Προηγουμένα:
1. Ο τελευταίος κροκόδειλος του πλανήτη
2. Τιλτ
3. Ο σκλάβος της Κυριακής
4. Λίγος, πολύ λίγος
5. Με τον διακόπτη στη ρεζέρβα
6. Το ιγκουάνα που μάσαγε τριαντάφυλλα
7. "Κράτα το χέρι μου και θα είσαι για πάντα καταραμένος"
8. Εξόριστος από τη Μητρόπολη
9. Πενταροδεκάρες για τους αμαρτωλούς
10. Κόκκινα σημάδια, άσπρο φόντο
Έχει έναν παγωμένο ήλιο που χρησιμεύει μόνο για λαμπατέρ, να βλέπουμε, να περπατάμε, να μη σκοντάφτουμε. Κόσμος μαζεμένος μπροστά μας, την τραβάω από το χέρι και πηγαίνουμε να δούμε τι συμβαίνει. Το χώμα είναι ξερό, όπου πατάμε χαράζει. Αλλά δε δίνουμε σημασία, ξαφνικά καταλαβαίνω ότι είμαστε βιαστικοί, σχεδόν τρέχουμε για να πλησιάσουμε τον συγκεντρωμένο κόσμο. Έχω τώρα αυτή την ιδέα ότι είναι μαλακία αυτό που πάμε να κάνουμε, θα μπλέξουμε –αλλά δεν μπορώ να κουμαντάρω τα πόδια μου, τρέχω σέρνοντάς την σχεδόν βίαια. Γυρίζω να την κοιτάξω –χαμογελάει λυπημένα. Πάω κάτι να πω αλλά είμαι ήδη λαχανιασμένος, μόνο συννεφάκια αέρα βγαίνουν από το στόμα μου και φτάνουμε άλλωστε.
Τώρα βλέπω ότι ο κόσμος είναι όλο γνωστοί μου. Ο Τάκης, ο Πέτρος, ο Ευθύμης κι ο Στέφανος ο μαλάκας που δεν τον κάνουμε πια παρέα, ο Μήτσος ο Εξ Τι, ο Μάριος, ο Τσου Λού, ο Στάθης και ο Κώστας ο Ιντζές, ο Σόλωνας και ο αδερφός του ο Γιωργάκης, ο Παναγιώτης το Βουνό και ο Έλβις χωρίς τη γκόμενά του τη Ρίτσα, οι Εξαρχειώτες και τα παιδιά από τη σχολή –αυτό θα έπρεπε να με ησυχάσει αλλά δεν συμβαίνει έτσι. Μπλεκόμαστε ανάμεσά τους, με χτυπάνε στην πλάτη, μερικοί με αγκαλιάζουν όλοι είναι χαρούμενοι, νιώθω κάποιο στρίμωγμα και την κρατάω σφιχτά –τα δάχτυλά της αναδεύουν, στριφογυρίσουν μπας και χαλαρώσω το πιάσιμό μου, αλλά εγώ την κρατάω σφιχτά να μην τη χάσω. Αυτό που κοιτάζει ο κόσμος είναι ένα σκάμμα σαν εκείνα που είχαμε στο σχολείο για να πηδάμε εις μήκος. Το σκάμμα είναι φρεσκοχτενισμένο αλλά άδειο από αθλητές. Κι εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Την αφήνω πίσω, περπατάω μέχρι το σκάμμα, μπαίνω μέσα, σφίγγω τις γροθιές μου, παραξενεύομαι –που είναι το χέρι της; Πριν λίγο το κρατούσα.
«Ξέσκισέ τον, δώστου να φάει χώμα τού πούστη!» ακούω τις φωνές από τριγύρω.
Κοιτάζω, είμαι μόνος μου στο σκάμμα, σκύβω, ετοιμάζομαι, κάποιος θα μου την πέσει –έτσι μάλλον θα γίνει. Απέναντί μου ανάβει ένας φωτεινός πίνακας που δεν είχα προσέξει μέχρι τώρα –«πρώτος γύρος». Περιμένω και φοβάμαι πολύ.
Ο κόσμος ουρλιάζει έξαλλα πλέον, είμαι ο αγαπημένος τους κατσέρ, πυγμάχος ξέρω ‘γω… Και ο φωτεινός πίνακας αναβοσβήνει –«δεύτερος γύρος», «τρίτος γύρος», «δέκατος γύρος» … Στέκομαι εκεί και δεν κάνω τίποτα, μόνο περιμένω και φοβάμαι, αλλά πρέπει να τα πηγαίνω περίφημα γιατί ο κόσμος έχει αλλοφρονήσει με την πάρτη μου. Αποφασίζω λοιπόν να το παίξω θεαματικός, κάνω μισή στροφή γύρω από τον εαυτό μου, κοπανάω τον αέρα, σκύβω, σηκώνομαι και ξαναορμάω στο τίποτα. Προκαλώ ομαδική υστερία στους θεατές. «Δωδέκατος γύρος».
Καμπανάκι.
Οι θεατές χειροκροτούν εξαντλημένοι, τους κοιτάζω, αναρωτιέμαι –αυτό ήταν; Σκέφτομαι –μπορώ να φύγω τώρα; Ψάχνω –που είναι εκείνη; Ακούω κάτι φτηνιάρικα ηχεία να παίζουν τις τρομπέτες του θριάμβου τίγκα στην παραμόρφωση. Ο κόσμος κάνει «ωωωω!!!» ή κάτι τέτοιο –αλαφιάζομαι. Ήρθε μάλλον ο αντίπαλός μου και θα με πλακώσει στις γρήγορες, στρίβω ξαφνιασμένος.
Μπροστά μου η Άλεξ, ολόγυμνη, λείο δέρμα, ούτε ίχνος από σημάδια, μάτια διάπλατα, έτοιμα να με καταπιούν.
«Κέρδισες», μου λέει χαμογελαστή μόνο που δεν είναι πλέον τόσο θλιμμένη. «Με κέρδισες».
Ξαπλώνει στην άμμο.
«Έλα», ψιθυρίζει.
Μένω ακίνητος να την κοιτάζω.
«Έλα», ξαναλέει.
Καμπανάκι.
Κάποιος λεχρίτης με σπρώχνει από πίσω, απότομα, σκοντάφτω –βρίσκομαι δεμένος από τα μακριά της πόδια. Η άμμος είναι ζεστή κι εκείνη με κρατάει αγκαλιά, κολλημένο πάνω της, νιώθω τα στήθη της στο στέρνο μου. Δεν θέλω έτσι, όχι με τόσο κόσμο τριγύρω –και να ζητωκραυγάζουν κιόλας! Πάω να μιλήσω –τίποτα. Πλησιάζω το στόμα μου στο αυτί της, να ψιθυρίσω –παγωμένος αέρας μονάχα βγαίνει.
«Σε θέλω πολύ και με θέλεις το ίδιο. Έλα λοιπόν», λέει η Άλεξ.
Καμπανάκι.
Προσπαθώ να κάνω πίσω, να ελευθερωθώ από το αγκάλιασμά της αλλά εκείνη με τραβάει σαν κινούμενη άμμος –ζεστή, πολύ ζεστή.
Καμπανάκι.
«Έλα, μη διστάζεις», λέει η Άλεξ.
Καμπανάκι.
Καμπανάκι.
Πετάγομαι δυο μέτρα πάνω από το στρώμα με το όνειρο ακόμα στα βλέφαρα. Το κουδούνι χτυπάει διαολεμένα, η Άλεξ έχει ήδη ξυπνήσει αλλά παλεύει να μην το δείξει, το αριστερό μου χέρι είναι ακόμα κάτω από το σώμα της.
«Όποιος κι αν είσαι θα σε ξεσκίσω!» μουγκρίζω ψάχνοντας τίποτα να φορέσω. Ανοίγω την εξώπορτα από το θυροτηλέφωνο χωρίς να ρωτήσω ποιος είναι.
Στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίζεται η Χρύσα μετά από λίγο. Κοιταζόμαστε.
«Ήρθα», λέει.
«Πέρνα μέσα», κάνω απρόθυμα, όχι για άλλο λόγο –επειδή κοιμάμαι ακόμα, κατάλαβες;
Της γυρίζω την πλάτη.
«Καφέ;» ρωτάω.
«Μετά», απαντάει.
Γυρίζω –τη χαζεύω, γελάω κάπως. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.
«Πάω να φτιάξω καφέ», την πληροφορώ.
Μπαίνω στο δωμάτιο με τρεις αχνιστές κούπες, η Άλεξ έχει γυρίσει στο πλάι και κοιτάζει τη Χρύσα που ψαρεύει ανάμεσα στους δίσκους μου.
«Μάλλον πρέπει να σας αδειάζω τη γωνιά», λέει η Άλεξ.
Κάτσε εκεί που είσαι, της κάνω νόημα. Η Χρύσα γυρίζει, κοιτάζει μια εμένα, μια εκείνη.
«Μήπως πρέπει να πάρω εγώ τον πούλο;» με ρωτάει.
Οι φλέβες τσιτώνουν στα μηνίγγια μου.
«Καθίστε ρε γαμώτο να πιούμε έναν καφέ! Τι σκατά όρεξη είναι αυτή που έχετε πρωινιάτικα;»
Κι έτσι τους μοιράζω τις αχνιστές κούπες. Ανάβουμε τσιγάρα, η Χρύσα αποφασίζει τελικά να βάλει τα Κάρμινα Μπουράνα του Ορφ, επειδή βλέπεις έχει γίνει πολύ της μόδας το Εξκάλιμπερ στους σινεμάδες τώρα τελευταία. Το κεφάλι μου βροντάει σα γκαζοτενεκές.
«Μπορούμε να μιλήσουμε οι δυο μας;» λέει η Χρύσα.
«Κι εγώ θέλω να σου πω κάτι», μουρμουρίζει η Άλεξ δείχνοντας τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού με κίνηση μπαλαρίνας.
Τώρα, δέσαμε!
«Έχουμε κάποιο μπέρδεμα εδώ πέρα –νομίζω. Αλλά τα πράγματα είναι πάντα πιο απλά απ΄ότι φαίνονται, δηλαδή, μισό λεπτό να βρω αναπτήρα και θα εξηγηθώ πλήρως…»
Δυο αναπτήρες έρχονται πετώντας προς το μέρος μου, πιάνω τον πρώτο, ο δεύτερος με βρίσκει δίπλα απ΄τη μύτη. Κρατάω την ψυχραιμία μου.
«Ευχαριστώ πολύ κι αν σας ζητήσω τίποτα μαχαίρι να κόψω ψωμί, μη μου το δώσετε με τόση προθυμία –εντάξει; Λοιπόν, τι έχουμε εδώ; Μια Άλεξ με την οποία εξερευνούμε τα πλατιά όρια του πλατωνισμού και μια Χρύσα διπλωματούχο της ξεπέτας. Τι σου λέει αυτό;»
«Ότι είσαι μαλάκας και καργιολόπουστας», πετάγεται η Χρύσα.
«Ορθή η παρατήρηση και τεκμηριωμένη», παρατηρώ.
Η Άλεξ σηκώνεται βιαστικά.
«Εμένα πάντως το όλο σκηνικό μου λέει ότι πρέπει να την κοπανήσω άμεσα», μουρμουρίζει.
«Δεν υπάρχει λόγος. Μπορείς να πας στο διπλανό δωμάτιο …» προτείνω.
«Ή να καθίσεις εδώ μαζί μας …» λέει η Χρύσα.
Η Άλεξ την κοιτάζει.
«Α τσα το πιτσιρίκι! Προχωρημένο το κόβω!» γελάει.
«Κι άμα γουστάρεις!» χώνεται η Χρύσα.
«Ήρεμα ρε κορίτσια –είμαστε και κάποιου επιπέδου εδώ πέρα!» δαιμαρτύρομαι.
Με κοιτάζουν ταυτόχρονα –«νάτα και τα μαχαίρια!» σκέφτομαι.
«Χρύσα περίμενε λίγο, άραξε, βάλε και κάνα δίσκο ανάποδα ν΄ακούσεις τίποτα σατανιστικά μέχρι να πω δυο κουβέντες με την Άλεξ …»
«Να βάλω κάνα δίσκο στον κώλο σου καλύτερα; Να δούμε τι θ΄ακουστεί;» προτείνει εκείνη.
Ανασηκώνω τους ώμους –καθείς όπως βολεύεται. Μετά τραβάω την Άλεξ στο διπλανό δωμάτιο.
«Μην κάνεις τον κόπο … Έτσι κι αλλιώς είχα κάποιες δουλειές για σήμερα, θα έφευγα…»
«Μαλακίες μου λες τώρα –εντάξει;»
«Μαλακίες, ξεμαλακίες –άραξε με τη γκομενίτσα να κάνετε κατάσταση …»
«Ξέρεις τι παίζει με τη Χρύσα, στο έχω πει…»
«Ξέρω τι παίζει με τη Χρύσα –μεταξύ μας δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται».
Την κοιτάζω αμίλητος.
«Σαν τι να γίνεται δηλαδή;» το παίζω άσχετος.
«Τίποτα δε γίνεται. Μπερδέψαμε τον ύπνο με τον ξύπνιο και δεν ξέρουμε πότε να πάθουμε την ονείρωξη».
«Ε;»
«Έξις και ξερός!»
«Τέλος πάντων … Δεν θέλω να φύγεις, αν είναι να διώξω τη Χρύσα …»
Χαμογελάει.
«Γιατί ρε κορόιδο; Σε πιάσανε οι μικροαστισμοί σου τώρα;»
«Αρχίδια με τη ρίγανη! Απλά σε θέλω εδώ –αυτό μόνο».
«Για να κρατάω φανάρι;»
«Άλεξ, δε γουστάρω να αναλύω περισσότερο. Σε χρειάζομαι, πως το λένε;» σκύβω το κεφάλι.
Με αγκαλιάζει ήσυχα, με φιλάει στο μάγουλο.
«Θα συνεχίσω τον υπνάκο μου τότε, γιατί ήταν κάπως απότομο το ξύπνημα. Μη βογκάτε δυνατά –εντάξει;»
Χαμογελάω αλλά δεν το βλέπει επειδή ήδη της έχω γυρίσει την πλάτη.
«Πως την είδες σήμερα; Θα έχουμε και ζωντανό ακροατήριο;» με ρωτάει.
«Σκάσε και κολύμπα», απαντάω βγάζοντας το παντελόνι μου.
Κάνει κι εκείνη το ίδιο.
Επιδίδομαι σε φτηνά ζογκλερικά, στριφογυρίζοντας το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά μου και καθυστερώ να το ανάψω. Το τασάκι γλιστράει στο στήθος μου κάθε φορά που εκπνέω, δεν τρέχει τίποτα –το ελέγχω.
«Τι μαλακία ήταν αυτή σήμερα; Αν δε γούσταρες να μου το έλεγες από την αρχή», λέει η Χρύσα.
Δεν το λέει σε μένα, εγώ δεν είμαι εδώ –ποτέ δεν ήμουν. Τουλάχιστον σήμερα, για πιο παλιά δε θυμάμαι. Σβήνει το τσιγάρο νευριασμένη, το τασάκι γλιστράει, φτάνει μέχρι τον αφαλό μου, δεν τρέχει τίποτα –το ελέγχω.
Σηκώνεται να ντυθεί. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανακαλύπτω ένα Παρά Πέντε σφηνωμένο ανάμεσα σε κρεβάτι και τοίχο, το ψαρεύω, το ξεφυλλίζω. Ο Σταν Κάιμαν παραμένει τεράστιος, που τις βρίσκει όλες τούτες τις διαστημικές γκόμενες ο καργιόλης; Τον παρακολουθώ, σελίδα-σελίδα, τελικά έχω την εντύπωση ότι τους ικανοποιεί όλα τα βίτσια και μετά μένει μόνος, κάπως θλιμμένος. Μήπως ο Σταν Κάιμαν είναι θύμα των γυναικών; Θα το σκεφτώ αργότερα αυτό. Επειδή στη συνέχεια ο Ψωριάρης Ραούλ έχει τρομερά προβλήματα, πάει να τραβήξει μαλακία κοιτάζοντας έναν κατάλογο εμπορευμάτων, αλλά του φεύγει από το χέρι ο κατάλογος και από τη σελίδα με τα εσώρουχα γυρνάει στις μηχανές κουρέματος γκαζόν. Ο Ραούλ βρίζει την ώρα που τελειώνει και σίγουρα κάποιος θα πληρώσει για όλα αυτά. Ναι, αλλά ποιος; Η γκόμενά του; Ο μικρός της αδερφός; Ο Ραούλ βγαίνει φουριόζος στο δρόμο, βρίσκει κάτι φασίστες που βαράνε έναν μελαψό, χώνεται ανάμεσά τους, σακατεύουν τον μελαψό και μετά πλακώνει τους φασίστες στα κλωτσίδια. Όταν ζορίζουν τα πράγματα, την κοπανάει, πέφτει πάνω σε έναν ποδηλάτη, τον γκρεμίζει και του στρετσάρει μια μπουνιά στα δόντια. Έτσι ξεχνάει το φιάσκο με τον κατάλογο εμπορευμάτων.
«Αν νομίζεις ότι αξίζεις τίποτα –είσαι γελασμένος», μου λέει η Χρύσα ντυμένη ήδη.
«Αυτό θα έπρεπε να απασχολεί εσένα, όχι εμένα», της υπενθυμίζω.
«Ένας μαλάκας είσαι!»φωνάζει αρπάζοντας το μπουφάν της.
«Πες μας κάτι καινούργιο», λέω.
Ξεφυλλίζω το περιοδικό, κολλάω σε κάτι έγχρωμα του Λουστάλ με θάλασσα, αμμουδιά, πολλή αμμουδιά –μια μαύρη ντίβα που σουτάρει πρέζα, ένας λιμοκοντόρος φταίει γι΄αυτό και εμφανίζεται τρία καρέ παρακάτω για να της ξεκολλήσει τα τελευταία δολάρια από το δέρμα κι εκείνη θέλει να πεθάνει αλλά δεν έχει κουράγιο. Κάποιο ξεφτιλισμένο μπλουζ …
Ξυπνάω ιδρωμένος με το περιοδικό ξεκοιλιασμένο δίπλα μου –που βρίσκομαι; Στρίβω το κεφάλι, βουίζουν όλα εκεί μέσα. Και η πραγματικότητα έρχεται κουδουνίζοντας, απλώνεται πάνω μου σκέτη βλέννα. Που είναι η Άλεξ; Είμαι γυμνός αλλά δε με νοιάζει ιδιαίτερα, τρέχω μέχρι το διπλανό δωμάτιο –ερημιά. Στην κουζίνα τα ίδια. Γυρίζω στο δωμάτιό μου, ανάβω τσιγάρο και πίνω ξεθυμασμένα περισσεύματα καφέ. Έχει γίνει κάποιο μπέρδεμα εδώ πέρα, είμαι σίγουρος.
Ένα κομμάτι χαρτί παρατημένο στο γραφείο μου, πάνω του κάποιο δαχτυλίδι με δυο φίδια αγκαλιασμένα. Δικό της. Ξέρω τι θα διαβάσω αλλά σηκώνω το χαρτί όπως και νάχει.
«Δεν πάει άλλο ρε κορόιδο. Κοντέψαμε να αλληθωρίσουμε αποφεύγοντας να το δούμε, αστείοι καταντήσαμε. Πως μας ήρθε ότι δυο παράλληλοι δρόμοι μπορεί και να τέμνονται; Γεωμετρία με πλαστελίνη γίνεται; Δε γίνεται καλέ μου! Πάω εκεί που πρέπει, περπάτα κι εσύ όπως διάλεξες, ακόμα κι αν δεν διάλεξες. Ακόμα. Πέρασα τόσο καλά σ΄αυτό το σπίτι που κόντεψα να πιστέψω ότι όλα αυτά μπορεί να είναι παντοτινά. Πόσο μαλακισμένη; Πολύ μαλακισμένη!
Να προσέχεις –καλά;
Άλεξ
Υ.Γ.: Αφήνω το δαχτυλίδι μου, όχι για ενθύμιο ρε βλάκα –αλλά επειδή είμαι πολύ κότα και μπορεί να μου χρειαστεί μια δικαιολογία για να ξανάρθω. Άντε γαμήσου!»
Κοιτάζω το χαρτί να ξεθωριάζει μπροστά στα μάτια μου πριν το διπλώσω και το κρύψω στο κάτω συρτάρι του γραφείου. Μετά ψάχνω τριγύρω, κάπου είχα ένα κακόγουστο μενταγιόν γιν-γεν, το βρίσκω κρεμασμένο δίπλα στον καθρέφτη του μπάνιου, ξεφορτώνομαι την ασπρόμαυρη μαλακία, μόνο την αλυσίδα χρειάζομαι, περνάω την αλυσίδα μέσα από το δαχτυλίδι της και το φοράω στο λαιμό μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην την ξαναβρώ, θέλω να έχω αυτό το μπιχλιμπίδι μαζί μου για να της το δώσω πίσω. Δε μου φτάνουν τα ενθύμια, δεν τα χρειάζομαι. Θα την ξαναβρώ, δεν υπάρχει περίπτωση … Θα ανοίξω την πόλη σα ροδάκινο, μέχρι το κουκούτσι θα φτάσω αλλά θα την ξαναβρώ. Όπως και νάχει –ακούς;
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη, χαζεύω το δαχτυλίδι της στο λαιμό μου, χαμογελάω –μια χαρά ταιριάζει εκεί πέρα το μπιχλιμπίδι, γελάω σιγά, ήρεμα, ελεγχόμενα, μετά τραβάω μια γερή στον καθρέφτη και φτιάχνω έναν περιποιημένο καλειδοσκοπικό κρατήρα εκεί πέρα, σημαδεύω ξανά αλλά σταματάω γιατί τρέχει μπόλικο αίμα από τις κλειδώσεις μου και πρέπει να βρω τίποτα επιδέσμους πριν κάνω χάλια τον τόπο. Όλα καλά, θα τα καταφέρουμε, μη μασάς!
Τώρα η μέρα είναι συννεφιασμένη, μίζερη, καχεκτική. Περιμένουμε κάτω από τα δέντρα του άλσους Ζωγράφου, δυο υψώματα παρακάτω τσακίζουν αγκωνάρια οι μπουλντόζες, θα φτιάξουν, λένε, Πανεπιστημιούπολη εδώ πέρα. Να μαντρώσουν τους φοιτητές μακριά από το κέντρο, να τους ξεδοντιάσουν. Γουστάρεις κατάληψη παλικάρι μου; Κλειδαμπαρώσου στη σχολή σου, στην ερημιά του θεού και κάτσε μέσα 100 χρόνια αν σου κάνει κέφι. Κανέναν δεν θα ενοχλείς, κανείς δε θα σε πάρει είδηση. Κάτσε-ψόφα.
«Πως σου φαίνεται το ύψωμα για αλματάκια;» ρωτάει ο Πέτρος.
Κοιτάζω εκεί που δείχνει –κάπως μαλακό το χώμα, αλλά το χειρότερο είναι οι μυτερές πέτρες που ξεφυτρώνουν από μέσα του.
«Δε μου μοιάζει κανονικό, μάλλον μπάζα που ρίξανε οι μπουλντόζες…»
«Λες να μη με κρατήσει;»
«Στ΄αρχίδια μου, το πολύ να φας τα μούτρα σου».
«Σωστά», χαμογελάει και ξεκινάει με τη μηχανή του για να μαζέψει φόρα.
Ανεβαίνει από την πίσω πλευρά του υψώματος, οι ρόδες πετάνε χαλίκια, φτάνει στην κορυφή και συνεχίζει προς τα πάνω, με σηκωμένη τη μπροστινή, πάει να εκτοξευτεί αλλά η πίσω ρόδα βουλιάζει στο χώμα, η μηχανή μπαλατζάρει κι εκείνος αναγκάζεται να κόψει ταχύτητα. Κατεβαίνει το ύψωμα, φρενάρει αμέσως μετά. Χειροκροτώ.
«Η σειρά σου τώρα», λέει.
«Σιγά μην ανέβω εκεί πάνω!»
«Άντε μωρή κότα, άντε να σε δούμε».
Διαλέγω ένα μικρότερο ύψωμα, το τριγυρίζω με τη μηχανή, καλό μου φαίνεται, μασίφ χώμα με κροκάλες φυτρωμένες παντού, σκέτη ανεμοβλογιά το ύψωμα. Παίρνω φόρα, φεύγω φορτώνοντας την πρώτη, ανεβαίνω αλλά αποδεικνύομαι εντελώς μαλάκας επειδή το ύψωμα είναι πολύ χαμηλό τελικά. Προσπαθώ να σηκώσω τη μπροστινή ρόδα, δε γίνεται τίποτα, δουλεύω το συμπλέκτη, σηκώνεται η γαμώροδα και η μηχανή αρχίζει να τουμπάρει προς τα πίσω. Μαζεύομαι, την κατεβάζω κι αφήνω την κατηφόρα να με φέρει στο ίσωμα. Ο Πέτρος χειροκροτεί ξεκαρδισμένος.
«Εγώ τουλάχιστον το ανέβηκα μαλάκα μου!»
Σβήνουμε τις μηχανές σχεδόν ταυτόχρονα και καθόμαστε κάτω από ένα δέντρο. Κάτι σκυλιά πετάγονται από απέναντι, μας γαβγίζουν έτσι για ξεκάρφωμα και μετά συνεχίζουν το κυνηγητό μεταξύ τους.
«Λοιπόν, για λέγε. Τι παίχτηκε με τον ψυχολόγο;» ρωτάω.
«Ο Τάκης στα είπε ε;» συμπεραίνει ο Πέτρος. «Εντάξει, με βοήθησε αρκετά. Ξέρεις … για το θέμα της αναβλητικότητας που με δέρνει, για το άλλο με τις γκόμενες που δεν κάνω τίποτα από το φόβο μην δημιουργήσω προσδοκίες … Με βοήθησε σίγουρα …»
«Πόσο καιρό πήγες;»
«Έκανα 10 ραντεβού, κάπου τόσα …»
«Και τελικά;»
«Τι τελικά;»
«Είδε ότι γιατρεύτηκες από τη μαλακία που σε δέρνει να πούμε και σου έδωσε εξιτήριο;»
«Ε … κάπως έτσι …»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή εγώ καλά πέρναγα, νομίζω ότι είχα μπόλικα ακόμα να του πω… Αλλά με έδιωξε».
Τον κοιτάζω.
«Σε έδιωξε ο ψυχολόγος;»
«Ναι».
«Τζάμπα πήγαινες ή τον πλήρωνες;»
«Ένα κάρο φράγκα το ραντεβού!»
«Και σε έδιωξε;»
«Ναι σου λέω!»
«Δηλαδή τόσο μαλάκας είσαι που δε σε άντεξε ούτε ο ψυχολόγος;»
«Ξέρω ‘γω; Άντε ρώτα τον».
«Οπωσδήποτε!»
Χαζεύουμε τα μυρμήγκια που σκαρφαλώνουν στις αρβύλες μας, βαριόμαστε να τα κλωτσήσουμε παραπέρα.
«Θα κάνουμε καμιά προσπάθεια ακόμα;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Για άλματα;»
«Ναι».
«Τραβήξου μόνος σου, δεν έχω όρεξη να ισιώνω μανέτες».
Το σκεφτόμαστε για λίγο.
«Μου είπε ο Τάκης για αυτή την έτσι που έμενε σπίτι σου…»
«Ναι, τι τρέχει μ΄αυτήν;»
«Εσύ να μου πεις ρε μαλάκα!»
«Τίποτα δεν τρέχει. Μια ωραία πρωία, κατά το μεσημέρι, την έκανε ήσυχα και νοικοκυρεμένα».
«Έτσι απλά;»
Δε βγάζω άχνα.
«Καλή γκόμενα;»
«Η καλύτερη».
«Για σένα, για μένα ή για τον Τάκη;»
«Για όλους μας φίλε».
«Τόσο πολύ;»
«Και λίγο λέω».
Σωπαίνει, το σκέφτεται.
«Κρίμα τότε που έφυγε πριν τη γνωρίσω».
«Θα ξανάρθει».
«Που το ξέρεις;»
«Επειδή αν δεν ξανάρθει θα τη φέρω εγώ με το ζόρι. Γι΄αυτό το ξέρω».
Με κοιτάζει.
«Κάποια λαμαρίνα;»
«Καμία σχέση. Άλλη κατάσταση, πολύ πιο …»
«Πολύ πιο;»
«Έτσι ακριβώς».
Κάτι σταγόνες σκέτος οίκτος πέφτουν ανάμεσα στις βελόνες του δέντρου, απλά και μόνο για να μας ξεβολέψουν. Σηκωνόμαστε αλλά μας χρειάζεται γύρω στο δεκάλεπτο για να αποφασίσουμε που θα πάμε μετά. Εντάξει, υπερβάλλω. Ο Πέτρος έχει θεραπευτεί από την καλπάζουσα αναβλητικότητά του, όμως εγώ κουβαλάω μπόλικη μίρλα ακόμα.
«Πάμε κάπου ρε πούστη, θα γίνουμε μουσκίδι εδώ κάτω», λέει.
«Ναι, αλλά που;» ρωτάω για δέκατη φορά.
Ανασηκώνει τους ώμους, καβαλάει τη μηχανή και ξεκινάει με μένα κολλημένο πίσω του ν’ ακολουθώ. Δε γαμιέται; Ας πάμε όπου νάναι –τι με νοιάζει στην τελική;
Χωνόμαστε στο Ιγκλού για να αποφύγουμε τα καλαπόδια, λιωμένα παγωτά σε μεταλλικά τραπεζάκια, μυρωδιά από καψαλισμένες τυρόπιτες. Φέρνω δυο καφέδες, έναν σκέτο για μένα, έναν πετιμέζι για τον Πέτρο. Είμαστε στη γειτονιά του, σίγουρα θα περάσει κάποιος γνωστός από το μαγαζί –το είχαν στέκι από μαθητές, μια παρέα όλοι τους από αρχαιοτάτων… που λένε, μόνο εγώ ήρθα αργά, ως συνήθως.
«Διακρίνω ένα αμφιλεγόμενο 3-1», μου δείχνει ο Πέτρος αριστερά μας.
Κοιτάζω, όντως τρεις συμπαθέστατες ακούνε τις σαχλαμάρες κάποιου τύπου με φράντζα.
«Έχε το νου σου», απαντάω και τις ξεχνάω αμέσως.
Το μαγαζί γεμίζει, αδειάζει και γεμίζει πάλι –πιτσιρίκια από κοπάνες, κοπρίτες που βγήκαν για καμάκι, λουμπίνες και μπάτσοι με πολιτικά -ότι θέλεις. Βλέπουμε το παπί του Ευθύμη να ζωγραφίζει μισό αποτυχημένο τετακέ στη λεωφόρο, γιατί τέτοιος είναι ο Ευθύμης. Δεν καταλαβαίνει ότι σε βρεγμένο δρόμο δεν μπορείς να υπογράψεις με τη γόμα του ελαστικού σου, πεταγόμαστε όρθιοι για να δούμε τη σαβούρδα αλλά ο Ευθύμης τη γλιτώνει για κάποιο μυστήριο λόγο. Ξεφυσάμε ανακούφιση. Τον βλέπουμε να κατευθύνεται προς το μαγαζί, στη μέση αλλάζει γνώμη, κάτι του τραβάει την προσοχή, πλησιάζει ένα άλλο παιδί με παπί και κουβεντιάζει μαζί του. Παρακολουθούμε, το παιδί ανοίγει τη σέλα του παπιού του, βγάζει ένα γαλλικό κλειδί, ξεβιδώνει τον αριστερό του καθρέφτη… Κοιταζόμαστε με τον Πέτρο και περιμένουμε. Ο βλάκας με τη φράντζα φωνάζει κάτι απροσδιόριστο και οι γκόμενες γελάνε. Γυρίζουμε, τον κόβουμε αυστηρά, μαζεύεται. Στο μεταξύ έχει φτάσει ο Ευθύμης και σωριάζεται μούσκεμα στην καρέκλα απέναντί μας.
«Τι έχουμε εδώ; Κάποιο κουσκουσάκι σε στυλ ‘σσου πω μετά κολλητέ’;» λέει κάνοντας την ανάλογη κίνηση με τα δάχτυλά του στο στόμα.
Γελάμε.
«Είχαμε πάει για αλματάκια στου Ζωγράφου», του εξηγεί ο Πέτρος.
«Κι εμένα γιατί δεν με πήρατε;» διαμαρτύρεται ο Ευθύμης.
«Με τι ρε; Με το παπί;»
«Πλάκα κάνεις; Το έχω σενιάρει το παπί, εξατμισούλα Σέμπρινγκ, αναρτήσεις ευρωπαϊκές πλενόμενες, ζιγκλεράκι μηδέν εννιά –το πιο γρήγορο παπί των νοτίων προαστίων! Είμαι πλέον στα 103 κυβικά αν σου λέει κάτι!» εδώ ο Ευθύμης κάνει το γνωστό του μπάσιμο, «σσου λέει κάτι αυτό ήηηηη… όχι δηλαδή επειδή έχουμε και γνώσεις μηχανικής και μηχανολογίας δεν είμαστε τίποτα τελευταίοι, με παρακολουθείς ήηηηη….»
Γελάμε.
«Κόψε ρε μεγάλε Τιμ, για εντουράκι πήγαμε -τι δουλειά έχει το παπί σου; Θα σουρνώσουνα σα σαύρα στο χώμα», λέω.
«Άκου το άτομο!» πετάγεται ο Ευθύμης. Πετάγεται κυριολεκτικά, φεύγει τρία βήματα από την καρέκλα του, σκουπίζει το μαγαζί με μια ματιά, σταμπάρει την παρέα 3-1, πλησιάζει τον φράντζα, πέφτει πάνω του, «άκουσες τι είπε το άτομο; Μα όχι πες μου –άκουσες; Μη ντρέπεσαι, μην κωλώνεις, τον άκουσες τι είπε; Παραδέξου!»
Ο φράντζας δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει. Να τον σπρώξει πίσω ή να τον βρίσει.
«Ε;» κάνει στο τέλος.
Αλλά ο Ευθύμης τον έχει ήδη παρατήσει.
«Βλέπεις;» μου λέει. «Μέχρι και το παιδί εκεί πέρα, καλό παιδί, σοβαρό, με σπουδές και διπλώματα απορεί με τη μαλακία που είπες!»
Παραιτούμαι. Οι κοπέλες μας κοιτάζουν πλέον, ο φράντζας ακόμα δεν έχει αποφασίσει για τη στάση του.
«Ένα παγωτό χωνάκι!» πετάγεται πάλι ο Ευθύμης.
Απορούμε βουβά.
«Δεν πουλάνε πλέον παγωτά εδώ μέσα; Τα έχουμε διαλύσει όλα δηλαδή; Δεν υπάρχει κράτος; Δεν υπάρχουν νόμοι; Τι πρέπει να κάνουμε για ένα παγωτό χωνάκι –να παρακαλέσουμε; Σα δε ντρέπονται λέω εγώ!» και φουριόζος καθώς είναι πάει στον υπάλληλο τουμπάροντας ότι καρέκλα βρίσκεται στο πέρασμά του.
Είμαστε άναυδοι.
«Πεσμένο τον βλέπω σήμερα», σχολιάζει ο Πέτρος.
«Ναι, πολύ ήσυχος –μήπως πάσχει από κατάθλιψη;» λέω.
Ο Ευθύμης ξανακάθεται έχοντας ήδη γίνει κώλος, φούστα-μπλούζα, από το παγωτό χωνάκι.
«Λοιπόν;» λέει κοιτάζοντάς με. «Καιρό έχεις να φανείς –τι γίνεται με σένα; Για πες μας μερικά πράγματα. Μίλησέ μας για τον εαυτό σου. Τι ετοιμάζεις αυτόν τον καιρό; Έχεις καινούργια τραγούδια, ετοιμάζεις κάποιο δίσκο, συναυλίες ίσως;»
«Ναι απ΄όλα» χαμογελάω.
Εκείνη τη στιγμή πλακώνει ο Τάκης τινάζοντας τα μαλλιά του σα σκύλος Αγίου Βερνάρδου. Πριν στρωθεί στην καρέκλα έχει σταμπάρει τις γκόμενες με τον τύπο απέναντι, έχει κάνει νόημα στον Πέτρο δείχνοντάς τους κι ο Πέτρος του έχει κουνήσει καθησυχαστικά το κεφάλι σε στυλ «ελέγχω πλήρως».
«Μεγάλε Τιμ πως πάει; Πότε θα μας γνωρίσεις καμιά μπασκετμπολίστρια, να την προπονήσουμε στο μαν του μαν;» την πέφτει επιτόπου στον Ευθύμη.
«Ποιο μαν του μαν ρε βλάκα; Μαν του γούμαν εννοείς», τον διορθώνω.
«Μαν του μαν –ξέρω εγώ», απαντάει ψύχραιμος ο Τάκης. «Μαν του μαν και ενδιαμέσως η γούμαν, στυλ τοστ ζαμπόν».
«Α καλά!» κουνάω το κεφάλι.
«Να τις αφήσετε ήσυχες τις κοπέλες! Έχουμε κάποιο πρόσωπο στην ομάδα, δεν θα με ξεφτιλίσετε εσείς!» διαμαρτύρεται ο Ευθύμης.
«Έλα τώρα», τον πλησιάζει ύπουλα ο Πέτρος. «Μη μου πεις ότι δεν έχεις πάρει καθόλου μάτι από τα αποδυτήρια!»
«Εεε, αυτό είναι άλλο!» διαμαρτύρεται ο Ευθύμης.
«Μα βέβαια!» τον κοουτσάρει ο Πέτρος. «Άλλο το ‘να, άλλο τ’ άλλο…»
«Κάτσε κάτω, να στη βάλω», συμπληρώνει ο Τάκης.
«Εκεί θα το πήγαινα κι εγώ», τον καθησυχάζει ο Πέτρος.
Χαμογελάω συγκρατημένα. Είμαστε μια χαρά χάλια εδώ μέσα.
«Ρε Ευθύμη τι έλεγες με τον τύπο εκεί έξω;»
«Ποιον τύπο;»
«Αυτόν με το παπί».
«Ααααα! Αγόρασα έναν από τους καθρέφτες του!»
«Πως κι έτσι;»
«Ξέρω ‘γω; Έτσι την είδα. Αλλά ήταν πολύ χαζός ο τύπος!»
«Γιατί;»
«Να μωρέ … με ρώτησε αν θέλω δεξί ή αριστερό καθρέφτη –φοβερή χαζομάρα έτσι;»
Μένουμε ανοιχτοί με τα δόντια έξω, δεν καταλαβαίνουμε τι εννοεί!
«Και τι του απάντησες;»
«Τι να του απαντήσω; Δώσε όποιον γουστάρεις φιλαράκι, του λέω. Έτσι κι αλλιώς για να κοιτάζομαι τον θέλω, για χτένισμα!»
«Ααααα, τόσο χαζός!» συμπεραίνουμε χορωδιακά.
«Με τις γκομενίτσες τι θα γίνει;» ρωτάει ο Τάκης.
«Μέσα», λέω.
«Κι ο φράντζας;» αναρωτιέται ο Πέτρος.
«Τον γαμάμε κι αυτόν άμα λάχει –τι νόμισες;» πετάγεται ο Ευθύμης.
Κοιταζόμαστε. Οι ρόλοι είναι κανονισμένοι, από πάντα ήταν. Ο Τάκης πρώτος, για αρχική προσέγγιση, εγώ δεύτερος για σύσφιξη σχέσεων και αντιμετώπιση της αμηχανίας, ο Πέτρος τρίτος για να χοντρύνει το ζήτημα γυρνώντας το στα ψυχοσεξουαλικά. Αλλά ο φράντζας μας το χαλάει –μήπως να πάμε όλοι μαζί;
«Μεγάλε Τιμ, παίρνεις το μαλάκα», κάνει νόημα ο Τάκης.
«Ε;»
«Άντε πιάστου κουβέντα σε στυλ παλιοί συμμαθητές».
«Γιατί εγώ;»
«Επειδή πήγες περισσότερα χρόνια σχολείο στην περιοχή».
«Μα δεν τον ξέρω!»
«Δεν έχει σημασία».
Η κατάσταση εξελίσσεται ως εξής. Έφοδος Ευθύμη και κάποια ανακούφιση από τον φράντζα γιατί έχει βρει το διάολό του με τρεις γυναίκες και είναι και χαζός από πάνω. Πριν το πάρει πρέφα έχει προσκολληθεί ο Τάκης αλλά ακόμα δεν νιώθει την απειλή ο τύπος. Όταν φτάνω εγώ αρχίζει να παίρνει είδηση –πολύ αργά.
«Τι γίνεται εδώ; Πάρτι θα κάνουμε;» λέει.
«Έτσι ακριβώς κι εσύ είσαι ακάλεστος», τον προειδοποιεί ο Τάκης.
«Μίλα καλά ρε!» πετάγεται ο φράντζας.
«Έλα ρε μεγάλε τώρα! Τι θέλεις δηλαδή; Τσαμπουκάδες;» τον στριμώχνει ο Ευθύμης.
«Κι αν θέλω τσαμπουκάδες;» ρωτάει ο φράντζας.
«Ε, πήγαινε βρες τους γιατί εμείς είμαστε ειρηνιστές», απαντάει ο Τάκης.
«Ίσα ρε κωλόπαιδα, ελάτε έξω να πλακωθούμε αν σας βαστάει!» αφρίζει ο φράντζας.
«Έξω;» τον κοζάρω εξεταστικά.
«Ναι έξω!»
«Καλά, πήγαινε κι ερχόμαστε», τον διαβεβαιώνω.
«Θα σας γαμήσω ρε μουνιά!» τσιρίζει και βγαίνει αλλόφρονας.
Εκείνη την ώρα σκάει κι ο Πέτρος. Συστηνόμαστε στα κορίτσια –υπάρχει εδώ μια ζόρικη με κοντά κορακί μαλλιά και γυαλιά, μια μέτρια γεματούλα κι ένα μπάζο.
«Λοιπόν παιδιά; Τι νέα;» ρωτάει η ζόρικη ονόματι Ηρώ.
«Όλα καλά. Κανονίζαμε για βραδινή βόλτα όταν σας είδαμε και λέγαμε αν ενδιαφέρεστε…» πετάω στην τύχη.
«Δηλαδή;» ζητάει διευκρινήσεις η γεματούλα ονόματι Νίκη.
Κοιταζόμαστε. Τι λέμε τώρα που δεν το έχουμε σχεδιάσει; Ο Τάκης με κλωτσάει κάτω από το τραπέζι –οπότε το παίρνω πάνω μου.
«Λέγαμε να πάμε κατά Ροντέο μεριά που παίζει ο Παυλάκης. Γουστάρετε;»
«Ουουου!» κάνει η Ηρώ.
«Ποιος Παυλάκης;» ρωτάει η Νίκη.
«Ο Σιδηρόπουλος», της κλείνει το μάτι η διπλανή της.
«Ξέρω ‘γω … Να πάμε;» αναρωτιέται.
«Λοιπόν έκλεισε. Εννιά η ώρα εδώ», λέει ο Ευθύμης.
Εκείνη τη στιγμή νιώθω ένα σπρώξιμο στον ώμο –γυρνάω. Ο φράντζας, πως τον ξεχάσαμε αυτόν;
«Θα σας περιμένω πολύ μέσα στη βροχή ρε κότες;»
«Μας περιμένεις;» πετάγεται ο Τάκης.
«Εσείς τι λέτε;»
«Ε, καλά κάνεις!» επιβραβεύει χτυπώντας τον στην πλάτη ο Τάκης. «Εμείς τώρα λέμε να πηγαίνουμε, αλλά δεν τρέχει τίποτα. Θα ξανάρθουμε».
Σηκωνόμαστε στη σειρά και τον περνάμε.
«Μην ανησυχείς –θα ξανάρθουμε», τον χτυπάει στην πλάτη κι ο Πέτρος.
Χαιρετάμε τις κοπέλες βγαίνοντας –να μη μας περάσουν και για ανάγωγους!
Έχουμε διαλέξει να σκοτώσουμε την ώρα μας στο σπίτι του Πέτρου εκεί κοντά, επειδή οι γέροι του λείπουν, πήγαν να μαζέψουν τσουκνίδες στο νησί τους –ή κάτι παρόμοιο. Στην τηλεόραση παίζει νοικιασμένη βιντεοκασέτα οι «Απουσίες» του Κατακουζηνού, όσο περιμένουμε τη σειρά μας για να κάνουμε μπάνιο.
«Ρε συ… Τι γίνεται εκεί πέρα; Του βωβού είναι η ταινία;» με σκουντάει ο Τάκης.
Πετάγομαι επειδή με έχει ψιλοπάρει ο ύπνος.
«Άραξε μαλάκα, έχει βυζάκι μπόλικο το φιλμ», τον προειδοποιώ.
«Άντε να δούμε!» μουρμουρίζει, αλλά δε στέκεται σε μια μεριά, οι καρφίτσες που κουβαλάει μονίμως στον κώλο του μάλλον τον εμποδίζουν.
«Γιατί έφυγε η Άλεξ;» ρωτάει τελικά.
«Επειδή την έβαζα με το ζόρι να πλένει πιάτα», απαντάω. «Εσύ την πήδηξες τη Νανά;»
«Μπααα … Κρύωσε το ζήτημα όταν γυρίσαμε από Πόρο. Δε βαριέσαι … ΒΥΖΙ!» αλληθωρίζει απότομα χάνοντας τη μπλαζέ του στάση.
Οι άλλοι δύο πετάγονται σαν κομάντα, ο Πέτρος με τις σαπουνάδες ακόμα κι ο Ευθύμης με ένα μπολ τίγκα στο παστίτσιο. Μας σπρώχνουν για να πάρουν καλύτερη θέση απέναντι από την τηλεόραση.
«Τι κάνετε έτσι ρε μαλάκες;» απορεί ο Τάκης. «Αφού βίντεο είναι, θα το ξαναβάζαμε να το δείτε!»
«Άλλη χάρη έχει την πρώτη φορά! Άσε που το μηχάνημα ρετάρει και μπορεί να τη μασήσει την κασέτα …» λέει ο Πέτρος.
Καθόμαστε εκεί και παρακολουθούμε την Πέμυ Ζούνη ολόγυμνη, ο Ευθύμης απαιτεί να το πάμε καρέ-καρέ, αλλά δεν βλέπουμε τίποτα μ΄αυτό τον τρόπο, αφήνουμε λοιπόν την ταινία να κυλήσει κανονικά. Τι τεράστια γυναίκα η Πέμυ! Την παρακολουθώ από την εποχή του «Γιάννης και Μαρία», φοβερή –την έχω ερωτευτεί από πάντα και για πάντα.
«Δείξε κι άλλα μωρή!» τσιρίζει ο Ευθύμης.
«Μαζέψου ρε. Δε βλέπεις τσόντα», του λέω.
«Ε, και χάθηκε να δείξει κάτι ακόμα; Κάποιο γαμησάκι ίσως …» πετάγεται ο Τάκης.
«Τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, κόντρα παξιμάδι», συμπληρώνει ο Ευθύμης.
«Με ή χωρίς …» ολοκληρώνει ο Πέτρος.
Σηκώνω τους ώμους απελπισμένος. Άμα πέσεις σε όρθια βόιδια μην περιμένεις να καταλάβουν από τέχνη! Προσπαθώ να επικεντρωθώ στη θεϊκή Πέμυ.
«Είναι τόσο όμορφα … σα να επιστρέφουν όλα όσα θυμάμαι από μικρή!» λέει στην οθόνη.
«Μήπως θυμάσαι και κανένα μπουλκουμεδάκι από τότε που ήσουν μικρή;» πετάγεται ο Τάκης.
Τον σκουντάω.
«Λέω … μήπως! Ερώτηση κάνω!» διαμαρτύρεται.
«Χαίρομαι που τ΄ακούω … η ομορφιά νομίζουμε πως χάνεται. Απλώς κάνει ένα μικρό ταξίδι για να επανέλθει!» απαντάει ο Τσακίρογλου.
Κοιταζόμαστε απορημένοι.
«Τι είπε τώρα ο μυτόγκας;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Για την ομορφιά που δε χάνεται αλλά επανέρχεται μετά από κάποιο ταξίδι», απαντάω.
«Και τι είναι η ομορφιά; Η Παναγιά Φανερωμένη που κάνει δρομολόγια Σύρο-Τήνο-Μύκονο;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Άντε ρε μαλάκα –άσχετε!» πετάγομαι.
Και μόνο που τη χουφτώνει στην ταινία την Πέμυ ο Τσακίρογλου, είμαι ικανός να τον ψάξω, να τον βρω και να του ανοίξω την κεφάλα.
«Λες να την έχει μεγάλη ο μυτόγκας;» ρωτάει ο Ευθύμης.
«Πως σου ΄ρθε;» αναρωτιέται ο Τάκης.
«Επειδή λένε ότι όσοι έχουν μεγάλη μύτη …»
«Δεν ισχύει αυτό για τους ηθοποιούς», πετάγεται ο Πέτρος.
«Γιατί;» ρωτάω.
«Επειδή για να γίνεις ηθοποιός την έχεις μικρή. Γι΄αυτό ανεβαίνεις στη σκηνή και εκτονώνεσαι, για να ξεπεράσεις το ψυχολογικό σου».
«Ο ψυχολόγος σού το είπε αυτό;» ενδιαφέρομαι να μάθω.
«Μπα όχι –μια συμμαθήτριά μου που γούσταρα να την πηδήξω αλλά δε μου ‘κατσε».
«Ποια ήταν αυτή;» πετάγεται ο Ευθύμης.
«Η Λίνα η …»
«Μαύρα μαλλιά μακριά και αδύνατη;»
«Ναι».
«Αυτή που παντρεύτηκε πέρσι εκείνον τον ηθοποιό;»
«Ναι αυτή!» επικροτεί ο Πέτρος.
Δε βγαίνει άκρη εδώ μέσα, βρίσκω λοιπόν την ευκαιρία να κάνω ένα μπάνιο.
Είμαστε φρέσκοι σαν κουφέτα μετά από βαφτίσια και τις περιμένουμε στο Ιγκλού. Έχουμε καπνίσει κάτι ψύλλους που βρέθηκαν στο συρτάρι του Πέτρου, δεν καταλάβαμε Χριστό –μόνο από τη φάση φτιαχτήκαμε, επειδή έβαλε αλουμινόχαρτο ο Πέτρος και τα καπνίσαμε με πίπα, σκέτη μαλακία η υπόθεση. Ο Ευθύμης παραπατάει επειδή, έχει φτιαχτεί από τις αναθυμιάσεις και μόνο –έτσι υποστηρίζει. Η βροχή έκοψε, μόνο κρύο που περονιάζει, πίνουμε κονιάκ μάρκας κώνειο. Μοιράζουμε και τις γκόμενες προκαταβολικά –όχι ότι υπάρχει λόγος, απλά για να ξοδέψουμε την ώρα μας.
«Η Ηρώ με το αγορέ μαλλί δικιά σου», λέει ο Πέτρος στον Τάκη.
«Αγοράζω», απαντάει αυτός. «Η Νίκη;»
Κοιταζόμαστε.
«Δεν ψήνομαι», λέω εγώ.
«Να την πάρω εγώ;» πετάγεται ο Ευθύμης.
Κουνάμε τα κεφάλια απελπισμένοι. Αν θέλεις να καταστρέψεις προκαταβολικά μια φάση, χρέωσε γκόμενα στον Ευθύμη.
«Καλά, άσε να την ψήσουμε και στη δίνουμε έτοιμη για φάγωμα», λέει ο Τάκης.
«Τη Νίκη την παίρνω εγώ», δηλώνει ο Πέτρος.
«Εντάξει τότε, ας πάρει ο Ευθύμης την άλλη», προσπαθώ να αποφύγω το μοιραίο.
«Δε θάσαι καλά!» ξεφεύγει από τον Τάκη.
Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή σκάνε οι γκόμενες παρφουμαρισμένες και γυαλιστερές. Μου φαίνονται όλες τους όμορφες, αλλά είναι η νύχτα που τις κάνει να δείχνουν έτσι και το ξέρω καλά αυτό.
«Αργήσαμε;» ρωτάει η Ηρώ.
«Όσο ακριβώς προβλεπόταν», μουρμουρίζει ο Πέτρος.
Τελικά οι δυο τους παίρνουν την Ηρώ με τη Νίκη στις μηχανές τους, μένουμε, εγώ κι ο Ευθύμης με το μπάζο.
«Ανέβα κοπελιά!» προτείνει ο Ευθύμης.
Εκείνη κοιτάζει, διστάζει.
«Να πάω καλύτερα με τη μηχανή;» ρωτάει.
Ανασηκώνω ώμους και κατεβάζω μαρσπιέδες.
Ξεκινάμε φουριόζοι επειδή οι άλλοι ήδη εξαφανίζονται στη λεωφόρο.
«Πως σε λένε;» με ρωτάει.
Της απαντάω αφηρημένα γιατί οι μπροστινοί μαλακίζονται κάνοντας δήθεν κόντρες.
«Εμένα Δηιάνειρα», λέει.
«Πως;» απορώ.
«Δηιάνειρα».
«Τι Δηιιιι;»
«Το όνομά μου. Δηιάνειρα».
«Δε σε θέλανε καθόλου οι γονείς σου ε;» σχολιάζω.
«Τι πράγμα;»
«Τίποτα».
Ανοίγω γκάζι να τους προλάβω, είναι κατουρημένοι στα γέλια επειδή η Νίκη χτυπάει την πλάτη του Πέτρου συνέχεια ουρλιάζοντας πως θέλει να κατέβει. Ο Ευθύμης τους πλευρίζει από την άλλη με το υπερηχητικό παπί του. Βγάζω με τα δόντια το γάντι από το δεξί μου χέρι, μετά σημαδεύω τον Τάκη και του το πετάω στα μούτρα. Καταφέρνει να το μαγκώσει ανάμεσα σαγόνι-λαιμός, μετά το δίνει στην Ηρώ. Φεύγουμε σα μαλάκες με νέφτι στον κώλο, η Βουλιαγμένης είναι σχεδόν άδεια, του ρίχνω στην ευθεία αλλά με προλαβαίνει στις μανούβρες ανάμεσα στα λιγοστά αμάξια, ποτέ δεν θα γίνω καλός στις μανούβρες. Το φανάρι κόκκινο, σταματάει, εγώ περνάω, η Διατέτοια πίσω μου ουρλιάζει με τη σειρά της. Δυστυχώς κανένα αυτοκίνητο δεν πετάγεται από το στενό, να μας μαζέψει κάτω απ΄τις ρόδες του να ησυχάσουμε. Σταματάω στο άνοιγμα έξω από το Πρώτο Νεκροταφείο, τους περιμένω.
Φτάνει πρώτος ο Τάκης.
«Είσαι εντελώς μαλάκας έτσι;» τσιρίζει.
«Δώσμου το γάντι μου», λέω.
«Πάρτο και βάλτο στον κώλο σου», αφιονίζεται πετώντας το σε μένα.
«Θέλω να κατέβω», λέει η Διατέτοια.
«Θέλω να κατέβω», λέει η Νίκη.
«Σε λίγο φτάνουμε», απαντάει ο Πέτρος.
Και έχει δίκιο.
Το Ροντέο δεν έχει πολύ κόσμο, ένας τίποτας στην πόρτα μας ζητάει να πληρώσουμε εισιτήριο, τον κοιτάζουμε σοβαρά.
«Έχουμε κλείσει τραπέζι», του λέει ο Τάκης.
«Όνομα;»
«Έχουμε κι απ΄αυτό», τον καθησυχάζει ο Πέτρος όσο μπαίνουμε μέσα.
Ο τίποτας μας ακολουθεί, φτάνουμε στις μπροστινές καρέκλες και σωριαζόμαστε.
«Έχει είσοδο», ξαναλέει πάνω από τα κεφάλια μας.
«Καλά κάνει», απαντάω.
Μετά από λίγο βαριέται και φεύγει.
Κάθομαι δίπλα στον Τάκη και έχω στην άλλη πλευρά τη Δηιάνειρα, μετά κάθεται ο Ευθύμης, η Νίκη και ο Πέτρος. Κόβω κίνηση στο μπαρ του μαγαζιού όπου ο γιγάντιος Ζορζ Πιλαλί ρουφάει μια μπύρα. Σε λίγο τα φώτα σβήνουν και εμφανίζεται η Κρίστι Στασινοπούλου με τους Απροσάρμοστους. Ο Τάκης μου τραβάει μια ξεγυρισμένη κλωτσιά στο καλάμι, λες και υπήρχε περίπτωση να μη δω την Κρίστι. Ένα από τα κολλήματα του Τάκη είναι να ερωτεύεται ακαριαία τις τραγουδίστριες –τις όποιες τραγουδίστριες! Έχει και κοντό μαλλί, αγορέ, η Κρίστι …
«Καλή!» ψιθυρίζει.
«Χαμηλοκώλα», τον γειώνω.
«Άσε μας ρε! Εντάξει, άμα σου κάτσει μην την πηδήξεις!» αφιονίζεται.
Η Κρίστι έχει βγάλει ένα σίχαμα αυτή την εποχή, που παίζεται και στα ραδιόφωνα, μ΄αυτό αρχίζει το πρόγραμμά της.
«Κύριε πιλότε μην αργείς το αεροπλάνο/ κι εγώ στο διάδρομο λουλούδια θα κρατώ».
Ξενερώνουμε κάπως. Ο Πέτρος μου κάνει νόημα, φτιάχνει μια κρεμάλα με τα δυο του δάχτυλα και την περνάει στο λαιμό του. Συμφωνώ.
«Αν φαντάρο θα σε πάρουν/ θα πεθάνω, θα χαθώ/ στο στρατό αν σε καλέσουν/ με ταβόρ θα σκοτωθώ», συνεχίζει η Κρίστι!
Κάτι φρικιά ανακατεύονται πίσω μας.
«Μην τα χαραμίζεις τα ταβοράκια μωρή!»
«Δώστα σε μας που είμαστε χαρμάνες!»
«Να πει ότι είσαι γκόμενά του, θα του δώσουν Ι5 με τη μία!»
Γελάω αλλά η Κρίστι σε μασάει. Συνεχίζει το πρόγραμμα ακάθεκτη.
«Καλή ε;» σκύβει προς το μέρος μας ο Πέτρος κοροϊδεύοντας.
«Ουουου, σκέτη Τζάνις Τσόλιν!» κάνω.
«Φέρτε καμιά μπύρα», γκρινιάζει ο Τάκης.
«Θα πάω εγώ», λέει ο Πέτρος, «αλλά θέλω και βοήθεια».
Με κοιτάζει κοφτά όμως δεν υπάρχει λόγος –το ξέρω το ποιηματάκι.
«Βαριέμαι, δεν έρχομαι», λέω.
«Νίκη πάμε;» προτείνει ο Πέτρος πριν προθυμοποιηθεί κανένας άλλος.
«Εγώ δεν θέλω μπύρα –θέλω λευκό κρασί αν γίνεται», πετάγεται η Διατέτοια.
«Δε γίνεται», λέει ο Πέτρος φεύγοντας.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» σκούζει η Δηιάνειρα μέσα στ΄αυτί μου.
«Ρώτα».
«Γιατί κάνετε τόσες βλακείες; Φιγούρα ή ανωριμότητα;»
«Το ίδιο δεν είναι;»
«Ναι, το ίδιο είναι αλλά …»
«Θα σου πω την πάσα αλήθεια», σκύβω προς το μέρος της. «Δεν φταίει τίποτα από αυτά που είπες. Απλά είμαστε κάπως μπλοκαρισμένοι, συμβαίνει αυτό στους άντρες όταν ερωτεύονται».
Δείχνει να το σκέφτεται.
«Δηλαδή;» ρωτάει μετά από λίγο.
«Δηλαδή ο Τάκης είναι τρελός και παλαβός με την Ηρώ, έρωτας με την πρώτη ματιά. Κι ο Πέτρος όταν είδε τη Νίκη, το μεσημέρι στο Ιγκλού, έπαθε κάτι … δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω…»
«Αααα», κάνει χωρίς όμως να έχει καταλάβει.
«Κι εγώ όσο να πεις …» συνεχίζω το δούλεμα.
«Τι εσύ;»
«Ε κι εγώ –δεν καταλαβαίνεις;»
«Όχι».
«Μα τίποτα πια δεν καταλαβαίνεις!» αμολάω την ιστορική φράση σήμα-κατατεθέν της μαλακισμένης γκόμενας και παραλίγο να με πάρουν τα χάχανα.
«Ε;» κάνει η Διατέτοια.
«Σώπα τώρα, βγαίνει ο τεράστιος!» κόβω απότομα το τετ α τετ.
Και όντως, σκάει στη σκηνή ο Πιλάλας κυριολεκτικά πυραυλοκίνητος. Τα φρικιά πίσω μας αλαλάζουν σαν ινδιάνοι που κύκλωσαν ιεραποστολή.
«ΜΕ ΤΟ ΤΡΙΚΥΚΛΟ Η-ΗΡΘΑΝ ΓΥΦΤΟΙ/ ΚΙ ΕΧΟΥΝ ΚΑ-ΝΕΙ ΣΑ-ΑΑΜΑΤΑΑΑ!!» αναγγέλλει ο τρομερός Ζωρζ Πιλαλί και τα τασάκια γίνονται από μόνα τους ιπτάμενα.
Οι Απροσάρμοστοι παίζουν ταξίμια, ο κόσμος παραληρεί, οι γκόμενες δίπλα μας κοιτάζουν αποσβολωμένες το τέρας επί σκηνής, ο Τάκης σφυρίζει κλέφτικα, ο Πέτρος έχει πεθάνει στο γέλιο.
«ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΠΑ-ΡΕ ΜΟΥ/ ΧΑ-ΑΡΕ ΜΟΥ!!» συνεχίζει ο καλλιτέχνης κι ανοίγει με τη μία το πουκάμισο του αποκαλύπτοντας μια κόκκινη ζωγραφιστή καρδιά!
Κάτι γκόμενες με ινδικές φούστες έχουν σηκωθεί και τσιφτετελιάζουν ήδη.
«ΦΩΤΙΑ, ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ!» διατάζει ο καλλιτέχνης και «ΘΑΝΑΤΟΣ!! ΘΑΝΑΤΟΣ ΡΕ ΓΑΤΟΙ!!»
Κάποιοι ξενέρωτοι ανάβουν αναπτήρες. Κι ο Πιλαλί αποφασίζει να αλλάξει λίγο το τελευταίο ρεφραίν ουρλιάζοντας «ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕ ΜΟΥ/ ΓΛΑΑΑ-ΡΕ ΜΟΥ!!».
Κόλαση από κάτω! Δεν έχει μείνει τασάκι ούτε για δείγμα κι ο κόσμος πετάει βρεμένες χαρτοπετσέτες.
«Μπράβο Ζωρζ!!» φωνάζουν. «Πέστα όλα!!»
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ!» υποκλίνεται ταπεινά ο Ζωρζ και αμέσως μετά «ΑΠΟΨΕ ΞΑΝΑΡΧΙΖΕΙ Η ΚΑΡΙΕΡΑ ΜΟΥ!!», ουρλιάζει.
Από τα παρασκήνια ακούγονται κάτι γέλια, ανακατεμένα με μουγκρητά. Ο Ζωρζ δε δίνει σημασία.
«Αλλά…», ξεκινάει την παρλάτα του, «θα ήθελα να παρακαλέσω το μαγαζί να μου φέρουν ένα ποτήρι νερό γιατί κουβάλαγα κάτι ζεμπίλια με αμμοχάλικο και κοράκιασα το καημένο…», κόβει επιτόπου, κοιτάζει τον κόσμο άγρια. «ΠΟΙΟΣ ΓΕΛΑΣΕ; ΠΟΙΟΣ ΓΕΛΑΣΕ; ΕΧΩ ΜΙΑ ΒΙΛΛΑ ΣΤΗΝ ΚΗΦΙΣΣΑ –ΔΕΚΑ ΕΚΑΤΟΜΥΡΙΑ ΜΟΥ ΣΤΟΙΧΙΣΑΝ ΜΟΝΟ ΤΑ ΚΟΥΦΟΜΑΤΑ!!! ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΙΜΙΟ ΞΥΛΟ!!!»
«Ουουου, πες μας τίποτα καινούριο!!» ακούγονται πλέον καθαρά τα γιουχαΐσματα από τα παρασκήνια.
«Όλο τα ίδια λες!!» συνεχίζουν από εκεί πίσω. «Σε βαρεθήκαμε!!»
Ο Ζωρζ χαμογελάει στιγμιαία πριν πάρει αγριεμένη φάτσα.
«ΣΑΣ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ ΕΓΩ ΚΑΝΑΓΙΕΣ!!! ΣΑΣ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ!! ΑΤΙΜΗ ΚΛΑΝΑ ΤΗΣ ΡΟΚ –ΑΠΟΨΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΤΕ!!» ουρλιάζει και μάλλον κάποιος σωριάζεται από την καρέκλα του στα παρασκήνια.
Ο Ζωρζ παρατάει την ιστορία με τη βίλα στην Κηφισιά και αποφασίζει να προχωρήσει παρακάτω.
«Αλλά…», ξεφυσάει, «θα σας πω για τότε που ήμουνα στο Τσικάγκο, τη μητρόπολη των μπλουζ και κατεβαίνω σε ένα μπαρ, πήχτρα σκοτάδι και πέφτω πάνω σε ένα παλικαράκι… ίσα με 60 χρονώ θα ήτανε… ‘ποιος είσ΄εσύ;’ του λέω, ‘είμαι ο Μάντυ Γουώτερς, το Λασπωμένο Άτομο’ μου λέει, ‘ΚΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΖΩΡΖ ΠΙΛΑΛΙ, Ο ΚΡΟΤΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΛΕΩΦΟΡΩΝ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Τ’Σ ΑΜΕΡΙΚΗΗΗΗΗΗΣ!!’. ‘Άκου να σου πω Ζωρζ’, μου λέει το Λασπωμένο Άτομο, ‘οι λευκοί ποτέεεεε δεν θα μπορέσετε να παίξετε τα μπλου όπως εμείς οι μαύροι’ έτσι μου είπε. ‘ΜΑΝΤΥ’ του απαντάω, ‘ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΑΤΟΜΟ ΜΕ ΣΩΣΤΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΑΛΛΑ ΛΑΘΟΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ!!!’»
Ο κόσμος από κάτω κοπανιέται κανονικά πλέον κι ο Ζωρζ φέρνει το πρόγραμμα εκεί που θέλει, αλλά εμένα κάτι μου ξινίζει. Ήρθαμε να δούμε τον Παυλάκη κι από τις μαλακίες που άκουσα προηγουμένως στα παρασκήνια, μάλλον κόκαλο είναι ο Σιδηρόπουλος.
Πάντως, ο Πιλαλί τα λέει όλα –και τη «Μπετονιέρα», και το «Χωροφύλακα που πας;» και τα «Μπατσόνια» κάνει ενδιάμεσα το σκετσάκι με την κοπέλα από το κοινό, διαλέγει μια ομορφούλα δέκα καρέκλες δεξιά μας και την πλησιάζει σε στυλ Γκρικ καμάκι.
«Πες μου κούκλα το ζώδιό σου, να σου πω το παρελθόν σου».
«Υδροχόος», λέει η κοπέλα.
«ΘΑΝΑΤΟΣ!!» εκσταστιάζεται ο Ζωρζ. «Να ‘ξερες κοπέλα μου, τι μού θυμίζεις! Πόσο πίσω με πας! Έχεις τίποτα στη ζωή σου, ή θα με περιμένεις να φύγουμε μαζί όταν σχολάσω;»
«Έχω, έχω», λέει η κοπέλα. «Να εδώ δίπλα μου είναι», δείχνει έναν τυπάκο αμήχανο, «και μου πήρε και δώρο σήμερα για τα γενέθλιά μου».
«Πάσο», μουγκρίζει ο Ζωρζ και μετά στρέφεται σε κάτι αόρατους πορτιέρηδες που, και καλά, έχουν διπλαρώσει τον τύπο, «ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΝ ΡΕ!! ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΤΟ ΑΤΟΜΟ –ΜΕΡΙΑΣΤΕ!!». Μαλακώνει πάλι. «Και τι δώρο σου πήρε το παρφέ το ατομάκι;» ρωτάει την κοπέλα.
Εκείνη ανοίγει την τσάντα της και βγάζει ένα φουλάρι, ο Ζωρζ της το αρπάζει –το ανεμίζει έξαλλος.
«ΡΕ ΛΙΓΟΥΡΗ! ΜΕ ΦΟΥΛΑΡΙ ΤΗΝ ΕΒΓΑΛΕΣ; ΤΙ ΕΙΣΑΙ ΡΕ; ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΣ;»
Δίνει πάλι το φουλάρι στην κοπέλα και επιστρέφει δήθεν τσαντισμένος στη σκηνή.
Έχει διάλειμμα, περιμένουμε τον Σιδηρόπουλο κι ο Τάκης λέει στην Ηρώ πόσο γαμάτος ήταν ο Πιλάλας.
«Α, τον Ζωρζ! Τον ξέρω, καλό ατομάκι είναι!» κάνει αυτή με ύφος μπλαζέ.
«Που τον ξέρεις;» ρωτάω.
«Είμαι φίλη με τη Θέκλα τη γκόμενα του Πουλικάκου», συνεχίζει η Ηρώ. «Έχουμε περάσει φοβερές φάσεις μαζί!»
Κοιταζόμαστε με τον Τάκη, στραβώνει το στόμα, την έχει πάρει κι αυτός γραμμή τη γκόμενα ότι μας παραμυθιάζει.
«Τι μου έλεγες προηγουμένως;» με σκουντάει η Διαπαυτούλα.
«Τι σου έλεγα; Α, ναι!» κάνω τον έκπληκτο. «Θυμήθηκα, αλλά δεν είναι σωστό να τα συζητάμε τώρα…»
«Γιατί;»
«Επειδή προτιμώ διαφορετικό περιβάλλον, κεριά, απαλή μουσική … κατάλαβες;»
Κοιτάζω από την άλλη πλευρά, ο Πέτρος έχει πέσει ήδη πάνω στη Νίκη και τη μπαλαμουτιάζει όσο φιλιούνται. Κάνω νόημα στον Τάκη, δεν είναι ανάγκη –το έχει δει κι αυτός. Παράξενη συμπεριφορά Πέτρου, πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα, χαλάλι τα λεφτά στον ψυχολόγο, έτσι σκέφτομαι.
Ο Παυλάκης βγαίνει αφού χαμηλώσουν ξανά τα φώτα και είναι πραγματικό κουρέλι. Κάθεται σε ένα σκαμπό στη μέση της σκηνής, στην αρχή τραγουδάει «το ‘69», μετά περνάει στην «Εθνική Συμφιλίωση», ξεκινάει το «Η» στη μπλουζ εκτέλεση, τη μακρόσυρτη που γουστάρω, κάπου στη μέση ψιθυρίζει, το χάνει το τραγούδι και δεν ενδιαφέρεται να το ξαναβρεί.
«Τι έγινε ρε;» με σκουντάει ο Τάκης.
«Ατυχήσαμε σήμερα», του λέω.
Ο Παυλάκης πάει να πει κάτι σε στυλ «πρέζες υπάρχουν πολλές …», σταματάει όμως, το σκέφτεται καλύτερα. Ο Γαλανάκης τραβάει κάποιο σόλο στο άσχετο, ο Αράπης έχει κρεμαστεί έξω από το μπάσο, δεν παίζει, απλά κοιτάζει τον Σιδηρόπουλο και ανησυχεί. Φανερά. Θέλει να τον μαζέψει και να φύγουν τώρα αμέσως. Φανερά.
Κι εκείνος αλλάζει θέση στο σκαμνί να ξεμουδιάσει, κοιτάζει τον κόσμο, μετά κοιτάζει πίσω τους Απροσάρμοστους, σταθεροποιεί το μικρόφωνο μπροστά στο στόμα του. «Τα σιγανά ποταμάκια!» λέει με νόημα. Εκεί πάνω τον πιάνει ένα γέλιο άρρωστο, φθισικό. Σηκώνεται, τραβάει μια κλωτσιά στο σκαμνί κι εξαφανίζεται στα παρασκήνια.
Μουγκαμάρα στον κόσμο –δεν τους πάει να κράξουν τον Σιδηρόπουλο.
«Έχει παραλύσει το ένα του χέρι», ακούω τα φρικιά από πίσω μου.
«Ήτανε μέσα στη ντάγκλα γι΄αυτό σερνόταν σήμερα».
«Δεν τον κόβω για πολύ ακόμα».
Μπορεί και να έχουν δίκιο.
Ο Παυλάκης ξαναβγαίνει στο δεκάλεπτο, κάνει μια προσπάθεια να τα πει όρθιος, στο μισό τραγούδι ξανακάθεται, λέει το «Μίκυ Μάους» στο σιγονταριστό, λέει τη «Γυναίκα» κουτσά-στραβά, τίποτα δεν του κάθεται πλέον. Από τα παρασκήνια το έχουν καταλάβει, βγαίνει η Κρίστι να του κάνει τις δεύτερες, σε λίγο πετάγεται ο Ζωρζ κι αρπάζει μια κιθάρα, το γυρνάνε σε μπλε σλάιντ μελωδίες, ο κόσμος στριφογυρίζει αμήχανα. Μυρίζει κηδεία εδώ μέσα και όλοι το νιώθουν.
«Πάμε να φύγουμε;» προτείνει ο Τάκης.
Βγαίνουμε έξω αμίλητοι, στη σειρά. Ο τίποτας στην πόρτα μας στραβοκοιτάζει.
«Τι έγινε αγορίνα; Επιμένεις ότι έπρεπε να πληρώσουμε είσοδο γι΄αυτό που είδαμε;» ρωτάω φουρκισμένος.
«Μήπως να μας πλήρωνες εσύ καλύτερα;» πετάγεται ο Πέτρος.
«Πάμε ρε!» κάνει ο Τάκης.
«Που;» ρωτάω.
Οι κοπέλες είναι ξύλινες, σκατά προμηνύεται το υπόλοιπο βράδυ. Πιάνω τον Τάκη με τον Πέτρο αγκαζέ, ο Ευθύμης μαλακίζεται για χάρη των κοριτσιών ή έτσι νομίζει.
«Είδες τι φοράει η Ηρώ;» κάνει ο Τάκης.
«Ξέρω ‘γω; Μίνι φούστα;»
«Μέσα είσαι. Άκου λοιπόν –την έχω πίσω στη μηχανή και με το που κατεβαίνει τι να δω;»
«Τι να δεις;»
«Η θέση της πάνω στη σέλα ήτανε βρεγμένη!»
Ξύνω το κεφάλι.
«Εννοείς;»
«Αυτό ακριβώς!»
«Κάπως σιχαμένο», στραβώνω το στόμα.
«Κι εσύ κάπως αδερφή!» λέει ο Τάκης.
«Είμαι;» αναρωτιέμαι.
«Είσαι, είσαι!» επιβεβαιώνει ο Πέτρος.
«Εντάξει, είμαι. Τώρα τι κάνουμε;»
«Εγώ τη δικιά μου την έχω κάνει τζετ», λέει ο Πέτρος.
«Κι εγώ την Ηρώ δεν την αφήνω που να μου την τραβάνε!» λέει ο Τάκης.
«Μέγκλα!» διαπιστώνω. «Άρα το διαλύουμε σε στυλ πάμε τα κορίτσια σπίτια τους –εντάξει;»
Εντάξει.
Τα κορίτσια κοιτάζουν σοκαρισμένα τον Ευθύμη που έχει καταφέρει να μεθύσει με μιάμιση μπύρα και τώρα ρίχνει την υπόλοιπη στο κεφάλι του φωνάζοντας.
«Σαμπουάν μπύρας! Μην το πιείτε! Λουστείτε!»
Τον τραβάμε να σταματήσει, αντιστέκεται, αδειάζει τα περισσεύματα μπύρας στο τσεπάκι του, «για το δρόμο», έτσι λέει.
Ένα κέρινο λούστρο απλώνεται πάνω στις ξύλινες φάτσες των κοριτσιών, ανακατωσούρα στο στομάχι μου. Παίρνω τη δικιά μου και ξεκινάμε σκέτα ερπετά.
«Που πάμε τώρα;» μου σφυρίζει στ΄αυτί.
Να βρω κανένα χαντάκι να σε πετάξω μέσα, σκέφτομαι.
«Που θες;» τη ρωτάω. «Σπίτι μου ή σπίτι σου;»
«Πάμε καλύτερα στο δικό σου γιατί εγώ μένω με τους γονείς μου», απαντάει.
Βλαστημάω τη μαλακία που με δέρνει, καταριέμαι τα ψυχολογικά μου, όλα αυτά που χτίστηκαν μέσα στα χρόνια της πείνας, είμαι σίγουρος ότι απέναντί μου αναβοσβήνει ένας καθρέφτης σκυλάδικου, με κόκκινα φωτάκια στο πλαίσιο και την επιγραφή «Σκουπιδοφάγος» φαρδιά-πλατιά.
Κάνω τον γύρο της πλατείας, μια νέκρα εκεί πέρα, ψεύτικη κι απειλητική. Γκαζώνω από ένστικτο, θέλω να χωθώ στο σπίτι μου, ακόμα κι αν πρόκειται να μπει μαζί μου και η Δηιτέτοια.
Επειδή δεν υπάρχει ασφαλέστερο κρησφύγετο από τις τύψεις.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
24 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Σήμερα δεν θα σου γράψω για το γενικό ύφος σχόλιο (στα 'χω πει αυτά), αλλά πόσο μ' άρεσε το σημείωμα της Άλεξ. Άλλη γραφή εκεί, κατά κάποιο τρόπο πιο συμβολική. Όλο και κάτι μου είπε... Μου γεννήθηκε η απορία επίσης, αν όντως έχεις ζήσει τέτοια βραδιά στο Ροντέο και το είχες δει αυτό το live. Ας πούμε ο Παυλάκης είναι (σωστό χρόνο χρησιμοποιώ), απ' τους αγαπημένους μου. Να σου λύσω κι εγώ μια απορία (στην απίθανη περίπτωση που ήταν αληθινή όμως, για να 'χεις κίνητρο). Οι ψυχολόγοι διώχνουν κάποιον λοιπόν, όταν θεωρούν οτι θεραπεύτηκε. Επίσης δεν βγαίνουν όλοι στα ΜΜΕ, δεν θεωρούν όλοι οτι ο πατέρας είναι εξ' ορισμού "λίγος" ως γονιός και τέλος μην κάνεις κι εσύ το λάθος απο ένα δάσος να κρίνεις και το κάθε δέντρο (διάβασα κι άλλες αναρτήσεις-φαίνεται ε;). Ελπίζω να περάσατε καλά το Σάββατο (έπρεπε να το έχω αλλάξει το πλάνο όντως)και να γουστάρατε με την ταινία. Κι εγώ πάντως καλά περνάω όταν έρχομαι εδώ. Είμαι σοβαρά γιατρέ μου; Άντε... Καλημέρα.
Είσαι σοβαρά γιατρέ μου, πολύ σοβαρά -κρίσιμη η κατάστασή σου! Αλλά πάλι, όλοι μας, μονίμως σε κρίσιμη κατάσταση βρισκόμαστε, σε κρίσιμη ή σε έξαλλη, ανάλογα με την ώρα.
Ναι, το σημείωμα ήταν άλλο ύφος, άλλη γραφή, άλλο άτομο -και δεν τα καταφέρνω συχνά σε αυτά. Πρέπει να υπάρχει πολύ "ζωντανό" το άλλο άτομο για να το αντιγράψω.
Η βραδιά στο Ροντέο ήταν έτσι ακριβώς -υπάρχουν πολλά κομμάτια στην ιστορία που είναι αλλαγμένα, μεγενθυμένα, τροποποιημένα, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Αλλά το λάιβ εκείνο στο Ροντέο δεν χρειαζόταν να του κάνω τίποτα -το "έφερα" ατόφιο. Πηγαίναμε μια φορά το χρόνο να δούμε τον Παυλάκη ("τον αγαπημένο μας μαλάκα ποιητή", όπως έγραφε κάπου και για κάποιον άλλο ο Σταύρος ο Σταυρόπουλος). Θα έχει κι άλλα πράγματα από (ή για) τον Σιδηρόπουλο αυτή η ιστορία.
Και η ιστορία του φίλου που τον διώχνει ο ψυχολόγος είναι επίσης αληθινή -τον κοροϊδεύαμε γι΄αυτό τότε. Και το όνομα του ψυχολόγου Πιντέρης (μπλιάχ!)
Δεν συνηθίζω να κρίνω και προσπαθώ να μην πέσω στην παγίδα της κριτικής. Συνηθίζω όμως να αντιδρώ. Σίγουρα υπάρχουν και γυναίκες που είναι πολύ αλλιώτικες από τις ηρωίδες της νουβέλας "η φεμινίστρια, το παιδάκι κι ο ανθρωπόμορφος κτήνος πατέρας". Αλλά δεν μιλάω γι΄αυτές, μιλάω για συγκεκριμένα άτομα που αναπτύσσουν συγκεκριμένες συμπεριφορές. Δεν γενικολογώ, ακριβολογώ (κατά το δυνατό).
Στο είχα πει για το Σαββατιάτικο πλάνο (χεχε) και όντως ήταν πολύ καλά. Και η ταινία της οποίας η καινούργια κόπια ήταν στην κυριολεξία διαμαντένια και το μπαράκι που τα ήπιαμε μετά.
Την επόμενη φορά ..., που λένε και οι ηλιοκαμμένοι.
διάβασα τα 10 πρώτα μονορούφι - κάποια στιγμή σου 'χα γράψει για επιτηδευμένους διαλόγους - ε, γράψε λάθος, εδώ (για μένα) εξανεμίστηκε αυτό. κι ας έχω φρέσκο το μοντεζούμα, δεν ειναι απωθητικές ή μειωτικές οι ομοιότητες.
επίσης παρόλο που το αρχέτυπο της άλεξ είναι... ακριβώς αυτό (ο καταδικασμένος-καταραμένος έρωτας του πρωταγωνιστή - τουλάχιστον έτσι το εκλαμβάνω), η ίδια η άλεξ είναι απ'τους πιο γοητευτικούς και ενδιαφέροντες χαρακτήρες.
στην αναμονή για το 12 λοιπόν.
Καλώς το παιδί με το καταπληκτικό μπλογκ (χωρίς πλάκα, από τα καλύτερα που έχω διαβάσει)!
Στο προηγούμενο οι επιτηδευμένοι διάλογοι είχαν το σκοπό τους, απ΄ότι θυμάμαι -γιατί ήταν μια ιστορία που έπρεπε να μοιάζει εξωπραγματική. Αυτό ήταν η αρχική πρόθεση τουλάχιστον.
Σ΄αυτό δεν μπορώ εύκολα να ξεχωρίσω τα δάνεια (διάβαζε "σούφρωμα") από το Μοντεζούμα, δεν με απασχολεί κιόλας να το κάνω. Αλλά υπάρχει ένα αστείο -ο Νικολαϊδης τέλειωσε το Μοντεζούμα μόλις μπήκε στο νοσοκομείο για να μην ξαναβγεί από κει μέσα κι εγώ ξεκίνησα, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, αυτή την ιστορία, μια βδομάδα πριν μπω στο νοσοκομείο! Κάτι δικοί μου που το πήραν χαμπάρι κατατρόμαξαν!
Η Άλεξ, ναι κάπως έτσι. Ο έρωτας που θα πρέπει να είναι καταδικασμένος (για) να μείνει παντοτινός σε κάθε άλλη περίπτωση ξεφτίζει.
Ευχαριστώ για το κουράγιο που μου δίνεις.
Λες ν' αφηνω μια απορία την φορά, για να ξανάρχομαι; Βρε ιδέες που μας έβαλε, αυτή η Άλεξ... Σ' ευχαριστώ πάντως που μου απάντησες (σε ζηλεύω λιγάκι που τα έζησες αυτά τα live-εγώ "Τρύπες" μόνο, ξέρεις..) Επίσης, λέω να πιάσω το εργάκι απ' την αρχή. Θα σου πω συντόμως περισσότερα. Όχι οτι έχει καμιά τρελή αξία η γνώμη μου, γιατρέ μου, αλλά λέμε τώρα...
Υ. Σ. Ναι, ακριβολογείς (κατά το δυνατό). Δεν ήταν μομφή, σε καμία περίπτωση. Υπογράμμισα κάτι ας πούμε. Πάει; Ε, τα άλλα δεν τα σχολιάζω. Του Σκοταδιού κι εγώ. Δεν τα πάω καλά με τον ήλιο (που δεν τελειώνει ποτέ).
Υ. Σ. Sorry για τη δευτερολογία, αλλά τη βρήκα σκόπιμη. Αν δεν συνάδει με τους κανόνες του blog, μου λες...
Αγαπητή, ένας από τους σημαντικότερους λόγους που φτιάχνω αυτά τα κείμενα είναι η κουβέντα που, κάποιες φορές, γίνεται από κάτω. Άρα, μάλλον η έλλειψη δευτερολογίας, τριτολογίας, πολυλογίας γενικότερα δεν συνάδει με το συγκεκριμένο μπλογκ -όχι το αντίθετο.
Να αφήνεις μια απορία τη φορά; Μια χαρά -θα έχω πάντα μια απορία πάνω στην απορία σου.
Μπα,δεν υπάρχει κανένας λόγος να ζηλεύεις όλα αυτά -άσχημα ήταν και μίζερα, θα το καταλάβεις και στη συνέχεια της ιστορίας. Τις Τρύπες δεν τις πολυπάω όπως θα έχεις καταλάβει -γούστα είναι αυτά.
Να τις κάνεις τις υπογραμμίσεις σου και να σχολιάζεις -χωρίς αντίλογο δεν υπάρχει λόγος.
Να είσαι καλά
Υ.Γ.: Ναι τον πούστη. Ποτέ!
Απορία πάνω στην απορία μου δεν είδα, αλλά ξανάρθα ;)
Λοιπόν, επειδή διαβάζω απ' την αρχή την ιστορία, να σχολιάζω κάτω απο κάθε κεφάλαιο, ώστε να μην είναι άσχετα με αυτό εδώ, τα σχόλια; Λογικά θα συμφωνήσεις (ε σε διαβάζω προσεκτικά-αρχίζω να μαθαίνω...), οπότε ενημερώνω και σύντομα θα με βρεις εκεί πίσω...
Με τα νοσοκομεία, τέλειωσαν τα πάρε-δώσε σου γιατρέ μου; Το εύχομαι. Ολόψυχα.
Όπου και να σχολιάσεις θα σε πετύχω, επειδή ενημερώνομαι ταχυδρομικώς για τα σχόλια χεχε.
Δεν είχες απορία στο προηγούμενο σχόλιο και απορώ δηλαδή γιατί!
Ναι, τελείωσα με τα νοσοκομεία και βγήκα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ καλύτερος άνθρωπος από εκεί μέσα. Αν αυτό είναι ποτέ δυνατό!
αυτο το ποστ μου θυμησε τα παλια, πανω απο μιση ωρα διαβασμα(μου φανηκε). ηταν να ανεβω δυο τρεις μηνες αλλα χαλασε η δουλεια. τωρα θα ανεβω για κανα δυο βδομαδες τον αλλο μηνα.περιμενω ακομα τη φωτο με το διδυμο απο αθηνα. τι ελεγε η προβολη; καλη η κοπια η τα παραελεγαν....
Ήταν αγγελοπουλική η οπτική μου σε αυτό το ποστ, χαχαχα!
Να σε χέσω ρε -άντε, ανέβα τουλάχιστον για δυο βδομάδες. Ποιο δίδυμο;
Για την κόπια έλεγαν λίγα -πολύ λίγα. Μάγκα μου ήταν καλύτερη κι από αυτή που είχα δει πρώτη προβολή πριν 100 χρόνια! Ήχος, ν΄ακούς μέχρι και το πέταγμα της μύγας, είχε κάνει και το δικό μας το άτομο ένα φοβερό εταλονάζ (κάπως έτσι το είπε, δεν ξέρω τι είναι) και είχε γίνει η ταινία μουντή, συννεφιασμένη και ταυτόχρονα πεντακάθαρη. Έβλεπες μέχρι και τις κάλτσες του Σπυριδάκη -φοβερό πράγμα!
το διδυμο το γυμναστη που ειναι ιδιος με μενα λεω, που μου ελεγε η δικια σου.
Αααα! Τώρα μπήκα! Σιγά μην την αφήσω να τραβάει φωτογραφίες γυμναστές και άλλους τέτοιους παιδαράδες!
Αν και, για να σου μοιάζει, δεν υπάρχει κίνδυνος -αλλά ποτέ δεν ξέρεις!
Ειλικρινα είχες πάθει κάτι κ ήσουν στο νοσοκομείο; δλδ τώρα πράσφατα;
περαστικά σου ρε συ.
η ιστορία αυτή ωραία ειδικά με το σημειωμα της Άλεξ (το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει)
όπως επίσης μου άρεσε κ το "παραμύθι" της Ηρως στους βλάκες
πάντως αυτά που λες "Σίγουρα υπάρχουν και γυναίκες που είναι πολύ αλλιώτικες από τις ηρωίδες της νουβέλας "η φεμινίστρια, το παιδάκι κι ο ανθρωπόμορφος κτήνος πατέρας".
τι να πω όλους κάπου πρέπει να τους τοποθετουμε για να μας είναι κ πιο εύκολο ε;...
εγώ πάντως όταν ακούω ανθρώπους να λένε "τον καταλαβαίνω τι είναι ο άλλος από τα 5 πρώτα λεπτά" κάπως μου κάνει
Υ.Γ. στα 17 μου πρωτοάκουσα Σιδηροπουλο, εκ τοτε ούτε που θυμαμαι τίποτα εκτός από 1 κομμάτι
Α ναι, ήταν πριν κάνα δυο μήνες -έβγαλα τη χολή μου μπας και γίνω καλύτερος άνθρωπος. Αλλά τζάμπα τα έξοδα, ο ίδιος στριμμένος παρέμεινα, όπως φαίνεται!
Εγώ τους μόνους που καταλαβαίνω στα πρώτα 5 λεπτά είναι τους πλασιέ -κι αυτό όχι πάντα. Δεν έχω όρεξη να ψάχνω τι είναι και τι δεν είναι ο καθένας, ούτε τι εννοεί ή τι σκέφτεται ή σε τι αποσκοπεί. Μου αρέσουν οι εκπλήξεις και δεν γουστάρω να μου τις χαλάνε.
Τους ανθρώπους νομίζω τους κατατάσσουμε ανάλογα με το τι ζητάμε-ψάχνουμε από-σε αυτούς.
Σιδηρόπουλο άκουσα κάπως νωρίτερα από σένα και στα 17 μου τον πρωτοείδα. Καλά ήταν.
Ναι, ε; δεν ξέρω καθόλου πώς είναι κάτι τέτοιο (με τη χολή που λες)
ελπίζω να μην ήταν δυσκολο κ επίπονο
κ να είσαι καλά χωρίς αυτή.
Όχι μωρέ. Παίζει να είναι η πιο ανώδυνη επένδυση, έτσι έχω ακούσει καθότι εγώ χοντρόπετσος και δεν πονάω ποτέ.
Βασικά την έβγαλα για να μπορώ να τρώω σουβλάκια -αλλιώς έπρεπε να προσέχω την διατροφή μου.
Νομιζα ότι μπορεί να ποναει, δεν έχω ιδέα γενικά, μονο για πέτρα στα νεφρά έχω ακούσει
για το τελευταίο που λες μαλλον ήταν σοβαρο για να έπρεπε να προσεχεις διατροφη κ τέτοια
το ότι είσαι χοντροπετσος δε χρειάζεται να το λες. φαινεταί! :Ρ
Ειδες τώρα τι μου κάνεις...
για τις τύψεις που αναφερεσαι ΣΥΧΝΑ-ΠΥΚΝΑ κ τις θεωρώ εξίσου άσχημο κινητρο για συγκεκριμένη συμπεριφορά, όπως κ τον οικτο
αν το ξερα όμως βρε Μοτορσάικλ, δε θα σε συγχιζα με τους γελοιούς καυγάδες... γερός άνθρωπος κ άρρωστος... :ΡΡΡΡ
Όχι μωρέ η εγχείριση δεν πονάει -οι κολικοί της χολής πονάνε, για την ακρίβεια με είχαν πηδήξει κανονικά από τον Γενάρη φέτος μέχρι τον Αύγουστο που την ξεφορτώθηκα με ρυθμό 2-3 κολικοί το μήνα. Φρίκη σκέτη -γι΄αυτό και η διατροφή, για να μην ενεργοποιείται η χολή και να μην κουνιέται η πέτρα.
Αλλά τώρα πλέον -μπακ του σουβλάκι ντριμς, που λένε και στα τουριστικά μέρη.
Μπορείς να με συγχίζεις κανονικά, δεν είμαι πλέον άρρωστος άνθρωπος και λέω να πάω κατά Ελβετία μεριά, να τραβηχτώ, όπως κάνει η οικογένεια Μητσοτάκη για να μη φαίνομαι και τόσο γέρος. Πως με βρίσκεις; Σωστός; Χαχαχα
Χαχαχα! Μα τι άνθρωπος είσαι
απο το Γενάρη ε; χαρά στην υπομονή σου
Άνθρωπος προς αποφυγήν -αυτό είμαι. Ευτυχώς που δεν το πήρε χαμπάρι η γυναίκα μου όταν με πρωτογνώρισε, καθότι, ως γνωστόν, μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.
Φαίνεται όταν μία γυναίκα είναι ευτυχισμένη, από το πρόσωπο της μέχρι τον τρόπο που μιλάει
όπως κ σ' έναν άντρα
δε νομιζω ότι σ αυτά κανείς μπορεί να ξεγελάσει, όσο καλος ηθοποιός κ αν είναι
...έτυχε χθες να "εκτεθώ" σ' ένα βίντεο που στον τίτλο του μίλαγε για "White Noise". Δεν τον ήξερα (ή έστω δεν τον θυμόμουνα) τον όρο. Μου έκανε μια μικρή εντύπωση αυτό, και τον συγκράτησα.
Σήμερα πρωί μου καρφώθηκε ο Stan Caiman (γυρίζοντάς με καμμιά 25αριά χρόνια πίσω), από ένα Παρά Πέντε σφηνωμένο ανάμεσα σε κρεββάτι και τοίχο. Μπαίνω στον ιστό να τον ψάξω. Πέφτω εδώ και κοιτάζοντας τον τίτλο "Λευκός Θόρυβος"¨, μένω λίγο κάγκελο. "Κοίτα να δεις σύμπτωση", είπα. ...Μετά ξανακοιτάω καλύτερα, και βλέπω από κάτω τον υπότιτλο "Top of the world ma!" και κουνάω το κεφάλι μου, καθώς το τελευταίο πράγμα που διάβαζα λίγο πριν, στο προαναφερθέν Παρά Πέντε, ήταν μια συνέντευξη των Last Drive, στην οποία αναφερόντουσαν στην φράση αυτή του Cagney που είχαν σ' ένα οπισθόφυλλό τους...
"Εντάξει - κοίτα να δεις ΔΥΟ συμπτώσεις" λέω, και βάζω στην αναζήτηση του browser τη λέξη "Κάιμαν", να δω τί υπάρχει γι' αυτόν. Και πέφτει το μάτι μου στην προηγούμενη από το χρωματισμένο αποτέλεσμα της αναζήτησης πρόταση, που λέει για ένα Παρά Πέντε σφηνωμένο μεταξύ κρεββατιού και τοίχου και χάνω τη μπάλα........
Όλα κατά κάποιο τρόπο μπήκαν στη θέση τους, όταν σκρολάροντας αργότερα, στα δεξιά της σελίδας είδα αυτό :
<<...και στα 40 αρχίζεις να ζεις μ' εκείνο τον περίεργο και συνεχή φόβο πώς αν στρίψεις σε μια γωνιά του δρόμου, υπάρχει ο κίνδυνος να δεις τον εαυτό σου να'ρχεται από το απέναντι πεζοδρόμιο να σε συναντήσει. Άλλωστε... στο βάθος κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει απ' τον εαυτό του>>.
Χαιρετίσματα και συγγνώμη για τη σφήνα στην συζήτηση
Η συζήτηση έχει τελειώσει εδώ και καιρό φίλε -οπότε, όχι σφήνα, πες το αναζωογόνηση.
Ναι, δεν υπάρχουν πολλά για τον Σταν Κάιμαν, τον μεγαλύτερο χάρτινο εραστή του κόσμου (See you later alligator -after a while crocodile). Ναι, το Top of the world είναι και στο οπισθόφυλλο του πρώτου δίσκου των Ντράιβ (ακριβώς πάνω από τα ευχαριστήρια στον Νίκο Νικολαϊδη με την υποσημείωση: ξέρει αυτός).
Χαιρετίσματα με μια δική του φράση: "Νομίζω πως ήρθε ο καιρός να βαδίσουμε σωστά τον λάθος δρόμο, να ξεχαστούμε αλλά να μην ξεχάσουμε".
Να είσαι πάντα καλά.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!