Τετάρτη, Φεβρουαρίου 05, 2025

Προωθητική εκδήλωση

<

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Ο εκδοτικός οίκος

Το δελτίο ειδήσεων

Η Τζούλια

Αυτή είναι κάποια προωθητική εκδήλωση που τη λένε παρουσίαση της επανέκδοσης και εγώ, ντυμένος στην πένα -λευκό πουκάμισο (πάντα έξω από το παντελόνι), μαύρο τζιν συν το κλασικό μαύρο, μακρύ, παλτό -βρίσκομαι στη μέση ενός τραπεζιού στην αίθουσα εκδηλώσεων του εκδοτικού οίκου (τζάμι και μελί ξύλο παντού). Δεξιά μου ένας μαλάκας συνομήλικός μου επίκουρος καθηγητής (δεν συγκράτησα σχολή), αριστερά μου η κλασική Λίνα Βερούτη με μαύρο, κολλητό φόρεμα και σκίσιμο στο πλάι -βλέπω το εκρού καλσόν της και αυτή μοιάζει πολύ με γυναίκα σήμερα, ή εγώ έχω αρχίσει να τα χάνω.

Έξω, έχει πέσει το σκοτάδι κι έκοψε η βροχή -τελικά, μια βροχή δεν μας έσωσε… Πλαστικά μπουκάλια με νερό, πλαστικά ποτήρια, χάρτινα κυπελάκια με καφέ -τσάι για τη Λίνα -κι από κάτω, δέκα σειρές καρέκλες (τις μέτρησα) γεμάτες κόσμο.

Η Λίνα έκανε καλή δουλειά (γιατί σταμάτησα να αναφέρομαι σε αυτή με το επώνυμό της;) έχει αστειευτεί με κάμποσους δημοσιογράφους, έχει βρίσει τα παιδιά που έστησαν την οθόνη και τα φώτα πίσω μας -όλα σύμφωνα με το πρόγραμμα.

 

Ο επίκουρος ξεκινάει την ομιλία -αναφέρεται στο ρόλο του στο φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του ΄80 (όσο και να σπάω το κεφάλι μου, δεν τον θυμάμαι), συσχετίζει τις κοινωνικές συνθήκες του τότε με το σήμερα, εξηγεί ότι υπάρχουν ομοιότητες αλλά και διαφορές (εκθεσιολόγιο Β΄ Λυκείου) και καταλήγει ότι τότε τα πράγματα ήταν πιο άγρια και περάσαμε πολύ δύσκολα, τώρα όλα είναι πιο εύκολα, αλλά οι ίδιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν. Μετά μιλάει για μένα -ξεπετάει τα γεγονότα σε μια παράγραφο, εκθειάζει τον λιτό, άμεσο και περιεκτικό τρόπο γραφής μου (αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι και κάνας λογοτέχνης ολκής), βρίσκει το προσωπικό στοιχείο πολύ έντονο (δηλαδή δε γράφω λογοτεχνία, απλώς αναπαράγω τις αναμνήσεις μου) και προτείνει τα βιβλία μου «για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι» (μα πώς σκέφτηκε κάτι τόσο πρωτότυπο, απορώ…) Ο καφές μου έχει τελειώσει.

 

Η Βερούτη (επαναφορά του επωνύμου) λέει κάτι κρύα αστεία σχετικά με το πόσο δύσκολο ήταν να με πείσουν για την επανέκδοση (όλοι γελάνε υπηρεσιακά), αναφέρεται στη φοβερή περίπτωση του Λίο ο οποίος αντιμετώπισε την επανέκδοση σαν υποχρέωση απέναντι σε έναν παλιό φίλο (δηλαδή αγγαρεία) και εκφράζει τη χαρά της που ο εκδοτικός οίκος στρέφεται στους Έλληνες λογοτέχνες αρχίζοντας με κάποιον εμβληματικό σαν εμένα (σαν εμένα ή εμένα τον ίδιο;) Μετά, μου δίνει το λόγο.

 

Και τότε σηκώνω το κεφάλι που κρατούσα χαμηλωμένο σε στυλ διαβάζω τις σημειώσεις μου, σημειώνω -βλέπω στην έβδομη σειρά τη Δήμητρα. Με κοιτάζει παγωμένη, όταν καταλαβαίνει ότι την εντόπισα σκύβει στο μπλοκάκι της ή σε κάτι που έχει ακουμπισμένο στα γόνατά της, τέλος πάντων. Πίνω λίγο νερό.

 

«Σας ευχαριστώ που είστε εδώ και ευχαριστώ για την παρουσίαση, αν και νομίζω ότι περιγράψατε κάποιον άλλο κι όχι εμένα», λέω για να ξεμπερδέψω με τα τυπικά. Από κάτω γελάνε, υπηρεσιακά πάντα -θεωρώντας το ως δείγμα σεμνότητας. Η Βερούτη πιάνει τι είπα και δε γελάει καθόλου.

«Αν είναι να πω δυο λόγια για τα βιβλία που επανεκδίδονται, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι γράφτηκαν από εμένα, αλλά δεν τα έγραψα εγώ. Ξέρετε, τα βιβλία γράφονται μόνα τους κι απλά χρειάζονται έναν δακτυλογράφο -αυτό μόνο έκανα. Κι έτσι, δε νομίζω ότι χρειάζεται να ασχοληθεί κανένας περισσότερο μαζί μου. Αλλά έχω μια απορία και, πριν αρχίσετε τις ερωτήσεις, θα ήθελα να μάθω πρώτος εγώ -γιατί θέλετε να αγοράσετε αυτά τα βιβλία;»

Σταμάτησα -η Βερούτη άρχισε να κουνάει νευρικά το γόνατό της κάτω από το τραπέζι -σε κάποια φάση χτύπησε το δικό μου γόνατο, κατά λάθος μάλλον. Οι άνθρωποι στις καρέκλες με κοίταξαν ανέκφραστοι, τους κοίταξα κι εγώ -κάποιοι βιάστηκαν να αποφύγουν την οπτική επαφή όπως οι μαθητές που δεν ξέρουν το μάθημα και κρύβονται από τον καθηγητή. Γουστάρω…

«Κανένας εθελοντής;» χαμογέλασα.

Κάποιος πιτσιρικάς με μπεζ καμπαρντίνα και αρχές φαλάκρας μού έκανε νόημα -ένευσα προς το μέρος του. Σηκώθηκε από τη θέση του.

«Προσωπικά θεωρώ ότι η δεκαετία που περιγράφετε στα βιβλία σας ήταν πιο αγνή, πιο αληθινή από το σήμερα κι αυτό είναι σημαντικός λόγος να μάθουμε περισσότερα», είπε χωρίς ανάσα.

«Αν αυτό νομίζετε, καλύτερα να μην πάρετε τα βιβλία μου, θα κλαίτε τα λεφτά σας», απάντησα χαμογελώντας.

Οι άνθρωποι στις καρέκλες ξύπνησαν με τη μία -άρχισαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους, κάποιοι γέλασαν (κανονικά), άλλοι βιάστηκαν να σημειώσουν.

Μια καλοντυμένη (για εκδηλώσεις γάμων-βαπτίσεων) σαραντάρα μού έκανε νόημα.

«Μας συμβουλεύετε δηλαδή να μην αγοράσουμε τα βιβλία σας;» με ρώτησε.

«Αν και αντιστρέφετε την ερώτηση, θα σας απαντήσω ότι δεν είμαι σε θέση να συμβουλεύω τους άλλους. Εγώ δεν θα τα αγόραζα αυτά τα βιβλία -αυτό μπορώ να το πω με σιγουριά», είπα.

«Γιατί;» με ρώτησε η κυρία.

«Γιατί τα έχω διαβάσει -ακόμα χειρότερα, τα έχω γράψει», της εξήγησα.

Κάθισε κάτω μουτρωμένη. Αλλά ανέλαβε η διπλανή της, μια εξίσου σαραντάρα με μαλλί κομμωτηρίου και ντύσιμο σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες.

«Αυτό όλο, είναι ένα επιθετικό στυλ προώθησης των βιβλίων σας, μια τακτική δήθεν απαξίωσης που στην πραγματικότητα διαφημίζει το προϊόν», είπε αφού σηκώθηκε από τη θέση της.

«Έχετε απόλυτο δίκιο», παραδέχτηκα. «Αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος για να αγοράσετε τα βιβλία μου -σας ευχαριστώ για την τοποθέτησή σας».

Οι άνθρωποι από κάτω άρχισαν να κάνουν θόρυβο. Τους κοίταζα περιμένοντας. Η Βερούτη έσκυψε πάνω από τον ώμου μου.

«Το παίζεις πολύ ριψοκίνδυνα -πρόσεχε μη φας τα μούτρα σου», ψιθύρισε.

Κοίταξα πάλι τη Δήμητρα, χαμογελούσε αλλά μόλις κατάλαβε ότι τη βλέπω έσκυψε το κεφάλι βιαστικά.

Ένας ατσούμπαλος πενηντάρης με χοντρά γυαλιά σηκώθηκε από τη θέση του.

«Πώς συσχετίζετε την εμπλοκή σας στο σκάνδαλο Δημητρακόπουλου με την επανέκδοση των βιβλίων σας;» με ρώτησε θριαμβευτικά.

«Σκάνδαλο είναι η διακοπή μιας απεργίας πείνας και δίψας ή η ψήφιση ενός νόμου για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής στις φυλακές;» του χώθηκα.

«Σκάνδαλο είναι η μυστική συνεννόηση με συνεργάτη του πρωθυπουργού», είπε.

Κάποιοι γύρω του διαμαρτυρήθηκαν, άλλοι ανάσαναν με ανακούφιση.

«Όταν λέτε μυστική συνεννόηση εννοείτε ότι πήρα τηλέφωνο έναν παλιό γνωστό μου και δεν ενημέρωσα τα δελτία ειδήσεων;» τον ρώτησα.

«Όσοι κατέχουν δημόσιες θέσεις πρέπει να ενημερώνουν…» είπε.

«Άρα λοιπόν θέλατε να βγει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και να ανακοινώσει ότι ένας κάποιος τύπος πήρε τηλέφωνο το γραμματέα του πρωθυπουργού κι ο γραμματέας του είπε ότι υπάρχει νομοσχέδιο στη διαβούλευση που μπορεί να πείσει έναν φυλακισμένο να διακόψει την απεργία πείνας. Αυτό θεωρείτε ότι έπρεπε να γίνει;» του την έπεσα.

«Αυτό εντάσσεται στην επιθετική σας τακτική για να πουλήσετε τα βιβλία σας», είπε ο ατσούμπαλος.

«Όχι -αυτό εντάσσεται στην αμυντική μου τακτική για να αντιμετωπίζω τους μαλάκες», τον πληροφόρησα.

Μπάχαλο…

Οι μισές καρέκλες σηκώθηκαν ζητώντας μου να ανακαλέσω, οι υπόλοιπες κάθονταν και σημείωναν κάνα δυο χειροκροτούσαν κιόλας… Κοίταξα τη Δήμητρα, δεν με απέφυγε αυτή τη φορά. Χαμογέλασα. Χαμογέλασε.

«Πάμε για δεύτερη έκδοση», μου σφύριξε στο αυτί η Βερούτη.

«Να πάτε όπου θέλετε, πότε τελειώνει το τσίρκο;» ρώτησα.

«Αφού γουστάρεις -μην το παίζεις αδιάφορος», μου είπε.

«Εγώ μάλλον πρέπει να πηγαίνω, αν δε με χρειάζεστε άλλο», ανακοίνωσε ο επίκουρος.

Και σηκώθηκε να φύγει, με το σχετικό τουπέ.

 

Οι άνθρωποι στις καρέκλες δεν έλεγαν να σηκωθούν και να μας αδειάσουν τη γωνιά -κάτι αρκετά άβολο μετά την προηγούμενη φάση. Κάποιος έπρεπε να μοιράσει μπάλα και η Βερούτη βγήκε για να μαζέψει το παιχνίδι.

«Εκ μέρους του εκδοτικού οίκου μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η απόφασή μας για την επανέκδοση των βιβλίων του κυρίου Καστρινού είχε παρθεί πολύ πριν συμβούν τα τελευταία γεγονότα. Είναι πάγια θέση μας να μην συνδέουμε το έργο των συγγραφέων μας με την κοινωνική τους ζωή, εφόσον βέβαια δεν διαπράττουν κάτι ανήθικο ή παράνομο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να σας πω ότι η ενέργεια του κυρίου Καστρινού να βοηθήσει στο να σωθεί μια ζωή έχει την αμέριστη συμπαράστασή μας. Από την άλλη, βέβαια, οι όποιες προσπάθειες δολοφονίας χαρακτήρα, μας βρίσκουν απέναντι και είμαστε έτοιμοι να κινηθούμε νομικά, αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί. Είμαστε δεκτικοί σε ερωτήσεις πάσης φύσεως αλλά δεν θα δεχτούμε ανυπόστατες κατηγορίες, υπονοούμενα και προσβολές», έκλεισε το μικρόφωνό της νευριασμένη (ή έτσι έδειχνε τουλάχιστον).

«Ευχαριστώ τη Λίνα για τα όσα είπε αλλά διαφωνώ μαζί της», πήρα το λόγο. «Το έργο μου είναι απόλυτα συνδεδεμένο με τον τρόπο ζωής μου και μπορείτε να κριτικάρετε ότι θέλετε, όσο θέλετε, όπως θέλετε. Εγώ δεν κινούμαι νομικά -κινούμαι με τα πόδια ή αυτοκίνητο κι αν παραστεί ανάγκη με λεωφορείο. Θέλετε να πείτε ότι τα έκανα πλακάκια με την κυβέρνηση; Θέλετε να γράψετε ότι εκμεταλλεύομαι το θόρυβο για να πουλήσω βιβλία; Κάντε το. Αλλά ελπίζω να μου αναγνωρίζετε το δικαίωμα να απαντάω, στην ίδια έκταση και με την ίδια ένταση που έχουν οι δικές σας απόψεις. Και να τα προβάλλετε όλα εξίσου…» ήθελα απεγνωσμένα τσιγάρο, αλλά τελικά ήπια μια γουλιά νερό.

Οι άνθρωποι στις καρέκλες έσκυψαν τα κεφάλια για να σημειώσουν. Ένας συνομήλικός μου με μακρύ, γκρίζο μαλλί και μουστάκι σηκώθηκε.

«Τι έχετε να πείτε σε όσους σας θεωρούν εκπρόσωπο της γενιάς του ’80;» με ρώτησε.

«Ότι δεν έχω ακούσει μεγαλύτερη βλακεία από αυτό», απάντησα. «Η γενιά μου είχε κομματόσκυλα με την εφημερίδα στην κωλότσεπη και φλώρους Λακόστ με το γιακαδάκι σηκωμένο, καρεκλάδες με σκαρπίνι, μεταλλάδες χουλιγκάνια, παλιοροκάδες που το γύρισαν στα ρεμπέτικα και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Δεν ξέρω για αυτά τα παιδιά, δεν μπορώ να μιλήσω για πάρτη τους. Μιλάω για μένα και εκατό-διακόσια άτομα που έτυχε να βρεθούμε στις ίδιες καταστάσεις. Μέχρι εκεί».

«Σε αυτά τα κομματόσκυλα που λέτε δεν περιλαμβάνονται και μέλη της σημερινής κυβέρνησης;» πανηγύρισε ο μουστάκιας.

«Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι -δεν έχω πρόχειρη τη σύνθεση της κυβέρνησης», του απάντησα.

«Και τι γνώμη έχετε για την κυβέρνηση;» πετάχτηκε μια ξανθιά πλατινέ απροσδιορίστου ηλικίας από το πλάι του μουστάκια.

Μυρίστηκα πρωτοσέλιδο και νέα παρτίδα κανιβαλίσματος από τα δελτία ειδήσεων.

«Για να συναλλάσσονται μυστικά μαζί μου, καλοί θα είναι», υπέθεσα. «Αν μάλιστα μου έδιναν και καμιά θεσούλα υπουργού, αναπληρωτή, γραμματέα -θα ήταν ακόμα καλύτεροι. Γνώμη μου -έτσι;»

Οι άνθρωποι στις καρέκλες γέλασαν κανονικά. Δυο-τρεις στράβωσαν κι όταν τους είδα, γέλασα με τη σειρά μου. Κάπως έτσι, η σεμνή τελετή έλαβε τέλος.

Σηκώθηκα να πάω προς τη Δήμητρα -η Βερούτη με άρπαξε από το μπράτσο.

«Έχω εντολή από τον Αραμπατζή να σε φέρω, έστω και δεμένο, στο Πέτρινο -θα μας περιμένουν», μου είπε.

Σκατά…

«Έχω παρέα», της απάντησα.

«Πάρτη κι αυτή μαζί σου», χαμογέλασε ψυχρά.

«Πού ξέρεις ότι είναι αυτή κι όχι αυτός

«Ακόμα κι αν ήμουν στραβή και δεν έβλεπα πώς σε κοίταζε στη συνέντευξη δεν θα μπορούσα να μην παρατηρήσω ότι σε περιμένει εκεί πίσω», μου έδειξε.

Η Δήμητρα μου χαμογελούσε όρθια με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος εκεί που τελείωναν οι σειρές με τις καρέκλες.

«Συγνώμη λίγο…» είπα στη Βερούτη.

«Κάνε δουλειά σου. Θα κανονίσω να μαζέψουν και θα σε περιμένω», μουρμούρισε γυρνώντας μου την πλάτη.

 

Δεν έκανε ούτε βήμα για να έρθει προς το μέρος μου όσο την πλησίαζα. Είχαμε ντυθεί σετ, κατά πώς φαινόταν, μόνο που εκείνης το πουκάμισο και το τζιν εφάρμοζαν σα δεύτερο δέρμα ενώ τα δικά μου κρέμαγαν και τέντωναν σακουλοειδώς.

«Πώς από ΄δω;» το έπαιξα χαλαρός.

«Είδα φως και μπήκα», γέλασε.

«Αυτό σημαίνει ότι…»

«Αυτό σημαίνει ότι αγαπάμε τους φίλους μας με τα ελαττώματά τους», είπε.

«Και όχι τα ελαττώματα με τους φίλους μας;» αναρωτήθηκα χαζά.

Δε γέλασε.

«Είμαστε καλεσμένοι για φαγητό», της εξήγησα.

«Είμαστε; Από πού κι ως πού;»

«Από εδώ μέχρι το Πέτρινο».

«Τότε…»

«Πάμε με το δικό μου αυτοκίνητο;» πρότεινα.

«Όλο εκπλήξεις είσαι σήμερα», χαμογέλασε.

«Κι ακόμα έχει πολύ η μέρα για να τελειώσει», διαπίστωσα πιάνοντάς την αγκαζέ.

Κάπως έτσι βγήκαμε στο πεζοδρόμιο όπου μας περίμενε η Τζούλια.

 

«Δεν είναι άσχημο…» σχολίασε κοιτάζοντας γύρω της, όσο ξεκινούσα. «Δικό σου ή δανεικό;»

Γέλασα.

«Θα μου πεις, τώρα μεγαλοπιάστηκες -δεν μπορείς να κυκλοφορείς…»

«Με τον καρβουνιασμένο Δούκα», τη διέκοψα.

«Τον ποιον;»

«Ναι, τέλος πάντων… Όπως και να ‘χει -χρειαζόμουν ένα όχημα», είπα.

Έπαιξε για λίγο με τα κουμπιά του ραδιοφώνου όσο εγώ οδηγούσα χαζεύοντας την από το πλάι.

«Φτάσαμε», είπε.

«Αν δεν βρούμε παρκάρισμα, δεν έχουμε φτάσει», απάντησα.

Κι άρχισα να γυροφέρνω τα στενά, τον κεντρικό δρόμο, τα ερειπωμένα κτίρια που κάποτε φώτιζαν στη νύχτα…

«Εδώ χωράς;» μου έδειξε μια θέση στα δεξιά.

«Όλοι οι καλοί χωράνε», είπα και άρχισα να μανουβράρω τη νταλίκα για να τη σφηνώσω ανάμεσα σε δυο παρκαρισμένα.

Τα κατάφερα -όχι εύκολα.

Με κοίταζε χαμογελαστή κι έτσι, όταν έσβησα τον κινητήρα έσκυψα προς το μέρος της και τη φίλησα. Χρειάστηκε 2-3 αιώνια δευτερόλεπτα μέχρι ν΄ανταποκριθεί, ανοίγοντας τα χείλη της -αλλά ακόμα και τότε είχα τη βεβαιότητα πως θα γινόμουν ρεζίλι στο τέλος.

«Τι ήταν αυτό τώρα;» ρώτησε, όταν τραβήχτηκα πίσω.

«Είπα να προλάβω πριν μεθύσεις», παραδέχτηκα.

Μου τράβηξε μια μπουνιά στο μπράτσο.

«Είσαι μαλάκας», είπε.

«Τώρα το κατάλαβες;» απόρησα.

 

Βγήκαμε από τη Τζούλια αρκετά αμήχανοι -ήρθε δίπλα μου, έκανα μια κίνηση να της πιάσω το χέρι αλλά στη μέση της διαδρομής το παράτησα κι άφησα το δικό μου χέρι να κρέμεται ξερό -τι μαλακίες ήταν αυτές τώρα; Δεκαεξάρηδες ήμασταν; Και τότε μου έπιασε εκείνη το χέρι -ένιωσα πολύ όμορφα και πολύ γελοίος.

Περπατήσαμε αργά, αμίλητοι, ίσως κι ευτυχισμένοι και κάπως έτσι κάπως στρίψαμε τη γωνία -στα 50 μέτρα ήταν η είσοδος του μαγαζιού. Αλλά στα 100 μέτρα γινόταν κάποιο μπάχαλο. Κοντοστάθηκα. Κάμποσοι μαζεμένοι φώναζαν και χειρονομούσαν σε κύκλο. Άφησα το χέρι της. Ακούστηκαν κάτι κραυγές από το κέντρο του κύκλου.

«Πήγαινε μέσα κι έρχομαι», της είπα.

Έφυγα μπροστά σχεδόν τρέχοντας πριν προλάβω να το σκεφτώ. Οι τύποι ήταν ναζί -φαινόταν ξεκάθαρα από τα σήματα στις μπλούζες τους και τα ξυρισμένα κεφάλια -είχαν μάλιστα κι έναν τσιλιαδόρο δυο μέτρα μακρύτερα από το μπουλούκι.

Πέρασα από αριστερά τους για να μην πέσω πάνω στον τσιλιαδόρο κι όταν έφτασα στο μπούγιο, χώθηκα απότομα. Είχαν βάλει στη μέση έναν Πακιστανό και τον τραμπούκιζαν κανονικά, «μουνόπανο, να πας πίσω στη χώρα σου», «γαμιόλη, θες να γαμήσεις τις γυναίκες μας», «εδώ θ΄αφήσεις τα κόκαλά σου» και τέτοια.

Έσπρωξα κάνα δυο που ήταν ανυποψίαστοι και άρπαξα το γονατισμένο Πακιστανό από το μανίκι. Τον τράβηξα έξω και μπήκα μπροστά του, αφήνοντας ελεύθερο τον κεντρικό δρόμο για να την κοπανήσει. Είχα την ελπίδα να το κάνει γρήγορα γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να τους κρατήσω για πολύ. Ο άνθρωπος πίσω μου έτρεμε -ένιωθα την πλάτη μου να σκαμπανεβάζει όσο με ακουμπούσε.

«Φύγε», του είπα χωρίς να τον κοιτάξω κι επιτέλους το κατάλαβε -άρχισε να τρέχει.

Οι φασίστες άρχισαν να με κυκλώνουν.

«Τι θες ρε αρχίδι και μπλέκεσαι;» μου την έπεσε ο πρώτος -ένα κοντόχοντρο γομαράκι.

«Γουστάρω Πακιστανούς, τρέχει τίποτα;» σφύριξα, δέκα πόντους από τα μούτρα του. Βρωμούσε η ανάσα του ούζο.

«Γουστάρεις να σε γαμήσουμε στη θέση του;» με ρώτησε ο διπλανός του, ένας κοκαλιάρης ψηλός.

«Θα μου κλάσεις τ΄αρχίδια μωρή οδοντογλυφίδα», γέλασα.

«Τι είπες ρε…» ξεκίνησε ο τρίτος της παρέας.

Και τότε κατάλαβα ότι δυο ακόμα είχαν έρθει πίσω μου. Ευτυχώς κανένας δεν κυνήγησε τον Πακιστανό. Στριφογύρισα πατώντας στα τακούνια μου και έσκασα ένα γερό χαστούκι σε αυτόν που ήταν πιο κοντά μου -ο τύπος ούρλιαξε και δάκρυσε, μετά έσπρωξα το διπλανό του με δύναμη, τον μετακίνησα όσο χρειαζόταν για να βγω από την κυκλωτική.

«Θα φτύσεις αίμα», ακούστηκε από το μπουλούκι καθώς έπαιρναν φόρα για να μου ορμήσουν κι εκείνη τη στιγμή ήρθαν δυο-τρεις από πίσω τους και τους άρχισαν στα κλωτσίδια, φρέναραν για λίγο μπερδεμένοι, «λήξη» φώναξε ο τσιλιαδόρος που ακόμα στεκόταν αμέτοχος και οι ναζί το έβαλαν στα πόδια. Βέβαια, δεν έχασα την ευκαιρία να βάλω μια τρικλοποδιά στον κοντινότερο -ο μαλάκας δεν το περίμενε κι έσκασε με τα μούτρα στο πεζοδρόμιο, μάλλον γάμησε τα δόντια του αλλά, για σιγουριά, του τράβηξα και μια κλωτσιά με τη μύτη της μπότας στο μάγουλο -το κεφάλι του στριφογύρισε καθώς σερνόταν στο τσιμέντο. Όμορφα…

Γύρισα να δω τους τύπους που με είχαν σώσει -ήταν δυο γεροδεμένοι με σακάκια και ο Αραμπατζής, ο εκδότης μου, που καθάριζε το πρόσωπό του με ένα μαντήλι.

Τράβηξα ένα τσιγάρο από το πακέτο και το άναψα κοιτάζοντας το βάθος του δρόμου.

«Θαυμάζω το κουράγιο σου Νίκο», είπε ο Αραμπατζής αγγίζοντας με στον ώμο.

«Αν ήξερα ότι έχεις μπράβους θα έκανα περισσότερη φιγούρα», του απάντησα.

Κοίταξε τους δυο τύπους που τώρα ακουμπούσαν στον τοίχο και συνεννοούνταν.

«Μπράβους… τα παραλές…», γέλασε. «Τα παιδιά είναι γνωστά μου».

«Που έτυχε να βρίσκονται στα πέριξ και τα λοιπά… Πάντως έχω μια απορία -ποιος είσαι τελικά;» τον κοίταξα κατάφατσα.

«Ένας απλός εκδότης», είπε ταπεινά.

«Ως φαίνεται, άλλαξαν οι απλοί εκδότες από τότε που εκδιδόμουν», διαπίστωσα. «Πάμε να φάμε κάτι γιατί έχασα μπόλικες θερμίδες εδώ πέρα και πρέπει να τις ξαναβρώ;»

Γέλασε.

«Θα περάσουμε ωραία εμείς», είπε.

Δεν το βλέπω…

 

Το μαγαζί έβγαζε μια αόρατη κάπνα που θόλωνε τα τζάμια και τη συμπεριφορά. Ήταν αυτή η δήθεν αίσθηση θαλπωρής που πλασάρεται μέσα από εκτυφλωτικό φωτισμό, μυρωδιές κοκκινιστού και οχλαγωγία -μια προσωπική κόλαση 140 τετραγωνικών, στο περίπου. Ο Αραμπατζής μου έδειξε ένα μακρόστενο τραπέζι γεμάτο κόσμο, η Βερούτη με τη Δήμητρα δεν ήταν ανάμεσά τους κι έτσι στράφηκα προς την πόρτα -τις είδα να μπαίνουν μαζί.

«Γάμο έχουμε ή βάφτιση;» ρώτησα χωρίς να τον κοιτάζω.

«Γεννητούρια», μου φώναξε.

Παπαριές ρε φίλε….

 

Βολεύτηκα σε μια γωνιά του τραπεζιού αφού φρόντισα να τακτοποιήσω το παλτό μου για να μη σούρνεται στα πατώματα. Κράτησα τη διπλανή μου θέση ελεύθερη για τη Δήμητρα η οποία ήρθε και κάθισε χωρίς να μου δώσει σημασία, μαζί με τη Βερούτη. Φαίνονταν απασχολημένες σε μια πολύ σοβαρή κουβέντα και δεν είχα καμιά διάθεση να τις διακόψω.

Δίπλα μου, στα δεξιά, καθόταν ένας καχετικός γέροντας με σακάκι μπλέιζερ και μαντηλάκι στο τσεπάκι, είχε καλοχτενισμένα τα εναπομείναντα μαλλιά του κι έπινε κρασί σε κολονάτο ποτήρι -αποφάσισα να μην έχω παρτίδες μαζί του.

«Είσαι εντάξει;» μου έσφιξε ξαφνικά το χέρι η Δήμητρα.

«Ναι, γιατί;» απόρησα.

Με κοίταξε και χαμογέλασε.

«Την επόμενη φορά, μη διανοηθείς καν να με διατάξεις να φύγω από τη φασαρία», είπε σοβαρά.

«Την επόμενη φορά να τρέξεις πιο γρήγορα από μένα», απάντησα.

Γέλασε. Μετά στράφηκε στη Βερούτη -κάτι της είπε που δεν το άκουσα και ξεκαρδίστηκαν. Αυτό μας έλειπε τώρα…

Ο Αραμπατζής εμφανίστηκε όρθιος πίσω από την πλάτη μου, έσκυψε στα δεξιά μου, ακουμπώντας στο τραπέζι.

«Σήμερα είναι η δική σου μέρα -έχεις κάποια προτίμηση;» με ρώτησε.

«Ναι -να τελειώσει γρήγορα», είπα.

Γέλασε.

«Στο είπα ότι είναι τρομερή φυσιογνωμία, Βασίλη», ενημέρωσε τον διπλανό μου. «Δεν σας σύστησα ακόμα…» έκανε δήθεν σοκαρισμένος. «Ο Βασίλης Κυριαζής είναι ο βασικός μέτοχος του εκδοτικού μας οίκου», μου εξήγησε.

«Χάρηκα κύριε Καστρινέ», είπε στεγνά ο άλλος.

«Η χαρά είναι καλό πράγμα», τον πληροφόρησα.

Ο Αραμπατζής βιάστηκε να εξαφανιστεί κι εγώ κατάλαβα ότι έχω μπλέξει.

«Σας παρακολουθώ ξέρετε…» με πληροφόρησε ο Κυριαζής.

«Α, δικοί σας είναι αυτοί με το αυτοκίνητο που αράζουν κάθε μέρα κάτω από το σπίτι μου;» κανιβάλισα λίγο, όμως το μετάνιωσα γιατί δε γέλασε. Καθόλου δε γέλασε.

«Εννοώ ότι σας έχω δει στην τηλεόραση, έχω διαβάσει συνεντεύξεις σας…»

«Ναι, βέβαια…» έκανα μετανιωμένος.

«Ξέρετε… δεν με βρίσκουν σύμφωνο όλες οι ενέργειές σας…» είπε ξερά.

«Θα έπρεπε;» απόρησα.

«Όπως το πάρει κανείς…» μουρμούρισε γεμίζοντάς μου το ποτήρι με κρασί. «Πίνετε έτσι;» ρώτησε εκ των υστέρων.

«Το κατά δύναμιν», παραδέχτηκα.

«Για εμάς, οι άνθρωποι και όχι τα προϊόντα τους -οι άνθρωποι είναι η πραγματική επένδυση κύριε Καστρινέ», είπε στο ξεκάρφωτο.

Ήμουν ήδη φορτωμένος από τη φασαρία έξω από το μαγαζί -εντάξει, είχα χεστεί πάνω μου όταν βρέθηκα κυκλωμένος και πιο πριν δηλαδή, όσο έτρεχα να μπλεχτώ, αλλά αν αρχίσεις να τρέχεις είναι δύσκολο να σταματήσεις. Κι αυτή η κουβέντα εδώ πέρα δε με βοηθούσε να ξεφουσκώσω.

«Αυτό που μου λέτε είναι ότι ο εκδοτικός σας οίκος δεν αγόρασε μόνο τα βιβλία αλλά κι εμένα -άρα, πληρώθηκα πολύ φτηνά…» διαπίστωσα.

Παραξενεύτηκε. Με κοίταξε προσεκτικά.

«Δεν αναφέρομαι μόνο στον εκδοτικό οίκο», μου εξήγησε.

«Έχουμε και κάποιο άλλο συμβόλαιο;» απόρησα.

«Κάποια πράγματα δε γράφονται σε συμβόλαια», είπε. «Αγαπητή μου, πόσο καιρό έχω να σας δω;» συνέχισε γυρίζοντας προς την άλλη πλευρά του τραπεζιού όπου καθόταν μια χοντρή πιτσιρίκα με πατομπούκαλα.

Τσέκαρα τη σύνθεση του τραπεζιού -όσοι ήξερα από τον εκδοτικό οίκο ήταν εκεί, ο Λίο δίπλα στον Αραμπατζή πασάλειβε μια φέτα με τυροκαυτερή ή τζατζίκι, το λοιπό προσωπικό καθόταν ανακατεμένο με κόσμο που δεν ήξερα και ούτε είχα καμιά διάθεση να γνωρίσω.

Η χοντρή απέναντι, σήκωσε το ποτήρι της και μου ευχήθηκε κάτι που δεν άκουσα, σήκωσα κι εγώ το δικό μου ποτήρι χαζεύοντας με την άκρη του ματιού μου τον Κυριαζή που καθάριζε τη μύτη του προσπαθώντας να κρύψει το δάχτυλό του με μια πετσέτα. Σιχάθηκα.

Έσκυψα προς την άλλη πλευρά, αποφασίζοντας να διακόψω τη συζήτηση. Ακούμπησα το χέρι της Δήμητρας κι έκανα νόημα στη Βερούτη να πλησιάσει.

«Πάμε για τσιγάρο;» της πρότεινα.

«Δεν καπνίζω», μου θύμισε.

«Εγώ όμως καπνίζω», της είπα.

Αγκάλιασα τη Δήμητρα και της ψιθύρισα στο αυτί: «Δεν θα κάνουμε πολύ -πρέπει να μάθω ποιος καργιόλης είναι αυτός δίπλα μου».

«Τότε μπορείς και να πας για τσιγάρο μαζί μου», γέλασε.

«Τον ξέρεις κι εσύ;» απόρησα.

«Όλοι τον ξέρουν», γέλασε.

Τι διάολο -πόσον καιρό λείπω από αυτή τη χώρα, χωρίς καν να έχω φύγει;

 

Εκείνη τη στιγμή μας περικύκλωσαν σερβιτόροι και μας ανέκριναν επισταμένως σχετικά με το τι θα θέλαμε να χλαπακιάσουμε. Απ’ ότι θυμόμουν, τότε που ζούσα, υπήρχαν δυο τακτικές -να πάρουμε κάτι για τη μέση να τσιμπάνε όλοι ή να παραγγείλουμε ο καθένας το πιάτο μας. Εδώ έπαιζε συνδυασμός -και στη μέση και πιάτα. Παράγγειλα λοιπόν ένα μπιφτέκι με τηγανιτές για να ξεμπερδεύω κι άφησα τα υπόλοιπα στην εργοδοσία -έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν έμαθα να ξεχωρίζω τις σαλάτες, τα ορντέβρ και τα ντιζέρτ.

«Έι, καουμπόη -τι τρέχει με σένα; Δε χαλαρώνεις ποτέ;» μου σφύριξε το κεφάλι της Βερούτη που χώθηκε μπροστά από το στήθος της Δήμητρας.

Χαμογέλασα.

«Χαλαρώνω, αλλά στο ημίφως», απάντησα.

«Είδες; Στο ‘λεγα», πετάχτηκε η Δήμητρα.

Τι της έλεγε; Και γιατί της το έλεγε;

«Με το κορίτσι σου εδώ πέρα βρεθήκαμε παλιές γνωστές», είπε η Βερούτη.

Γύρισα στη Δήμητρα, την κοίταξα, χαμογέλασε.

«Με το κορίτσι μου ε;» μουρμούρισα.

«Τι, δεν είναι;»

«Θα ρωτήσω και θα σου πω», τη γείωσα.

Μπλέξαμε…

«Μην την ακούς -με έχει τσακίσει στο δούλεμα», μου είπε η Δήμητρα. «Έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς από παλιά…»

Είδα ότι η Βερούτη είχε πιάσει κουβέντα με τον διπλανό της κι αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να αφήσω στην άκρη τις άβολες προοπτικές.

«Πες μου γι΄αυτό -από πού ξέρεις τη Βερούτη;» ρώτησα.

«Ήταν υπεύθυνη σύνταξης τότε που δούλευα στην τηλεόραση. Μεγάλη σκύλα, αλλά τα πηγαίναμε καλά. Μάλλον επειδή ήμουν μονίμως με το τακούνι στην εξώπορτα...» είπε η Δήμητρα.

«Άρα, όταν ήθελες εκείνη τη συνέντευξη…» έκανα.

Ένευσε καταφατικά.

Ένιωσα παγιδευμένος σε ένα δωμάτιο με τοίχους από νερό.

«Μήπως να την κάναμε από λίγο-λίγο;» της ζήτησα.

«Δε γίνεται να τους αφήσεις έτσι», μου είπε. «Άλλωστε, για σένα γίνεται το τραπέζι».

«Για μένα ε; Για την επανέκδοση των βιβλίων μου…»

«Σαφώς»

«Με κοροϊδεύεις; Για ποια βιβλία μιλάμε και ποιος στην τελική; Κάτι ξοφλημένα αναγνώσματα που δεν έκαναν επιτυχία ούτε όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν και ένας μαλάκας που τον  βρήκαν εύκαιρο οι ειδήσεις για να χτυπήσουν την κυβέρνηση. Ξέρεις, δε με αφορά όλο αυτό…» έβγαλα ένα τσιγάρο και το ζίπο.

«Πάω για τσιγάρο. Μετά την κάνω -ελπίζω μαζί σου», της είπα.

Σηκώθηκα, ο Αραμπατζής με κοίταξε με αυστηρό βλέμμα, πέρασα πίσω από τον Κυριαζή ο οποίος αδιαφόρησε.

 

Έξω έκανε κρύο κι αυτό ήταν μια ευχάριστη αλλαγή από την τσίκνα του μαγαζιού. Άρχισα να τσεκάρω μηχανικά τις άκρες του δρόμου μπας και παραμόνευαν τίποτα φασίστες -το μόνο που υπήρχε όμως ήταν θόρυβος και βιαστικοί άνθρωποι που κουβαλούσαν μεγάλες ή μικρότερες σακούλες. Τα ψώνια του κόσμου είναι ένα αρωματικό τουαλέτας κρεμασμένο στους φωτεινούς σηματοδότες.

«Ψάχνεις πώς να την κοπανήσεις;» με ρώτησε η γυναικεία φωνή πίσω μου.

«Πολύ κράτησε όλο αυτό, για τις αντοχές μου», της απάντησα.

«Ένα επείγον τηλεφώνημα θα ήταν μια κάποια λύση», μου πρότεινε η Βερούτη.

«Ίσως…» έκανα σκεφτικά.

«Αν μάλιστα αυτός που σε καλεί είναι κάποιο μυστηριώδες πρόσωπο -κάποιος κυβερνητικός ας πούμε…» το συνέχισε.

«Δεν έχω παρτίδες μαζί τους», της ξέκοψα.

«Και είναι ανάγκη να το ξέρουν όλοι αυτό;» απόρησε.

Μπήκα στο νόημα.

«Αλλά γιατί το προτείνεις;»

«Επειδή αυτή είναι δουλειά μου».

«Πάει να πει;»

Σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος της -με κοίταξε.

«Μην μπλέκεσαι στη δουλειά μου όσο δεν μπλέκομαι στη δική σου. Έχουμε κάποιες συνεντεύξεις ακόμα… Για την ώρα, πάρε τη Δήμητρα και πηγαίνετε να βγάλετε τα μάτια σας -θα σου κάνει καλό και η Δήμητρα είναι υπέροχο άτομο, πίστεψέ με, το ξέρω από πρώτο χέρι».

Δίστασα. Η Βερούτη έπαιζε το δικό της παιχνίδι και δεν ήξερα ακόμα αν ήμασταν συμπαίκτες, αλλά σε τελική ανάλυση, ποιος νοιάζεται; Η προοπτική να βρεθώ μόνος με τη Δήμητρα ήταν συναρπαστική (για να το θέσω ευγενικά), όσο η πιθανότητα να πάω εκεί μέσα και να τρώω μπιφτέκι κάτω από τα κίτρινα βλέμματα των περισσοτέρων έκανε το στομάχι μου να ανακατεύεται.

«Εσύ τι θα κάνεις;» τη ρώτησα στο άσχετο.

«Αν προτείνεις τρίο, θα σου σύστηνα να ρωτήσεις πρώτα τη Δήμητρα», γέλασε.

Τι ωραίοι που είμαστε οι καργιόληδες…

Σφήνωσα το τσιγάρο μεταξύ δείκτη και αντίχειρα -μετά το εκτόξευσα κι εκείνο κατέληξε ψιλοκρεμαστό στο κοντινότερο δοχείο απορριμμάτων. Ευχήθηκα να μην είχαν πετάξει κάποιο χαρτομάντηλο, αλλά η Βερούτη έδειξε εντυπωσιασμένη, μέχρι που χειροκρότησε.

«Είσαι ωραίος τύπος -θα λυπηθώ όταν σε χάσουμε», είπε καθώς μπαίναμε μέσα.

«Γεγονός;» ρώτησα.

Κάθισε στη θέση της χωρίς να απαντήσει.

 

Περιμένοντας τις εξελίξεις αποφάσισα να το παίξω η ψυχή της παρέας.  Σήκωσα το ποτήρι μου κι έκανα νόημα στο Λίο -με κοίταξε και σήκωσε το δικό του.

«Ποιος θα το φανταζόταν, μετά από τόσα χρόνια παλιόφιλε…» του φώναξα.

Χαμογέλασε σφιγμένα.

«Στην τωρινή και σε μελλοντικές συνεργασίες μας, Νίκο», μου ευχήθηκε ο Αραμπατζής.

«Ανυπομονώ να διαβάσω τα βιβλία σας», φώναξε η πατομπούκαλη. «Τα έχω βάλει πρώτα στη σειρά…»

«Έχετε κι άλλα να διαβάσετε;» τη ρώτησα.

«Δεν μπορείτε να φανταστείτε…» έκανε δείχνοντας πηγμένη.

«Αρχίστε από τα άλλα λοιπόν», της πρότεινα.

Γέλασε. Ο Κυριαζής δίπλα μου στράβωσε το στόμα λες και είχε φάει χαλασμένο μύδι. Με κοίταξε πλάγια -τον απέφυγα.

Ένας σερβιτόρος μου γέμισε νερό το ποτήρι όσο άδειαζα το κρασί μου. Ένιωθα ήδη καλύτερα.

Η Δήμητρα έφερε το στόμα της κοντά στο αυτί μου.

«Σου πέρασαν οι τάσεις φυγής;» ρώτησε.

«Το αντίθετο. Τρώγε όσο προλαβαίνεις», της είπα.

«Δεν πολυπεινάω…»

«Μη λες όμως μετά…»

«Μετά δε θα λέω», με διαβεβαίωσε κλείνοντάς μου το μάτι.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Ψάχτηκα για λίγο αν και ήξερα που το έχω, αφήνοντας τη σεβαστή ομήγυρη να το ακούσει. Τελικά, το ενεργοποίησα λίγο πριν περάσει η κλήση στον αυτόματο τηλεφωνητή.

«Εμπρός;»

Από μέσα άκουσα έναν πνιχτό ήχο, κοίταξα τη Βερούτη που είχε το δεξί της χέρι κάτω από τραπέζι, μετά η κλήση διακόπηκε.

«Σοβαρά;» έκανα δήθεν αναστατωμένος.

Οι διπλανοί με κοίταξαν, μάλλον το παράκανα με την ηθοποιία.

«Έρχομαι αμέσως», είπα τελικά και έβαλα το κινητό στην τσέπη μου.

Σηκώθηκα με αργές κινήσεις.

«Έγινε κάτι σοβαρό;» με ρώτησε ο Κυριαζής.

«Ναι… μάλλον…» έκανα αμήχανα.

Ο Αραμπατζής με αγριοκοίταξε.

«Πρέπει να φύγω επειγόντως», του είπα. «Έχω κάποιο πρόβλημα…»

«Οικογενειακής φύσεως;» με ρώτησε -ειρωνείας και ανθρώπινου ενδιαφέροντος γωνία.

«Θα μπορούσε να το πει κανείς…» μουρμούρισα. «Λυπάμαι που φεύγω τόσο νωρίς».

«Τι να γίνει;» σήκωσε τους ώμους ο Αραμπατζής.

Ένιωσα κάποιους στεναγμούς ανακούφισης από το τραπέζι.

«Θα με πας κι εμένα μέχρι το σπίτι μου; Είναι ο δρόμος σου;» ρώτησε η Δήμητρα.

Ένευσα κι εκείνη σηκώθηκε δίπλα μου.

 

Όταν μας χτύπησε ο παγωμένος αέρας ένιωσα πουπουλένιος, την κοίταξα με την άκρη του ματιού κι εκείνη κοίταζε τις μύτες των παπουτσιών της καθώς προχωρούσαμε. Ξέραμε τι πρόκειται να γίνει και σκεφτόμουν αν έπρεπε να το παίξουμε σε στυλ αναβάλουμε την ευχαρίστηση για να κρατήσει περισσότερο λόγω προσμονής ή να πάμε κατευθείαν και να βγάλουμε τα μάτια μας. Ένιωθα τόσο όμορφα γιατί είχαμε γλιτώσει από το τραπέζωμα που ίσως τελικά να ήμουν ικανός να πάρω εγώ την απόφαση.

«Λοιπόν…» ξεκίνησα.

«Σπίτι μου ή σπίτι σου;» ρώτησε η Δήμητρα.

Αυτά περί απόφασης…

 

Η Τζούλια κλώτσησε και έσβησε γιατί άφησα άτσαλα το συμπλέκτη -συμβαίνουν αυτά όταν αλλού είσαι κι αλλού πηγαίνεις. Το θέμα που με απασχολούσε είχε να κάνει με την τοποθεσία. Σπίτι μου, εντάξει, αλλά θα έπρεπε να είσαι τέρμα νεκρόφιλος για να καταφέρεις να πηδηχτείς εκεί μέσα, άσε που υπήρχε πάντα η πιθανότητα να πεταχτεί από κάναν τοίχο εκείνη και να μας κοιτάζει όσο το κάνουμε. Βλέπεις, την είχα φέρει μαζί μου από την πρώτη στιγμή που μπήκα στο διαμέρισμα και φύσαγε ο αέρας της παντού -ειδικά όταν είχα κλεισμένα τα φώτα. Από την άλλη, δεν είχα και μεγάλη διάθεση να πάμε στο σπίτι της Δήμητρας -ένας ξένος χώρος σου κόβει από έλεγχο και δεν ήμασταν τώρα σε φάση να βρεθούμε ανεξέλεγκτοι. Ήταν και κάτι ακόμα…

«Παιδιά δεν έχεις. Σκυλιά, γατιά;» τη ρώτησα.

«Όχι -δεν έτυχε…» απάντησε.

«Για παιδιά εννοείς;»

«Όχι -παιδιά δεν ήθελα. Σκυλιά και γατιά δεν έτυχε», μου εξήγησε.

«Τότε λοιπόν -πεθαίνω να δω το σπίτι σου», είπα.

«Μόνο;»

Την κοίταξα.

«Μόνο για να δεις το σπίτι μου πεθαίνεις;» γέλασε.

«Για τα υπόλοιπα με χρειάζεσαι ζωντανό… ελπίζω…» ψιθύρισα.

Γέλασε ξανά και με φίλησε στο μάγουλο -τώρα οδηγούσα στρωτά -τρένο σε ράγες στην κοιλάδα. Μέχρι που ανακάλυψα ότι πήγαινα στο τίποτα.

«Δεν ξέρω πού μένεις», την πληροφόρησα.

«Κουκάκι», είπε.

«Έτσι; Στο γενικό;» διαμαρτυρήθηκα.

«Προχώρα και θα σου πω».

Προχώρησα. Είχα, άλλωστε, αφήσει την καλύτερη ζωή μου στο Κουκάκι -δεν ήξερα αν θα την έβρισκα εκεί να με περιμένει ή την είχαν ξεσκίσει τίποτα αφισοκολλητές.

«Εδώ, όπου βρεις -παρκάρεις», με σκούντησε.

Τον ήξερα το δρόμο -ένας από τους δυο κεντρικούς της περιοχής -έκοψα ταχύτητα.

«Το σπίτι σου πού είναι;» τη ρώτησα.

«Λίγο πιο κάτω».

«Άρα δεν παρκάρω ακόμα. Πες μου όταν φτάσουμε», της εξήγησα.

«Εδώ», μου έδειξε μια παλιά πολυκατοικία.

Δεν άναψα τα αλάρμ -ήξερα ότι κάτι τέτοιο είναι μεγάλη γρουσουζιά όταν ψάχνεις για θέση.

Πέρασα το σπίτι, στο πρώτο στενό έστριψα και γύρισα προς τα πίσω για να πιάσουμε το δρόμο της από πιο χαμηλά. Τζίφος. Πάλι στροφή, πάλι ο δρόμος της. Βρήκα να παρκάρω 10 μέτρα από το σπίτι της τελικά γιατί κάποιος καλός άνθρωπος αποφάσισε να φύγει.

«Είχα αρχίσει να απογοητεύομαι», μου είπε.

«Έχεις χρόνο γι΄αυτό», την καθησύχασα.

 

Δίπλα από την είσοδο της πολυκατοικίας της είχε ένα διανυκτερεύουν μίνι μάρκετ, ο μελαμψός τυπάκος χασμουριόταν. Πετάχτηκε όσο πλησιάζαμε.

«Καληνύχτα Ανούρ», του φώναξε η Δήμητρα.

«Καλή, καλή…» χαμογέλασε εκείνος. Κούνησε και το χέρι του.

«Θέλουμε τίποτα;» με ρώτησε δείχνοντας το μαγαζί.

«Έχει ποτά;» ρώτησα με τη σειρά μου.

«Έχει αλλά καλύτερα να μην τα δοκιμάσουμε -σήμερα τουλάχιστον. Θα βολευτούμε με τη δική μου κάβα».

Της έπιασα το χέρι.

«Θέλεις να πεις ότι σου βρίσκονται κι άλλα πράγματα εκτός από κρασί;» ρώτησα.

«Έχω και κρακεράκια», απάντησε ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα.

Δέσαμε…

 

Έμενε στον δεύτερο όροφο -από τη τζαμόπορτα του σαλονιού μπορούσα να δω το διαμέρισμα στην απέναντι πολυκατοικία -κλειστές κουρτίνες κι ένα άρρωστο φως τηλεόρασης από μέσα. Έκλεισα και τις δικές μας κουρτίνες όσο εκείνη ήρθε από πίσω μου και με αγκάλιασε. Ένιωσα αμήχανα.

«Γιατί κλείνεις;» με ρώτησε.

«Για να μη μας βλέπουν», είπα.

«Δεν εννοούσα τις κουρτίνες», ψιθύρισε.

Γύρισα προς το μέρος της, την αγκάλιασα κανονικά και τη φίλησα. Όσο πιο κανονικά μπορούσα. Με έσπρωξε ελαφρά.

«Πάω να φέρω τίποτα να πιούμε», είπε.

Κι εξαφανίστηκε στο ημίφως της κουζίνας.

 

Είχα έτσι το χρόνο να εξερευνήσω -στη γωνία του δωματίου ήταν αναμμένο κάποιο πορτατίφ με Αιγυπτιακές θεότητες, στο τραπεζάκι μια στοίβα βιβλία, κυρίως επιστημονικού περιεχομένου κι ένα σιντί πλέιερ περίμενε δίπλα στην τηλεόραση. Εύκολα βρήκα τη ραφιέρα κι άρχισα να χαζεύω ράχες από σιντί -ως φαίνεται, η Δήμητρα είχε κάποιο κόλλημα με την αφρικανική μουσική (περισσότερο από το μισό περιεχόμενο της ραφιέρας) μαζί με απέχθεια για τους γνωστούς καλλιτέχνες αφού με το ζόρι ήξερα 2-3 ονόματα από τα υπόλοιπα σιντί. Έτσι πάτησα το κουμπί στο πλέιερ με ότι υπήρχε ήδη μέσα. Ένα πιάνο ξεκίνησε να παίζει αγχωτικά και σε λίγο ήρθαν κάτι τρομπέτες να του κάνουν παρέα -ωραίοι ήταν οι τύποι, έψαξα τριγύρω κι ανακάλυψα ότι επρόκειτο περί του κυρίου Κρις ΜακΓκρέγκορ και της Αδελφότητας της Ανάσας. Την ώρα που πάλευα να κλείσω το ηχοσύστημα (γιατί με τέτοια μουσική, πιο πιθανό θα ήταν να κάνουμε τζόκινγκ παρά να πηδηχτούμε) μπήκε η Δήμητρα.

«Α, δεν ήξερα ότι σου αρέσουν», παρατήρησε.

«Ούτε εγώ», παραδέχτηκα. «Ήταν ήδη μέσα το σιντί…»

«Σωστά..» μουρμούρισε αφήνοντας το ποτήρι μου στο τραπέζι. «Έχω καιρό να το ακούσω πάντως -τώρα τελευταία με ενοχλεί η μουσική…»

Άρπαξα την ευκαιρία για να το κλείσω.

«Δεν εννοούσα…», ξεκίνησε να λέει.

«Δεν έχει σημασία», την καθησύχασα. «Αλήθεια -τι φάση κι αυτή με την αφρικάνικη μουσική;»

Μου έδωσε το ποτήρι και ήπιε λίγο από το δικό της -σχεδόν ταυτόχρονα.

«Η μουσική ξεκίνησε από την Αφρική, εκεί βγήκαν τα πάντα -δεν το ήξερες;» χαμογέλασε.

«Γιατί να το ξέρω;» απόρησα. «Δεν κοιτάζω τα στοιχεία των μουσικών, απλά ακούω».

Γέλασε.

«Εξυπνάδες… Πόση μουσική έχεις στο σπίτι σου πέρα από ευρωπαίους και αμερικάνους;»

Το σκέφτηκα.

«Ο Μάρλεϊ πιάνεται;» ρώτησα.

«Εντάξει -πιάνεται», είπε.

«Κρίμα, γιατί δεν έχω τίποτα από Μάρλεϊ -τον βαριέμαι», ομολόγησα.

Γέλασε πάλι. Μετά ήρθε κοντά μου. Τη φίλησα και θέλησα να την κρατήσω αλλά είχα το ποτό στο ένα χέρι και τα τσιγάρα στο άλλο -έσφιξα το μαλακό πακέτο κι ανακάλυψα με τρόμο ότι σύντομα θα ξεμείνω -τι σκατά σκεφτόμουν όσο φιλούσα αυτή την όμορφη γυναίκα; Βέβαια, όλα αυτά ήταν ένας καλός τρόπος για να μη σκέφτομαι εκείνη -όμως όταν το συνειδητοποίησα, άρχισα να τη σκέφτομαι.

Έκανε πίσω.

«Είμαστε μόνοι εδώ;» με ρώτησε.

«Όχι», παραδέχτηκα.

«Και τώρα τι γίνεται;» με ρώτησε κατεβάζοντας το κεφάλι.

«Λέω να πάμε σε άλλο δωμάτιο -κάπου που δε θα μας ακολουθήσει, λόγω διακριτικότητας», πρότεινα.

«Είναι λοιπόν ευγενής ψυχή η κυρία», γέλασε.

Το άφησα να περάσει και την ακολούθησα στην κρεβατοκάμαρα -ημίφως από ένα πορτατίφ αρρωστημένα κίτρινο.

Άρχισα να ξεκουμπώνω το πουκάμισό της όσο αυτή ακουμπούσε τα χέρια της στους ώμους μου. Ήσυχα, αργά -ποντάριζα στην περιέργειά μου να ανακαλύψω αυτό το καινούργιο σώμα. Και μου άρεσε όσο προχωρούσα γιατί ήταν μια αληθινή γυναίκα, σώμα μαλακό κι όχι τσιτωμένο από γυμναστήρια -μύριζε καρύδα και καθημερινότητα και το στήθος της, σφιχτό, ευαίσθητο.

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού (βούλιαξα στο στρώμα αλλά κατάφερα να ισορροπήσω), την τράβηξα μπροστά μου και της έβγαλα το παντελόνι -άγγιξα μια μικρή ουλή στα δεξιά, λίγο πάνω από το κιλοτάκι της. Πέρασα τα δάχτυλά μου πάνω από την ουλή και η Δήμητρα ανατρίχιασε.

«Τι έχουμε εδώ;» ρώτησα.

«Τη βρίσκεις να παίζεις το γιατρό;» ρώτησε ψυχρά.

Φίλησα την ουλή της και μετά την τράβηξα στο κρεβάτι -σηκώθηκα κι άρχισα να γδύνομαι, παιδεύτηκα, ως συνήθως, με τα μπατζάκια του παντελονιού χαρίζοντας γέλιο στο φιλοθεάμον κοινό, ένιωσα κάμποσο άβολα γιατί το δικό μου σώμα κρέμαγε γεροντίστικα από παντού κι έτσι βιάστηκα να χωθώ δίπλα της κάτω από ένα πουπουλένιο πάπλωμα.

Γελούσε κοριτσίστικα, την τράβηξα κοντά μου, τη φίλησα -ποτέ δεν θα μπορέσω να αντισταθώ στο δροσερό κοριτσίστικο γέλιο.

 

Αυτό που ακολούθησε είναι ότι, συνήθως, γίνεται όταν βρεθούν σε ένα κρεβάτι ένας άντρας που του αρέσει το γυναικείο κορμί και μια γυναίκα που έχει πετάξει τις προκαταλήψεις της μακρύτερα από τα εσώρουχά της αλλά κανένας δεν γνωρίζει τι της αρέσει. Εκείνη δεν ήρθε όση ώρα πηδιόμασταν με τη Δήμητρα κι εγώ σύντομα έχασα την αρχική ορμή που ούτως ή άλλως δεν πίστευα ότι θα είχα σε αυτή την ηλικία, με αποτέλεσμα να μετατραπώ σε υπομονετικό εραστή -ήταν κι αυτό κάτι.

Τελικά ξαπλώσαμε δίπλα-δίπλα, αρκετά ιδρωμένοι. Προσπάθησα να κρύψω το λαχάνιασμά μου ψάχνοντας για τσιγάρο.

«Τίποτα δεν είναι καλύτερο από ένα ποτό πριν κι ένα τσιγάρο μετά», έσπασε την αμηχανία η Δήμητρα.

«Δε θα ήθελα να καπνίσω στο δωμάτιο που κοιμάσαι», απολογήθηκα.

«Μη σε απασχολεί…» μουρμούρισε.

Σύρθηκα, ο μισός έξω από το πάπλωμα για να τραβήξω ένα Κάμελ και ψάρεψα το ζίπο από την τσέπη του πεταμένου παντελονιού μου. Εκείνη άνοιξε το συρτάρι στο διπλανό της κομοδίνο και έβγαλε ένα γυάλινο τασάκι.

Το πήρα και το ακούμπησα στο γυμνό μου στήθος -πάγωσα ευχάριστα.

«Εσύ;» τη ρώτησα ανάβοντας το τσιγάρο.

«Δεν θέλω τώρα», είπε καθώς αγκάλιαζε το μπράτσο μου.

Κράτησα σβηστό το τσιγάρο, γύρισα το κεφάλι προς το μέρος της και τη φίλησα. Τραβήχτηκε.

«Όχι οικειότητες μετά το σεξ», είπε. «Με ξενερώνουν οι υποχρεώσεις».

Γέλασα.

«Και πώς πάει με σένα δηλαδή; Γουάμ-μπαμ-θενκ γιου μαμ;» μου ήρθε αυθόρμητα μια από τις δεκάδες βλακώδεις εκφράσεις της ξεφτιλισμένης δεκαετίας.

«Κάπως έτσι…» ψιθύρισε σκεφτική. «Τελικά, ξέρεις, ίσως το όλο θέμα έχει να κάνει με κάποιο παιδικό απωθημένο. Υποθέτω ότι σε ερωτεύτηκα σ’ εκείνη την καγκελόπορτα του σχολείου, ή ίσως και να το έπαθα λίγο αργότερα μέσω Σπήλιου… Δεν έχει σημασία τελικά -έχει;»

Το άναψα τελικά το γαμήδι το τσιγάρο.

«Με ρωτάς δηλαδή αν με πείραξε που πηδήχτηκες μαζί μου λόγω απωθημένου; Όχι, δε διαθέτω τέτοιου είδους ευαισθησίες…» απάντησα.

«Σίγουρα;»

«Ναι».

Κόλλησε λίγο πιο σφιχτά πάνω μου.

«Και τι είδους ευαισθησίες διαθέτεις;»

«Κοίτα -έχω μια ευαισθησία στα δόντια όταν φάω κάτι πολύ κρύο, ή καυτό…» ξεκίνησα.

Με χτύπησε με τον αγκώνα στο πλευρό.

«Αν τώρα εννοείς συναισθηματικές ευαισθησίες…» συνέχισα δήθεν απτόητος. «Κλαίω πάντα στο Άγρυπνος στο Σιάτλ κι όταν κάνει ανάρτηση στο λογαριασμό του ο Νταβίντ Φουστέρ…»

«Ποιος είναι αυτός;»

«Μη δίνεις σημασία…»

«Τελικά θα το πάρω εκείνο το τσιγάρο…» διαπίστωσε.

Αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση οπότε βιάστηκα να της ανάψω ένα από το δικό μου πακέτο. Κι αυτό ήταν το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου.

«Μάλλον πρέπει να πεταχτώ μέχρι το περίπτερο ν΄αγοράσω τσιγάρα», είπα.

«Αυτή είναι η αρχαιότερη πρόφαση για να την κοπανήσει κανείς», γέλασε.

Γέλασα κι εγώ όταν το κατάλαβα.

«Θέλω να πιστεύω ότι αν ήμουν τόσο κοινότυπος δεν θα πηδιόσουν μαζί μου», είπα.

«Θέλω να πιστεύω ότι τώρα που πηδήχτηκα μαζί σου δεν θα γίνεις τόσο κοινότυπος», απάντησε.

«Εντάξει -για τόσο δεν ξέρω… αλλά η κοινοτυπία είναι δεύτερη φύση μου, ας πούμε, με απασχολεί το αν σου άρεσε, αν τελείωσες… Ξέρεις, κοινοτυπία πακέτο με γνωστά αντρικά κόμπλεξ».

Ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

«Είσαι λοιπόν ένας κλασικός μαλάκας», διαπίστωσε.

«Μαλάκας είναι το μεσαίο όνομά μου και μην υποτιμάς το κλασικό -πάντα επανέρχεται στη μόδα», υπερασπίστηκα τον εαυτό μου.

Σκαρφάλωσε πάνω μου και με φίλησε -σκέφτηκα να το αποφύγω γιατί μετά το σεξ, το σώμα μου άρχισε πάλι να αναδύει γεροντίλα, αλλά τελικά δεν τα κατάφερα.

«Αυτό ίσως να διώξει την αμηχανία», χαμογέλασε.

«Παρ΄όλα αυτά, πρέπει να πάω για τσιγάρα», διαπίστωσα με λύπη.


Κι έτσι βρέθηκα, ντυμένος βιαστικά και με κουμπωμένο το παλτό για να μην φαίνεται το στραβοκουμπωμένο πουκάμισο, στο μαγαζάκι κάτω από το σπίτι της. Η Δήμητρα είχε επιμείνει να πάρω τα κλειδιά της γιατί βαριόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι να μου ανοίξει κι εγώ την είχα κοροϊδέψει για τις οικειότητες που τελικά δεν είχαν αποφευχθεί.

Ο Ανούρ πετάχτηκε απότομα όταν μπήκα -μάλλον τον ψιλόπαιρνε.

«Καλησπέρα», είπα.

«Ναι», απάντησε. «Όλα καλά; Καλά;»

«Ανάθεμα κι αν ξέρω…» μουρμούρισα.

«Η κυρία Δήμητρα, καλή… Εγώ αγαπάω πολύ… Μόνη καλή στην πολυκατοικία… Κυρία Δήμητρα», με πληροφόρησε ο Ανούρ.

«Ο άντρας της; Καλός;» έριξα ένα δόλωμα άνευ λόγου.

«Άντρας κυρία Δήμητρα;» έξυσε το κεφάλι του ο Ανούρ. «Όχι άντρας… αδελφός… Καλός, καλός… Όμως φωνάζει…συνέχεια φωνάζει»

«Ο Σπήλιος λες», τον συμπλήρωσα.

«Ναι, Σπήλιο… φωνάζει… δε μιλάει…»

«Το ξέρω…»

«Όμως καλός και δυνατός… κάτι είχαν έρθει, έβριζαν, Σπήλιο τους πέταξε έξω… δεν είχα ξανακούσει φωνή του… πρώτη φορά… και δεν ξανάκουσα, όσες φορές έρχεται…»

Μας γάμησες τη συνεννόηση τώρα…

«Κάτσε, πώς φωνάζει συνέχεια ο Σπήλιος αλλά μόνο μια φορά άκουσες τη φωνή του;» μπερδεύτηκα.

«Φωνάζει από μέσα του… καλός … όμως φωνάζει…» επανέλαβε ο Ανούρ.

«Εντάξει, δώσμου 2 πακέτα Κάμελ και τα τσιγάρα της κυρίας Δήμητρας», είπα βιαστικά.

Τον πλήρωσα και επέστρεψα στο διαμέρισμα της Δήμητρας.

 

Ο Σπήλιος φωνάζει από μέσα του αλλά δε μιλάει, η Δήμητρα δε θέλει οικειότητες αλλά μου δίνει τα κλειδιά της -πώς μπλέξαμε έτσι ρε Ανούρ;

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι