Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: "Ποτέ ξανά" έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί
13. Οι αποφάσεις που μας πήραν
14. Δωμάτιο μονοθέσιο
15. "96 δάκρυα σε 96 μάτια"
16. Ότι πας να κρατήσεις (γλιστράει μακριά)
17. Ναυαγοί σε παγωμένα κρεβάτια
18. Με τον διάβολο κρυμμένο στο τζάκετ
19. Σκούρο μπλε σχεδόν μαύρο
20. "Και δεν θα ξεχάσω ν΄αφήσω τριαντάφυλλα στον τάφο σου"
21. Η μέρα πριν
22. Σελιλόιντ από λιωμένη ζάχαρη
23. "Επιστρέφεται στον παραλήπτη"
24. Επειδή γαμψά νύχια χάιδεψαν τα κεφάλια μας
Είναι λοιπόν αυτό το σπίτι, απομονωμένο στο ανέβασμα του δρόμου, κρυμμένο πίσω από κάγκελα και λουλουδιασμένα παρτέρια –άγονο. Ξέρω οτι εκεί πάμε, δεν μπορώ να κρατήσω με τα μάτια μου την περίμετρο, πίσω μας μυρίζει μουχλιασμένη θάλασσα, από εκεί έρχομαι. Μπροστά μας το σπίτι και τίποτα.
«Άντε, πάτα το λίγο, να φτάσουμε», αδημονεί η Άλεξ.
Κόβω ταχύτητα. Ποιος θέλει να φτάσει σε αυτό το σπίτι; Δεν είσαι καλά!
Παρκάρω δίπλα στην καγκελόπορτα, σκυλιά γαβγίζουν από μέσα, ανοίγω το φερμουάρ του τζάκετ αλλά το ξανακλείνω αμέσως –αν έτσι είναι το σπίτι της, εγώ δε νιώθω καθόλου άνετα.
«Πρώτα θα γνωρίσεις τα θηρία!» γελάει η Άλεξ.
Ξέρω οτι αναφέρεται σε αυτά τα γομαρόσκυλα που μας κοιτάζουν τίγκα στο σάλιο, αλλά κάνει λάθος. Πρώτα ΔΕΝ θα γνωρίσω τα θηρία.
Αγκαλιάζει τα ζώα που κάνουν μαλακίες για να της δείξουν πόσο την πεθύμησαν, μετά έρχονται πάνω μου, με μυρίζουν, στραβώνουν κάπως επειδή τους βρωμάω φτωχομπινίαση.
«Ήσυχα Λούσυ, αυτό είναι το αγόρι μου!» λέει η Άλεξ.
Χαϊδεύω το κεφάλι της κατάμαυρης Λούσυ –είμαι το αγόρι της, άκουσες κοπρόσκυλο; Δάγκωσέ με τώρα αν γουστάρεις!
«Έλα πάμε, μην κολλάς με τα σκυλιά» φωνάζει η Αλεξ.
Με έκοψε για φιλόζωο, λάθος κάνει, απλά οι κόπροι τραβολογάνε τα μανίκια μου με κτηνώδη τρυφερότητα –σα γραμματόσημο έχω καταντήσει από τα σάλια τους. Φτάνω μέχρι τη βιτρό πόρτα ενώ εκείνη έχει ήδη χτυπήσει το κουδούνι. Βλαστημάω –δεν είχα χρόνο να προετοιμαστώ, δεν πρόλαβα ούτε τα γαμημένα μαλλιά μου να στρώσω λίγο.
Η πόρτα ανοίγει –μια γερασμένη και χοντρή Φον Χούφτεν χαμογελάει, κάνω κι εγώ το ίδιο.
«Άλεξ λίμπε! Που ήσουν;»
«Εδώ κι εκεί φράου Αντζέλικα, εσύ πως είσαι;»
Φιλιούνται κι αγκαλιάζονται –εγώ περιμένω σα βαστάζος, φορτωμένος τα κράνη –μάλλον για δουλικό την κόβω την φράου.
«Να σου γνωρίσω τη νταντά μου», λέει η Άλεξ.
Δίνω το χέρι μου, όπως απαιτούν οι καλοί τρόποι, χαμογελάω.
«Είναι τοοοο....;» βρυχάται η φράου.
«Ναι, αυτός είναι!» κάνει η Άλεξ.
Νιώθω καλά, αλλά και κάπως έκθεμα ας πούμε.
«Να προσέχεις το κορίτσι μου, για;» μοστράρει την αλογίσια οδοντοστοιχία της η φράου.
«Θα το προσέχω», λέω κι εγώ. Μαλάκας είμαι να φέρω αντίρρηση; Αυτή είναι ικανή να με ψήσει στον φούρνο της κουζίνας για να δει τι λογής σαπούνι θα φτιάξω!
«Μέσα είναι;» ρωτάει η Άλεξ.
Η χοντρή κουνάει το κεφάλι κι έτσι την αφήνουμε πίσω μας.
«Φράου Αντζέλικα –πολύ σκύλα!» ψιθυρίζει στο αυτί μου η Άλεξ καθώς προχωράμε.
«Ναι ε;» κάνω.
«Ες Ες!» επαυξάνει με ορθάνοιχτα μάτια.
Μπαίνουμε σε ένα μασίφ σαλόνι, τίγκα στους Λουδοβίκους. Μια Άλεξ σβησμένη απρόσεκτα με γομολάστιχα και θαμμένη κάτω από κοσμήματα μας εντοπίζει. Σηκώνεται χαμογελαστή, έχει μακρύτερα μαλλιά από τη δική μου Άλεξ, καλοχτενισμένα και κατάξανθα.
«Άλεξ!» παρατηρεί με συγκρατημένη έκπληξη.
«Γεια σου μαμά», μουρμουρίζει η Άλεξ.
Κάποια μεγαλοαστικά φιλιά στον αέρα και η μαμά τελικά με βλέπει.
«Είναι...» ξεκινάει η Άλεξ.
Δεν έχει σημασία. Η μαμά κολλάει στα σκισμένα Κονβέρς μου πριν δεχτεί ένα σχεδόν μοιραίο πλήγμα από το ξεβαμμένο μου μπουφάν.
«Περάστε μέσα», καταδέχεται να πει τελικά. Πάω στοίχημα οτι μετανιώνει που έβγαλε τα καλύμματα από τους αρτ ντεκό καναπέδες, «αλλά χρυσή μου που να φανταστώ οτι θα μου φέρει τον άπλυτο μέσα στο σπίτι;»
Στέκομαι στο ένα πόδι περιμένοντας.
«Θα πιεις κάτι πριν το φαγητό;» με ρωτάει η μαμά.
«Ναι, ξέρω ΄γω; Λίγο κρασί ίσως;» μουρμουρίζω.
«Άσπρο, ροζέ ή κόκκινο;»
«Ότι να ‘ναι».
Σηκώνει τους ώμους μάλλον επικριτικά και φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση.
«Είσαι καλά;» σφίγγεται πάνω μου η Άλεξ.
«Μια χαρά χάλια», λέω εγώ.
«Πως σου φάνηκε;»
«Εντάξει».
«Α, τόσο χάλια!» χαμογελάει.
«Ο μπαμπάς;» αποφεύγω τη συνέχεια.
«Στο γραφείο του, εκεί πίσω», δείχνει μια κλειστή πόρτα.
«Τι κάνουμε τώρα;» ψελλίζω.
«Παίρνουμε το κρασί, λέμε δυο μαλακίες με τη μαμά και μετά...»
«Άσε, δε θέλω να ξέρω –κανόνισε εσύ».
Η μαμά έρχεται με δυο κρυστάλλινα ποτήρια.
«Ευχαριστώ», λέω όσο εκείνη ρουφάει κάτι ευγενικές γουλιές κρασιού.
Καθόμαστε σαν μπαστούνια του γκολφ.
«Πως και μας καταδέχτηκες Άλεξ;» ρωτάει η μαμά.
«Μου λείψατε και είπα να σας επισκεφτώ».
«Καλά έκανες. Έχεις καιρό να περάσεις, όλοι σε ψάχνουν και ρωτάνε».
Αν πάει έτσι η φάση θα ροχαλίσω εντός ολίγου.
«Κι εσύ;» με αιφνιδιάζει η μαμά.
«Τι έκανα εγώ!» πετάγομαι.
Χαμογελάει.
«Τίποτα καλό μου παιδί. Εσύ με τι ασχολείσαι –αυτό ήθελα να ρωτήσω».
«Ααα ναι. Σπουδάζω».
«Τι;»
«Κοινωνιολογία»
«Εδώ, στην Ελλάδα;»
«Ε, που αλλού;»
«Έχουν σχολή κοινωνιολογίας στην Ελλάδα;»
Όχι μωρή κατσίκα, έρχονται οι ιεραπόστολοι και μας κάνουν μαθήματα στον καταυλισμό, σκέφτομαι φουρκισμένος.
«Έχουν», λέω τελικά.
«Και τι θα κάνεις όταν αποφοιτήσεις;»
«Μαμά!» πετάγεται η Άλεξ.
«Λέω να ασχοληθώ με τη μοντελοποίηση της λανθάνουσας νεωτερικότητας στον τριτογενή», απαντάω ήρεμα.
Η μαμά δείχνει να εντυπωσιάζεται επειδή προφανώς δεν κατάλαβε γρι κι ακόμα προφανέστερα δε θέλει να το παραδεχτεί. Η Άλεξ με κοιτάζει με ορθάνοιχτο στόμα, κουνάει και το δάχτυλό της κυκλικά σε στυλ «σου ‘στριψε;» Μισοκλείνω τα μάτια, να δείξω οτι το ελέγχω.
«Α, ωραία!» κάνει η μαμά. «Και που θα εργαστείς δηλαδή;»
«Που αλλού; Στον τριτογενή!» ανασηκώνω τους ώμους και καλά οτι λέω τα προφανή. Καημένη μαμά της Άλεξ!
«Και που ακριβώς στον τριτογενή για να ΄χουμε καλό ρώτημα;» ακούμε πίσω από τις πλάτες μας.
Δεν γυρίζω ακόμα –αντρική φωνή, μπαμπάς Άλεξ σίγουρα –κι αν έχει επαφή με το άθλημα την πουτσίσαμε!
«Γενικότερα στον τριτογενή», ψελλίζω.
«Ο τριτογενής το ξέρει;» καγχάζει ακόμα πίσω μας.
Όχι, περιμένει κάτι καργιόληδες σαν και του λόγου σου να του το πουν, σκέφτομαι.
Αλλά δε μιλάω.
«Θεμιστοκλής Αργυριάδης, ο πατέρας της Αλεξάνδρας», λέει στημένος μπροστά μου σαν τηλεγραφόξυλο.
Είναι αδύνατος, σχεδόν κοκαλιάρης, γαμψή μύτη, χαρακωμένα μάγουλα. Και φοράει κοστούμι, αν είναι δυνατόν! Τουλάχιστον έμαθα το επώνυμο της Άλεξ.
Σηκώνομαι, βαράω μια διακριτική προσοχή και συστήνομαι με τη σειρά μου.
«Αυτός λοιπόν είναι ο φιλαράκος σου Αλεξάνδρα;» διαπιστώνει.
«Μη γίνεσαι αδιάκριτος Θεμιστοκλή!» πετάγεται η μαμά.
«Όχι δα αγαπητή μου!» κάνει ο μπαμπάς. «Απλά είναι η πρώτη φορά που η Αλεξάνδρα μας γνωρίζει κάποιον... τέλος πάντων, κάποιον. Και ήθελα να ξέρω. Έχουμε όλο το χρόνο για αδιακρισίες, σωστά νεαρέ;»
Εγώ είμαι αυτός.
«Σωστά», παραδέχομαι. Εδώ μέσα το πάνε για ανασκολοπισμό με συνοπτικές διαδικασίες –έτσι μου φαίνεται.
«Θέλεις να περάσεις στο γραφείο μου νεαρέ; Ένα κονιάκ πριν το φαγητό τραβιέται, τι λες κι εσύ;»
Τι να πω δηλαδή; Ο άνθρωπος αυτός δε φαίνεται να γνωρίζει άλλο είδος ερωτήσεων πέρα από τις ρητορικές.
«Συμφωνώ», μουρμουρίζω.
«Πολύ ωραία! Αλεξάνδρα, θα βοηθήσεις τη μητέρα σου με το τραπέζι;»
Η Άλεξ μου πιάνει το χέρι για να με προστατεύσει, αλλά γρήγορα βλέπει οτι δεν παίζουν αντιρρήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις.
«Ναι, πήγαινε μέχρι να πιούμε ένα ...» λέω αβέβαια. Άκου κονιάκ! Τι είμαστε; Πρωτοετείς με αψιλίες;
Τον ακολουθώ πάντως, οι λαστιχένιες σόλες μου πνίγονται στο παχύ χαλί –σ΄αυτό το σπίτι δεν πήραν ακόμα μυρωδιά ότι ήρθε η Άνοιξη. Μπαίνουμε στο γραφείο, κουρτίνες, εκατό κιλά η καθεμία, μπλοκάρουν αόρατα παράθυρα, τέσσερα τετραγωνικά έκαστο. Απέναντί μου, τοίχος-βιβλιοθήκη. Ξεχνάω τον σημαντικό κύριο Αργυριάδη και κάνω τη βόλτα μου μέχρι τα ράφια, δεν υπάρχει περίπτωση να συγκρατηθώ όταν πέφτω δίπλα σε βιβλία -θα την πάρω τη τζούρα μου. Έχει κυρίως οικονομικά και διεθνή, αλλά πετυχαίνω κάτι τρομακτικά δερματόδετα –σταματάω σε ένα συλλογικό, Παπανταστασίου, Πετμεζάς και λοιπά καλόπαιδα, χαϊδεύω ράχη, ανοίγω με προσοχή, κιτρινισμένες σελίδες, έτος έκδοσης 1907. Με το ζόρι συγκρατούμαι να μην το μυρίσω –ξεφυλλίζω, χαζεύω.
«Βλέπω σε ενδιαφέρουν οι παλιές εκδόσεις νεαρέ», με γειώνει ο Αργυριάδης.
«Όχι όλες –μόνο αυτές που γράφουν κάτι σημαντικό», κάνω.
«Ο χρόνος προσδίδει αξία ακόμα και στα ασήμαντα».
Ότι πεις μαλάκα!
«Ξέρω ‘γω; Μπορεί», μουρμουρίζω. «Πάντως το συγκεκριμένο...»
«Είναι συγκινητικά απλοϊκό», λέει.
Τον κοιτάζω. Μετά βάζω το βιβλίο στη θέση του. Πάει γυρεύοντας, μου φαίνεται.
Γεμίζει δυο ποτήρια από ένα βαρύ μπουκάλι διακοσμημένο με οικόσημο. Μου κάνει νόημα να καθίσω όσο αυτός χώνεται πίσω από τη γραφειάρα του. Για να δούμε -θα την πάρω τη δουλειά; Κάποια ρητορική ερώτηση!
«Λοιπόν παιδί μου, έχετε σχέσεις με την Αλεξάνδρα;» σοβαρεύει κανονικά.
«Ναι, κάπως έτσι...» ψελλίζω.
«Με τι προοπτική;»
Μαγκώνω.
«Δεν κατάλαβα», κάνω.
«Αφού δεν κατάλαβες, ξέχνα την ερώτηση. Κοίταξε κάτι νεαρέ μου –η Αλεξάνδρα είναι ιδιαίτερο παιδί, δύσκολο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει οτι την έχουμε για πέταμα –σωστά;»
«Για να το λέτε…»
«Ναι, για να το λέω, κάτι θα ξέρω… Πόσο καιρό είσαστε μαζί;»
«Λίγο. Ούτε μήνα –αλλά τη γνώρισα πριν…»
«Πριν πάει στην Ελβετία;»
«Ακριβώς».
«Είσαι δηλαδή κι εσύ από τους…»
«Καμία σχέση!» τον κόβω βαριεστημένα.
Με κοιτάζει.
«Δεν ξέρω σε ποιους αναφέρεστε, αλλά δεν είμαι από αυτούς. Γνώρισα την Άλεξ τυχαία, ένα βράδυ που είχε μείνει από βενζίνη το παπί της».
Τραβάει μια καλή γουλιά κονιάκ, κάνω το ίδιο και μου έρχονται δάκρυα στα μάτια. Αυτό το πράμα είναι δυναμίτης –κυλάει σα μελωμένο βαρελότο στο λαιμό μου, πρέπει να είμαι πιο προσεκτικός.
«Αυτό είναι όντως θετικό νεαρέ μου!» διαπιστώνει ο Αργυριάδης. «Επειδή…» σκύβει προς το μέρος μου, «όλη αυτή η κατάσταση με την Αλεξάνδρα μας έχει αναστατώσει, δε στο κρύβω».
Περιμένει να πω κάτι, αλλά κάθομαι εκεί βουβός.
«Ποια είναι η γνώμη σου;» ρωτάει τελικά.
Σηκώνω τους ώμους.
«Δεν μπορώ να πω ότι αισθάνομαι άνετα με όλα αυτά… όμως…» καταπίνω προσεκτικό κονιάκ, «δεν νομίζω ότι περνάει από το χέρι μου να κάνω κάτι… ν΄αλλάξω την Άλεξ…»
Απογοητεύεται θεατρινίστικα.
«Εννοείς ότι δεν σε νοιάζει να την αλλάξεις –σωστά;»
Θέλω να καπνίσω σαν τρελός, αλλά δεν το βλέπω πιθανό για επιτόπου.
«Με ξέρετε κύριε μου;» μανουριάζω ελεγχόμενα.
Απορεί.
«Τι εννοείς;»
«Με ξέρετε; Εύκολο είναι αυτό που ρωτάω. Με έχετε ξαναδεί ίσως; Έχουμε ξαναπιεί κονιάκ τριανταπέντε αστέρων παρέα;»
«Όχι βέβαια!» του ξεφεύγει.
«Όχι βέβαια –καλά το είπατε. Τότε λοιπόν πως το βγάλατε το συμπέρασμα ότι δε με νοιάζει;»
«Από τη στιγμή που δεν είσαι διατεθειμένος…»
«Να κάνω τι;»
«Να βοηθήσεις κι εσύ για να γλιτώσει η Άλεξ!»
«Είπατε ‘κι εσύ’ καλά άκουσα;» το γυρίζω στις ρητορικές για να τον ρουμπώσω.
«Ναι, έτσι είπα».
«Δηλαδή υπάρχουν κι άλλοι που τη βοηθάνε;»
«Βεβαίως! Εμείς κατά πρώτον…»
«Εσείς;» τραβάω ένα χλευαστικό γέλιο.
Με κοιτάζει άγρια.
«Ναι εμείς –γιατί; Έχεις καμιά αντίρρηση;»
«Όχι, κάντε τη δουλειά σας! Μόνο που δε βλέπω να είσαστε πολύ αποτελεσματικοί στη βοήθεια που της παρέχετε!»
«Για άκουσε να σου πω νεαρέ!»
«Να ακούσω ότι θέλετε. Αλλά αν μου πείτε ότι οι κούρες στην Ελβετία είναι το μόνο που σκεφτήκατε να κάνετε –αφήστε το καλύτερα. Να μη χαλάμε και τζάμπα το σάλιο μας».
«Την πήγαμε στους καλύτερους γιατρούς…» ψιθυρίζει.
Λίγο ακόμα και θα τον λυπηθώ τον πούστη.
«Κύριε Αργυριάδη, η αρρώστια είναι στο μυαλό –πουθενά αλλού. Οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για όλα αυτά».
«Τι προτείνεις δηλαδή; Ψυχίατρο;»
Ακουμπάω το ποτήρι με θόρυβο στο δρύινο γραφείο.
«Τζάμπα μιλάμε, δε νομίζω ότι βγαίνει άκρη», λέω.
«Προσπαθώ να σε καταλάβω!» χειρονομεί σαν πνιγμένος.
«Λάθος νούμερο ένα –δεν προσπαθείτε να με καταλάβετε, προσπαθείτε να ξεφορτωθείτε την κατάσταση. Γι΄αυτό μιλάτε όλο για γιατρούς. Και λάθος νούμερο δύο –καλύτερα να προσπαθούσατε να καταλάβετε την Άλεξ, αυτή είναι η κόρη σας σε τελική ανάλυση».
Ανοίγει κάποια πανάκριβη ταμπακέρα, βγάζει τσιγάρο με χρυσό επιστόμιο και το ανάβει νωχελικά. Μου προσφέρει κιόλας, κουνάω αρνητικά το κεφάλι –έχω τα δικά μου.
«Τι προτείνεις δηλαδή;» λέει σοβαρά.
«Τίποτα δεν προτείνω, μακάρι να ΄ξερα πως γλιτώνει κανείς από όλα αυτά. Απλά εγώ είμαι, για την ώρα, δίπλα στην Άλεξ –αυτό μπορώ να κάνω. Δεν θέλω να την αλλάξω, θέλω να τη βοηθήσω να παραμείνει…», σταματάω πριν πω ‘ζωντανή’, «να παραμείνει η Άλεξ», λέω τελικά.
«Έστω», μουρμουρίζει.
Πάει κάτι να πει αλλά, ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και η μαμά ειδοποιεί ότι το φαγητό είναι έτοιμο. Σηκωνόμαστε, τις βλέπουμε να σαχλαμαρίζουν με τη φράου Μπλούχεν όσο τακτοποιούν τα σερβίτσια –η Άλεξ μοιάζει με παιδί που παίζει την κυρία. Θέλω να χαμογελάσω, αλλά η σκιά του πατέρα της με βαραίνει.
«Άντε, τι κάνατε τόση ώρα οι δυο σας!» αγανακτεί δήθεν η μαμά. «Άντρες Αντζέλικα! Μην τους αφήσεις μόνους τους, θα ξεχαστούν στα σίγουρα!»
Το παίζουμε μετανιωμένοι για να μην της χαλάσουμε το σόου και καθόμαστε γύρω από το τραπέζι.
«Λοιπόν;» κάνει η Άλεξ. «Δεν θα μας πείτε κι εμάς τι κουβεντιάζατε εκεί μέσα;»
«Είχαμε κάποιες διαφωνίες», λέω.
Ο Αργυριάδης μου ρίχνει ένα βλέμμα ξυραφάτο.
«Σχετικά με τι θέμα;»
«Τίποτα μωρέ. Απλά ο πατέρας σου δεν έχει σε πολύ υπόληψη τους πρώιμους Έλληνες κοινωνιολόγους…»
«Πφφ! Όταν ο κόσμος καιγόταν εκείνοι ασχολούνταν με τον ουτοπικό ουμανισμό!» κάνει ο Αργυριάδης.
«Λογικό δεν είναι;» διαμαρτύρομαι. «Η μοναδική ευκαιρία να φτιάξεις έναν καλύτερο κόσμο είναι όταν ο παλιός κόσμος καίγεται».
«Καλύτερο κόσμο;» απορεί ψεύτικα ο Αργυριάδης.
«Σταματήστε πια! Δεν θέλω τέτοιες κουβέντες στο τραπέζι, θα κρυώσει η σούπα και θα γίνει για πέταμα!» αγανακτεί η μαμά.
Κοιταζόμαστε κλεφτά με τον Αργυριάδη. Τη σώσαμε την παρτίδα.
Αλλά δεν πάει τίποτα κάτω, δεν μπορώ να φάω από τα εναλλασσόμενα πιάτα που παρελαύνουν μπροστά μου –δαγκώνω γωνίες από γλιστερά γλυκά κρέατα, μασάω λίγα χορτάρια και ξεπλένω αηδιασμένος το στόμα μου με κρασί. Τι σκατά είναι όλα αυτά;
«Πως σου φαίνεται το φαγητό;» με κουρντίζει η Άλεξ.
«Γευστικότατο», λέω βλέποντας ότι ούτε εκείνη αγγίζει το πιάτο της.
«Σήμερα είπαμε να φάμε Πολυνησιακό», μας πληροφορεί η μαμά.
«Μπράβο σας!» μουγκρίζω.
Είμαι στην τσίλια, σε λίγο θα σκάσουν τα σαλιγκάρια, με βλέπω να ρουφάω καβούκια χελώνας πριν σηκωθώ από το τραπέζι! Πίνω άφθονο κρασί μπας και αντέξω.
«Και τι λες για την πολιτική κατάσταση νεαρέ μου;» πετάει στο ξεκάρφωτο ο Αργυριάδης.
Πνίγομαι σε μια γουλιά κρασί.
«Εννοείτε τις εκλογές;» προσπαθώ να συνέλθω. «Αστεία πράγματα!»
«Α, χα! Μα φυσικά –τι θα έλεγε ένας ουτοπιστής;»
Σκουπίζω τα χείλη μου προσεκτικά.
«Εσείς δηλαδή τι νομίζετε, σαν πραγματιστής που είστε;»
«Θεωρώ ότι παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον αυτή η μετεξέλιξη των κομμάτων –αφήνουμε πίσω μας τις πολωτικές ιδεολογίες και κατευθυνόμαστε σε σύγχρονες, ευρωπαϊκές, μορφές διακυβέρνησης!»
Χαμογελάω χωρίς να το θέλω.
«Συγνώμη, για το ίδιο πράγμα μιλάμε; Για την προοπτική συγκυβέρνησης ΚΚΕ και Δεξιάς;»
«Σαφώς! Μη μου πεις ότι είσαι αντίθετος! Μέχρι κι ο Σαββόπουλος, γνωστός τοις πάσοις για τις αναρχικές απόψεις του, μίλησε για τους δυο παλιούς νοικοκυραίους, την αριστερά και τη δεξιά που πρέπει σήμερα να τακτοποιήσουν ενωμένοι το σπίτι τους!»
«Το σπίτι τους είναι η χώρα –έτσι;»
«Αμφιβάλλεις νεαρέ μου;»
«Εγώ; Καθόλου! Αλλά είχα ακούσει ότι επρόκειτο περί Εαμοβούλγαρων από τη μια πλευρά και πρακτόρων των Αμερικάνων από την άλλη. Και δε θυμάμαι να τα έλεγα εγώ αυτά –τα δυο κόμματα τα λέγανε!»
«Πέρασαν πια αυτοί οι καιροί νεαρέ. Δεν το πήρες είδηση;»
«Όχι, μου διέφυγε! Φαίνεται ότι την εποχή που μοιράζανε συχωροχάρτια εμείς κοιτάζαμε να σωθούμε από το ξύλο των αγανακτισμένων Πασόκων».
Ο Αργυριάδης χαμογελάει με τη σειρά του, αφήνοντάς με να ξαναγεμίσω το ποτήρι μου.
«Είσαι κάπως αρτηριοσκληρωτικός –δεν θα πάει μπροστά ο τόπος με τέτοια νεολαία».
«Ναι εντάξει. Και θα πάμε μπροστά όταν οι δοσίλογοι του Μητσοτάκη συγκυβερνήσουν με τους καπετάν-Γιώτηδες, περνώντας από ψεύτικες δίκες τους κλέφτες του Αντρέα! Πολύ χοντροκομμένο αστείο, δε νομίζετε;»
Ο Αργυριάδης κοκκινίζει, αλλά δεν προλαβαίνει να απαντήσει.
«Σταματήστε αμέσως! Οι πολιτικές κουβέντες μου φέρνουν ημικρανία», ουρλιάζει η μαμά.
Σταματάμε λοιπόν. Και ευτυχώς δηλαδή, γιατί η τραπεζαρία αρχίζει πλέον να θυμίζει κατάστρωμα καραβιού. Κρατιέμαι από τα μαχαιροπήρουνα για να μην πέσω. Αλλά κατεβάζω μονορούφι το ποτήρι μου –δε γαμιέται;
«Θα μείνουμε πάνω, στο δωμάτιό μου», ακούω να λέει η φωνή της.
Μετά αφήνομαι να με πάρει από το χέρι –καταφέρνω να μη ρεζιλευτώ ανεβαίνοντας τη σκάλα. Περπατώντας στο διάδρομο. Ακουμπώντας στον τοίχο.
«Πάμε μέσα», με προτρέπει.
Και δεν πάμε;
Ανάβει το φωτιστικό στο κομοδίνο κι εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου καλά.
«Που είναι το μπάνιο;» ψελλίζω.
Μου δείχνει μια πόρτα στο βάθος, κυριλέ κατάσταση, εσωτερικό μπάνιο!
«Μην πας πουθενά, θα ξανάρθω», προειδοποιώ.
Κλειδώνομαι εκεί μέσα και βγάζω τ΄αντερά μου, με το κεφάλι σφηνωμένο στη λεκάνη της τουαλέτας. Έχω φάει ελάχιστα –γι΄αυτό βγάζω σκέτη χολή μετά από λίγο. Το μυαλό μου κουδουνίζει ακατάσχετα, αλλά τουλάχιστον ησυχάζει το στομάχι μου. Κάθομαι δίπλα στη λεκάνη, αναπνέω βαθειά, μετά καθαρίζω προσεκτικά. Δε θέλω να φρικάρει η Άλεξ όταν μπει μέσα, ακόμα περισσότερο δε θέλω να σιχαθεί. Βγάζω τα ρούχα μου και χώνομαι στη ντουζιέρα, αφήνω το ζεστό νερό να κυλήσει πάνω μου άφθονο. Κάπως καλύτερα τώρα. Σαπουνίζομαι, ξεπλένομαι, ηρεμώ. Το μικρό μπάνιο έχει γεμίσει ατμούς, κάπου πετυχαίνω μια οδοντόβουρτσα στο κουτί της οπότε πλένω και τα δόντια μου. Στον καθρέφτη ένα θολωμένο πρόσωπο με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια –μάλλον εγώ είμαι, μάλλον οι υδρατμοί είναι υπεύθυνοι. Για τη θολούρα.
«Τι έκανες τόση ώρα εκεί μέσα;» μουρμουρίζει κάπως νυσταγμένη η Άλεξ όταν εμφανίζομαι στο άνοιγμα της πόρτας προσπαθώντας να κουμπωθώ.
«Σενιαρίστηκα κάπως, σαν τις γκόμενες στις ταινίες. Μόνο νεγκλιζέ δε βρήκα φορέσω», λέω εγώ.
«Έλα δίπλα μου βρε χαζέ! Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος!»
Ξαπλώνω λοιπόν, ανάβω κι ένα τσιγάρο, όλος αρχοντιά νιώθω ο πούστης! Η Άλεξ ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου, το ταβάνι έχει κάτι μυστήρια σχέδια, από το φωτιστικό κρέμεται μια υδρόγειος, μικρή και ολοστρόγγυλη σα μπλε πορτοκάλι. Κοιτάζω τριγύρω, κάτι χνουδωτά ζωάκια στοιβαγμένα στη γωνία, μια βιβλιοθήκη μισοάδεια, στο πάτωμα ραδιοενισχυτής και πικάπ. Ψάχνω μάταια τα ηχεία.
«Τι κοιτάς;» ρωτάει.
«Το δωμάτιό σου».
«Και σου φαίνεται…»
«Παιδικό».
«Ήθελα να σε φέρω εδώ, μέρες τώρα. Το καθυστερούσα όμως, επειδή… είδες τους γέρους μου, καταλαβαίνεις γιατί το καθυστερούσα! Αλλά έπρεπε να γίνει, έπρεπε να έρθεις εδώ».
«Γιατί;»
«Για κάποιο όνειρο».
«Όνειρο;»
«Ναι».
«Δηλαδή;»
«Κάποιο όνειρό μου, ή μάλλον, όχι ακριβώς… Ξυπνούσα στη μέση της νύχτας, πολλές φορές, και ήταν… τέλος πάντων, όταν δεν έχεις ξυπνήσει εντελώς, σου μένει η αίσθηση εκείνη…»
«Ποια αίσθηση;»
Ξαφνικά γίνεται γυμνό καλώδιο ηλεκτρισμένο, στριφογυρίζει, τινάζεται, γαντζώνεται πάνω μου.
«Πάψε πια ρε χαζέ! Αυτή η αίσθηση!»
Παύω. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Και δεν με παίρνει να ρωτήσω. Για την ώρα.
«Άλεξ;»
«Μην πεις μαλακία!»
«Όχι… δηλαδή, δεν ξέρω…»
«Μην το ρισκάρεις αν δεν ξέρεις».
«Άλεξ;»
«Τι είναι;»
«Δε θα φύγουμε ποτέ από αυτό το δωμάτιο».
«Το ξέρω».
«Ακόμα κι όταν θα έχουμε χαθεί».
«Ακόμα και τότε».
«Θα μετανιώνουμε για μια ζωή».
«Ζωή θα είναι αυτή;»
«Η μόνη που θα μας έχει απομείνει».
«Δεν τη θέλω τότε».
«Δεν μας ρώτησαν –ξέρεις».
«Μη μ΄αφήσεις τώρα».
«Έλεγα να σηκωθώ, να βάλω τίποτα μουσική».
«Μην το κάνεις».
«Να ακούμε κάτι».
«Σκάσε πια».
Εκείνες τις στιγμές, στο δωμάτιό της, πάτησα και με τα δυο πόδια στον κόσμο της Άλεξ κι ευτυχώς που είχα προλάβει να πλυθώ προηγουμένως. Γιατί ο κόσμος της ήταν κρυστάλλινος, σαν πάγος πάνω στην επιφάνεια λίμνης, αλλά δεν είχε κρύο εκεί πέρα, έμπαινε μια υγρασία σκέτη οικειότητα από τους πόρους του κορμιού μου και είχε το άρωμά της όσο σε συνέπαιρνε. Κινδύνεψα να χάσω το μυαλό μου εκεί μέσα, αλλά δε μ΄ένοιαζε, επειδή ήταν εκείνη δίπλα και θα μου το επέστρεφε. Καθαρότερο. Άκουσα, εκείνες τις στιγμές, στο δωμάτιό της, έναν απαλό αέρα φτιαγμένο από τις αναπνοές της, το κορίτσι που μεγάλωνε με τα χρόνια, μετρώντας σχέδια στο ταβάνι αντί να κάνει σχέδια για τη ζωή της. Επειδή τελικά η ζωή δε σχεδιάζεται όσο κι αν βουτάς τα δάχτυλά σου στον πηχτό αέρα.
«Ξέρεις πόσες φορές έβαλα τα κλάματα, ξαπλωμένη, όπως τώρα, αλλά μόνη μου πολύ; Ήθελα να γίνει κάτι, να πέσω μια μέρα στο κρεβάτι και η μέρα εκείνη να αξίζει τον κόπο, να κοιμηθώ εξουθενωμένη. Ποτέ δεν έγινε. Τι είναι αυτό που αξίζει τελικά τον κόπο; Πως κάνεις τη μέρα να μείνει στη μνήμη; Ποτέ δεν μπόρεσα να το καταφέρω αυτό, ίσως τώρα…»
Χαϊδεύω την πλάτη της, αποφεύγω να αγγίξω το πρόσωπό της.
«Μη ρωτάς, όσο ρωτάμε τυφλωνόμαστε».
Εκείνες τις στιγμές στο δωμάτιο της Άλεξ ήξερα ότι τίποτα πια δεν θα άξιζε τον κόπο.
«Έλα κάτω από τα σκεπάσματα».
«Να βγάλω τα ρούχα μου πρώτα».
«Θα στα βγάλω εγώ».
Επειδή τίποτα δεν αξίζει τον κόπο μετά.
Δεν μου κόλλαγε ύπνος, αλλά δεν κουνιόμουν για να μην την ξυπνήσω. Έκανα με το μυαλό μου σχοινένια σκάλα τις ρυθμικές ανάσες της και περίμενα –το χέρι της πίεζε πάνω στο στέρνο μου, προσπαθούσε λες να μου σφηνώσει το δαχτυλίδι της που κρεμόταν εκεί, να μην το αποχωριστώ ποτέ.
«Δεν κοιμάσαι;» ψιθύρισε.
«Απολαμβάνω», παραδέχτηκα.
«Πρέπει να σηκωθώ. Έχω στην τσάντα μου…»
«Ξέρω. Κρυφοκοίταξα όταν την άνοιξες προηγουμένως».
«Δε χρειαζόταν. Αν με ρώταγες θα σου το’λεγα».
«Δεν ήθελα να σε ρωτήσω».
«Πρέπει όμως να σηκωθώ».
«Κάνε ότι γουστάρεις».
«Σου τη σπάω;»
«Το κατά δύναμιν!»
«Δεν το θέλω αυτό».
«Τότε μην το κάνεις».
«Δεν μπορώ όμως διαφορετικά».
«Τι περιμένεις λοιπόν; Σήκω –πολύ το άργησες».
«Σε θέλω δίπλα μου σ΄αυτό».
«Δεν πρόκειται να πάω πουθενά».
«Σε θέλω δίπλα μου».
«Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά».
Ξεκόλλησε αργά από το πλευρό μου, σκίζοντας λωρίδες το δέρμα μου όσο σηκωνόταν.
«Έχω κάτι για σένα…» μουρμούρισε ψειρίζοντας την πολύχρωμη τσάντα της.
«Άσε, δε θα πάρω», μουρμούρισα.
«Όχι αυτό που νομίζεις χαζέ!»
Χαμογέλασα στραβά όσο εκείνη ετοίμαζε τα σέα της σκαλίζοντας ανάμεσα στα πεταμένα μας ρούχα. Έκλεισα για λίγο τα μάτια.
«Τι διάβολο εννοούσες με εκείνη τη μοντελοποίηση της λανθάνουσας νεωτερικότητας στον τριτογενή;» τραυλίζει ξαπλωμένη πάνω μου
«Έρευνες αγοράς, πόρτα –πόρτα», απαντάω.
«Ααα, είπα κι εγώ!»
«Να μη λες!»
«Ο πατέρας μου σε συμπάθησε»,.
«Ναι, κι εγώ τον λάτρεψα!» κάνω κοροϊδευτικά.
«Αλήθεια σου λέω! Ο πατέρας μου είναι στριμμένο άντερο –δεν τον είδες στο τραπέζι πως σου φερόταν;»
«Ναι αμέ! Σαν τσίχλα που κόλλησε στη σόλα του».
«Μην είσαι τέτοιος!»
«Καλά τώρα».
«Η μάνα μου όμως…»
«Ωραία γυναίκα. Σου μοιάζει».
«Ευχαριστώ!»
Την ένιωσα τότε να βουλιάζει σε μια θάλασσα από βαμβάκι. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να την κρατήσω στον αφρό, ήξερα ότι θα έβγαινε κολυμπώντας από εκεί μέσα. Αλλά φοβόμουν όπως πάντα.
«Μη χαθείς», τραύλισε.
«Κοίτα ποιος μιλάει!» είπα στον αέρα.
Η Άλεξ κοιμάται. Έξω ξημερώνει κι εκείνη κοιμάται αθόρυβα, εγώ την κοιτάζω. Σηκώνομαι από την πολυθρόνα απέναντι στο κρεβάτι της, περπατάω προσεκτικά χωρίς να τη χάσω από τα μάτια μου. Τα σκυλιά αλυχτάνε για να διώξουν τη νύχτα. Ένα μικρό, παιδικό γραφείο, ανοίγω το συρτάρι ψαχουλευτά. Μπουκαλάκια με αρώματα, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, βραχιόλια. Η Άλεξ σε ασημένια κομμάτια, ατάκτως ειρημένα. Αρπάζω μια χούφτα σκουλαρίκια με τα καρφιά τους ανοιχτά, τα σφίγγω στη χούφτα μου, με δύναμη. Ανοίγω το χέρι μου αργά, ξεκαρφώνω τα σκουλαρίκια, η Άλεξ κυλάει μέσα στο αίμα μου. Δεν σκοπεύω να την ξαναχάσω. Τινάζεται ελαφρά, αναστενάζει. Την πλησιάζω δεν τολμάω να σκύψω πάνω της, ντύνομαι πιο αργά κι από εφιάλτη. Τα παπούτσια στο χέρι, το τζάκετ διπλωμένο. Κοντοστέκομαι, της αξίζουν δυο λόγια. Ένα στυλό δίπλα στη στοίβα των δίσκων της. Ξεχωρίζω τους Χωρίς Περιδέραιο από το λευκό εξώφυλλο, γράφω εκεί πάνω.
«Να μην το ψευτίσουμε το σημερινό, να μην το βρωμίσουμε. Και κανένας πούστης δεν θα μπορέσει να μας το πάρει. Σε λατρεύω». Κόβω την αλυσίδα του μενταγιόν, ακουμπάω το δαχτυλίδι της πάνω στο εξώφυλλο του δίσκου.
Ανοίγω την πόρτα, «ο δολοφόνος της αγάπης, παίρνει το τελευταίο λεωφορείο για Νιαγάρα». Κανένας δεν κυκλοφορεί, όλοι κοιμούνται στο άδειο σπίτι. Δρασκελίζω την εξώπορτα, στα δέκα μέτρα με κυκλώνουν τα σκυλιά, αν κάνουν και γαβγίσουν θα τα πνίξω επιτόπου. Αλλά τα σκυλιά καταλαβαίνουν, με συνοδεύουν μέχρι την εξώπορτα με κατεβασμένα αυτιά, σκύβω να τα χαϊδέψω για χάρη της.
«Σκατά τα κάναμε πάλι Λούσυ», μουρμουρίζω.
Κουνάει τη μουσούδα της, μάλλον συμφωνεί.
Δεν τολμάω να ξεκινήσω τη μηχανή, πάμε τσουλώντας την κατηφόρα μέχρι που το σπίτι γίνεται θολή σκιά. Τότε κοπανάω τη μανιβέλα και φεύγω φουριόζος –χίλιοι διάβολοι στο κατόπι μου. Δεν ξέρω που πάω κι αυτό είναι το τελευταίο που με απασχολεί. Η μέρα είναι κανονικά τσακωμένη με τον ήλιο, αγναντεύω στο βάθος της θάλασσας και τίποτα δε λέει ν΄ανατείλει. Γι΄αυτό κι εγώ παρκάρω σε μια εύκαιρη πρασιά της παραλιακής –ψάχνω στις τσέπες μου για τσιγάρα, αλλά τραβάω κάποιο χαρτί. Το σηκώνω στο φως, διαβάζω την τυπωμένη του πλευρά «ο Νικ Κέιβ και οι Μπαντ Σιντς στο ΡΟΔΟΝ –τιμή εισιτηρίου δρχ….». Κοιτάω σα χαζός. Γυρίζω ανάποδα το εισιτήριο, από πίσω γραμμένο με στυλό, «έχεις δίκιο, έχω άδικο, αλλά μη με ξεχάσεις». Ξαναβάζω το εισιτήριο στην τσέπη, ανάβω εκείνο το τσιγάρο που ήθελα εδώ και ώρα.
Κοιτάω κάτι μουτζουρωμένα σύννεφα πάνω από το κεφάλι μου.
«Μας γάμησες τώρα Άλεξ!» ουρλιάζω.
Αλλά δε βγαίνει ήχος.
Ω της ποιήσεως Δευτέρα Παρουσία
-
*ΕΡΩΤΑΣ ΟΠΩΣ ΘΑΝΑΤΟΣ – Μια νύχτα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα*,
Χατζηχριστοδούλου Μαρία, εκδ. ΣΜΙΛΗ, 2024
Τον *Κήπο της μνήμης* είχα υπόψη (εκδ. Μ...
Πριν από 3 εβδομάδες
25 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
...τέλος χρόνου
αποφάγια και γιορτές
και για αγάπη να μην κλαίς...
Soundtrack αυτονόητο:
http://www.myspace.com/xwrisperideraio
Α ρε κόλλημα με την ιστορία που τραβάω...
Καλή χρονιά motor.
.... πληρωμή του μόχθου. Γεια σου ρε outsider με τις μουσικές σου!
Καλή χρονιά σε όλους μας, κακή χρονιά στους υπόλοιπους.
Anwnyme hrwa, geia sou, me lene Fixit kai ta exw kanei skata. Oi alloi me rwtane synexeia na tous pw ki egw de goustarw, kernas mpyra esy pou de 8a rwthseis? Kai de 8a se rwthsw ki egw giati thn afhneis twra pou th vrhkes-ntaksei? Kai de 8a akoume heavy metal ama de goustareis, 8a sou valw Stiff Little Fingers pou mou aresoun.
Epwnyme syggrafea kalh xronia re.
Σκατά ήταν από πάντα φίλε, δεν περίμεναν εμάς για να γίνουν. Απλά εμείς βάζουμε την προσωπική μας σφραγίδα -τα δικά μας σκατά. Όποιος ρωτάει τους άλλους ξεχνάει να ρωτήσει τον εαυτό του, έτσι θυμάμαι.
Και μπύρες κερνάμε και πίπες κάνουμε άμα λάχει.
"Συρματοπλεγμένη αγάπη" που λέγανε και οι Στιφ -έτσι πάει.
Υ.Γ.: Καλή χρονιά σε όλους μας φίλε. Αν τώρα πετύχεις πουθενά και κανέναν επώνυμο συγγραφέα -ξέρω 'γω; Κι αυτός καλή χρονιά θα σου πει -πόσο μαλάκας να είναι δηλαδή;
Ξηλωθήκαμε μαζί με το γαζί μας
και φάνηκε το δέρμα...
Καλή χρονιά,Motorcycle boy...
Αν μας έμεινε τουλάχιστον το δέρμα -καλά είμαστε. Έχουμε κάτι για να μας κρύβει.
Καλή σου χρονιά κι εσένα -κι ακόμα καλύτερη από καλή, γιατί όχι δηλαδή;
mmm perimena kati pio dark peri ths oikogeneias ths Alex.. alla kai pali who knows what can come up later on?
dunno. auto to kommati kapws mou fainetai, kapws poly obvious, poly sthmeno. no ration whatsoever. dunno. perimenw to epomeno gia na ekferw episthmonikh apopsh.
Ετσι, έτσι -να συγκεντρώνεις στοιχεία για την επιστημονική άποψη, να μην πάει χαμένη και τόση κοινωνιολογία ε; Χεχεχε
Ναι, έχεις δίκιο -μια συνηθισμένη μεγαλοαστική οικογένεια, χωρίς σκελετούς στις ντουλάπες και χωρίς αδεφό τερατογέννεση που δολοφονεί ασυστόλως όταν βγαίνει από το πατάρι (είχα σκεφτεί να χώσω κάτι τέτοιο, γι΄αυτό το λέω).
Αλλά φιλενάδα, έτσι είναι τα πράγματα στη ζωή -χωρίς ενδιαφέροντα μυστήρια και αυτή η ιστορία έχει "περιορισμούς λόγω πραγματικότητας".
Κάθε άνθρωπος θα την κοπάναγε από εκεί πέρα φιλενάδα, προφανές είναι φυσικά, αλλά έτσι είναι.
ο κινηματογράφος στα καλά του.
είναι φοβερό πώς από τις 'έξυπνες' ατάκες του σαλονιού περνάς στη ποίηση του δωματίου και από κει στο προσωπικό αδιέξοδο.
και ναι, είμαστε οτι αρνηθήκαμε.
κάτω ο λουδοβικισμός.
καλύτερη χρονιά σε όλους.
πρτφ
Καλύτερη χρονιά σε όλους εκτός από αυτούς που η καλύτερη χρονιά τους σημαίνει χειρότερη δική μας, χεχεχε.
Ειδικά αυτός ο Κενζ, στην πυρά, στην πυρά!
Re sy, molis ekana enan koufo parallhlismo twn hrwwn kai twn skhnikwn sou.
Poia h gnwmh sou gia ton Frank Miller kai ta Sin City?
Ο Φρανκ Μίλλερ -Θεός! Ειδικά μια ιστορία του Μπάτμαν που είχα διαβάσει κάποτε (ο Μπάτμαν γέρος κι έτσι), με είχε τσακίσει. Σιν Σίτυ όμως δεν έχω διαβάσει -ότι έχω δει από την ταινία. Η οποία είναι μνημειώδης -10 φορές την έχω δει!
Βέβαια, παραλληλισμό ανάμεσα σε αυτά τα αριστουργήματα και τις δικές μου παπαριές... δεν τον βλέπω ούτε με κυάλι!
τι σου ελεγα για τη κονομημενη γκομενα εγω σκεφτομαι πριν απο σενα για σενα. οσο για τον μιλλερ θεος!! εχω δυο σιν σιτυ και πιστευω οτι ειναι απο τα καλυτερα κομικ που εχω διαβασει...
Ε, μα τι να λέμε τώρα. Η γυναίκα πρέπει να έχει πάντα λεφτά αισθήματα για μας τους ποιητικούς τύπους.
Θεός δε λέμε τίποτα -καλύτερος και από τον Γκερτ Μίλλερ και από τους Στηβ Μίλλερ Μπαντ κι από τα ψυγεία Μίλε. Αλλά Σιν Σίτυ δεν αξιώθηκα ακόμα να διαβάσω -έχω μείνει ακόμα με το σαγόνι να κρέμεται από την ταινία.
Aswtos, pare kai ta ypoloipa. Anepifylakta kai xwris na kserw poia exeis diavasei.
Motor, ama sou arese h tainia toso, eisai kataramenos na anhkeis sto club twn an8rwpwn pou 8erwoun ta sin city comics better than sex. :) Oso gia ton parallhlismo einai aplos, exete tous idious skatenia an8rwpinous hrwes me ton mparmpa Miller. An eksaireseis th diastash tou ape8antou typou pou exoun oi sin cit-ades, kata ta alla, h logikh sas einai poly paromoia. Diavase to "Hell and Back" kai 8a me piaseis. Kalhmera :)
Καλημέρα ρε. ΟΚ, καταλαβαίνω τώρα τι εννοείς, άσε που είχα και πεθαμένο-απέθαντο τον Μαλτέζο, οπότε, είμαι γειτονεύων με τον κυρ Μίλλερ. Μεταξύ μας, ίσως όλα αυτά να βγαίνουν από ένα κόλλημα στη μυθική μορφή που ακούει στο όνομα Μίκυ Ρουρκ -δεν ξέρω, ίσως, λέω.
Υ.Γ.: Πότε ανεβαίνετε στα μέρη μας;
Anevikame alla ksanafygame giati provlepetai megalh pipa kwlo emplokh edw katw...Kai arxizei hdh apo apopse. Se kanena dekapentari meres 8a ksananasanoume kai 8a sou r8oume mia volta. Elpizw.
Mickey Rourke, e? Hmmm hmouna sigouros oti 8a goustares Marv apo thn tainia, "is that all you got you pansies?" Exeis dikio ton eixa ksexasei ton Maltezo, eisai sin city kai me th voula, mia Gail me dermatina kai mastigia sou leipei mono. Ti gynaika.
Άντε γιατί θέλω να σας γνωρίσω και κάποιο άτομο. Πάλι σας φροντίζω κωλόπαιδα!
Καλά, τον Μίκυ τον γουστάρω πολύ πριν την ταινία και σαν ηθοποιό και σαν στάση ζωής -θεός ο τύπος.
Όχι ρε γκόμενα με δερμάτινα και μαστίγια -μη φάμε καμιά αδέσποτη και τσούζουν αυτά!
Χαζοκομεντί με σαπουνόπερα!!
πως φαινεται ένας τύπος που έγραφε τελειως διαφορετικά απο το "ρευμα" να μην ξεχωρίζει απ αυτά που παιζει η τηλεοραση
ελεος ρε μότορ
απο το σημειο στο γραφείο του Αργυριαδη κ κάτω, μάλιστα!
ξεφευγει λίγο από τις ηλιθιες ελλ. σαπουνοπερες κομεντι
κ όντως αυτά που συζητανε στο τραπεζι (περα από τα χαζοκομεντι στοιχεια ελλ. σειρας που έχεις βάλει) δεν πιστευω ότι ξεφευγουν από την πραγματικότητα κ μεσαίας τάξης μαλακες, γιατροι κλπ, το στιλ του τύπου που παρουσιαζεις έχουν κ λενε πολυ χειρότερες μαλακίες
ευτυχως παρακάτω έχεις υπεροχα κομμάτια
αλλα όντως κάπως δε λέει η ιστορία ρε
μπορει παρακάτω να μ αρέσει
Δε βαριέσαι φιλενάδα; Έτσι μου βγήκε το συγκεκριμένο -τι να κάνουμε; Να το σκοτώσουμε; Κρίμα κι άδικο!
Εγώ έγραφα εντελώς διαφορετικά από το ρεύμα; Λάθος κάνεις, απλά δεν είχα πάρει χαμπάρι το ρεύμα -τώρα που το βρήκα θα το ακολουθήσω πιστά, χεχε.
Δεν έχω πολύ μεγάλη εμπειρία από τις ελληνικές σαπουνόπερες κομεντί (η τελευταία που παρακολούθησα ανελλιπώς ήταν οι Απαράδεκτοι), άρα θα δεχτώ την άποψή σου. Μαλακία μόνο που το λες εσύ και όχι κανένας παραγωγός του Μέγκα ή του ΑΝΤ1, να με κάνει σήριαλ να βγάλω και κάνα φράγκο, ρε γαμώτο.
Τέλος πάντων, λυπάμαι που διάβασες κάτι που δεν σου άρεσε και έχασες τζάμπα το χρόνο σου, αλλά, ειλικρινά, δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι΄αυτό. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το συγκεκριμένο κομμάτι είναι το κλειδί του Β΄μέρους -άρα αναγκαίο κι απαραίτητο.
Καλα άσε το χαζοσυγκαταβατικό κ ειρωνικο στυλάκι ρε άτομο! :Ρ
"... κ γω λυπαμαι μωρε Μότορ, αλλα τι να γίνει, σπουδαιο μυαλό είσαι με ερεθισματα απο καλλιεργημενους καλλιτεχνες κ σαφως δεν ξέρεις απο σειρες...
αλλα έχεις δίκιο, να το σκοτώσουμε; κρίμα κ άδικο!"
:ΡΡΡΡΡ
σ αρεσει τώρα να μιλαμε έτσι;;;
"λυπάμαι που διάβασες κάτι που δεν σου άρεσε και έχασες τζάμπα το χρόνο σου"
"...κ γω λυπαμαι καλε μου Μότορ που σε κάνω να χάνεις το χρόνο σου στα χαζοσχόλιά μου..."
τελοσπαντων με πιάνει κάτι μ αυτό το στυλακι
Ε ρε ένα πράγμα! Δεν ειρωνεύομαι καθόλου και περί συγκατάβασης, τι άλλο να κάνω δηλαδή; Όταν σου λένε οτι κάτι που έφτιαξες τους αρέσει ή δεν τους αρέσει το μόνο που σου μένει να πεις είναι "ευχαριστώ πολύ". Τι άλλο;
Δεν φταίει πάντως το "σπουδαίο και καλλιεργημένο μυαλό μου" που δεν ξέρω από σειρές, απλά τυγχάνω χαζός κι αν δεν είναι αυτοτελές το τεμάχιο χάνω την υπόθεση -γι΄αυτό.
Περί σχολίων, όταν βαριέμαι σταματάω να απαντάω ή τέλος πάντων έχω πάντα αυτή την επιλογή. Άρα -δεν χάνω το χρόνο μου, επιλέγω να τον διαθέσω έτσι. Θα μου πεις -κι εσύ το ίδιο. Μπορεί να είναι κι έτσι.
Μοτορ, συγνώμη... γενικα
η πρεζα με χαλαει όλα αυτά που λεγαμε
όχι εσυ
αν παιζαμε κανα ξυλικι θα είχε λήξει το θέμα :ΡΡΡ
και κανεις δε θα νιωθε υπολογος ή κάπως
χρειαζεται κ η ευγενής βία
:Ρ
αλλα είναι που φοβάμαι ότι μπορεί να σου δωσω καμια σπρωξια κ να γκρεμιστεις σαν χαρτινος πύργος κ δε μπορω με πιο αδύναμους απο μένα να τα βάζω
:ΡΡΡ
Δε χρειάζεται να ζητάς συγνώμη, δεν παρεξηγούμαι μαζί σου. Κι εμένα με χαλάει η πρέζα -αλλά δεν σκοπεύω να κοιτάζω αλλού, ούτε να τη δαιμονοποιήσω -επειδή αυτός ακριβώς είναι ο σημαντικότερος λόγος που κολλάνε μαζί της ένα κάρο άνθρωποι. Έχουν την ιδέα οτι η πρέζα είναι ο διάολος ο ίδιος και όταν βλέπουν οτι τελικά δεν είναι τόσο τρομακτική, την πατάνε. Αυτά.
Για ξύλο, μην το συζητάς -είμαι πιο γομάρι από σένα τουλάχιστον.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!