Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2012

13. Οι μπεζ τύχη


Προηγούμενα:

1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο 
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ 
4. Η πονεμένη ιστορία της Βίβιαν 
5. Η αντοχή είναι πιο σημαντική από την αλήθεια 
6. Κορόιδο 
7. Η πονεμένη ιστορία της Σόνιας
8. Προδιαγραφές θανάτου 
9. Μια πεταλούδα στις ερημιές 
10. "Κορίτσια μην κλαίτε για τον Λούη" 
11. Όταν προκύπτει έρωτας 
12. Η συναλλαγή


Πάντως, το χειρότερο είναι η προφυλάκιση. Όταν καταδικαστείς σε πάνε στο κελί σου, βρίσκεις τη ρουτίνα σου, τακτοποιείσαι. Μπορεί στην αρχή να μοιάζει ανυπόφορο αλλά δεν είναι. Σχεδόν τίποτα δεν είναι ανυπόφορο για τον άνθρωπο, γι΄αυτό επιβιώνει σαν είδος τόσους αιώνες. Αλλά πριν σε βάλουν μέσα υπάρχει αυτό το μαρτύριο της προφυλάκισης –να μην ξέρεις πόσο θα μείνεις, να μην μπορείς να προγραμματίσεις... Και το χειρότερο της προφυλάκισης είναι οι πρώτες μέρες όταν ακόμα σε ανακρίνουν. Πέρα από το μπάχαλο του άβολου κελιού έχεις και τους μπάτσους να προσπαθούν να σου αποσπάσουν ομολογία –μιλάμε για φρίκη...

Είμαι προφυλακισμένος για δολοφονία κι έτσι έχω την πολυτέλεια να βρίσκομαι μόνος μου σε κελί -με ιδιωτική τουαλέτα παρακαλώ. Μετράω τις χαραμάδες στους μπεζ τοίχους, διαβάζω για δέκατη φορά τις αναμνήσεις των προηγούμενων ενοίκων και περιμένω.
Πρώτα ανοίξει το παραθυράκι στην μεταλλική πόρτα και μετά ανοίγει η πόρτα. Ένας μπάτσος φωνάζει να σηκωθώ από το τσιμεντένιο πεζούλι που χρησιμοποιώ για κρεβάτι, μού περνάει χειροπέδες.
«Πάμε», μου λέει.
Πρώτη ανάκριση.

Το γραφείο στο οποίο μπαίνουμε είναι εξίσου μπεζ με το κελί μου αλλά με λιγότερες χαραμάδες. Ένας τύπος (μπλε ριγέ πουκάμισο, άσπρος γιακάς, αρχές φαλάκρας και μουστάκι) κάθεται πίσω από το πεντακάθαρο τραπέζι ανακατεύοντας χαρτιά σ΄ έναν κίτρινο φάκελο. Τον κόβω για πατημένο πενηντάρη.
«Είσαι ο Πετράς;» μουρμουρίζει χωρίς να με κοιτάξει.
«Αυτός είμαι», το παραδέχομαι.
«Άσε μας μόνους», λέει με τη μούρη ακόμα χωμένη στα χαρτιά.
«Να φύγω δηλαδή;» μπερδεύομαι.
Σηκώνει το κεφάλι του έκπληκτος –έχει κάτι κουμπότρυπες εκεί που έπρεπε κανονικά να υπάρχουν τα μάτια του.
«Όχι εσύ ρε χριστιανέ μου, το όργανο...» διαμαρτύρεται.
Κοιτάζω πίσω μου, ο μπάτσος ήδη βγαίνει κλείνοντας την πόρτα.
«Υπαστυνόμος Φουντουκίδης», μου συστήνεται.
«Χάρηκα», λέω.
«Πού είμαι ακόμα υπαστυνόμος;» με ρωτάει.
Σκάω χαμόγελο –αυτό μας έλειπε τώρα, να πέσουμε και σε χιουμορίστα...
«Λοιπόν Πετρά; Πώς το βλέπεις, θα συνεννοηθούμε εδώ πέρα ή θα έχουμε ντράβαλα;» ξαναρωτάει σκύβοντας προς το μέρος μου.
«Είμαι συνεννοήσιμος άνθρωπος», τον πληροφορώ.
«Μπράβο...» επικροτεί. «Για πες μου τώρα, τι συνέβη με την Φωτίου».
Απλώνω τα πόδια μου για να ξεμουδιάσω.
«Έχω την εντύπωση οτι πρώτα πρέπει να μιλήσω με δικηγόρο και μετά να δώσω κατάθεση», λέω.
«Γιατί; Τι έχεις να φοβηθείς; Είσαι ένοχος;» κάνει πως απορεί.
«Κύριε Υπαστυνόμε», παίρνω το επίσημό μου, «ένοχος δεν είμαι, αλλά δεν είμαι και χτεσινός... Όπως θα είδατε, έχω κάνει ήδη φυλακή...»
Ακουμπάει τους αγκώνες του στο τραπέζι.
«Εντάξει βρε χριστιανέ μου, δεν κάνουμε ανάκριση εδώ πέρα –μια πρώτη φιλική κουβέντα θα κάνουμε –μπαααα...» δείχνει να αγανακτεί. «Βλέπεις να κρατάει κανένας πρακτικά;»
Κοιτάζω τριγύρω αν και δεν χρειάζεται.
«Δε βλέπω», λέω.
«Πάμε παρακάτω λοιπόν», αδημονεί.
«Μπορώ να καπνίσω;» τον ρωτάω.
Μου το επιτρέπει κάνοντας μια γκράντε μεγαλόκαρδη χειρονομία.
Ανάβω τσιγάρο.
«Πριν λίγο καιρό...» ξεκινάω.
«Πριν πόσο δηλαδή;» με διακόπτει.
«Πριν ένα μήνα, πάνω-κάτω...»
Μου κάνει νόημα να συνεχίσω.
«Ήρθε και με βρήκε ένας Αντώνης Κωνσταντινίδης στο μπαρ που συχνάζω, το Βιτόφσκι...»
Μου κάνει νόημα να σταματήσω.
«Αντώνης Κωνσταντινίδης; Βιτόφσκι;» με ρωτάει, σημειώνοντας σ΄ένα χαρτί.
«Ναι», λέω.
«Τι μέρος του λόγου είναι αυτός;»
«Αρχισυντάκτης σε περιοδικό λαϊφστάιλ –κάτι τέτοιο...»
«Καλά, συνέχισε».
«Ο Κωνσταντινίδης μου ζήτησε να βρω την Λίζα Φωτίου που έμενε πλέον εκτός Αθήνας...»
«Τι την ήθελε, σου είπε;»
«Θα κάνανε κάποιο αφιέρωμα στο συχωρεμένο το Μανιάτη κι ως πρώην γυναίκα του...»
«Έχει πεθάνει ο Μανιάτης;» απόρησε ο υπαστυνόμος.
Τι να του πεις τώρα;
«Τέλος πάντων, μίλησα με την ανιψιά της –κάποια Λυδία Παπακώστα...»
Με φρενάρτει για να τσεκάρει κάτι στα χαρτιά του.
«Μετά μίλησα με τον Χάρη Αλευρά...» σταμάτησα για να του δώσω χρόνο αλλά μου έκανε νόημα να συνεχίσω –μπορεί να μην ήξερε οτι πέθανε ο Μανιάτης, αλλά τον Αλευρά τον κατείχε. «Αυτός με έστειλε να μιλήσω σε κάποιον Βίκτορα Αλεξιάδη...» κάνω την αναγκαία στάση για να σημειώσει. «Ο οποίος μου είπε οτι η Φωτίου έμενε στο Τόξο Πιερίας, ένα χωρίο...» μου κούνησε το χέρι να συνεχίσω. «Πήγα εκεί, τη βρήκα...»
«Πώς τη βρήκες;»
«Ψάρεψα έναν φαρμακοποιό...»
Ξαναψάχνει για να τσεκάρει μέσα στα χαρτιά του.
«Καλώς, συνέχισε».
«Πήγα σπίτι της, μιλήσαμε...»
«Τι είπατε δηλαδή;»
«Της είπα οτι την ψάχνουν για ένα αφιέρωμα».
«Και;»
Τώρα είναι η σειρά μου να φρενάρω. Είχα ήδη πει πολλά στον μπάτσο, το θέμα ήταν αν έπρεπε να τα πω σχεδόν όλα. Αποφάσισα να το κάνω –δεν έβλεπα τι είχα να χάσω.
«Μου εξήγησε οτι δεν υπήρχε περίπτωση να τη θέλουν για να μιλήσει σε αφιέρωμα για τον Μανιάτη επειδή θα τους χάλαγε τη σούπα μ΄ αυτά που θα έλεγε... Μου μίλησε επίσης για μια τσοντοκασέτα στην οποία συμμετείχε η ίδια, ο Μανιάτης και κάποιος Κουδουνάς...»
«Αθάνατε Κουδουνά...» μονολογεί ο υπαστυνόμος.
Χαμογελάω, συνεχίζω.
«Μου είπε λοιπόν οτι κράταγε το μοναδικό αντίτυπο αυτής της κασέτας για εξασφάλιση, όσο ζούσε ο Μανιάτης...»
«Ναι, αλλά ο Μανιάτης έχει πεθάνει».
«Εντάξει –είπα εγώ οτι ζει; Λέω απλώς όσα μου είπε η Φωτίου...»
«Παρακάτω...»
«Η μακαρίτισσα θεωρούσε οτι ακόμα και σήμερα πολλοί θα ήθελαν την κασέτα...»
«Και;»
«Τίποτα άλλο. Μετά έφυγα, πήρα τηλέφωνο τον Κωνσταντινίδη, του έδωσα σήμα για τη Φωτίου και γύρισα Αθήνα. Την επόμενη μέρα διάβασα στις εφημερίδες οτι κάποιος σκότωσε τη Φωτίου... Δεν ξέρω αν βοηθάει σε κάτι, όμως, το ραδιοταξί που κάλεσα για να με πάρει από το σπίτι της Φωτίου μετέφερε ένα άτομο –είχα βγει στο δρόμο και το ταξί με προσπέρασε, άφησε τον άλλο, μετά γύρισε και με πήρε...»
«Ποιος ήταν ο άλλος;»
«Δεν ξέρω...»
«Και γιατί είπες ‘άλλος’ κι όχι ‘άλλη’;»
«Είδα οτι κάποιος καθόταν στο πίσω κάθισμα όταν με προσπέρασε το ταξί, για άντρας μού φάνηκε...»
Ο υπαστυνόμος Φουντουκίδης σκύβει πάλι στα χαρτιά του.
«Άκου να σου πω Πετρά...» λέει κοιτάζοντάς με στη συνέχεια, «θα μιλήσω ανοιχτά μαζί σου επειδή μου φαίνεσαι άνθρωπος περπατημένος. Έχω μια κατάθεση της ανιψιάς της μακαρίτισσας στην οποία αναφέρει οτι την προσέγγισες, υποστήριξες οτι είσαι δημοσιογράφος και της ζήτησες πληροφορίες για τη θεία της. Έχω επίσης μια κατάθεση του Αναστάσιου Παπαχατζή, φαρμακοποιού το επάγγελμα, διαμένοντος εν Κατερίνη, ο οποίος αναφέρει οτι τον παραπλάνησες παριστάνοντας το μέλος κινηματογραφικού συνεργείου προκειμένου να του αποσπάσεις πληροφορίες για τη Φωτίου κι επίσης του ζήτησες να σου πουλήσει ναρκωτικές ουσίες...»
«Χάπια κωδεϊνης –έχω χρόνια πρόβλημα...» τον διακόπτω.
«Ναρκωτικά χάπια, δεν αλλάζει τίποτα», συνεχίζει ο υπαστυνόμος. «Έχω επίσης και τη μαρτυρία ενός.... (ψάχνει στα χαρτιά του)... Νικόλαου Λάππα, σερβιτόρου το επάγγελμα, ο οποίος λέει οτι είχατε συναντηθεί με τον μακαρίτη πλέον Βίκτορα Αλεξιάδη... Φαίνεται οτι όσοι συναντιούνται μαζί σου μετά από λίγο δολοφονούνται Πετρά...»
Πάω να πω κάτι –με διακόπτει σηκώνοντας το χέρι του.
«Αν προσθέσεις σε αυτά το γεγονός οτι έχεις ήδη κάνει φυλακή για φόνο και το οτι παίρνεις ναρκωτικά χάπια...» σκύβει ξανά προς το μέρος μου. «Πιστεύεις οτι υπάρχει περίπτωση να βρεθεί δικαστής ο οποίος να μη σε καταδικάσει και για τους δυο φόνους; Ή νομίζεις οτι θα βρεθεί ένας έστω ένορκος που θα αμφιβάλλει για την ενοχή σου;»
Ανάβω δεύτερο τσιγάρο –ο υπαστυνόμος έχει δίκιο.
«Ναι –έτσι θα ήταν αν δεν υπήρχαν κάποιες λεπτομέρειες...» μουρμουρίζω.
«Δηλαδή;» ρωτάει όλο ενδιαφέρον ο υπαστυνόμος.
«Θα μου επιτρέψετε να τα κουβεντιάσω με τον δικηγόρο μου», λέω.
«Όπως επιθυμείς», μουρμούριζει ο υπαστυνόμος. «Άρα, να υποθέσω οτι δεν αποδέχεσαι τις κατηγορίες...»
«Όχι βέβαια....»
«Κρίμα... Η συνεργασία θα σε βοηθούσε να γλιτώσεις λίγα χρόνια...»
Χαμογελάω.
«Σκοπεύω να μην μπω καθόλου μέσα κύριε υπαστυνόμε», του λέω.
«Είσαι ήδη μέσα ρε χριστιανέ μου...» γελάει εκείνος.
Και πάλι δίκιο έχει.
«Μπορώ να πάρω ένα τηλέφωνο για να καλέσω τον δικηγόρο μου;» τον ρωτάω.
Μου το επιτρέπει.
Παίρνω στο Βιτόφκσι και ζητάω από τον μπάρμαν να βρει τον Στάθη Κονταξή και να μου τον στείλει. Μου υπόσχεται οτι θα το κάνει αμέσως.
Επιστρέφω στο κελί με συνοδεία.

