Δευτέρα, Φεβρουαρίου 10, 2025

Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων

<

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Ο εκδοτικός οίκος

Το δελτίο ειδήσεων

Η Τζούλια

Προωθητική εκδήλωση

Είναι μια κατάσταση τρε απελπιστίκ όσο κι αν μοιάζει με το ακριβώς αντίθετο. Δώσε βάση -βρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων για να επικοινωνήσω με το αναγνωστικό κοινό, να υπογράψω βιβλία δηλαδή και τέτοια -έξω έχει μεσημεριανό ήλιο και όταν ξεμπερδέψω με περιμένει η Δήμητρα για φαγητό κι ότι ήθελε προκύψει… Το οποίο προκύπτει συχνά-πυκνά μετά την πρώτη φορά που πηδηχτήκαμε, έχουν περάσει πάνω από δέκα μέρες όπου την έχουμε δει ως ερωτευμένο ζευγάρι -νυχτερινές βόλτες στην τρέντι πλευρά της πόλης, μεσημεριανοί καφέδες σε εναλλακτικές γωνιές (που συνήθως είναι ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα), στο σπίτι μου πηγαίνω πλέον μόνο για ν΄αλλάξω εσώρουχα και ο Ανούρ με περιμένει κάθε δεύτερη μέρα με τρία πακέτα Κάμελ στο χέρι -οικογενειακή κατάσταση…

Αυτά είναι τα γεγονότα. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η Δήμητρα βρίσκεται μονίμως στην τσίτα προσπαθώντας να αποδείξει ότι η όλη φάση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μερικά περιστασιακά πηδήματα κι αυτό κάνει την κάθε φορά σημαντικότερη απ΄ότι στην πραγματικότητα θα ήταν. Εγώ, εντάξει, τα καταφέρνω ακόμα αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρνω για πολύ ακόμα. Ζω με τον εφιάλτη ότι σύντομα δεν θα μπορώ να ανταποκριθώ ούτε στα βασικά, σκέφτομαι όλο και πιο συχνά εκείνη που, εκτός από το συναισθηματικό πλεονέκτημα, διαθέτει πλέον και τη δύναμη του χρόνου -όσο ο καιρός περνάει, τόσο ξεχνάς τα άσχημα και μεγαλοποιείς τα υπέροχα, οι ευτυχισμένες μέρες δεν ήταν ποτέ εκεί όσο τις ζούσες, πάντα εμφανίζονται εκ των υστέρων.

Όσο για την επικοινωνία με το αναγνωστικό κοινό…

 

Ένας πιτσιρικάς βήχει πίσω από την πλάτη μου ενώ έχω σταματήσει τη βόλτα ξεμουδιάσματος μέσα στο βιβλιοπωλείο και ξεφυλλίζω την «Πόλη στις φλόγες» προσπαθώντας να καταλάβω αν το συγκεκριμένο κείμενο το σκότωσε η μετάφραση ή ήταν έτσι πλαδαρό από την πρώτη του γραφή. Γυρίζω να τον κοιτάξω. Κατηγορία φοιτητής, όχι πάνω από 25, αδύνατος, μακρύ μαλλί πιασμένο κοτσίδα, ντύσιμο του στυλ παίζω σε μπάντα στο Σιάτλ.

-«Ο κύριος Καστρινός;» ρωτάει ήρεμα.

-«Πες το κι έτσι…» παραδέχομαι.

Χαμογελάει. Πρέπει να έχει κάμποση επιτυχία με τα κορίτσια.

«Ήθελα να ρωτήσω…» δένει τα χέρια του πίσω από την πλάτη και κοιτάζει τριγύρω, «αν ήταν να πάρω ένα μόνο από τα βιβλία σας, ποιο θα μου προτείνατε;»

«Αυτό που δεν έχω γράψει ακόμα», λέω χωρίς να το σκεφτώ.

«Γιατί αυτό;» γελάει.

«Επειδή με τίποτα δε θα έρθεις να μου πεις ότι δε σου άρεσε».

«Ναι, αλλά κάποια στιγμή θα το γράψετε και…» σταματάει, πιάνει το εξυπνακίστικο παιχνίδι. «Εντάξει, καταλαβαίνω…» λέει.

«Τι ακριβώς;» απορώ.

«Ότι δεν θέλετε να προμοτάρετε ένα βιβλίο σας σε βάρος των υπολοίπων».

Γελάω.

«Ατσίδας είσαι», παρατηρώ κι αφήνω το βιβλίο που κρατούσα στη θέση του.

«Ποια είναι η Άλεξ;» με ρωτάει στο ξεκάρφωτο.

Κοντοστέκομαι.

«Λοιπόν κάτι έχεις διαβάσει από τα βιβλία μου», διαπιστώνω.

«Όλα», μου απαντάει.

«Η Άλεξ… Η Άλεξ δεν υπάρχει, γιατί αν υπήρχε θα έπρεπε να τη σκοτώσουμε -δε νομίζεις;»

«Απαραίτητα;»

«Μα πώς αλλιώς θα υπήρχε;» απορώ και βιάζομαι να την κοπανήσω.

Δε γουστάρω να μιλάω για τα βιβλία μου -τι σκατά ξέρω εγώ γι΄αυτά δηλαδή;

 

Ξανακάθομαι στη θέση μου, πίσω από το τραπεζάκι με τις ντάνες των βιβλίων μου -τα παραμερίζω προσεκτικά σα να ήταν από γυαλί, που είναι δηλαδή αν το δεις από μια διαφορετική οπτική. Μπροστά από το τραπεζάκι έχουν μαζευτεί 3-4 κορίτσια, τις κοιτάζω χαμογελώντας, όμορφα κορίτσια ή ίσως όχι και τόσο όμορφα κορίτσια αλλά από μια ηλικία και μετά όλες οι πιτσιρίκες σού φαίνονται όμορφες. Νιώθω τα γόνατά μου να πονάνε όταν προσπαθώ να τα τεντώσω. Η πρώτη κοπέλα πλησιάζει και μου αφήνει ένα βιβλίο -δικό μου προφανώς.

Το ανοίγω στην πρώτη σελίδα, το κοιτάζω λίγο, μετά σηκώνω το κεφάλι μου προς την κοπέλα.

«Θα το υπογράψετε;» μου λέει. «Στην Ελεάνα…»

Χαμογελάω.

«Μπορείς να γυρίσεις λίγο από την άλλη;» της ζητάω. Νιώθω άσχημα που μου απευθύνεται στον πληθυντικό ηλικίας ενώ εγώ χρησιμοποιώ ενικό, αλλά έτσι είναι αυτό το πράγμα -ο πληθυντικός μου θυμίζει διχασμό προσωπικότητας και τον αποφεύγω ασυνείδητα.

Η κοπέλα γυρίζει την πλάτη της -φοράει ένα σφιχτό τζιν, πιέζομαι να σταματήσω να θαυμάζω τον κώλο της, τα όρια μεταξύ εκκεντρικότητας και ρεζιλέματος είναι, ενίοτε, ανύπαρκτα. Ανοίγω το βιβλίο σε μια μεσαία σελίδα -γράφω στο κάτω περιθώριο, «Μην πιστεύεις ότι διαβάζεις -Οι αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων[1]» κλείνω μετά το βιβλίο.

«Εντάξει», λέω.

Γυρίζει, παίρνει το βιβλίο -ανοίγει την πρώτη σελίδα, με κοιτάζει ενοχλημένη. Χαμογελάω. Φεύγει. Έρχεται η επόμενη, μπερδεμένη γιατί έχει πάρει είδηση την όλη φάση. Δεν κρατάει κάποιο βιβλίο, διαλέγει ένα από τις στοίβες μπροστά μου.

«Θα το υπογράψετε;»

«Βεβαίως… Το όνομά σου;»

«Αντωνία»

Ανοίγω την πρώτη σελίδα, γράφω «Στην Αντωνία… οι τοίχοι χτίζονται στην τύχη». Γελοίο μου φαίνεται, αλλά δεν πειράζει.

Συνεχίζω μέχρι που τον βλέπω έξω από τη τζαμαρία του βιβλιοπωλείου. Κάθεται στο απέναντι πεζοδρόμιο και καπνίζει -δεν είναι εκείνος που με κατηγόρησε ότι εκβίασα τον Αργύρη, είναι ο άλλος που καθόταν πιο πίσω σιωπηλός όσο τις τρώγαμε εγώ κι ο Μπόρις. Καπνίζει και κοιτάζει προς το μέρος μου, δεν ξέρω αν πήρε χαμπάρι ότι τον στάμπαρα. Πιάνω το κινητό, χτυπάω στον Μπόρις.

«Τι θες ρε μουνίεεεεε;» τσιρίζει από την άλλη άκρη.

«Είμαι στο βιβλιοπωλείο…»

«Κι εγώ στο μπουρδέλο -όπως τη βρίσκει ο καθένας», φιλοσοφεί.

«Ένας από τους μεγάλους είναι εδώ απέξω».

«Έρχομαι να τον ξεσκίσω».

«Έχω άλλη ιδέα… Έρχεσαι αλλά δε φαίνεσαι».

«Τύπου βάδιζες πάντα τοίχο-τοίχο[2]

«Κι ήταν το βλέμμα σου στη γη -ναι, τέτοια φάση»

«Με τι προοπτική;»

«Όταν μου χτυπήσεις, βγαίνω και κάνουμε τρενάκι».

«Σωστός -καθότι δε λέει να τον σαπίσουμε μπροστά στο φιλομαθές κοινό σου».

Κλείνω το τηλέφωνο, συνεχίζω να υπογράφω βιβλία, κάνοντας μαλακισμένες αφιερώσεις. Περιμένοντας, τον κόβω όσο καλύτερα μπορώ. Γκριζαρισμένο μαλλί χτενισμένο στο πλάι για να κρύβει τις αρχές φαλάκρας, τζιν μπουφάν, πουλόβερ με γιακά από μέσα, τζιν παντελόνι και ορειβατικά μποτάκια. Πιο κοντός από μένα, με αρχές μπυροκοιλιάς -θα τον κατάφερνα νομίζω, αλλά έχει κι ο Μπόρις δικαιώματα.

Χτυπάει μήνυμα στο κινητό: «Είμαι και τον έχω».

Σηκώνομαι – ο κόσμος έχει αραιώσει στο μαγαζί αν και ποτέ δεν υπήρχε αξιοσημείωτη κοσμοσυρροή. Η Βερούτη έχει ανέβει στους πάνω ορόφους -κάνω νόημα στην ταμία.

«Θα πεταχτώ για λίγο έξω και ξανάρχομαι».

Σηκώνει τους ώμους -στα παπάρια της γενικώς….

 

Σηκώνω το γιακά του δερμάτινου, ξεμουδιάζω τα πόδια μου και βγαίνω άνετος χωρίς να τον κοιτάξω καν. Δεν είμαι σίγουρος αν θα με ακολουθήσει, αλλά στα 30 μέτρα μετά την πρώτη στροφή, σιγουρεύομαι. Κοντοστέκομαι έξω από ένα τυροπιτάδικο, σταματάει κι εκείνος χαζεύοντας μια βιτρίνα με αντίκες. Δεν μπορώ να δω το Μπόρις αλλά είμαι σίγουρος ότι υπάρχει. Συνεχίζω να βαδίζω, μπαίνω σε μια μικρή πλατεία περικυκλωμένη από γκρίζες πολυκατοικίες. Τη διασχίζω και πριν βγω στο δρόμο κάνω μεταβολή. Εκείνος μόλις έχει μπει -τον κοιτάζω, κοντοστέκεται.

Αρχίζω να περπατάω προς το μέρος του, κοιτάζει τριγύρω και πάει να φύγει αλλά βέβαια, τότε εμφανίζεται ο Μπόρις και απλώνει τη χερούκλα γύρω από τους ώμους του τύπου. Κάτι του ψιθυρίζει, εκείνος αντιστέκεται για λίγο αλλά στη συνέχεια παραιτείται. Τους φτάνω όσο κάθονται σε ένα παγκάκι, κάθομαι κι εγώ, έχοντας τον ανάμεσά μας.

«Σαν τα χιόνια…» μουρμουρίζω.

«Τι τρέχει; Θέλετε κάτι;» διαμαρτύρεται ο τύπος.

«Θέλουμε;» ρωτάω το Μπόρις.

«Ε, όλο και κάτι θα θέλουμε…» απαντάει.

Ο τύπος κάνει να σηκωθεί αλλά τον πιάνουμε από τους ώμους αναγκάζοντάς τον να καθίσει πάλι.

«Μπάτσοι είσαστε;» κάνει ξεψυχισμένα.

«Ρωτάει αν είμαστε μπάτσοι», με πληροφορεί ο Μπόρις.

«Δυνατό…» ψευτοθαυμάζω.

«Λοιπόν, κοίτα πώς έχουμε τα πράγματα…» ξεκινάω.

«Έχουμε;» απορεί ο Μπόρις.

«Έχουμε -δηλαδή, ας πούμε, έχουμε λίγα πράγματα να ρωτήσουμε κι έχω κάποιο πτυσσόμενο στη μέσα τσέπη του μπουφάν», του εξηγώ.

«Ας πούμε…» λέει ο Μπόρις.

Ο τύπος μας παρακολουθεί σιωπηλός.

«Πρώτη ερώτηση: είσαι ερωτευμένος μαζί μου;» αρχίζω.

Ο τύπος δεν μιλάει.

«Το λέει επειδή μας παρακολουθούσες όσο τις τρώγαμε στην πλατεία και τον παρακολουθούσες και σήμερα στο βιβλιοπωλείο», του εξηγεί ο Μπόρις.

«Ρε δε γαμιέστε και οι δυο σας;» πετάγεται στο ξαφνικό.

«Μας έβρισε τώρα;» ρωτάει ο Μπόρις.

«Δε νομίζω -μάλλον μας ευχήθηκε», λέω μετά από σκέψη.

«Εντάξει τότε…» ησυχάζει ο Μπόρις. Και μετά του τραβάει μια ξεγυρισμένη στο αριστερό πλευρό, ο τύπος διπλώνεται.

«Γιατί τον χτύπησες;» απορώ.

«Δεν ξέρω -μάλλον από αμηχανία…» παραδέχεται συνεσταλμένα.

«Κάνεις το φίλο μου αμήχανο», του λέω.

«Εντάξει -κοιτάξτε να δείτε…» ξεκινάει όταν ξαναβρίσκει την ανάσα του. «Ότι έγινε -έγινε. Δεν το εκτιμήσαμε σωστά, έληξε η φάση…»

Τον κοιτάζω δήθεν έκπληκτος.

«Μας ζητάει συγνώμη για το ξύλο;» ρωτάει ο Μπόρις.

«Κάπως έτσι…» παραδέχομαι.

«Πάντως η στάση σου δεν ήταν σωστή», λέει ο τύπος.

«Η δική μου στάση», λέω.

«Ναι. Κάποιος με τη δική σου ιστορία δεν μπορεί να συνεργάζεται με την κυβέρνηση… Αυτό έχει αντίκτυπο και σε μας…»

«Σε εσάς, μάλιστα…» μουρμουρίζω.

«Τέλος πάντων, τώρα που ξαναβγήκαν τα βιβλία σου, μπορούμε να θάψουμε το τσεκούρι του πολέμου…» αρχίζει να αγορεύει στο πιο άνετο.

«Το ποιο;» πετάγεται ο Μπόρις.

«Το τσεκούρι», λέω.

«Του Μαυρουδή;» απορεί.

«Όχι… του πολέμου», απαντάω.

«Καλώς», επικροτεί.

Ο τύπος αρχίζει πάλι να αγχώνεται.

«Νομίζω ότι αν ερχόσουν σε μια εκδήλωση, τώρα με τα βιβλία… Θα τα ξανάβρισκες με τους συντρόφους», προτείνει.

«Με τους συντρόφους…» κάνω νοσταλγικά.

«Μόνο με τους συντρόφους; Όχι με τις συντρόφισσες;» πετάγεται ο Μπόρις.

Ο τύπος κάνει να σηκωθεί, τον καθίζουμε πάλι κάτω με το ζόρι.

«Και ο Δούκας;» ρωτάω τον τύπο κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

«Ποιος;»

«Ο Δούκας. Η μηχανή που κάψατε…» τον βοηθάει ο Μπόρις.

«Αυτό δεν έπρεπε να γίνει…» παραδέχεται ο τύπος.

«Ναι, αλλά έγινε», λέει ο Μπόρις.

«Ναι -έγινε», λέει εκείνος.

«Τι προτείνεις; Να το ξεχάσουμε;» του κάνω συνωμοτικά.

«Ναι, τι άλλο;» απορεί.

«Να του πληρώσετε τη μηχανή ίσως;» απορεί ο Μπόρις με τη σειρά του.

«Τι… δεν παίζουν λεφτά…» μουρμουρίζει.

«Σωστός», λέει ο Μπόρις.

«Δηλαδή μου λες ότι ΟΚ… μας ρίξατε ένα χέρι ξύλο, κάψατε και τη μηχανή, περασμένα ξεχασμένα…» διαπιστώνω.

«Να θάψουμε το τσεκούρι», με συμπληρώνει ο Μπόρις.

Σηκώνομαι και στέκομαι μπροστά του. Τον κοιτάζω και μετά γυρνάω προς το Μπόρις.

«Ονοματάκι δεν μας είπε το παιδί… Πώς να τον λένε;» απορώ.

«Ξέρω ΄γω; Λέω να τον πούμε Τσεκούρι», προτείνει ο Μπόρις.

«Δυνατό…» γελάω.

Ο τύπος κάνει να σηκωθεί αλλά ο Μπόρις τον κλωτσάει στους αστραγάλους κι έτσι ξαναβρίσκεται καθισμένος.

«Πού πας; Τώρα που τα βρίσκουμε;» του λέει.

Ο τύπος μας κοιτάζει αμίλητος.

Δεν έχω όρεξη ούτε να τον φτύσω -ξαφνικά νιώθω κούραση, θέλω να πάω για ύπνο και να ξυπνήσω πριν από 20 χρόνια.

«Πάμε», λέω στο Μπόρις.

Σηκώνεται.

«Στην Κάνιγγος έχω παρκάρει ένα Ληστή -πέρνα όποτε θες με τα παιδιά να μου το κάψετε γιατί χάνει λάδια και με καταθλίβει», εξηγεί στον τύπο.

Μετά γύρισε να φύγει, αλλά στη μέση το μετάνιωσε, έκανε πάλι πίσω -έσκυψε πάνω του και πήγε να του τραβήξει σφαλιάρα, πριν τον ακουμπήσει το χέρι του άλλαξε κατεύθυνση κι όσο εκείνος τραβιόταν χτυπώντας την πλάτη του στο παγκάκι, ο Μπόρις έφερε την παλάμη του κοντά στο στήθος του άλλου.

«Χάρηκα για τη γνωριμία», είπε μειλίχια.

Ο άλλος δεν έκανε κίνηση για χειραψία, οπότε ο Μπόρις ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα και ήρθε κοντά μου.

«Καλή φάση το τσεκούρι», διαπίστωσε.

«Ποιο τσεκούρι;» ρώτησα.

«Του Μαυρουδή. Νομίζω…» είπε.

Και φύγαμε, αφήνοντας τον τύπο να χαζεύει τα πεσμένα πισινά μας.

 

Έξω από το βιβλιοπωλείο επιβραδύναμε, δεν είχα και πολλή όρεξη να ξαναμπώ.

«Τέλος ο προαυλισμός -οι κρατούμενοι να επιστρέψουν στα κελιά τους», ανακοίνωσε ο Μπόρις.

«Τσιγάρο;» τον ρώτησα.

Άναψα δύο χωρίς να περιμένω την απάντησή του και ακουμπήσαμε στον τοίχο απέναντι από το βιβλιοπωλείο.

«Του κάναμε τα μούτρα κρέας», διαπίστωσα.

«Τον λιανίσαμε το μαλάκα -απορώ πώς θα φτάσει μέχρι τα Επείγοντα», συνέχισε ο Μπόρις.

«Καθότι πολύ σκληροί καργιόληδες», συμπέρανα.

«Γαμιάδες των μαμάδων ε;» χαμογέλασε.

«Δε λες τίποτα», έκανα και σφήνωσα το τσιγάρο μου μεταξύ δείκτη και αντίχειρα σημαδεύοντας το τίποτα.

Πέτυχα το στόχο…



[1] «Don’t believe what you read» The Boomtown Rats

[2] «Τοίχο-τοίχο», Κ. Κάραλης

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι