφυγα σφαίρα -όσο το αμάξι λειτουργούσε
ακόμα.
Βγαίνοντας στο δρόμο πάτησα το
πλέι του καντράν, αλλά ο μαλάκας ο Βούτακας είχε αφήσει την ένταση στο θεό,
οπότε τα τζάμια έτριξαν πανικόβλητα όσο ο Σερζ αμφιταλαντευόταν, «νομίζω ότι
δεν εμπιστεύεσαι την εγωιστικά ενάρετη αυτοκτονία μου/ κλαίω όταν οι άγγελοι
δικαιούνται να πεθάνουν»[1],
τσακίστηκα να το χαμηλώσω πριν φάω κάνα γούφερ στη μούρη.
Σένια…
Έβγαλα το κινητό από την τσέπη
και έψαξα το τηλέφωνό του στο πρώτο μποτιλιάρισμα. Περίμενα όσο χτύπαγε.
«Πώς ήταν αυτό ρε μουνίεεεε;»
στρίγκλισε ο Μπόρις από την άλλη άκρη.
«Δεν πιστεύω να δουλεύεις…»
είπα.
«Πίστευε και μη ερεύνα», μου
εξήγησε.
«Εντάξει. Σε 20 λεπτά κάτω από
το γραφείο σου», ξεκαθάρισα.
«Κάτσε ρε…»
«Καθιστός είμαι», διαπίστωσα
κλείνοντας τη συσκευή.
Άφησα τη Τζούλια να ρολάρει
νωχελικά στην κίνηση της λεωφόρου -η δουλειά του Μπόρις ήταν λιγότερο από 10
λεπτά απόσταση αλλά ήθελα πρώτα να γνωριστώ με το αυτοκίνητο πριν βάλω μέσα
συνεπιβάτη κι αυτά που μου έλεγε η Τζούλια, όσο την πήγαινα επιφυλακτικά, ήταν σκοτεινά
και άσχημα. Τελικά, στην Πατησίων βρήκαμε έναν κώδικα συνεννόησης -εκείνη ήθελε
αέρα κι ανοιχτούς δρόμους, εγώ ζούσα μέσα σε μυρμηγκοφωλιά, αποφάσισα να τη
φρενάρω ρίχνοντας ταχύτητες για να μην χαράζω τους δίσκους της και ξύνω τα
λάστιχά της. Κατά τα λοιπά, πάρκαρα στο πλάι της πλατείας Κάνιγγος, έσβησα τον
κινητήρα και αφοσιώθηκα στο να βάλω σταθμούς στις μνήμες του ηχοσυστήματος και
να συνδέσω το τηλέφωνό μου.
Μετά άρχισα να ψαχουλεύω το
ντουλαπάκι του συνοδηγού -πέτυχα εκεί μέσα ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου τα οποία θα
έπρεπε να ξεφορτωθώ, ένα πακέτο χαρτομάντηλα (σφραγισμένο) και (έλα ρε φίλε!)
4 σιντί. Τα τράβηξα έξω, λοιπόν ο Βούτακας έπασχε από σχιζοειδές μουσικό
γούστο. Η Συμφωνία αρ.7 του Σοστακόβιτς, το Κοντραμπάντο του Σπανουδάκη με
Αρβανιτάκη, ένα της Μπιγιονσέ και το ομώνυμο των Μότορχεντ. Λες τελικά να
χρησιμοποιούσε το αμάξι για να πηδάει γκόμενες ο μαλάκας; Θα μου πεις -πηδάς
γκόμενα με Μότορχεντ; Γιατί -πηδάς χωρίς;
Διάλεξα Σοστακόβιτς χωρίς
πολλή σκέψη -άφησα το σιντί να παίζει όσο σκεφτόμουν αν εκείνο του Σπανουδάκη
και την Αρβανιτάκη θα το πετάξω στα σκουπίδια ή θα το κρεμάσω στο μπαλκόνι μου
για να τρομάζουν τα περιστέρια. Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι δεν είχα μπαλκόνι
ή, αν είχα, το ήξεραν μόνο τα περιστέρια κι όχι εγώ. Δυνάμωσα τον ήχο -ήρθαν
τότε τα πνευστά να μας ντοπάρουν ηρωίνη, έκλεισα τα μάτια, ήθελα να κοιμηθώ
μέχρι το τέλος του κόσμου και λίγο περισσότερο αν γινόταν…
Αλλά ένα δυνατό χτύπημα στο
τζάμι με συνέφερε.
Ο Μπόρις είχε κολλήσει τη
μούρη του και αλληθώριζε γλύφοντας παθιασμένα τον αέρα. Χαμήλωσα τη μουσική και
του έκανα νόημα να μπει μέσα.
Βρεθήκαμε να κατεβαίνουμε την
Πειραιώς αμίλητοι. Ο Σοστακόβιτς το είχε γυρίσει σε πιάνο-βιολί πενθώντας τους
πεσόντες του Λένινγκραντ. Τράβηξα δυο τσιγάρα από το πακέτο, τα άναψα και έδωσα
το ένα στο Μπόρις.
«Τι φάση κι αυτή…» είπε.
«Μέχρι κι ο αναπτήρας στο
τασάκι δουλεύει», σχολίασα.
«Γεγονός;» με κοίταξε
έκπληκτος.
«Δε νομίζω… δεν ασχολήθηκα
καν», απάντησα.
Σταματήσαμε στο φανάρι.
«Πού το πέτυχες;»
«Το αγόρασα από το Βούτακα».
«Όπου Βούτακας…» αναρωτήθηκε.
«Ένας παλιός, δεν τον ξέρεις».
«Θέλεις να πεις ότι πλήρωσες
γι΄αυτό δηλαδή;»
«10»
«Ναι ε;»
Ένευσα θετικά.
Έκλεισε τη μουσική.
«Αυτό που κουδουνάει μπροστά…»
«Πειράκια νομίζω…»
«Καλά ξηγήθηκες λοιπόν»,
αποφάνθηκε τελικά. «Αλλά δεν έχεις κάτι άλλο να ακούσουμε; Τίποτα που γράφτηκε
τους τελευταίους δύο αιώνες ίσως…»
«Βρες το και πάρτο», του
έδειξα το ντουλαπάκι μπροστά του.
Βάλθηκε να σκαλίζει, τράβηξε
το Κοντραμπάντο και χωρίς δεύτερη κουβέντα το πέταξε έξω από το μισάνοιχτο
παράθυρο, το ίδιο έκανε και με το σιντί της Μπιγιονσέ.
«Άκου τώρα τον κινητήρα
-νομίζω ότι δουλεύει καλύτερα», μου είπε.
Συμφώνησα.
«Εδώ είμαστε», κατέληξε
βγάζοντας το σιντί των Μότορχεντ.
«Δεν είσαι σοβαρός…»
εκλιπάρησα.
Μέχρι να βγούμε παραλιακή, το
κεφάλι μου κουδούνιζε χειρότερα από το σασί της Τζούλια. Ευτυχώς, με το που
είδαμε τη θάλασσα έκλεισε τη μουσική.
«Και για πες μου εσύ που είσαι
σοφός, τι γίνεται τώρα;» με ρώτησε.
«Τώρα… τι να γίνει τώρα; Θα
βρούμε ένα ρομαντικό μέρος και θα πιούμε μπύρες», απάντησα.
«Καλά εντάξει και θα μας
κάνουν καντάδα οι αδερφοί Κατσάμπα… Τι γίνεται με σένα ρωτάω».
Άναψα καινούργιο τσιγάρο.
«Σου είπα ότι επανεκδίδονται
τα βιβλία μου;»
Με κοίταξε με ειρωνικό
χαμόγελο.
«Εξ ου και η συνέντευξη να
υποθέσω…»
Συμφώνησα.
«Καλά τους ξηγήθηκες», είπε
και ξαφνικά άρχισε να μυρίζει τον αέρα. «Σου μυρίζει λιπαντικό ή είναι η ιδέα
μου;» με ρώτησε.
«Δε μυρίζω κάτι», απάντησα.
«Σωστά. Που σημαίνει ότι θα σε
πηδήξουν στεγνά…» παρατήρησε.
«Κάνει καλό στο κυκλοφοριακό,
έχω ακούσει», παρατήρησα.
«Των βιβλίων σου εννοείς
-δεκτό… Στα πόσα πουλήθηκες;»
«40»
«Καλά σαράντα, που λέμε
δηλαδή…»
«Κάπως έτσι».
Βγήκα από τη λεωφόρο με τους
ξεραμένους φοίνικες και πήρα τον παράδρομο δίπλα στη θάλασσα. Έψαχνα κάτι άθλιο
και δεν άργησα να το βρω -πάρκαρα λοιπόν δίπλα στο τουριστικό, -τραπέζια
μελαμίνης με επένδυση βουλιαγμένο τσίγκο και μεταλλικές καρέκλες με σκισμένα
μαξιλάρια δερματίνης.
Έσβησα -βγήκα. Ο Μπόρις με
ακολούθησε -έκανε κάποιο κρύο δίπλα στο νερό αλλά αντεχόταν κι έτσι καθίσαμε
έξω -κάτω από τον ψεύτικο ήλιο. Αμίλητοι. Ένα γκαρσόνι με παπιγιόν, φαλάκρα και
βρώμικο λευκό πουκάμισο μας πλεύρισε.
«2 μπύρες», είπα.
«Έχουμε…» ξεκίνησε να λέει.
«Την πρώτη που είπατε», τον
έκοψε ο Μπόρις.
Το γκαρσόνι έφυγε. Κέρασα
τσιγάρο.
«Ωραία είναι εδώ…» κανιβάλισε
ο Μπόρις.
«Μόνο στην Ελλάδα μπορείς να
βρεις τέτοια μέρη το χειμώνα», συνέχισα εγώ.
«Τι τα θες; Σαν την Ελλάδα δεν
έχει πουθενά…» είπε εκείνος.
«Ας πιούμε σε αυτό», πρότεινα
και άδειασα το νερό από το ποτήρι που μας είχε φέρει επί τη εμφανίσει το
γκαρσόνι, η άμμος κάτω από τα πόδια μας βρωμίστηκε.
«Και ποιο είναι το σχέδιο από
εδώ και πέρα;» με ρώτησε.
Το σκέφτηκα. Δεν απάντησα.
«Καλά το κατάλαβα», συμπέρανε.
«Εκεί που ψόφαγες κατά μόνας, αποφάσισες να το κάνεις τσίρκο Μεντράνο…»
«Κανένας δε λέει όχι σε μια
ακριβή κηδεία», είπα.
«Πες μου κάτι ρε μαλάκα…»
ξεκίνησε σβήνοντας το τσιγάρο του στο τασάκι. «Γιατί έχεις φάει τέτοιο κόλλημα
με τους θανάτους; Και ειδικότερα με έναν συγκεκριμένο θάνατο», κατέληξε
δείχνοντάς με.
Εκείνη τη στιγμή ήρθαν οι
μπύρες μαζί με κάτι ξηρούς καρπούς μουσειακής προέλευσης. Πήρα ένα φιστίκι,
παιδεύτηκα να το ανοίξω και μετά το πέταξα στο τασάκι.
«Κοίτα τώρα πώς έχει αυτή η υπόθεση…»
ξεκίνησα. «Στη ζωή του δεν κατάφερε και σπουδαία πράγματα, εκτός από τα
λιγνιτωρυχεία και τις χειροβομβίδες, κι ίσως γι' αυτό να φταίει το ότι
γεννήθηκε μες στο Ροζικλαίρ και κάτω απ' το πλανητικό σύστημα του Γκλεν Μίλερ
και του Μπένι Γκούντμαν, που τον βομβάρδιζε με μπόλικο σεληνόφως, κορνέτες,
σαξόφωνα και τόνους πορφυρού λίπστικ... Όλα άρχισαν σε κάποιο Καλοκαίρι της
Ασετυλίνης, τότε που πέθαιναν άνυδρες οι σαύρες πάνω στα πεζούλια και τα
κορίτσια που αγάπησε είχανε πια χαθεί μαζί με τις έρημες πλατείες και τις
στέρνες…»[2]
«Ναι εντάξει και μετά
συνάντησε τη Βέρα και ο μαύρος βαλές στην κόκκινη ντάμα, ο μαύρος άσσος στο
τρία -έτσι πρέπει να γίνει.[3]
Τα ξέρουμε όλα αυτά, Νίκο. Αν θέλεις να το παίξουμε έτσι, στο γενικό -είμαι
μέσα. Έχω πρόχειρες και κάτι ατάκες από Κοέλιο συν Λεό Μπουσκάλια, θα σε
τσακίσω», άπλωσε τα πόδια του στην άμμο νευριασμένος.
«Τώρα γιατί μου το γαμάς;»
παραπονέθηκα.
«Επειδή θέλω να ξέρω τι παριστάνεις
-τι κάνεις ρε μαλάκα μακριά από τη δικιά σου σ΄ένα διαμέρισμα τρία επί τίποτα;
Πρόσεξε -αν ήταν μόνο αυτό δε θα σε ρώταγα, όταν όμως βγαίνεις από το
διαμέρισμα, το παίζεις Αλβέρτος Σβάιτσερ, αρπάζεις ένα χέρι ξύλο και το γυρνάς
σε τηλεσελέμπριτι -όσο να πεις…. έχω απορίες φιλαράκο…»
Γέλασα. Μόνο ο Μπόρις…
«Δεν πήγα εγώ, αυτά ήρθαν και
με βρήκαν», του ξεκαθάρισα.
«Και το πλασάρεις αυτό σα
δικαιολογία; Ποιον κοροϊδεύεις; Τον εαυτό σου μπορεί… αλλά μέχρι εκεί», με
γείωσε.
Σήκωσα το γιακά του μπουφάν
μου γιατί άρχισε να ξυρίζει…
«Λοιπόν έχεις δίκιο… Το θέμα
είναι πώς δεν έχω καμιά διάθεση να ζήσω και καθόλου θάρρος για να πεθάνω.
Σκέφτηκα λοιπόν ότι μέχρι να έρθει το μοιραίο, καλό είναι να μη σπάω τ΄αρχίδια
όσων αγαπάω… Απ΄ότι θα θυμάσαι, εκείνη είναι μικρή σε σχέση με εμάς τους
παλιόγερους -αλλά όσο έμενα μαζί της έχανε από ζωή. Προτίμησα να φύγω πριν το
πάρει χαμπάρι και με πετάξει έξω μόνη της», είπα.
«Εντάξει, αυτό το σενάριο
δώστο σε κάναν Παπακαλιάτη να στο κάνει κούκλα…» γέλασε. «Και προπάντων, δεν
μιλάς με κάποιο ηλίθιο -νομίζω; Μου είπες όσα ήξερα και απορώ δηλαδή… Αυτό ζήτησα
να μάθω;»
Φύσηξα τον ανύπαρκτο καπνό μου
στα υποθετικά δέντρα του περίγυρου και τον κοίταξα.
«Ρωτάς δηλαδή γιατί μπλέχτηκα
στην όλη υπόθεση; Και με ρωτάς, ξέροντας ότι έχω βγει στην απέξω και δεν έχω
κανέναν κρεμασμένο στο λαιμό μου για να φουντάρουμε παρέα…»
Έσκυψε το κεφάλι -κατάλαβε.
«Ίσως τελικά να μην θέλω να τα
παραδεχτώ όλα αυτά», απολογήθηκε.
«Αποδεχτώ, εννοείς»,
τον διόρθωσα.
«Τι να αποδεχτώ ρε ηλίθιε -τι
είμαι, ασθενής στο τελικό στάδιο ή απατημένος σύζυγος; Αν και τώρα που το
σκέφτομαι… η Άννυ πολύ χάνεται τώρα τελευταία… Δεν είναι εκεί το θέμα -έτσι;»
Γέλασα.
«Το μόνο που μας μένει
λοιπόν…» ξεκίνησε.
«Είναι να μη μας μείνει
τίποτα», συμπλήρωσα. «Γι΄αυτό και είπα να βρεθούμε. Και το αυτό ξεκινάει
από την πλατεία»
Με κοίταξε σκεφτικός.
«Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο»,
είπε και άδειασε τη μπύρα από το ποτήρι του.
Όντως -άναψα καινούργιο
τσιγάρο, μετά έσπρωξα το πακέτο και τον ζίπο προς το μέρος του.
«Το ήξερες ότι ο Σπήλιος είναι
πλέον ιδιοκτήτης μπαρ στα πέριξ της πλατείας;» τον ρώτησα.
«Τρομερό…» σχολίασε. «Και πώς
το ανοίγει; Με κανονικό κλειδί ή με γαλλικό;»
«Τον ρώτησα τις προάλλες αν
ήξερε τίποτα για την υπόθεση… Μάλλον ήξερε…» είπα.
«Αλλά σε είδε ως καουμπόη και
αυτός, μονίμως με τους ινδιάνους», σχολίασε.
«Κάπως έτσι», παραδέχτηκα. «Πέτυχα
έναν από αυτούς…»
«Πες σκηνικό…» έκανε όλο
ενδιαφέρον.
«Σαχλαμάρες… Στο τέλος με
πλάκωσε στις κλωτσιές η γκόμενά του και δεν ήξερα από πού να φύγω», του
εξήγησα.
«Ακόμα τις τρως από κορίτσια
λοιπόν», διαπίστωσε.
«Πάντα», επιβεβαίωσα.
«Και τώρα;»
«Τώρα -τίποτα. Απλώς μια ωραία
μέρα που θα είναι νύχτα, σκάμε στην πλατεία ως Τσαρλς Μπρόνσον και ότι κάτσει…»
είπα.
«Και οι δύο;»
«Ναι»
«Αλλά ο Τσαρλς ήταν ένας»,
διαμαρτυρήθηκε.
«ΟΚ -Τσαρλς Μπρόνσον και Λίαμ
Νίσον», διόρθωσα.
«Δεν έχουν παίξει πουθενά μαζί
αυτοί οι δύο», είπε.
«Τέρενς Χιλ, Μπαντ Σπένσερ»,
συνθηκολόγησα.
«Εσύ ο Μπαντ Σπένσερ», μου
ξεκαθάρισε.
«Πήγανε», αποδέχτηκα.
«Πάμε κι εμείς γιατί έχω και
δουλειά;» μου ζήτησε.
Στη διαδρομή της επιστροφής
δεν είπαμε πολλά -κυρίως ο Μπόρις έσπαγε την ησυχία μέσα από τα κλειστά
παράθυρα με αστεία για τα παιδιά του (που δεν με ενδιέφεραν καθόλου) και
παράπονα για την Άννυ που πλέον είχε γίνει καριερίστρια και ζούσε για να
δουλεύει, «σε λίγο θα βγάλει μουστάκι και μανσέτες λογιστή», διαπίστωνε
στενάχωρα και τελικά, ρε φίλε είναι αυτό το κωλο-σύστημα που φτιάχνει ηλίθιους
άντρες και γυναίκες που θέλουν να γίνουν ηλίθιοι άντρες, «στρίψε δεξιά γιατί
θα χάσεις το στενό και θα πέσουμε σε κίνηση».
Αυτά έγιναν όταν ήρθε να τη
βρω η Τζούλια.
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!