Η Σόνια;

Με είδε δεμένο και την έκανε ή ήξερε από πριν οτι η δουλειά ήταν στημένη και την κοπάνησε με το που βγήκα από το αυτοκίνητο; Πάντως, στα σίγουρα δεν την πιάσανε. Παρακάτω; Πρόλαβε να πάει στο αεροδρόμιο ή την πρόλαβε ο Γκας; Ένα σοβαρό θέμα εδώ πέρα –οι μπάτσοι ήταν ειδοποιημένοι και με περίμεναν. Ποιος τους ειδοποίησε; Ο μαλάκας με τα διαβατήρια; Πιο πιθανό μου φαίνεται να ειδοποίησε τον Γκας κι εκείνος να με κάρφωσε στους μπάτσους. Αν όμως με κάρφωσε ο Γκας θα πρέπει να ήταν συνεννοημένος με τη Σόνια –αποκλείεται να ρίσκαρε να πέσει στα χέρια των μπάτσων η φωτογραφία του δίπλα στο πτώμα του Λεωνίδα, που είχε η Σόνια στο κινητό της. Για να ξέρει ο Γκας τις κινήσεις μας, θα πρέπει η Σόνια να είχε κάνει συμφωνία μαζί του -άρα ήταν ασφαλής. Σε αυτή την περίπτωση, η Σόνια με είχε πουλήσει –καθαρά και ξάστερα. Έφταιγε η απροθυμία μου να δώσω την κασέτα στον Γκας. Η Σόνια τύγχανε επαγγελματίας και φοβερή γκόμενα, με μια κουβέντα: εγωίστρια. Σαν επαγγελματίας δεν έβλεπε κανένα λόγο να ρισκάρει τυχόν κυνηγητό από τον Γκας και σαν εγωίστρια δεν έβλεπε κανένα λόγο να υποστηρίζω μια άλλη γυναίκα όσο εκείνη ήταν παρούσα. Καλά ξηγήθηκε λοιπόν –δικιά μου η μαλακία που δεν την μέτρησα σωστά. Μόνο που, πλέον, θα έπρεπε να την σκοτώσω –είχε παρατραβήξει αυτό το ζήτημα να με δίνει κάθε τρεις και λίγο. Επίσης έπρεπε να σιγουρευτώ για το αν ο Γκας με είχε δώσει στους μπάτσους –όχι πως υπήρχε μεγάλη αμφιβολία περί αυτού, αλλά όταν αποφασίσεις να σκοτώσεις κάποιον θα πρέπει να είσαι σίγουρος. Και για τους λόγους και για το οτι θα το κάνεις...

Αποκοιμήθηκα όσο σκεφτόμουν...

Με ξύπνησε ο φρουρός.
«Σήκω –σε ζητάει ο δικηγόρος σου».
Σηκώθηκα, πήγα στον νιπτήρα της τουαλέτας κι έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου –το κεφάλι μου ήταν εγκλωβισμένο σε μια πρέσα ενώ κάποιος καργιόλης έσφιγγε, χωρίς να μπορώ εγώ να κάνω κάτι.
Ο φρουρός με πήγε στο ίδιο δωμάτιο που είχα συναντήσει τον υπαστυνόμο, τώρα όμως στη θέση του καθόταν έναν τσαλακωμένος Κονταξής που έτριβε τα πρησμένα του μάτια.
«Βουνό με βουνό δε σμίγει», προσπάθησε να γελάσει όταν κάθισα απέναντί του.
«Μαλακίες», μούγκρισα. «Νομίζω οτι ήρθε η ώρα να μου ανταποδώσεις τη χάρη...»
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Κονταξής.
Του εξήγησα την κατάσταση όσο πιο αναλυτικά γινόταν.
«Άρα, έχεις μάρτυρα τον ταξιτζή οτι είχε πάει αυτόν τον Αλεξιάδη στο σπίτι της Φωτίου μετά από σένα...» συμπέρανε. «Αλλά ο Αλεξιάδης είναι νεκρός...»
«Ο Αλεξιάδης έμενε μαζί με έναν άλλο τύπο –κάποιον Λεωνίδα... Η ύπαρξή του δεν αναφέρθηκε πουθενά στη δολοφονία, όμως υπάρχει ο χασάπης της γειτονιάς ο οποίος μπορεί να το καταθέσει...»
«Μάλιστα. Κι αυτός ο Λεωνίδας πού είναι τώρα;»
Σήκωσα τους ώμους.
«Πού να ξέρω;»
«Και η κασέτα; Να υποθέσω οτι άμα ψάξει η αστυνομία στο σπίτι του Αλεξιάδη δεν θα τη βρει –έχω άδικο;»
Παραδέχτηκα οτι είχε δίκιο.
«Πρέπει λοιπόν να στηρίξουμε την υπερασπιστική μας γραμμή στο γεγονός οτι ο Αλεξιάδης επισκέφτηκε την Φωτίου πριν το θάνατό της αλλά δεν το κατέθεσε στην αστυνομία...Βέβαια, το ίδιο ακριβώς έκανες κι εσύ...» είπε ο Κονταξής.
«Όχι ακριβώς...» διαμαρτυρήθηκα. «Αν η Φωτίου ήταν νεκρή όταν πήγε ο Αλεξιάδης θα έπρεπε να ειδοποιήσει επιτόπου την αστυνομία –έτσι δεν πάει; Άλλωστε εγώ έχω βεβαρημένο παρελθόν, λογικό είναι να φοβάμαι μη μπλέξω...»
«Κι αν, ας πούμε, δεν ήταν νεκρή η Φωτίου;» σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Κονταξής.
«Τότε δεν γίνεται να τη σκότωσα εγώ –αφού είχα προηγηθεί», είπα. «Άσε που ο ταξιτζής θα καταθέσει οτι με πήγε στην Κατερίνη κι ο υπάλληλος του ξενοδοχείου με είδε...»
«Για να συνοψίσω –υποστηρίζουμε οτι ο Αλεξιάδης σκότωσε τη Φωτίου;» αναρωτήθηκε ο Κονταξής.
«Υποστηρίζουμε οτι ο Αλεξιάδης είδε την Φωτίου μετά από μένα. Επίσης υποστηρίζουμε οτι ο Αλεξιάδης ζούσε μαζί με κάποιο άλλο άτομο το οποίο έχει εξαφανιστεί μετά τη δολοφονία του. Τα παραπέρα ας τα ψάξουν οι ειδικοί...» είπα.
Ο Κονταξής έξυσε το κεφάλι του.
«Θα είχες δίκιο αν δεν είχες μια φυλακή για φόνο στην πλάτη σου», μουρμούρισε.
Έσκυψα το κεφάλι.
«Τώρα τι γίνεται;» τον ρώτησα.
«Το παλεύουμε –τι να γίνει;» απόρησε. «Αλλά θα υπάρξουν κάποια έξοδα...»
«Να κοιτάξεις να βρεις πώς θα τα καλύψεις γιατί είμαι άφραγκος», του πρότεινα.
«Δύσκολα...» αναστέναξε.
«Έλα ρε Κονταξή –πες στη γκόμενα να μειώσει για λίγο τις τραβηχτικές και θα τα καταφέρεις», τον ενθάρρυνα.
Γέλασε.
«Η κυρία υπήρξε ένα ατυχές περιστατικό τελικώς...» αναπόλησε. «Είμαι δύσκολος άνθρωπος, κατεστραμμένος οργανισμός... σου έχω πει για το μικρόβιο στο αίμα...»
Ένευσα καταφατικά.
«Και τις σακούλες με υγρό στα πνευμόνια...» συνέχισε.
Τον διέκοψα απελπισμένος.
«Δηλαδή δεν την πήδαγες και σε παράτησε», συνόψισα.
«Το αντίθετο... Εκείνη υπέθετε οτι με τα χάλια που είχα θα ήμουν ανίκανος να ανταποκριθώ στα σεξουαλικά μου καθήκοντα...» αναστέναξε.
«Και;» ρώτησα όλο απορία.
«Ανταποκρίθηκα», ψέλλισε μισοκακόμοιρα.
«Λοιπόν;» περίμενα.
«Με παράτησε...» είπε ήρεμα ο Κονταξής.
Μ΄ έπιασε ένα τρελό γέλιο που δεν μπορούσα να το κουμαντάρω.
«Γυναίκες...» έκανε φιλοσοφημένα ο Κονταξής.
«Πάντα θέλουν κάτι άλλο», συμπλήρωσα.
«Που ποτέ δεν μπορούμε να τους δώσουμε...» είπε ο Κονταξής.
Σηκώθηκε, άνοιξε την τσάντα του.
«Σου έφερα τσιγάρα, μου είπε ο μπάρμαν τη μάρκα σου και κάτι φακελάκια καφέ...» μουρμούρισε απλώνοντας την πραμάτεια του.
«Είσαι πολύτιμος», παραδέχτηκα χτυπώντας τον στην πλάτη.
Έκλεισε ξανά την τσάντα του.
«Αποφυλάκιση με εγγύηση δεν υπάρχει περίπτωση να πετύχουμε», είπε. «Θα αναγκαστείς να μείνεις μέσα μέχρι να τελειώσει η δίκη...»
«Ρε Κονταξή», γέλασα εγκάρδια, «το θέμα πλέον είναι να βγω όταν τελειώσει η δίκη –ή έστω να βγω κάποτε περπατώντας κι όχι σε αναπηρική καρέκλα», του είπα.
Κατευθύνθηκε προς την κλειστή πόρτα με ασταθή βήμα και γύρισε να με δει.
«Πετρά, είσαι χαμένος –αλλά, αν υπάρχει γυναίκα στη μέση είσαι και τυχερός...» μου φώναξε.
Χαμογέλασα μαζεύοντας τα πράγματα που μου είχε αφήσει όσο εκείνος χτύπαγε την πόρτα για να έρθει ο φρουρός.

Την επόμενη μέρα με πήγανε μια βόλτα από την Ευελπίδων όπου μια αγάμητη ανακρίτρια αποφάσισε οτι ήμουν ο υπ΄ αριθμόν 1 δημόσιος κίνδυνος εξ ου και έπρεπε να με χώσουν σ΄ένα κελί και να πετάξουν το κλειδί, μέχρι να καταδικαστώ και να με θάψουν ακόμα βαθύτερα.
«Τι έχεις να δηλώσεις;» με ρώτησε.
«Γοητευμένος από τη γνωριμία μας», είπα.
«Όταν φας δις ισόβια να δω πόσο γοητευμένος θα είσαι», θύμωσε η ανακρίτρια.
«Δηλαδή εδώ μέσα το τεκμήριο της αθωότητας δεν το κρατάτε ούτε για τους τύπους...» παρατήρησα καθώς με βγάζανε έξω οι δυο μπάτσοι που με συνόδευαν.
«Μην την τσιτώνεις την καργιόλα...» μου σφύριξε ο ένας.
«Γιατί; Θα με κλείσει μέσα;» γέλασα.

Στο δρόμο της επιστροφής χάζευα το μποτιλιάρισμα από το τζάμι του περιπολικού. Εκεί έξω είχε βγάλει έναν γαμημένο ήλιο, γεμάτο εκδικητικότητα –άρπαζε κάθε ευκαιρία που του δινόταν για να με τυφλώσει. Το κεφάλι μου πονούσε ανελέητα αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στον πόνο που ένιωθα σε όλα μου τα κόκαλα. Έσκυψα, έχωσα το πρόσωπό μου στις παλάμες, έκλεισα τα μάτια. Ο πόνος δυνάμωσε.
«Έχεις μπλέξει άσχημα φιλαράκο», είπε ο μπάτσος δεξιά μου.
«Τι έχει μπλέξει –αυτός ξεπάστρεψε τα μισά ΚΑΠΗ του καλλιτεχνικού χώρου...» πετάχτηκε ο άλλος μπάτσος από αριστερά.
Μ΄ έπιασε ένα  υστερικό γέλιο –οι μπάτσοι με κοιτάζανε φοβισμένοι. Το περιπολικό κοπάνησε στις λακκούβες του οδοστρώματος, ο ήλιος βρήκε ευκαιρία να ξανακάνει τα δικά του κι όλα μοιάζανε οικεία σαν εφιάλτης.

8 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Τhe Outsider είπε...

οι παλιές αγάπες πάνε στην κόλαση...Είμαι πάντα εδώ...
ελπίζω να' σαι καλά...
http://www.youtube.com/watch?v=jjW2P05Mi14

The Motorcycle boy είπε...

Καλώς τα παιδιά τα κεφάτα! Τι κάνεις ρε ρεμάλι; Ακόμα σ΄αφήνουν να κυκλοφορείς; Δεν είναι κράτος αυτό κύριε!

Κώστας είπε...

KΟΊΤΑ ΡΕ ΠΑΙΔΊ ΜΟΥ ΚΆΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ,ΝΑ ΠΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ Ο ΙΔΙΟΣ Ο Α.ΚΑΦΕΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΠΡΟ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΩΝ ΣΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΥΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΩΤΟΧΕΡΑΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΟΥ!ΗΜΑΡΤΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΑΥΤΟ!

The Motorcycle boy είπε...

Είδες κάτι πράγματα; Δεν αναρωτήθηκες βέβαια το γιατί είπε ΤΩΡΑ την άποψή του ο Καφετζόπουλος. Ούτε και γιατί ενώ περιγράφει μια ατόφια κλοπή σεναρίου διευκρινίζει οτι δεν μίλησε ποτέ για κλοπή! Κι από τα όσα είπε κατάλαβες οτι η υπόθεση που διηγείται είναι η υπόθεση της Συμμορίας -έτσι; Αμ το καλύτερο! Για βρες μου ρε μάγκα τη σκηνή με τον Εμιλιάνο Ζαπάτα στην οποία αναφέρεται, γιατί εγώ που έχω δει την ταινία δεν τη θυμάμαι. Κάνω λάθος; Μπορεί...

razz the feminihilist είπε...

ooh, the plot thickens! 8a exei prison break to menou arage?

The Motorcycle boy είπε...

Ρε Ραζ, γιατί δε βγάζει το γαμήδι τα σχόλιά σου;

Ο/Η razz the feminihilist άφησε ένα νέο σχόλιο για την ανάρτησή σας "13. Οι μπεζ τύχη

":

ooh, the plot thickens! 8a exei prison break to menou arage?

Όχι σ΄αυτή τη σεζόν -δεν θα γίνει της σοκολάτας μπρέικ.

razz the feminihilist είπε...

lol exw mpei sto spammers blacklist mou fainetai

The Motorcycle boy είπε...

Ε, όχι ρε μαλάκα -δεν το πιστεύω! Πάλι δεν δημοσιεύτηκε! Χαχαχαχα

Ο/Η razz the feminihilist άφησε ένα νέο σχόλιο για την ανάρτησή σας "13. Οι μπεζ τύχη":

lol exw mpei sto spammers blacklist mou fainetai

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι