Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2012

12. Η συναλλαγή


Προηγούμενα:

1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο 
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ 
4. Η πονεμένη ιστορία της Βίβιαν 
5. Η αντοχή είναι πιο σημαντική από την αλήθεια 
6. Κορόιδο 
7. Η πονεμένη ιστορία της Σόνιας
8. Προδιαγραφές θανάτου 
9. Μια πεταλούδα στις ερημιές 
10. "Κορίτσια μην κλαίτε για τον Λούη" 
11. Όταν προκύπτει έρωτας


Μια απορία που ποτέ δεν κατάφερα να λύσω έχει να κάνει με το πόσο καλή θα πρέπει να είναι μια γυναίκα στο κρεβάτι ώστε να αντέξεις να πας μαζί της για ψώνια. Ίσως βέβαια η απορία να είναι λάθος διατυπωμένη, ίσως να μην είναι θέμα πηδήματος αλλά θέμα έρωτα στην τελική. Μιλάω βέβαια γι΄αυτή την κατάσταση που περπατάς μέσα στο σύννεφο και τα βλέπεις όλα τεχνικολόρ –όπως και να ΄χε, ο έρωτάς μου για τη Σόνια δεν φαινόταν τόσο δυνατός ώστε ν΄ αντέξω αδιαμαρτύρητα το τραβολόγημα στα μαγαζιά. Έφταιγε μάλλον και το εμπορικό κέντρο που πήγαμε –τίγκα στους μπάτσους λες και επισκεπτόμασταν το προεδρικό μέγαρο ρε φίλε....
Έφταιγε και το οτι δεν καταλάβαινα τι στο διάολο έψαχνε –εννοώ, μια τσάντα είναι μια τσάντα –χρώμα, σχήμα, χωρητικότητα. Πας σ΄ένα μαγαζί, λες, θέλω μια τσάντα έτσι κι έτσι, την τραβάνε από το ράφι, στην τυλίγουν, την παίρνεις. Έχω άδικο;
«Κοίτα –αν βαρέθηκες, πήγαινε να πιεις έναν καφέ στον πάνω όροφο», μου πρότεινε η Σόνια.
«Γιατί –το κόβεις να σου πάρει κάνα δίωρο ακόμα η υπόθεση;» απόρησα.
«Δεν είναι αυτό, απλώς όσο σε νιώθω νευριασμένο μπλοκάρω».
«Δεν είμαι νευριασμένος, απορημένος είμαι. Τι σκατά ψάχνεις στην τελική; Έχουμε δει 30, ακριβώς ίδιες, τσάντες... Πάρε μία να ξεμπερδεύουμε», φώναξα.
Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου, κάτι χλιμίτζουρες από δίπλα μάς κοίταζαν.
«Εντάξει, θα πάω για καφέ», της είπα.
«Αυτό να κάνεις», με ενθάρρυνε.

Οι καφετέριες των εμπορικών κέντρων καταφέρνουν, με κάποιο μυστήριο τρόπο, να συνδυάζουν τον άπλετο χώρο με το αίσθημα κλειστοφοβίας –κάθεσαι εκεί πέρα και το γκαρσόνι βρίσκεται τρία χιλιόμετρα μακριά σου αλλά νιώθεις οτι το ημιδιαφανές ταβάνι σε πλακώνει, οι σόμπες εξωτερικού χώρου σού κλέβουν το οξυγόνο και οι ελάχιστοι πελάτες κάθονται όλοι στο σβέρκο σου.
Παράγγειλα έναν καφέ που ήξερα εκ των προτέρων οτι θα έχει ενοχλητική γεύση κι έμεινα να τον περιμένω χαζεύοντας τη λιγοστή κίνηση. Φυσικά, ακριβώς απέναντί μου, σ΄ένα σαντουιτσάδικο, είχαν αράξει δυο μπάτσοι και χλαπάκιαζαν –η κλειστοφοβία που λέγαμε...
Είχα επάνω μου το πιστόλι του γέρου και την πεταλούδα, ένιωθα ένοχα αλλά δεν ήθελα σε καμιά περίπτωση να κάνω τον καμπόη, όταν ήρθε λοιπόν ο καφές μου άναψα τσιγάρο και το έπαιξα συνηθισμένος θαμώνας.
«Απαγορεύεται το κάπνισμα εδώ, κύριε», μου είπε το γκαρσόνι.
«Γιατί;» απόρησα.
«Απαγορεύεται σε όλους τους κλειστούς χώρους του εμπορικού κέντρου», μου εξήγησε το γκαρσόνι.
«Κλειστός είναι αυτός ο χώρος;» μπερδεύτηκα. «Εδώ είναι σα γήπεδο...»
«Αν θέλετε να καπνίσετε, θα πρέπει να βγείτε στο μπαλκόνι», συνέχισε απτόητο το γκαρσόνι.
Έσβησα νευριασμένα το τσιγάρο στο τασάκι και μπερδεύτηκα ακόμα περισσότερο.
«Αφού απαγορεύεται το κάπνισμα γιατί έχετε τασάκια;» τον ρώτησα.
«Για να σβήνετε τα τσιγάρα σας», μου απάντησε.
Συνεννόηση-κουφέτο...

Η Σόνια με βρήκε, 10 λεπτά αργότερα, να τρώω τα νύχια μου –απορούσα πως δεν είχαν έρθει ήδη οι μπάτσοι να με ψαχουλέψουν όπως κάνουν στα πρεζόνια.
«Εντάξει ο καφές;» με ρώτησε.
«Χέσε μας ρε Σόνια», ξέσπασα. «Εσύ εντάξει;»
«Ναι –την πήρα. Πάμε να φύγουμε;»

Βγάλαμε το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου και αποφύγαμε την κίνηση της λεωφόρου –η Σόνια με κατεύθυνε μέσα από τα στενά σε μια γειτονιά με καινούργιες πολυκατοικίες.
«Να σε ρωτήσω...» ξεκίνησα την κουβέντα.
Με κοίταξε περιμένοντας.
«Ας υποθέσουμε οτι δεν παίρναμε τα λεφτά του Γκας για την κασέτα... Τι θα γινόταν τότε;» συνέχισα.
«Γιατί να μην τα πάρουμε;» ρώτησε.
«Άστο αυτό», είπα.
«Υποθέτω λοιπόν οτι θα είχαμε φράγκα μόνο για τα εισιτήριά μας και για τα πρώτα έξοδα, αυτό θα σήμαινε οτι όπου κι αν πηγαίναμε θα έπρεπε να δουλέψουμε...» έκανε σκεφτικά.
«Και είναι κακό αυτό;» ξαναρώτησα.
«Το μαλάκα παριστάνεις;» θύμωσε. «Η μόνη δουλειά που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι πουτάνα και νταβατζής...»
«Ίσως να μη χρειαζόταν, εννοώ... όλο και κάποιος θα βρισκόταν εκεί πέρα που να χρειάζεται έναν άνθρωπο για όλες τις δουλειές...» πρότεινα.
«Κι αυτός θα ήσουν εσύ –έτσι; Δηλαδή, δεν έχουν τους ανθρώπους τους για τις βρομοδουλειές –εσένα περιμένουν....» φώναξε.
«Μπορεί και να με περιμένουν», μουρμούρισα.
Άναψε τσιγάρο.
«Ας υποθέσουμε οτι σε περιμένουν και μάλιστα στο αεροδρόμιο για να σου δώσουν δουλειά. Αυτό τι σημαίνει; Άγνωστος σε ξένη χώρα –στη βδομάδα πάνω θα βλέπεις τα ραδίκια ανάποδα. Πού καταλήγουμε; Στο οτι εγώ θα πρέπει να κάνω την πουτάνα σε ξένη χώρα... Να φύγω από εδώ που είναι στρωμένο το πράγμα και να πάω να ξεκινήσω από το μηδέν. Έχω λάθος;»
Δεν μίλησα –είχε δίκιο.
«Γιατί να μην πάρουμε τα λεφτά;» έκανε πάλι την αρχική της ερώτηση.
«Επειδή δεν θέλω να δώσω την κασέτα στον Γκας...»
«Τι έκανε λέει;»
«Δε γουστάρω».
«Γιατί;»
«Έτσι ρε παιδί μου... Δε γουστάρω να βλέπουν τη Φωτίου να τον παίρνει, τι σκατά δηλαδή; Πεθαμένη γυναίκα....»
Γέλασε σκληρά.
«Άσε τις μαλακίες», είπε. «Έχουμε μια ευκαιρία να γλιτώσουμε από αυτό το γαμημένο μέρος και να ζήσουμε κάπως άνετα...»
«Δε γουστάρω», επανέλαβα.
«Πάρκαρε όπου βρεις –εδώ είναι το σπίτι του τύπου», μου είπε.

Πήγαμε μαζί στο σπίτι αυτό, μας υποδέχτηκε ένας χοντρός που έζεχνε σε πλήρη αρμονία με τον υπόλοιπο χώρο.
«Πώς από δω;» ρώτησε τη Σόνια.
«Διαβατήριο», του είπε εκείνη.
«Για αυτόν;» την ξαναρώτησε χωρίς να με κοιτάξει.
Εγώ έμενα παράμερα περιμένοντας.
«Τα συνηθισμένα», του είπε η Σόνια όταν της έκανε νόημα για το πόσα θα πάρει.
Μετά με έστησε απέναντι από μια μηχανή σε τρίποδο, μου έβγαλε κάτι φωτογραφίες και πήγε στον υπολογιστή του να τις εκτυπώσει. Όλη αυτή την ώρα ήμασταν όρθιοι.
«Πεντακόσα μπροστά», μουρμούρισε.
Η Σόνια έβγαλε τα χρήματα από την καινούργια τσάντα της και του τα έδωσε.
«Αύριο το απόγευμα», είπε ο χοντρός.
«Δεν γίνεται νωρίτερα;» αποφάσισα να ρωτήσω.
«Αν γινόταν δε θα στο έλεγα; Τι νομίζεις, οτι θέλω να κρατήσω τις φωτογραφίες σου παραπάνω μέρες για να τον παίξω;» κούμπωσε ο χοντρός.
«Είναι κι αυτό μια πιθανότητα», απάντησα.
«Με λες πούστη δηλαδή;» μούγκρισε ο χοντρός πλησιάζοντάς με.
«Κι αν σε λέω, τι θα γίνει;» σφίχτηκα κάπως.
Ο χοντρός ξεκαρδίστηκε.
«Μωρή Σόνια πώς με κατάλαβε ο δικός σου τόσο γρήγορα; Πουλιά στον αέρα πιάνει...» κορόιδεψε.
Η Σόνια δεν βρήκε τίποτα να του απαντήσει κι έτσι φύγαμε.
«Είναι εντάξει τώρα αυτός;» τη ρώτησα όταν βγήκαμε στο δρόμο.
«Ο καλύτερος», με διαβεβαίωσε.
Είχα πολλούς λόγους να αμφιβάλλω αλλά καθόλου χρόνο για να το αποδείξω.

Περιπλανηθήκαμε στην πόλη που είχε καταμπερδευτεί με την εμφάνιση του απογεύματος –δεν έλεγε να νυχτώσει αλλά τα φώτα είχαν ήδη ανάψει ενώ οι δρόμοι ήταν ερημικοί λόγω κλειστών μαγαζιών αλλά και μποτιλιαρισμένοι.
«Πού πάμε τελικά;» τη ρώτησα όταν βαρέθηκα να οδηγώ άσκοπα.
«Δεν θέλω να πάμε από τώρα ξενοδοχείο», μου είπε.
«Εντάξει», συμφώνησα.
Έβγαλα το αυτοκίνητο στην άδεια πλευρά της λεωφόρου κι ακολούθησα κάτι απομεινάρια ήλιου γεμάτος βιασύνη, λες και κυνήγαγα να του δώσω τη χαριστική βολή.
«Πού πάμε;» θέλησε να μάθει.
«Πουθενά συγκεκριμένα. Πάμε γενικότερα...» της απάντησα.

Καταλήξαμε σ΄ένα μεξικάνικο κοντά στην παραλία –πιάσαμε τραπέζι δίπλα στο αναμμένο τζάκι κι αράξαμε χαζεύοντας τα κρεμασμένα σομπρέρος. Δεν την κοίταζα, δεν με κοίταζε. Σε λίγο εμφανίστηκε ένας γερο-μαλάκας με γιλέκο, αστέρι σερίφη και καουμπόικο καπέλο κρεμασμένο στην πλάτη.
«Τι θα πάρετε;» ρώτησε χαμογελαστά.
«Για αρχή μια κανάτα μαργαρίτα», είπα χωρίς να ασχοληθώ με το αν συμφωνούσε κι εκείνη. «Πεινάς;» τη ρώτησα όταν έφυγε ο σερίφης.
«Όχι», ψιθύρισε.
Έβαλα το πράσινο υγρό στα ποτήρια, ένιωσα το αλάτι στα χείλη μου όσο κατέβαζα την πρώτη γουλιά και χάζευα τα κούτσουρα να τσιτσιρίζουν στο τζάκι.
«Γιατί ήρθαμε εδώ;» με ρώτησε.
«Εδώ πιο πάνω είναι το σπίτι που μεγάλωσα», της είπα. «Ερχόμασταν πιτσιρικάδες και παίζαμε στο ερείπιο που υπήρχε πριν γίνει αυτό το μαγαζί. Παίζαμε καουμπόηδες και ινδιάνους οπότε είναι κάπως γελοίο το οτι έγινε μεξικάνικο εστιατόριο τελικά... Όταν νύχτωνε λέγαμε οτι κυκλοφορούν φαντάσματα στα ερείπια –οι πεθαμένοι του σπιτιού που τους φανταζόμασταν πολύ όμορφους, σαν τις παλιές αμερικάνικες ταινίες, να περπατάνε με άσπρες νυχτικιές και να κοιτάζουν το πουθενά.... Έτσι τα φανταζόμασταν τα πράγματα τότε».
Έσβησε το τσιγάρο της και με κοίταξε.
«Και ο λόγος που μου τα λες όλα αυτά;» αναρωτήθηκε.
«Δεν ξέρω... Ίσως επειδή γουστάρω να φαντάζομαι κάποια προοπτική μαζί σου, όχι τίποτα φοβερές μελλοντολογίες, μη νομίσεις.... Κάποιο παραθαλάσσιο μαγαζί, αλλά κανονικό, όχι ιμιτασιόν σαν αυτό -κι απέξω ζέστη ανακατεμένη με υγρασία –ίσως ένα σπίτι απομονωμένο να μας περιμένει... Τέτοιες σαχλαμάρες τέλος πάντων», έκοψα απότομα τη φράση μου για να ανάψω κι εγώ τσιγάρο.
«Ναι –ωραία θα ήταν», ψιθύρισε.
Και με ξενέρωσε εντελώς.
«Όσο για την κασέτα...» είπα.
Με κοίταξε προσεκτικά τώρα.
«Δεν είμαι τόσο αρχίδι για να τη δώσω. Εντάξει, έχεις δίκιο, χρειαζόμαστε τα λεφτά αλλά ρε παιδί μου... Να χτυπήσω μια τράπεζα καλύτερα;».
«Και τι να πάρεις ρε βλάκα; Τα κολιέ από τις ταμίες;» είπε γελώντας.
Και πάλι σωστή.

Αφήσαμε εκεί το όλο θέμα, στην τρίτη κανάτα μαργαρίτα ανακαλύψαμε οτι θα έπρεπε να φάμε και τίποτα αν θέλαμε να ισιώσει ξανά η γη –παραγγείλαμε λοιπόν μερικές Σπίντι Γκονζάλες καταστάσεις και τις μασουλήσαμε ανόρεχτα. Από τα ηχεία παίζανε τα γλυκανάλατα του Κένι Ρότζερς, η Σόνια άρχισε να κοροϊδεύει, ειδικά το «ουάνς, τουάις, θρη τάιμς ε λέιντι»  το κανιβάλισε στην κυριολεξία σαλιώνοντας τα δάχτυλά της και κουνώντας τα, σα να μέτραγε λεφτά από βίζιτα. Γέλασα πολύ.
«Είσαι περίεργος μαλάκας», μου είπε.
«Όλοι είμαστε», φιλοσόφησα.
«Περίεργοι;» με ρώτησε.
«Μαλάκες», απάντησα.
«Δεν ξέρω τι θα κάνω μαζί σου», αναστέναξε.
«Όχι οτι έχεις κι απεριόριστες επιλογές...» παρατήρησα.
«Ναι, σωστό», συμφώνησε. «Από την άλλη βέβαια...»
Κι εκεί ακριβώς έκοψε την κουβέντα, δεν ξαναμίλησε όση ώρα ήμασταν στο μεξικάνικο. Απλώς έπιασε το χέρι μου και το κράτησε σφιχτά σιγοτραγουδώντας μια μαλακία των Σίμπλι Ρεντ. 

Στο δρόμο της επιστροφής ζαλιζόμουν αρκετά, αλλά τα καταφέραμε να βρεθούμε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού στο ξενοδοχείο, η γαμωμουσική είχε ξεκινήσει πάλι, αλλά δεν είχα κουράγιο να την κλείσω. Μείναμε έτσι να κοιτάζουμε το ταβάνι και πηδηχτήκαμε συμβατικά μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.
Ξύπνησα πονώντας παντού.

Ιδρωμένος, περιμένοντας τα χάπια κωδεϊνης να δουλέψουν, κάπνιζα διπλωμένος σε μια σκληρή, δερμάτινη, πολυθρόνα, χαζεύοντας το φεγγάρι έξω από τη τζαμαρία. Σκεφτόμουν –είναι πράγματα που μπορείς να κάνεις κι άλλα που δεν μπορείς. Το ξανάπα νομίζω, δεν θα είχα πρόβλημα να πατήσω τη σκανδάλη και να σκοτώσω τον οποιονδήποτε αλλά δεν ήταν το ίδιο εύκολο όταν χρειαζόταν να υπάρχει επαφή –όσο είσαι μακριά μπορείς να κοροϊδέψεις τον εαυτό σου οτι δε φταις εσύ για ότι έγινε, ο θεός, ο διάβολος, οι εξωγήινοι –κάποιος άλλος πυροβόλησε. Αλλά η γαμημένη η επαφή, η ζεστασιά του τρόμου που βγαίνει από το κορμί του άλλου, είναι δύσκολο να παλέψεις έναν θάνατο. Τι σχέση είχαν όλα αυτά με την κασέτα; Έφταιγε η γνωριμία μου με τη Φωτίου; Το ότι υπήρχε κάποια επαφή τέλος πάντων... Πόση σημασία είχε όλο αυτό, τώρα που η Φωτίου ήταν νεκρή; Έσβησα το τσιγάρο σ΄ένα γυάλινο τασάκι –έφταιγε ο Γκας. Όσο τον σκεφτόμουν τον καργιόλη να βάζει την κασέτα στο βίντεο και να σχολιάζει, «ρούφα του τον πούτσο μωρή, πάρτον όλον μέσα» -δεν άξιζε σε κανέναν τέτοια τύχη. Δηλαδή μπορεί να αξίζανε τέτοια και χειρότερα στο Μανιάτη αλλά δεν ήμουν εγώ αυτός που θα το αποφάσιζε.
Είχα μια προδιάθεση να πάρω την κασέτα και να την καταστρέψω επιτόπου αλλά σκέφτηκα οτι δεν λειτουργεί έτσι ο κόσμος σε μια σχέση –θα έπρεπε να το κάνουμε μαζί με τη Σόνια. Έστω κι αν χρειαζόταν να τη σημαδεύω με πιστόλι την ώρα εκείνη- αυτά έχουν οι σχέσεις- βασική τους προϋπόθεση η συνεννόηση.
Με πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα, ξύπναγα κάθε λίγο γιατί κρύωνα αλλά δεν είχα κουράγιο...

Πετάχτηκα από το χτύπημα στην πόρτα, κουτρουβάλησα στο πλάι της πολυθρόνας, το στόμα μου γέμισε μοκέτα. Η Σόνια ξεκαρδίστηκε.
«Ντύσου –δεν χρειάζεται να δει τ΄ απόκρυφά σου το γκαρσόνι», μου είπε.
Έτρεξα στο μπάνιο βλαστημώντας όσο εκείνη άνοιγε την πόρτα του δωματίου μας. Μπήκα κάτω από το ντους για να διώξω τον ύπνο κι όταν βγήκα έξω, τυλιγμένος στην αφράτη πετσέτα, το δωμάτιο μύριζε σαν διαφήμιση βουτύρου.
«Έχουμε δύσκολη μέρα μπροστά μας γι΄αυτό παράγγειλα πλήρες πρωινό», μου εξήγησε η Σόνια.
Είχε δίκιο –δεν ξέρω αν η μέρα θα ήταν όντως δύσκολη, αλλά για το πλήρες πρωινό είχε δίκιο, έπεσα πάνω του κι άρχισα να καταβροχθίζω σα δεινόσαυρος σε ταινία του Σπίλμπεργκ. Κάποια στιγμή την έπιασα να με κοιτάζει με τα χέρια σταυρωμένα.
«Εντελώς κτήνος ο κύριος, έτσι;» σχολίασα μισομπουκωμένος.
«Κάνε δουλειά σου», με καθησύχασε.
Τελείωσα το περιδρόμιασμα κι έριξα κάνα μισάωρο ύπνο στα κλεφτά όσο η Σόνια ανακάτευε τα κανάλια της τηλεόρασης, όταν ξύπνησα με περίμενε φρέσκος καφές.
«Νομίζω οτι είναι ώρα να πάρουμε τον Γκας», είπε η Σόνια.
Συμφώνησα διστακτικά, μεταθέτοντας τον καυγά για λίγο αργότερα. Μου έδωσε το τηλέφωνο, πήρα το νούμερό του και περίμενα.
«Τι τρέχει πάλι;» ακούστηκε ξερή η φωνή του.
«Ότι έτρεχε πάντα ρε μαλάκα. Το χρήμα τρέχει και θέλουμε να το μαζέψουμε», του είπα.
«Καλώς τον», έκανε μουδιασμένα.
«Καλώς σάς βρήκα –τι γίνεται με τα φράγκα;»
«Δεν τα έχω ακόμα».
«Λυπάμαι», έκανα ήσυχα κι ετοιμάστηκα να κλείσω.
«Κάτσε ρε πούστη...» μούγκρισε.
«Περιμένω».
«Δεν γίνεται να σου δώσω ρευστό –μπορώ όμως να κάνω μεταφορά...»
«Τι ‘μεταφορά’; Με φορτηγό ανατρεπόμενο θα μου τα στείλεις;»
«Κόψε τις σάχλες μωρέ... Μεταφορά από λογαριασμό σε λογαριασμό...»
Γέλασα.
«Έχεις και τραπεζικό λογαριασμό ρε Γκας; Μεγαλοπιάστηκες πούστη μου».
«Γιατί, εσύ δεν έχεις;»
«Έχω βεβαίως, αλλά ένεκα κάτι λογιστικές ανωμαλίες... Κανόνισε να σκάσεις το παραδάκι ντούκου ρε φίλε, τι με πέρασες, για τον Σκρουτζ Μακ Ντακ;»
«Δε γίνεται λέμε. Στις τράπεζες ζητάνε μέχρι πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να σου δώσουν ρευστό. Για ρώτα την άλλη μήπως έχει λογαριασμό».
Έξυσα το κεφάλι μου.
«Κλείνω», του είπα.
Κι έκλεισα.
«Θέλει να μας τα κάνει μεταφορά σε τραπεζικό λογαριασμό», της είπα.
«Και δεν χαίρεσαι;» χαμογέλασε.
Δεν κατάλαβα.
«Εσύ δεν είσαι που θέλεις να μην του δώσεις την κασέτα; Κάνε τη φτιάξη και πάρτου τα φράγκα στο έτσι...» μου πρότεινε.
Το σκέφτηκα. Μπορεί να ήμουν μεγάλο αρχίδι αλλά ποτέ δεν υπήρξα απατεώνας.
«Κοίτα –για σένα πήρα τηλέφωνο αν και εξακολουθώ να μην έχω καμιά απολύτως διάθεση να του δώσω την κασέτα. Από εκεί και πέρα, το να κάνω πουστιά στον Γκας...»
Γέλασε σκληρά.
«Είσαι μεγάλος χέστης τελικά», μου είπε. «Έχεις εκεί πέρα δυο μίζερες αρχές και μου τις κουνάς μπροστά στη μύτη σα το λάβαρο του Λεοντόκαρδου... Κι από πάνω διστάζεις να ρίξεις τον Γκας, γιατί παρακαλώ; Επειδή εκείνος σου ξηγήθηκε σπαθί πηγαίνοντας να σε σκοτώσει;»
«Αυτό ήταν δουλειά», δικαιολογήθηκα.
«Εντάξει ρε γαμώτο –κι αυτό που σου λέω δες το σαν δουλειά. Θα σε πληρώσω για να τη φέρεις στον Γκας και να του φας τα λεφτά...» εξοργίστηκε.
«Ωραία, το δέχομαι. Πόσα;» ρώτησα.
«Τα μισά –πενήντα χιλιάρικα».
«Συμφωνώ. Πέσε τώρα μια προκαταβολή», είπα.
Μου πέταξε ένα μαξιλάρι, ήταν γρήγορη αλλά όχι τόσο ώστε να με πετύχει. Έσκυψα γελώντας, έκανα μετά να την πλησιάσω.
«Έκλεισε το θέμα;» με ρώτησε.
«Μέσα», είπα. «Να καταστρέψουμε τώρα την κασέτα;»
«Γιατί;»
«Αφού δεν θα τη δώσουμε».
«Άστη ρε ηλίθιε –τι σε πειράζει; Η κασέτα είναι η εξασφάλισή μας».
Είχε δίκιο για μια ακόμα φορά.
«Κι από τραπεζικό λογαριασμό;» θυμήθηκα ξαφνικά.
«Άστο πάνω μου», είπε.
«Δηλαδή;»
«Έχω έναν με σύνδεση σε ξένη τράπεζα».
«Πολύ οργανωμένη η κυρία...» θαύμασα.

Ξαναπήρα τον Γκας.
«Τι τρέχει;» ρώτησε.
«Σύμφωνοι», είπα.
«Αριθμός λογαριασμού;» ζήτησε να μάθει.
Πάσαρα το τηλέφωνο στη Σόνια. Το πήγε μια βόλτα παραδίπλα, μέχρι την καινούργια τσάντα της, κάτι ψαχούλεψε, του έριξε 5-6 «ναι, εντάξει» μαζεμένα κι ένα νούμερο μακροσκελές στο ενδιάμεσο. Μου επέστρεψε το τηλέφωνο.
«Λέγε», του είπα.
«Πότε θα έχω την κασέτα;» ρώτησε.
«Αφού βάλεις τα φράγκα».
«Για μαλάκα μ’ έχεις κόψει;»
«Ναι –αλλά δεν είναι εκεί το θέμα».
Έπεσε μια ησυχία από την άλλη πλευρά του ασύρματου.
«Το πράγμα θα γίνει ταυτόχρονα», είπε ο Γκας.
«Σαχλαμάρες –αν υπήρχε το ρευστό θα μπορούσε... Τώρα δεν παίζει τέτοια περίπτωση», είπα.
«Άκου –θα κάνω την εντολή μεταφοράς με αυριανή ημερομηνία. Θα δει η δικιά σου την ώρα και μέχρι τότε πρέπει να έχετε φροντίσει να μου δώσετε την κασέτα».
«Κι αν ακυρώσεις την εντολή;»
«Πώς να την ακυρώσω;»
«Ξέρω ‘γω; Να τραβήξεις τα φράγκα...»
«Εντάξει ρε πούστη –την ώρα ακριβώς που θα πέφτουν τα χρήματα φρόντισε να μου δίνετε την κασέτα. Θυμήσου όμως οτι αν πάτε να μου κάνετε μαλακία θα σας κόψω κομματάκια», μούγκρισε ο Γκας κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Είπα στη Σόνια τα καθέκαστα.
«Μια χαρά», αποφάνθηκε. «Μας βάζει τα χρήματα, παίρνουμε το διαβατήριο και την κάνουμε».
«Στάσου μισό λεπτό ρε παιδί μου», απόρησα. «Και δεν υπάρχει περίπτωση να τραβήξει τα φράγκα όταν δει οτι τον στήσαμε;»
Η Σόνια γέλασε.
«Είσαι κάπως ασχέτου –έτσι; Για να γίνει η συναλλαγή θα πρέπει η τράπεζά μου να επικοινωνήσει με την τράπεζά του, να βεβαιωθεί οτι υπάρχουν τα φράγκα και να τα δεσμεύσει για τη μεταφορά».
«Η τράπεζά σου;»
«Η τράπεζά του».
«Θα κάνουν όλη αυτή την επικοινωνία οι τράπεζες;»
«Ναι αμέ...»
«Και μετά;»
«Τι μετά; Θα δώσω εντολή να φύγουν τα χρήματα για την τράπεζα στο εξωτερικό κι όλα καλά».
«Τρίτη τράπεζα;»
«Συνεργαζόμενη».
«Με την τράπεζά σου ή με την τράπεζά του;»
«Τι σημασία έχει;»
«Ξέρω ΄γω; Έτσι ρωτάω –τώρα που μπαίνω στον τραπεζικό κλάδο έχω απορίες...»
«Άντε ρε βλάκα», γέλασε η Σόνια πετώντας μου ένα ακόμα μαξιλάρι.
Αυτό με πέτυχε αλλά δεν με πόνεσε.

Δεν είχαμε καμιά διάθεση να κυκλοφορούμε άσκοπα, φροντίσαμε απλώς να μαζέψουμε τα λιγοστά μας πράγματα για να είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση. Το σχέδιο ήταν απλό. Περνάγαμε από τον τύπο, παίρναμε το διαβατήριο μου και καρφί για το αεροδρόμιο. Εισιτήριο για την πρώτη πτήση με προορισμό....
«Το Παρίσι», είπε η Σόνια.
«Μαλακία», σχολίασα.
«Γιατί;»
«Ξέρω ΄γω; Δε μ΄ αρέσει».
«Έχεις πάει;»
«Όχι. Αφού σου είπα οτι δε μ΄ αρέσει».
Αναστέναξε.
«Εντάξει –πες εσύ», μου πρότεινε.
«Δεν έχει σημασία», μουρμούρισα. «Λονδίνο, Μαδρίτη, Βερολίνο –ότι σκατά να ‘ναι. Αρκεί, εκεί που θα πάμε να έχει πτήσεις για Λατινική Αμερική».
«Λατινική Αμερική ε;»
Την κοίταξα.
«Δεν;»
«Όχι –μια χαρά...»
Είχα τακτοποιήσει την κασέτα στον πάτο του σακ βουαγιάζ ελπίζοντας οτι θα κοπανιόταν στον χώρο των αποσκευών ή θα απομαγνητιζόταν από τα μηχανήματα ελέγχου –ήθελα να γλιτώσω μια ώρα αρχύτερα από δαύτη...

Είχε μεσημεριάσει για τα καλά πλέον.
«Να κατέβουμε μέχρι το σαλόνι του ξενοδοχείου για να τσεκάρουμε αν μας έβαλε τα λεφτά;» πρότεινε η Σόνια.
Συμφώνησα. Πρότεινα μάλιστα, αφού θα κατεβαίναμε να τρώγαμε μεσημεριανό στο εστιατόριο –κάποια αλλαγή στην κλεισούρα, όσο να πεις...

Κάθισα δίπλα της και την παρακολουθούσα όσο άνοιγε τη σελίδα του τραπεζικού λογαριασμού της σ΄ έναν από τους υπολογιστές που διέθετε το ξενοδοχείο για τους πελάτες του στο κακόγουστο, δήθεν μοντέρνο, σαλόνι. Γρήγορα έχασα το ενδιαφέρον μου για το περιποιημένο μανικιούρ της και επικεντρώθηκα στο στήθος της που τέντωνε την άσπρη μπλούζα ανάλογα με τις κινήσεις της και στο πως σταύρωνε τις γάμπες της κάθε φορά που περίμενε τη σελίδα να φορτώσει.
«Εδώ είναι, τα ‘χει βάλει», πανηγύρισε χαμηλόφωνα.
Έσκυψα να δω εκεί που μου έδειχνε. Όντως –το ποσό φαινόταν στο λογαριασμό της αν και όχι άμεσα διαθέσιμο. Παρακάτω φαινόταν το διαθέσιμο υπόλοιπο του λογαριασμού.
«Έχεις κάποιο καλό κομπόδεμα», παρατήρησα.
«Οτι μπορούμε κάνουμε», είπε.
Το διαθέσιμο υπόλοιπο ήταν κάτι λιγότερο από 5 χιλιάρικα.
«Με τον ιδρώτα σου πάντα», σχολίασα σαχλά.
«Δεν ιδρώνω εύκολα, θα έπρεπε να το έχεις ήδη καταλάβει», μου είπε.
Τράβηξα λίγο πίσω την καρέκλα μου.
«Δεν πας στην τραπεζαρία να με περιμένεις;» μου πρότεινε. «Να απαντήσω και σε κάνα μέιλ με την ησυχία μου...»
«Μέιλ;»
«Έχω και κάποιους φίλους ξέρεις...» μου απάντησε.
«Φίλους;»
«Και φίλες».
«Να ζηλέψω;»
«Τις φίλες;»
«Αν υπάρχει λόγος ακόμα κι αυτές».
Μου χαμογέλασε.
«Άδειασέ μου τη γωνιά ρε βλάκα», είπε.
Σηκώθηκα, κούνησα το κεφάλι δήθεν υποτιμητικά και έφυγα. Εγώ γιατί ποτέ δεν είχα φίλους; Κάποιον να του γράψω ρε παιδί μου, να του πω οτι φεύγω και θ΄ αργήσει να με ξαναδεί...

Η τραπεζαρία είχε ένα άρωμα από αγιόκλημα σκέτος θάνατος, κάθισα σ΄ένα τραπέζι και κοίταζα τριγύρω για να εντοπίσω τίποτα λουλούδια σε ανθοδοχεία –μάταια όμως. Παράγγειλα μια βότκα στο παπιγιόν που ήρθε να πάρει παραγγελία και την περίμενα οργώνοντας το βαμβακερό τραπεζομάντιλο με το πιρούνι μου.
«Δεν άργησα», μου είπε όσο τράβαγε την καρέκλα απέναντί μου για να καθίσει.
«Για να το λες...» ψιθύρισα.
«Έχεις παραγγείλει;»
«Σε περίμενα».
Παραγγείλαμε κάτι εξωτικά κρέατα με πολύχρωμες σάλτσες και σαφρακιασμένα δαμάσκηνα, σκαλίζαμε τα πιάτα επιφυλακτικά –δεν πήγαινε τίποτα κάτω.
«Δεν πεινούσαμε πολύ τελικά», αποφάσισε.
«Φταίει το πλήρες πρωινό», υπέθεσα.
«Δεν ξέρω...» έκανε σκεφτικά. «Λες να μας μελαγχολεί το οτι φεύγουμε;»
Γέλασα.
«Κοριτσάκι –υπάρχουν λίγα πράγματα που μισώ περισσότερο απ΄αυτή την πόλη», της είπα.
«Κοριτσάκι...» επανέλαβε με μισόκλειστα μάτια. «Σου μοιάζω για κοριτσάκι;»
«Ώρες –ώρες...»
«Πάει να πει ‘συχνά’;»
«Όλο και συχνότερα όσο σε γνωρίζω».
«Κι όταν δεν μοιάζω με κοριτσάκι;»
«Τότε μοιάζεις με παγίδα».
«Ναι ε; Οπότε, εσύ ας πούμε, ο πονηρός που αποφεύγεις να πέσεις;»
«Σόνια, όποιος δεν πέφτει σε παγίδες είναι μαλάκας».
«Κι εσύ;»
«Είμαι μαλάκας –αλλά όχι τόσο».
Κατέβασε τα μάτια της και βάλθηκε να σκαλίζει το κρέας στο πιάτο της.
«Λοιπόν αυτό το μεταξύ μας ήταν ωραίο τελικά», αποφάνθηκε.
«Ήταν;» απόρησα.
«Ναι –τώρα αλλάζουν οι καταστάσεις. Κανένας δεν θα μας κυνηγάει, από κανέναν δεν θα κρυβόμαστε, άρα θα ξεμείνουμε από δικαιολογίες. Δεν θα μπορούμε πλέον να κρύψουμε εύκολα το πόσο κοινότυποι είμαστε –το μόνο χειρότερο από το να σε κυνηγάνε είναι να μη σε κυνηγάνε...»
Γέλασα.
«Φιλοσοφίες...» κορόιδεψα. «Μας μένει χρόνος για ένα τελευταίο πήδημα επί ελληνικού εδάφους;»
Κούνησε το κεφάλι λυπημένα.
«Πολύ θα το ήθελα αλλά δε νομίζω..» είπε.

Πληρώσαμε το ξενοδοχείο, πήραμε το σακ βουαγιάζ και ξεκινήσαμε λίγο επιφυλακτικοί. Εγώ δηλαδή είχα αυτή την αίσθηση κάθε που έβγαινα από το πάρκινγκ του ξενοδοχείου –τίποτα δεν συνέβη φυσικά. Σκέφτηκα οτι έφταιγε το κόμπλεξ μου με τα ακριβά μέρη, ένιωθα αταίριαστος, περίμενα πότε θα έρθουν οι παπιγιονάκηδες να με βουτήξουν από το γιακά και να με πετάξουν έξω. Ή φοβόμουν οτι θα μου τη στήσουν οι πορτιέρηδες γιατί φεύγω χωρίς να πληρώσω –τέτοιες ψυχανωμαλίες...
«Θυμάσαι τον δρόμο;» με ρώτησε η Σόνια.
«Βέβαια», απάντησα.
Η κίνηση είχε αραιώσει όσο έπεφτε το απόγευμα, δεν μας πήρε πάνω από εικοσάλεπτο να φτάσουμε στην περιοχή του τύπου με τα διαβατήρια.
«Βόηθα λίγο εδώ πέρα», της ζήτησα.
«Στο πρώτο δεξιά κι όλο ευθεία», είπε.
Έκοψα ταχύτητα.
«Τι λες να κάνει ο Γκας;» τη ρώτησα.
«Είναι νωρίς ακόμα για ν΄αρχίσει ν΄ ανησυχεί», υπολόγισε.
«Καλύτερα πάντως να σιγουρευτούμε», της είπα.
«Δηλαδή;»
«Δώσμου το τηλέφωνό σου».
Πάρκαρα το αυτοκίνητο κοντά στο σπίτι του τύπου και πήρα τον αριθμό του Γκας.
«Πού είναι η κασέτα;» μούγκρισε παγώνοντας το αυτί μου.
«Χαλάρωσε μαλάκα, αυτό σε πήρα να σου πω», διαμαρτυρήθηκα.
«Λέγε».
«Το ερείπιο πίσω από το Νομισματοκοπείο το θυμάσαι;»
«Ρε γαμημένε –πιο μακριά δεν μπορούσες να την αφήσεις;»
«Μπορούσα».
«Συνέχισε».
«Δεύτερο δωμάτιο, έχει κάτι μπάζα –σκάβεις λίγο...»
«Γαμιέται η μάνα σου».
«Έχει πεθάνει εδώ και κάτι χρόνια –συνεχίζω λοιπόν. Σκάβεις λίγο και βρίσκεις ένα καφέ σακ βουαγιάζ...»
«Σκατί δηλαδή».
«Μέσα είσαι. Και μέσα είναι κι η κασέτα δηλαδή».
«Σίγουρα;»
«Ναι μωρέ, το έχω δει το έργο ήδη...»
«Κοίτα μη μου κάνεις τίποτα πουστιά γιατί...»
«Ξέρω, θα μας κάνεις κομματάκια».
«Πρώτα την πουτάνα –κι εσύ θα βλέπεις».
«Σιγά μη μας πιτσιλίσεις...»
Έκλεισα το τηλέφωνο και της το έδωσα.
«Θα τους πάρει καμιά ωρίτσα μέχρι να φτάσουν εκεί», της είπα. «Συν κάνα εικοσάλεπτο να ψάχνουν...»
«Εντάξει», μουρμούρισε κάπως συνοφρυωμένη. «Θα έχουμε ήδη φτάσει στο αεροδρόμιο...»
«Μπορεί και να πετάμε ήδη...»
Χαμογέλασε βεβιασμένα.
«Φοβάμαι λίγο», ψιθύρισε.
«Τώρα είναι αργά», της είπα.
Κοίταξα προς τη μεριά του σπιτιού.
«Μείνε καλύτερα στο αυτοκίνητο», της ζήτησα. «Θα πάω μόνος μου».
«Είσαι σίγουρος;» με ρώτησε.
«Ναι μωρέ. Δώσμου μόνο λεφτά».
Άνοιξε την τσάντα της, μέτρησε 5 κατοστάρικα και μου τα έδωσε. Ξεκίνησα να βγαίνω από το αυτοκίνητο.
«Να προσέχεις», μου φώναξε.
Της χαμογέλασα. Τώρα στα τελειώματα έδειχνε κάπως τρομαγμένη –είναι περίεργες οι γυναίκες, τι να πεις;

Έφτασα στην πόρτα του και χτύπησα το κουδούνι. Με υποδέχτηκε ο χοντρός αυτοπροσώπως –στάλες ιδρώτα στο μέτωπό του, μάλλον τον έκοψα την ώρα που μαλακιζόταν.
«Μήπως ήρθα νωρίς;» τον ρώτησα.
«Όχι –μια χαρά», ψέλλισε. «Ακολούθα με».
Μου γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς το γνωστό μεγάλο δωμάτιο. Μπήκε από τον διάδρομο, μπήκα πίσω του.
Δεν πρόλαβα να κάνω κιχ.

Τρεις καργιόληδες με δερμάτινα μπουφάν πετάχτηκαν από τις γωνιές σημαδεύοντάς με.
«Ακίνητος».
«Ψηλά τα χέρια πούστη».
«Αστυνομία».
Σκέφτηκα ότι μέχρι να βγάλω την πεταλούδα θα με κάνανε κουνουπιέρα έτσι νευρικοί που ήταν. Το πιστόλι το είχα αφήσει στο αυτοκίνητο. Σήκωσα λοιπόν τα χέρια και τους χαμογέλασα αγγελικά.

Η Σόνια;

6 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

liontas είπε...

Μετά από χτες, το κείμενο σου είναι, σήμερα το πρωί (το διάβασα νωρίτερα), ζεστός καλός καφές.

Αγαπημένη μου συνήθεια από παιδί (ως ψώνιο), είναι να ταυτίζομαι με (σχεδόν) κάθε ήρωα. Στην περίπτωση μας, αυτό μου δημιουργεί έντονα κλειστοφοβικά συμπτώματα, και μια αβάσταχτη ανάγκη, να πεταχτώ και να φωνάξω, "σκοτώστε με, ρε καριόληδεεεεεες, βαρέθηκα να περιμένω".

The Motorcycle boy είπε...

Μέσα είσαι φίλε -αλλά δεν παίζει τέτοια προοπτική, γι΄αυτό ο τύπος είναι ήρωας ιστορίας άλλωστε...

miliokas είπε...

Εγώ βρίσκομαι πάντοται εδώ_
Διακριτικός αναγνώστης/επισκέπτης
Καλημέρα_

miliokas aka skylos_mayros

PS: Βρέχει ακόμα_

The Motorcycle boy είπε...

Βρέχει από πάντα ρε φίλε και καλύτερα έτσι δηλαδή...

Την καλημέρα μου.

razz the feminihilist είπε...

what the fuuuuuuuck?
wow. auto einai kleisimo. (kata to 'autos einai kafes' alla me perissoterh pwrwsh). me gusta.

The Motorcycle boy είπε...

Πάλι σου τρώει τα σχόλια το σύστημα!
Ο/Η razz the feminihilist άφησε ένα νέο σχόλιο για την ανάρτησή σας "12. Η συναλλαγή":

what the fuuuuuuuck?
wow. auto einai kleisimo. (kata to 'autos einai kafes' alla me perissoterh pwrwsh). me gusta.

Α ναι- δεν είναι αυτό το κλείσιμο, είναι μόνο η αρχή του.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι