Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: "Ποτέ ξανά" έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί
13. Οι αποφάσεις που μας πήραν
14. Δωμάτιο μονοθέσιο
15. "96 δάκρυα σε 96 μάτια"
16. Ότι πας να κρατήσεις (γλιστράει μακριά)
17. Ναυαγοί σε παγωμένα κρεβάτια
18. Με τον διάβολο κρυμμένο στο τζάκετ
19. Σκούρο μπλε σχεδόν μαύρο
20. "Και δεν θα ξεχάσω ν΄αφήσω τριαντάφυλλα στον τάφο σου"
21. Η μέρα πριν
22. Σελιλόιντ από λιωμένη ζάχαρη
23. "Επιστρέφεται στον παραλήπτη"
24. Επειδή γαμψά νύχια χάιδεψαν τα κεφάλια μας
25. Εισιτήριο από τον άλλο κόσμο
26. "Στον αέρα πήδηξε ο διάβολος"
27. Έξοδος κινδύνου -παράθυρο ή ντουλάπα;
Τον περιμένω στο παγκάκι του Δημαρχείου, απέναντι από το σπίτι του. Ώρες τώρα. Ο ήλιος ξεκίνησε από τα βουνά αριστερά και πηγαίνει ντουγρού, να με βρει κατακέφαλα, δε με νοιάζει όμως. Έβγαλα γένια μέσα σε μια νύχτα –δεν έχει σημασία. Κρυώνω και πονάει η πλάτη, κάποια πληγή ξεραμένη μάλλον. Ευτυχώς έχω ακόμα μισό πακέτο τσιγάρα, θα καπνίζω μέχρι να γίνει κανονική ασφαλτόστρωση στο λαιμό μου, μέχρι να πνευμόνια μου να ξεχάσουν τι θα πει οξυγόνο, μέχρι να βγει ο μαλάκας από το σπίτι του δηλαδή.
Η μηχανή χάνει λάδια, δυο μέτρα μακριά μου.
Όταν βρήκα τον Βασιλάκη κρεμασμένο, ξεκαθάρισε το κεφάλι μου –περίεργο, αλλά έτσι έγινε. Έψαξα τον Άρη στα γρήγορα, το κουβεντιάσαμε και επειδή δεν υπήρχε πλέον συντονιστικό διαλέξαμε από μόνοι μας τρία-τέσσερα παιδιά ψημένα στα ζόρια και αναλάβαμε να διώξουμε τον κόσμο. Σε λιγότερο από δυο ώρες τα είχαμε καταφέρει, με το καλό, με μαλαγανιές και με βρισίδι όπου χρειάστηκε. Τα παιδιά έτρεξαν στους γύρω δρόμους σα λιωμένο χιόνι, όταν βεβαιωθήκαμε ότι είχαν φύγει όλοι πήραμε τηλέφωνο το 100. Μετά χαιρετηθήκαμε και χωρίσαμε.
«Αν ξανασυναντηθούμε κανόνισε να στρίψεις επιτόπου και να πάρεις άλλο δρόμο. Γιατί τη βλέπω τη δουλειά –την επόμενη φορά δεν θα τη γλιτώσουμε τη Χιροσίμα», είχε πει ο Άρης.
Δεν του είχα απαντήσει τίποτα σ΄αυτό.
Το κοσμηματοπωλείο δίπλα στο σπίτι του κατέβαζε ρολά, ο γεράκος που το είχε με κοίταξε υποψιασμένα. Χαμογέλασα –τι μαλακία δέρνει τον κόσμο; Εγώ το ήξερα ότι εκεί μέσα πούλαγε σκέτα φο κι επίχρυσα –αυτός δεν το ήξερε;
Εκείνη τη στιγμή τον είδα να κατεβαίνει τις σκάλες, χαλαρός ως συνήθως και θορυβώδης. Τράβηξε ένα ξεγυρισμένο σουτ στον κουβά σφουγγαρίσματος που περίμενε ξεχασμένος δίπλα στην εξώπορτα και βγήκε κόβοντας κίνηση. Με στάμπαρε ακαριαία, πέρασε το δρόμο και κάθισε δίπλα μου.
«Ωραίο σπιτάκι!» παρατήρησε θαυμάζοντας το σπίτι του.
«Για να το λες…» μουρμούρισα.
«Κι εσύ να πούμε, πως την έχεις δει; Στηθήκαμε απέναντι και περιμένουμε να φύγουν οι ιδιοκτήτες για να κάνουμε διάρρηξη;»
«Τι να διαρρήξω ρε μαλάκα; Τη συλλογή σου από Μπικ;»
«Γιατί; Λίγη σου πέφτει;» ανατρίχιασε ο Τάκης που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την πιθανότητα να χάσει τους αναπτήρες του, ούτε για αστείο.
Αν σκεφτείς μάλιστα ότι δεν κάπνιζε συστηματικά, κατανοείς την αρρώστια του πλήρως.
«Φεύγουμε», λέω τότε.
«Γεγονός;»
«Και μάλιστα επείγον».
«Γιατί έτσι;»
«Που να στα λέω…»
«Στα Ιγκλού γιατί σε κόβω ότι τον έχεις ανάγκη έναν καφέ».
Δίκιο έχει –σηκωνόμαστε λοιπόν αμφότεροι.
«Τι είπες ρε άτομο! Έγινε τέτοιο πράγμα;» αλληθωρίζει ο Τάκης.
Δε μιλάω γιατί έχω σοβαρότερη δουλειά –ανακατεύω το νες με ένα πλαστικό καλαμάκι χρώματος φούξια.
«Και τώρα δηλαδή;» ξαναρωτάει ο Τάκης.
«Τώρα θα πεταχτούμε μέχρι το σταθμό να βγάλουμε εισιτήρια για Λάρισα, μετ’επιστροφής».
«Δεν κατάλαβα!»
«Κι όμως -είναι τόσο απλό!»
Ξύνει το κεφάλι του, δαγκώνει κι ένα μπισκότο που βρήκαμε στο τραπέζι παρατημένο από τους προηγούμενους.
«Έχω εξεταστική ρε!»
«Ναι, κι εγώ το ίδιο».
«Δεν επηρεάζει ε;»
«Εσύ τι λες;»
«Να πούμε και στον Πέτρο;»
«Μπα –άστο καλύτερα. Που να τον τραβάμε; Άλλωστε είναι αποστολή –δεν πάμε για αναψυχή».
Γελάει.
«Αν μου βρεις κάποιον που να πηγαίνει για αναψυχή στη Λάρισα θα γίνω κροκόδειλος».
Χαμογελάω με τη σειρά μου. Τον έχω ανάγκη το μπαγάσα –φοβάμαι να μείνω μόνος μου. Επειδή θα κάνω καμιά βλακεία, αυτό είναι σίγουρο.
«Και η Α;» ρωτάει ξαφνικά.
«Τι η Α;»
«Που είναι;»
«Ξέρω ΄γω που είναι;»
«Τσακωθήκατε;»
«Όχι»
«Χωρίσατε;»
«Γιατί; Είχαμε κάτι μαζί για να το χωρίσουμε;»
Κοπανάει το χέρι στο τραπέζι, φουντώνει.
«Ξέρνα τα όλα πούστη αλλιώς δεν φεύγουμε από εδώ μέσα!»
«Τι θες τώρα; Γάμησέ με στην τελική!»
«Θα καείς στην κόλαση αν της φέρθηκες σκάρτα –το ξέρεις αυτό».
«Εκεί είμαι ήδη ρε ηλίθιε –πες μας κάτι καινούργιο!»
«Καινούργιο; Ευχαρίστως! Πηδήχτηκα με τη Μιτσούκο».
Τον κοιτάζω για λίγο –σιγουρεύομαι. Σοβαρολογεί.
«Μπράβο», λέω. «Ήταν καλή;»
Σκύβει μπροστά.
«Θέλεις αλήθεια να μάθεις;»
«Όχι», απαντάω.
Βγάζει έναν αναπτήρα από την τσέπη του κι αρχίζει να τον αναβοσβήνει.
«Είναι χρεωμένη σε σένα τώρα», λέω τελικά.
«Το ξέρω, δεν είμαι κανένας κανίβαλος», μουρμουρίζει.
«Σωστά –έχουν απομείνει ελάχιστοι από μας πλέον», σχολιάζω. «Και με την Ηρώ τι γίνεται;»
«Ηρώ;» ξύνει το κεφάλι του. «Ποια Ηρώ; Εντάξει, όλα καλά με την Ηρώ. Περνάει φάση επανασυγκόλλησης με τον πρώην της».
«Α, τόσο καλά!»
«Ναι, βάλε τώρα που γυρίζει…»
«Φύγαμε;»
«Έχουμε ήδη. Από ώρα».
Στο δρόμο για το σταθμό κάνουμε μια κόντρα έτσι για τα μάτια. Χάνουμε και οι δυο μας από ένα πειραγμένο Σουζούκι. Τελικά βρίσκουμε εισιτήρια για το βραδινό τρένο που φεύγει σε δυο ώρες. Αράζουμε να περιμένουμε στο καφενείο, μαζί με άλλους πολλούς κακομοίρηδες. Παραγγέλνουμε μπύρες στο σωρό.
«Μίλα ρε γαμώτο. Πες κάτι», εκλιπαρεί ο Τάκης.
«Φοβήθηκα», λέω σιγά. «Καθόμουν εκεί, την είχα αγκαλιά και είδα τα προσεχώς κανονικό σινεμασκόπ. Αν ήταν μόνο η αρρώστια της θα το πάλευα, το ξέρεις αυτό. Αλλά ήταν η δική μου αρρώστια που με τρόμαξε. Εξάρτηση κανονική μιλάμε, σε λίγο καιρό θα απαιτούσα απόλυτη αποκλειστικότητα. Κατάληξη; Ή θα την είχα όλη δική μου ή θα την έπνιγα επειδή διανοήθηκε ας πούμε να πάει για κατούρημα μόνη της».
«Και ποιο το κακό στο να την έχεις όλη δική σου;»
«Ότι δεν θα ήταν πια η Άλεξ».
«Δίκιο».
«Άρα, την έκανα τρέχοντας από το λόφο πριν βγάλω κυνόδοντες και της πιω το αίμα».
«Μαλακία σου αλλά θα το δεχτώ».
«Εσύ τώρα».
«Απελπισμένο σεξ, φάση κάπως παρανοϊκή, Μαντάμ Μποβαρί κι έτσι. Έψαχνε κάπου να πιαστεί για να ξεπεράσει την ξενέρα».
«Και βρήκε εύκαιρο τον πούτσο σου!»
«Καθότι αλτρουιστής αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η ζωή της εντελώς γαμημένη από παντού, δεν τη σώζει την παρτίδα ότι κι αν γίνει. Ή πρεζόνι ή σχιζοφρένεια –διαλέχτε! Μόνο καθυστερήσεις μπορώ να συνεισφέρω, είπες τίποτα;»
«Πολλά παιχνίδια κρίθηκαν με γκολ στις καθυστερήσεις».
«Ναι, κι εγώ είμαι ο Ρουμενίνγκε!»
«Ο Ρουμενίνγκε υποφέρει από ψυχολογικά προβλήματα, έχει πάθει τον τρόμο της μπάλας».
«Τα βλέπεις λοιπόν;»
«Μπα, λέω να πάω πάσο –δεν νιώθω δυνατός για μπλόφα».
«Και τα ρέστα δικά μου».
Είμαστε σε ένα κουπέ μαζί με φαντάρους που σπάνε αρχίδια στην πολυλογία. Γλαρώνουμε ακούγοντάς τους να λένε για λόχα, επιλόχα, σχη και τέτοια συντομογραφικά –ξαφνικά πετάγονται τσιρίζοντας καθώς θυμούνται κάποια καλή φάση που θα τη διηγούνται μέχρι τα βαθειά τους γεράματα. Ανοίγω το δεξί βλέφαρο, κόβω τον Τάκη που το παίζει «ροχαλίζω», κάνω το ίδιο.
«Παιδιά -φοιτητές;» μας την πέφτει ο πιο ξέμπαρκος φαντάρος.
«Όχι, όχι –ασφαλιστές είμαστε!» πετάγεται ο Τάκης.
«Να σας προτείνουμε ένα πρόγραμμα οδικής βοήθειας;» σιγοντάρω εγώ.
Οι φαντάροι μαζεύονται.
Χαζεύω τη φάτσα μου στο παράθυρο του τρένου και δεν είμαι εγώ εκεί –ένα κακοφορμισμένο αστείο σε παραμορφωτικό καθρέφτη, θα πάω πιο κάτω και η εικόνα θα χαθεί, εμένα μου λες; Θυμάμαι έγκαιρα ότι μου λείπει ύπνος.
Και τώρα κάτι με απασχολεί. Κάπου πρέπει να πάω, να προλάβω, να είμαι εκεί –το πρόβλημα είναι ότι έχω αργήσει. Θέλω να τρέξω ανάποδα τον χρόνο, δε γίνονται αυτά τα πράγματα. Θέλω να φωνάξω, «περίμενέ με», «μην πας εκεί», «έρχομαι» -αλλά ο Τάκης με σκουντάει.
«Ξύπνα μαλάκα, φτάνουμε. Ξύπνα μην καταλήξουμε Θεσσαλονίκη».
Πετάγομαι, κάπου πρέπει να πάω, να προλάβω…
Ξημερώνει υγρασία σ΄αυτή την πόλη και έχουμε τη δυνατότητα να το απολαύσουμε επειδή το τρένο μας αφήνει στου διαόλου τον κώλο. Περπατάμε σε καρόδρομους, κάτι διακρίνουμε μπροστά μας, είναι μάλλον η πόλη γιατί προς τα κει ακούγονται λιγότερο τα σκυλιά που αλυχτάνε στα χωράφια. Πίσω μας οι φαντάροι –νεκρώσιμη ακολουθία καθώς πλησιάζουν στο στρατόπεδό τους. Δε λέμε κουβέντα.
«Τι προβλέπει το μεγαλοφυές σχέδιο από δω και πέρα;» χασμουριέται ο Τάκης.
«Μπουγάτσα για να ισιώσουμε. Και όταν ξημερώσει για τα καλά θα χτυπήσουμε τηλέφωνο –για να τους πετύχουμε σπίτι».
«Μέσα είσαι –κάνε παιχνίδι».
Δείχνω κατά την απέναντι πλευρά της πλατείας, ενώ οι καμπάνες μας ξεκουφαίνουν, εντοπίζουμε το κόκκινο φως μπουρδελέ πάνω από βιτρίνα, μπουγατσατζίδικο. Πηγαίνουμε σχεδόν τρέχοντας –η πείνα είναι κάποιος λόγος να κινείσαι.
«Τι θιέλουν τα πιδιά;» ρωτάει ο μουστάκιας.
Να περάσει ένα διαστημόπλοιο τιγκαρισμένο στους εχθρικούς εξωγήινους και ν’ ανατινάξει το σύμπαν, αυτό θέλουμε.
«Δυο με απ΄όλα», λέει ο Τάκης.
«Τι απ’ούλα;» μπερδεύεται ο μουστάκιας.
«Απ’όλα ρε θείο, τζατζίκι, κρεμμύδι, μουστάρδα, κέτσαπ, σιρόπι αγριοκέρασο…»
«Δώσε μας δυο με τυρί και μια με κρέμα», χώνομαι εγώ επειδή αν τον αφήσω κι άλλο το μαλάκα θα μας δέσουνε.
«Σα σαγιονάρα πλαστική με το πόδι μέσα είναι αυτό το πράγμα», μουρμουρίζει μασουλώντας ο Τάκης.
«Αν κρίνω από τη μυρωδιά, μάλλον δίκιο έχεις», απαντάω.
Ο μουστάκιας χαμογελάει περήφανος για τη σαβούρα που μας τάισε.
«Φοβερή!» λέω κόβοντας μια γερή δαγκωνιά. «Έχει κι άλλες;»
Ο μουστάκιας την ψυλλιάζεται την καζούρα και βιάζεται να γυρίσει το κεφάλι.
«Πάμε να τους πάρεις τηλέφωνο γιατί είμαι στα όρια τροφικής δηλητηρίασης», βογκάει ο Τάκης.
Με περιμένει έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο όσο παιδεύομαι με το τσαλακωμένο χαρτάκι. Τελικά σχηματίζω το νούμερο, περιμένω δυο αιώνες μέχρι να φιλοτιμηθεί κάποιος στην απέναντι πλευρά του σύρματος.
«Ναι;»
«Ο Θωμάς;»
«Ποιος Θωμάς;»
«Ο Άπιστος –ξέρω ‘γω;»
«Όρεξη για καλαμπούρια έχεις πρωινιάτικα φίλε;»
«Όχι, γι΄αυτό δώσμου τον Θωμά να ξεμπερδεύουμε».
Ακούω κάτι φασαρία, σα να ανοιγοκλείνουν πόρτες –περιμένω.
«Ναι; Ποιος είναι;»
«Είσαι ο Θωμάς;»
«Ναι, εσύ ποιος είσαι;»
«Φίλος του Βασίλη».
«Ποιου Βασίλη;»
«Του δικού σου, με τα γυαλιά ρε!»
«Α, ντάξει. Και τι θες;»
«Σε πόση ώρα μπορούμε να τα πούμε από κοντά;»
«Κοίτα φίλε –ο Βασίλης είναι αδερφός, αλλά χώρο στο σπίτι για να σε φιλοξενήσω δεν έχω».
«Στ΄αρχίδια μου! Είμαι στην κεντρική πλατεία –θα περάσεις από δω ή να έρθω εγώ από κει;»
«Πως δηλαδή; Τι έγινε;»
«Σε μισή ώρα στην πλατεία –εντάξει;»
«Όχι, έλα καλύτερα από το σπίτι… Δεν θες να μείνεις ε;»
«Ήρθα με το βραδινό από Αθήνα και ξαναφεύγω σήμερα».
Αυτό τον ησυχάζει το μικρό και μου δίνει οδηγίες για να βρω το σπίτι του.
«Αρχίζω να τη βαριέμαι αυτή την ιστορία. Όλο περπατάμε –σαν ταινία του Αγγελόπουλου», διαμαρτύρεται ο Τάκης.
«Έλα κόφτο –φτάσαμε», του δείχνω το μουχλιασμένο διώροφο.
Χτυπάμε το κουδούνι και περιμένουμε. Στα δυο λεπτά ανοίγει η πόρτα, ένας γεματούλης με τα κλασσικά Τζον Λένον γυαλιά (τι διάολο! χοντρικά τ΄αγόραζουν;) μας κοιτάζει αχτένιστος.
«Ο Θωμάς;» ρωτάω.
«Έλα μέσα», μουρμουρίζει.
Μπαίνουμε με τον Τάκη, συστηνόμαστε –υπάρχουν άλλα δυο δωμάτια πιο πέρα, ακούω κόσμο να σούρνεται.
«Λοιπόν; Τι γίνεται ο Βασίλης; Πως τα περνάει;» ρωτάει το παιδί ενώ κάθεται απέναντί μας.
«Φίνα τα περνάει –χτες βράδυ κρεμάστηκε», λέω.
Με κοιτάζει.
«Τι πάει να πει αυτό;»
Κοιτάζω τον Τάκη για βοήθεια, σηκώνει τους ώμους, έτσι που τα’κανα πρέπει να τα βγάλω πέρα μόνος μου.
«Πάει να πει ότι πέρασε μια τριχιά γύρω από το λαιμό του, έσπρωξε την καρέκλα και τα λοιπά και τα λοιπά», λέω.
Μένει κόκαλο.
«Αδερφέ, κατά που πέφτει η τουαλέτα; Έφαγα κάτι και με πείραξε», πετάγεται ο Τάκης.
Γυρνάμε προς το μέρος του ταυτόχρονα σαν κυλιόμενες πόρτες.
Καπνίζω πίσω από την πλάτη του όσο ο πιτσιρικάς κοιτάζει έξω από το παράθυρο, ο Τάκης έχει καθίσει ανακούρκουδα δίπλα από την πετρελαιόσομπα και κάτι σκαλίζει στο φλοτέρ, σκοτώνοντας την ώρα του. Έτσι είναι ο Τάκης. Πιάνουν τα χέρια του και σε στιγμές αμηχανίας το ρίχνει στα μαστορέματα –κάποιο αντικάρφωμα. Τα παιδιά ξυπνάνε στα μέσα δωμάτια, περνάνε προς την κουζίνα, μουρμουρίζουν, χαιρετάνε, χάνονται πάλι. Κι εγώ κοιτάζω μια αφίσα δίπλα του, το εξώφυλλο από το Ντατς Μάουντεϊνς των Νιτς. Κοκκινομάγουλα παιδάκια μου χαμογελάνε από γραμματόσημα –δεν έχω καθόλου κέφι να ανταποκριθώ.
«Είμαστε μαζί από το Δημοτικό, τετράδα κανονική, εγώ, ο Βασίλης, ο Σταύρος και η Τόνια. Δυο θρανία, μπρος-πίσω, μέχρι να μας πάρουν χαμπάρι οι δάσκαλοι και να μας χωρίσουν λόγω πολυλογίας –όμως εμείς εκεί. Αλλάζαμε δάσκαλο, καθηγητή –και πάλι μαζί. Μια φορά στο Λύκειο φάγαμε αποβολή γι΄αυτό το λόγο, περάσαμε δυο αξέχαστες μέρες στον Εθνικό Κήπο… Μετά το πήραν είδηση οι γονείς μας και φάγαμε χέσιμο κανονικό –άξιζε τον κόπο όμως. Εγώ καθόμουνα με το Βασίλη κι ο Σταύρος με την Τόνια…»
«Καλά ρε φίλε –σε τι σχολείο πηγαίνατε και σας άφηναν να κάθεστε αγόρι με κορίτσι;» τον κόβει ο Τάκης.
«Ε; Ιδιωτικό…, στοοοο….» λέει ο Θωμάς.
«Άσε τον άνθρωπο να συνεχίσει», στραβοκοιτάζω τον Τάκη.
«Τέλος πάντων, ακόμα θυμάμαι το κλάμα που έπεσε όταν βγήκαν οι σχολές… Εγώ κι ο Σταύρος Λάρισα, ο Βασίλης Αθήνα….»
«Η Τόνια;» ξαναχώνεται ο Τάκης.
«Η Τόνια πουθενά. Τη στείλανε Αγγλία οι δικοί της…»
«Κάπως στουρνάρι η Τόνια!» παρατηρεί ο Τάκης.
«Όχι μωρέ –ατυχία. Ήθελε ιατρική και δεν τα κατάφερε….»
Ξεκινάω να βρίσω τον Τάκη αλλά το κόβω επειδή την ανθίζομαι τη φτιάξη –προσπαθεί να τον ξεκολλήσει τον τύπο από το σοκ, κάνοντάς τον να σκεφτεί άσχετα.
«Και για πες! Καλή γκόμενα η Τόνια;» συνεχίζει ο Τάκης.
«Καλή, ξέρω γω;» απορεί ο Θωμάς.
«Ε, τώρα –όχι και δεν ξέρεις! Ποιος απ΄όλους ήτανε δαγκωμένος μαζί της;» μπαίνω κι εγώ στο παιχνίδι.
«Ναι», χαμογελάει επιτέλους ο Θωμάς. «Δεν ξέρω αν σας το είπα, αλλά η Τόνια ήταν λεσβία –ή έτσι τουλάχιστον έλεγε».
Κάνουμε ένα «ωωωωω», χορωδιακό και τον προτρέπουμε να μπει σε λεπτομέρειες. Κλάσε τον κολλητό σου που κρεμάστηκε –πες μας για τη γκόμενα φίλε! Δεν πιάνει για πολύ ακόμα –μας ζητάει συγνώμη, πρέπει να αγοράσει πετρέλαιο για τη σόμπα, προθυμοποιούμαστε να τον συνοδεύσουμε. Δεν έχουμε όρεξη να μπουρλοτιάσει από μόνος του σε καμιά γωνιά.
Η πόλη έχει ξυπνήσει για τα καλά, φτιασιδωμένες κυράδες επιστρέφουν από την κυριακάτικη λειτουργία, παιδάκια γονατίζουν στις λάσπες και προετοιμάζονται για τις μεσημεριανές φάπες από τους πατεράδες τους. Αλλά υπάρχει και μια διαφορετική βαβούρα στον ορίζοντα.
«Σήμερα παίζει η ομάδα με τον Παναθηναϊκό», μας εξηγεί ο Θωμάς.
Ο Τάκης φωτίζεται, καθότι τυγχάνει βάζελος –εμένα στ΄αρχίδια μου. Γεμίζουμε τρία μπιτόνια πετρέλαιο και επιστρέφουμε προς το σπίτι –στον κεντρικό καρόδρομο της γειτονιάς ένα αγροτικό μας περνάει με τις πάντες.
«Παλιαδερφές, φάτε σκατά!» τσιρίζει ένα κεφάλι από το παράθυρο του αγροτικού.
Σταματάω, τους κοιτάζω να χάνονται, ο Θωμάς προχωράει σα να μην έγινε τίποτα.
«Σε μας τα είπαν αυτά;» τον ρωτάω.
«Γιατί; Βλέπεις κάναν άλλο στο δρόμο;» χαμογελάει.
«Δηλαδή, έτσι στο ξεκάρφωτο, περάσανε και μας βρίσανε;» ρωτάει με τη σειρά του ο Τάκης.
«Αιώνες τώρα η ίδια δουλειά», μουρμουρίζει ο Θωμάς. «Οι κάτοικοι εδώ πέρα μας πίνουν το αίμα στα νοίκια και μας σκυλοβρίζουν από πάνω».
«Πως κι έτσι;»
«Φοβούνται μην τους πηδήξουμε τις κόρες τους ή τους γιους τους, ξέρω ‘γω; Τις προάλλες πλάκωσαν ένα συμφοιτητή επειδή κυκλοφορούσε σε ώρες που απαγορευόταν….»
«Δηλαδή;»
«Απαγορεύεται να κυκλοφορούμε πριν τις 12 στην πλατεία. Αν πεις δε για μαγαζιά –ξέχασέ το. Έχουν μια σκατοντισκοτέκ τη Μπιμπερό, χάλι μαύρο, οι γκομενίτσες της περιοχής σού κάνουν κουνήματα κι αν την πατήσεις και τις κεράσεις ποτό σε τουλουμιάζουν οι βλάχοι. Για το σκυλάδικο της πόλης, ας μη μιλήσουμε καλύτερα –έχω ακούσει ότι κάποιος φοιτητής τόλμησε να πάει και τον βρήκανε το πρωί μαχαιρωμένο», μας εξηγεί ο Θωμάς μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι.
Εκεί μέσα γίνεται μπόλικη μανούρα, επειδή τα παιδιά ετοιμάζουν φαγητό –πρωινό, μεσημεριανό, απογευματινό, όλα μαζί.
«Θα καθίσετε να φάμε παρέα;» ρωτάει ο Θωμάς.
«Βασικά είμαστε λιώμα –μπορούμε να την πέσουμε για κάνα δυο ωρίτσες πριν φύγουμε;» ζητάω εγώ.
Το παιδί ξεσκίζεται να μας εξυπηρετήσει –τελικά τον πείθουμε ότι δυο «ζλίπι» (που λέει κι ο Τάκης) είναι αρκετά. Φεύγει και μας αφήνει να ησυχάσουμε.
«Λες να το ξεπέρασε;» ρωτάει ο Τάκης.
«Στον πούτσο μου. Δε θα γίνω νταντά γενικής χρήσεως. Χρώσταγα στο Βασιλάκη να κάνω αυτό που μου ζήτησε, κανονικά, όχι στην ψύχρα από το τηλέφωνο…»
«Ναι και είδα πόσο διακριτικά το χειρίστηκες!» γελάει ο Τάκης.
«Όπως και νάχει… Ήρθα, είπα, έφυγα –έτσι πάει».
«Δεν θα πάμε γήπεδο;»
«Άμα γουστάρεις, σε πάω. Μπορώ να κάνω αλλιώς;»
«Ευχαριστώ θείο!»
Γυρίζω πλευρό.
«Ρε συ, τι φρίκη τραβάνε οι φοιτητές εδώ πέρα! Άκου να μη μπορούν να βγουν στην πλατεία!» θυμάμαι ξαφνικά.
«Καλύτερα έτσι κολλητέ. Ούτε λεφτά χρειάζεται να ξοδέψουν και πηδάνε και περισσότερο καθότι συνέχεια κλεισμένοι μέσα», σχολιάζει ο Τάκης.
Γελάω, σωστός ο Τάκης.
Μετά ξεραινόμαστε.
Ξυπνάω σφαδάζοντας. Πονάει το δεξί μου γόνατο, πονάει η μέση μου, πονάνε τα πάντα. Σα να με περάσανε από Μπλακ εν Ντέκερ ένα πράγμα. Στριφογυρίζω να βολευτώ, μαλακίες, ο πόνος δεν υποχωρεί. Η μύτη μου στάζει παγάκια –κοιτάζω τον Τάκη που ξυπνάει.
«Αδερφέ μου αυτή η πόλη έχει περισσότερη υγρασία από τον βυθό της θάλασσας», μονολογεί.
Έτσι είναι. Σηκωνόμαστε μπας και στεγνώσουμε.
«Να φτιάξω καφέ;» ρωτάει ένας ξερακιανός με γυαλιά (τι άλλο;) Τζον Λένον.
«Ναι, αν δε σου κάνει κόπο…» απαντάει ο Τάκης.
«Εσύ θα πρέπει να είσαι ο Σταύρος, σωστά;» λέω.
«Ναι, που το κατάλαβες;» απορεί ο ξερακιανός.
«Καθότι μέντιουμ», μουρμουρίζω σχηματίζοντας δυο κύκλους μπροστά στα μάτια με τα δάχτυλά μου.
Φτιάχνει τους νες αμίλητος, μας τους σερβίρει και κάθεται κοντά μας.
«Πες μου για το Βασίλη», λέει και απευθύνεται στον καναπέ που καθόμαστε.
«Τι θες να μάθεις;» ρωτάω.
«Γιατί το ΄κανε».
«Επειδή γενικώς η ζωή αφόρητη κι ο θάνατος μια κάποια λύση…» απαντάω σκεπτικά.
«Δε μου αρκεί», ψιθυρίζει. Μάλλον αυτός είναι ο νούμερο ένα της παρέας.
«Κοίτα… ο Βασίλης όσο ήμασταν μαζί είχε αυτή τη σκατένια τάση να τα παίρνει όλα πάνω του», λέω. «Νόμιζε ότι μόνος του θα έπρεπε να κρατήσει την κατάληψη κι όταν δεν τα κατάφερε, έπεσε άσχημα…»
«Δηλαδή;»
«Είχαμε πάει σε μια συναυλία όλοι οι υπόλοιποι, έμεινε ο Βασιλάκης με λίγους –τους την έπεσαν οι μπάτσοι, μάζεψαν κόσμο… Εμείς φταίγαμε, αυτός το φορτώθηκε…»
«Παρακάτω».
«Παρακάτω εμφανίζεται μια όμορφη γκομενίτσα που του την πέφτει στα ίσα…»
«Του Βασίλη;»
«Ναι –γι΄αυτόν δε μιλάμε; Και πάνω που την έχει ψήσει σε στυλ συγκατοίκηση, μας κάνουν ντου οι φασίστες. Όπου γίνεται κακός χαμός, η κοπελίτσα τις αρπάζει κάτι στρέμματα μακριά από τον Βασιλάκη κι εκείνος τη χάνει, ανήμπορος λόγω των περιστάσεων… Τον τσάκισε αυτό το τελευταίο, έτσι νομίζω».
Κουνάει το κεφάλι του όσο με ακούει.
«Ρε το Βασίλη!» μονολογεί. «Ήταν πάντα ευαίσθητος».
«Και του λείπατε πολύ. Μου είχε πει να επικοινωνήσω μαζί σας αν του συνέβαινε τίποτα…»
«Έτσι είχε πει; Δηλαδή ήξερε ότι κάτι θα του συμβεί;»
«Τι να σου πω; Μπορεί και να εννοούσε τα ζόρια της κατάληψης….»
«Ναι, μπορεί…»
Τελειώνουμε τον καφέ και δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πούμε πέρα από τα τυπικά –χαιρετισμούς, ευχαριστίες, υποσχέσεις να τα ξαναπούμε κάποτε –ποτέ.
Στο δρόμο ο Τάκης με κόβει.
«Δεν του τα’πες όλα», παρατηρεί.
«Ναι, δεν του τα’πα», συμφωνώ.
Μαθαίνουμε από κάτι αγριεμένους κοιλαράδες κατά που πέφτει το γήπεδο της ΑΕΛ και κατηφορίζουμε προς το ποτάμι, ο ήλιος διαθλάται στην υγρασία από ψηλά και όλα μοιάζουν περίεργα. Όσοι περπατάνε δίπλα μας, κοιτάζουν στραβά επειδή βρωμάμε «ξένοι» από χιλιόμετρο. Αλαφιάζομαι –να φάω ξύλο, εντάξει, αλλά όχι επειδή με πέρασαν για βάζελο –του πούστη! Κόβουμε παραδίπλα από το οργανωμένο πλήθος, κατηφορίζουμε μέσα από θάμνους στο ποτάμι. Ακούμε καρακάξες να φτεροκοπάνε, ζούδια διάφορα, μπορεί και φίδια ανάμεσα στα σπαρτά.
«Μεγάλη η χάρη σου μαλάκα!» λέω στον Τάκη.
Όμως δεν απαντάει, κάτι κοιτάζει σκεπτικός. Ψάχνω να δω, τελικά ανακαλύπτω ότι πίσω από κάτι καλάμια παραφυλάνε δυο τύποι με καραμπίνες!
«Τι είναι τούτοι ρε;» σκουντάω τον Τάκη.
«Κάνε τον ψόφιο μπας και τη σκαπουλάρουμε», μουρμουρίζει ο Τάκης.
Αμ δε!
Οι τύποι μας κόβουν το δρόμο καουμπόικα, με τις καραμπίνες γερτές.
«Τι γυρεύετ’ εδώ πέρα;» ρωτάει ο ένας.
«Γήπεδο πάμε», λέει ο Τάκης.
«Δεν πάει απ΄ εδώ στο γήπεδο», λέει ο άλλος.
«Ναι ε;» κάνω εγώ.
«Αθηναίοι;»
«Κάτι τέτοιο».
«Παναθηναϊκοί;»
«Δε σε ΄βρισα!» λέω αυθόρμητα.
«Ανεβάτε από το πάνω μονοπάτι και μην κάνετε κατά πίσω σας λιανίσαμε», λέει ο πρώτος καραμπινιέρος.
«Πάμε», ψιθυρίζει ο Τάκης.
Φεύγουμε κοιτάζοντας πίσω, στα είκοσι μέτρα πέφτουμε σε άλλο μαλάκα με καραμπίνα. Στρίβουμε, κάνουμε ανάποδα –τρεις τύποι πετάγονται και μας κόβουν το δρόμο. Με καραμπίνες φυσικά –φοριέται πολύ αυτό το στυλάκι κατά πως φαίνεται.
«Τι γίνεται ρε πούστη; Πως καταφέραμε να πέσουμε στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα!» αγανακτώ.
Ο Τάκης με πιάνει από τον ώμο και με τραβάει πλάι.
«Δικέ μου, πήρα γραμμή τι παίζει! Είναι τίγκα στη φυτεία το ποτάμι!»
«Γεγονός;» κοιτάζω τριγύρω νευρικά.
«Δε λες τίποτα! Λοιπόν, μάλλον οι λεβέντες στήσανε σκοπιές μην τους κορφολογήσουν τα δεντράκια οι χούλιγκανς!»
«Μέγκλα! Τώρα τι κάνουμε;»
«Τα πόδια στον κώλο και τρέξιμο», αποφασίζει ο Τάκης κι αυτό κάνουμε.
Με κίνδυνο να μας κατεβάσουν σα μπεκάτσες οι καραμπινάδες.
Έξω από το γήπεδο γίνεται της κόφας, οι βάζελοι είναι ήδη μέσα και έχουν στρώσει στον πετροπόλεμο τους Λαρισαίους που φτάνουν έξω από τις θύρες. Οι μπάτσοι κοιτάζουν και χάσκουν –ωραία πράγματα! Φτάνουμε σε ένα εκδοτήριο, αλλά δεν υπάρχει εισιτήριο ούτε για να κάψεις τη γλώσσα σου, που λέει ο λόγος.
«Τι προβλέπει το πρόγραμμα για τώρα;» τον ρωτάω.
«Κόβουμε κίνηση όσο υπάρχει τζόγος», απαντάει.
Έτσι λοιπόν τριγυρίζουμε άσκοπα, οι Λαρισαίοι έχουν ανασυνταχτεί και πετάνε πίσω τις πέτρες στους βάζελους –για να μην ξεμείνει η φάμπρικα από υλικό. Ακούμε κάτι κρότους μέσα από το γήπεδο –φαίνεται, άρχισαν τα όργανα εκεί πέρα.
«Πάμε να δούμε αν παίζει ντου;» προτείνει ο Τάκης.
Πηγαίνουμε λοιπόν και στηνόμαστε στη θύρα με τους λιγότερους μπάτσους. Σε λίγο σκάνε κάτι βυσσινί παιδιά, χωνόμαστε ανάμεσά τους επειδή τους κόβουμε φουριόζους, δυο μέτρα πριν το κιγκλίδωμα μας σταμπάρουν. «Ποιοι είσαστ’ εσείς;» «Φευγάτε ρε μουνιά» -μας πετάνε σαν τρίχα από παλτό.
«Γκαντεμιά φίλε μου!» κάνει ο Τάκης.
«Μα περίμενες στα σοβαρά να περάσεις ανάμεσα στα τυριά για κεφαλογραβιέρα;» γελάω.
«Σωστά –δεν κρύβεται το καμαμπέρ!» φιλοσοφεί ο Τάκης κι αποφασίζουμε να φύγουμε από εκεί.
Τα παπούτσια μας δαγκώνουν τις φτέρνες από τον ποδαρόδρομο, αποφεύγουμε αυτή τη φορά το ποτάμι, φτάνουμε με τα χίλια ζόρια στην πλατεία. Μαλακία μας, αλλά που να το σκεφτούμε; Επειδή εκεί έχουν αράξει όσοι βάζελοι δεν βρήκαν εισιτήριο και σπάνε αβέρτα. Τραπέζια, βιτρίνες, τηλεφωνικούς θαλάμους –βάλε να πάνε, η φάση.
«Μαλάκα θα μας δέσουν χωρίς να φταίμε!» λέει ο Τάκης.
«Ε, τότε να ξεκινήσουμε να σπάμε –μπας και τη γλιτώσουμε», προτείνω.
Ένα περιπολικό σκάει στην άκρη της πλατείας, οι μπάτσοι, χοντροί και ιδρωμένοι ξεμυτίζουν, αρπάζουν κάτι πετριές να ‘χουν να πορεύονται και εξαφανίζονται αστραπιαία.
«Άραγε, έχουν ΜΑΤ οι βλάχοι;» αναρωτιέμαι.
«Δεν πρόκειται να κάτσω εδώ πέρα να το μάθω», λέει ο Τάκης. «Πάμε στο σταθμό να περιμένουμε».
Ξεκινάμε λοιπόν, αποφεύγουμε κάτι ολόφωτους ταξιδιάρηδες κάδους, ένας μαγαζάτορας μας βρίζει άγρια –τι να του πεις; Γυρίζουμε κεφάλι και απομακρυνόμαστε.
Στα διακόσα μέτρα μας κυκλώνουν αγροτικά, τρώμε ξεγυρισμένο βρισίδι, κάποιος μας στρώνει στα πορτοκάλια από την καρότσα –αλλά μάλλον μας περνάνε για φοιτητές και δεν επιμένουν.
Φτάνουμε επιτέλους στο σταθμό με τις γλώσσες να κρέμονται.
Έχει ένα ρημάδι απέναντι που πουλάει καφέ, μπύρες και δηλητηρίαση –στρωνόμαστε στις πλαστικές του καρέκλες, παραγγέλνουμε, κάνουμε την προσευχή μας και τρώμε αργά.
«Λες να μας κόψει;» ανησυχεί ο Τάκης.
«Τι να μας κόψει ρε; Το ψωμί και τις ελιές τρώμε μόνο», παρατηρώ.
«Δηλαδή το σαλάμι θα το αφήσουμε;»
«Τρελός είσαι;»
«Αυτό λέω κι εγώ! Τρελός είμαι να το αφήσω;»
Χλαπακιάζουμε λοιπόν –επειδή ο τζόγος είναι στο αίμα μας. Από ένα ραδιοφωνάκι ακούμε τον αγώνα, σφαγή γίνεται εντός-εκτός αγωνιστικού χώρου. Οι βάζελοι είναι μπροστά 2-1 στο 70φεύγα.
«Τους τσακίσαμε!» πανηγυρίζει ήδη ο Τάκης. Ρουφάει και την υπόλοιπη μπύρα του από ένα ποτήρι τίγκα στο δακτυλικό αποτύπωμα. Δεν προλαβαίνει να καταπιεί και οι Λαρισαίοι ισοφαρίζουν.
«Ρούφα τώρα!» κάνω χαιρέκακα.
Κάτι γερόντια που παίζουν τάβλι σηκώνουν τα κεφάλια τους, μας κοιτάζουν και μας ξεχνάνε στο λεπτό. Καλά θα κάνουμε να είμαστε πιο διακριτικοί.
«Τι να ΄γινε ο Θωμάς; Δεν τον είδαμε στο σπίτι όταν ξυπνήσαμε», λέει ο Τάκης.
«Μπορεί να πήγε στα χωράφια, ψάχνοντας ελιά να κρεμαστεί», μουρμουρίζω.
«Πάντως η αυτοκτονία είναι κάποια λύση», παρατηρεί.
«Ξέρω ΄γω;» σκέφτομαι. «Και ποιος χρειάζεται λύσεις;»
«Όσοι έχουν προβλήματα».
«Όλοι έχουμε προβλήματα».
«Ναι, αλλά κάποιοι τα παίρνουν στα σοβαρά –έτσι πιστεύω».
«Δηλαδή η αυτοκτονία είναι σοβαρή αντιμετώπιση ενός προβλήματος;»
«Ναι, μάλλον».
«Δε με ψήνεις. Είναι σα να κόβεις το κεφάλι σου επειδή δε στρώνει η χωρίστρα στα μαλλιά σου. Έτσι κι αλλιώς χάλια θα φαίνεσαι στην κηδεία».
«Γαμώ τα παραδείγματα!» κοροϊδεύει ο Τάκης.
«Εντάξει –μπορεί η αυτοκτονία να είναι κάποια λύση. Όχι βέβαια στο πρόβλημα που αντιμετωπίζεις, αλλά γενικότερα –λύση ριζική να πούμε. Αλλά ρε φίλε, αν γουστάρεις να την κάνεις, μην πας τζάμπα. Πάρε και δυο τρεις καργιόληδες μαζί σου, να βοηθήσεις και την ανθρωπότητα!»
«Η αυτοκτονία ως πολιτική πράξη, που λένε και οι γραμματιζούμενοι;»
«Κάπως έτσι!»
«Δεν ξέρεις τι σου γίνεται!» φουρκίζεται ο Τάκης. «Ρε ο άλλος είναι στα όρια, του έχει σμπαραλιαστεί η βαλβίδα να πούμε κι εσύ περιμένεις να σκεφτεί την ανθρωπότητα και να σχεδιάσει ολόκληρη επιχείρηση;»
«Έχεις δίκιο, αλλά κι εσύ είσαι μαλάκας!» παραδέχομαι χρησιμοποιώντας την κλασσική ατάκα Ευθύμη.
«Έτσι ακριβώς», γελάει ο Τάκης.
Την υπόλοιπη ώρα κωλοβαράμε, μέχρι να μας ρίξει η νύστα, ξαπλώνουμε τότε στο μεταλλικό τραπέζι αλλά στο εικοσάλεπτο πεταγόμαστε.
Έξω γίνεται Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, βγαίνουμε στην πόρτα του μαγαζιού και αντικρίζουμε ορδές χουλιγκάνων κυνηγημένες από τα ΜΑΤ.
«Έχουν τελικά», διαπιστώνει ο Τάκης.
Οι βάζελοι αναποδογυρίζουν κάδους, βάζουν φωτιές, ταμπουρώνονται –ξέρουν ότι πρέπει να κρατήσουν αυτό το πόστο μέχρι να σκάσει μύτη το τρένο.
«Καλά –με πούλμαν δεν κυκλοφορούν συνήθως οι οργανωμένοι;» αναρωτιέται ο Τάκης.
«Άντε πες τους το!» απαντάω.
Τα δακρυγόνα πέφτουν βροχή.
Καθόμαστε στα κάρβουνα σαν κλαμένα χταπόδια –οι χουλιγκάνοι έχουν κάνει μερικά αποτυχημένα ντου για να κρατήσουν τους μπάτσους πίσω, μάλλον έχουν χάσει κάποια άτομα στις υποχωρήσεις. Ο καταστηματάρχης βγαίνει δίπλα μας, κοιτάζει, φτύνει στο χώμα.
«Αληταράδες!» λέει. «Έπρεπε να τους πυροβολάνε χωρίς δεύτερη κουβέντα».
«Δε φοβάσαι μη σε πάρει καμιά αδέσποτη;» τον ρωτάω.
«Μπιτ ζαβός είμαι να σταθώ εκεί που ρίχνουν;» κάνει.
«Κι αν περνάει το παιδί σου από τη φασαρία; Ή αν τύχει το παιδί σου να είναι μπλεγμένο στη φασαρία;»
«Τότε κάλλιο να τη φάει τη σφαίρα παρά να γυρίσει σπίτι. Γιατί θα το πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια και θα με κλείσουν φυλακή!»
«Σωστός!» χαμογελάει ο Τάκης.
Πάω στοίχημα ότι γουστάρουμε και οι δυο μας τρελά να του μουντάρουμε του πούστη –αλλά εκείνη τη στιγμή σφυρίζει το τρένο.
«Έλα μαλάκα, όσο προλαβαίνουμε!» φωνάζει ο Τάκης.
Τρέχουμε λοιπόν, μπλεκόμαστε με όσους βγαίνουν και κοντοστέκονται τρομαγμένοι –χωνόμαστε μέσα πριν μας εμποδίσουν τίποτα μυστήριοι σιδηροδρομικοί.
Κοιτάζουμε από το παράθυρο, οι χουλιγκάνοι υποχωρούν συντεταγμένοι –ήδη οι πρώτοι έχουν κρεμαστεί στις πόρτες του τρένου. Χωνόμαστε στις θέσεις μας με κατεβασμένα αυτιά όσο γίνεται χαλασμός στα διπλανά βαγόνια. Ήδη οι μπάτσοι παίζουν ξύλο στην αποβάθρα και τα χουλιγκάνια επιβιβάζονται αλαλάζοντας. Το τρένο ξεκινάει με κίνδυνο να λιώσει τους κρεμασμένους από τις ανοιχτές πόρτες.
«Γουέστερν κανονικό!» θαυμάζει ο Τάκης.
«Ναι –μόνο ο Παλούκι Λουκ λείπει», λέω εγώ.
Χωνόμαστε μέσα στα μπουφάν μας μπας και σπρώξουμε την ώρα με κάποιο ύπνο. Πιάνει όσο να πεις. Επειδή βουλιάζουμε σε μια λασπώδη κατάσταση, ιδρώτας και παγωμάρα, μια χαύνωση που σου ‘ρχεται να σπαράξεις στο κλάμα, έτσι, άνευ λόγου και αιτίας. Δε θέλω να θυμάμαι τίποτα.
Αλλά δεν είναι εύκολο.
«Σηκωθείτε όλοι! Τσακιστείτε από δω!»
Ανοίγω τα μάτια. Στην απέναντι πλευρά του βαγονιού έχουν μπουκάρει οι κανίβαλοι και σπάνε αβέρτα. Ο κόσμος φεύγει έντρομος όσο οι χουλιγκάνοι τσακίζουν τα καθίσματα. Είναι και μεθοδικοί, κρεμιούνται από τα ντουλάπια, ποδοπατάνε τις πλάτες των καθισμάτων μέχρι να σπάσουν. Μετά χρησιμοποιούν τις πλάτες για να ξεκολλήσουν τα υπόλοιπα των θέσεων.
«Θα φύγουμε;» ρωτάει ο Τάκης.
«Βαριέμαι ρε αδερφέ», ψιθυρίζω.
«Εννοείς;»
«Ότι βαρέθηκα να με σπρώχνουν. Κουράστηκα».
«Άρα;»
«Άρα εγώ θα κάτσω –εσύ προχώρα και θα με φέρουν τα παιδιά».
«Άμα κάτσεις εσύ, θα κάτσω κι εγώ –τι μαλακίες είναι αυτές τώρα;»
Κοιταζόμαστε, αρχίζουμε να ξεθηλυκώνουμε τις ζώνες από τα παντελόνια μας. Έχω μετανιώσει τώρα που θα καθίσει κι εκείνος μαζί μου, αλλά δε με παίρνει να κάνω πίσω.
«Δεν ακούσατε ρε; Ξεκουμπιστείτε γαμώ το στανιό σας!» ουρλιάζει ένας βόδακλας από πάνω μας.
«Δε γουστάρουμε να πάμε μέχρι την Αθήνα όρθιοι», λέει ο Τάκης.
«Και ποιος σας ρώτησε παλιομουνόπανα;» ουρλιάζει ο άλλος.
«Κανένας –αλλά θα΄πρεπε», λέω εγώ.
«Κοίτα φίλε –έχω περάσει πολλά, έχω φάει μπόλικο ξύλο υποστηρίζοντας την Πανάθα εκτός έδρας», αιτιολογεί ο τεκμηριωμένος Τάκης. «Αν είναι τώρα να φάω ξύλο από τους δικούς μου –γάμησέ τα! Πάντως, να σηκωθώ από τη θέση δεν πρόκειται».
«Ήσασταν στο γήπεδο;» μουγκρίζει ο βοδινός.
«Δε καταφέραμε να μπούμε. Ήμασταν με τους άλλους στην πόλη», λέει ο Τάκης.
«Αφήστε τους αυτούς εδώ –είναι δικοί μας!» κάνει νόημα ο μαλάκας στους υπόλοιπους που δυσανασχετούν κάπως, επειδή τους κακοφαίνεται να μη μας γαμήσουν.
«Δε θα ΄ρθετε μαζί μας;» ρωτάει.
«Είμαστε κομμάτια –έχουμε πάρει κάτι ύπνους και τα βλέπουμε όλα τρύπια», λέω εγώ.
«Εντάξει –αράξτε παλικάρια», μας εμψυχώνει προχωρώντας προς το επόμενο κάθισμα που χρειάζεται επειγόντως σπάσιμο.
Κλείνουμε πάλι τα μάτια ενώ γύρω μας γκρεμίζεται το σύμπαν. Μετράω, ένα, δυο, δέκα, εκατό –σε κάποια στιγμή ο θόρυβος μειώνεται. Μόνο το τρένο ακούγεται πια –κυλάει στις ράγες θυμωμένο, σε κάθε ευκαιρία ξύνει σίδερο με σίδερο, νιώθω τις σπίθες να πετάγονται κι αυτό μου αρκεί. Η νύχτα προχωράει και μέσα της προχωράμε εμείς.
«Στο σταθμό θα μας περιμένουν σίγουρα οι μπάτσοι», λέει ο Τάκης.
«Είναι, όπως και να το κάνεις, μια ευχάριστη αλλαγή –κάποιος να μας περιμένει», μουρμουρίζω.
Όμως εμείς τι περιμένουμε πλέον; Δε θέλω να ξέρω.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
14 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
To latrepsa to kommati kai mallon fantazesai giati.
Kalhmera :)
Χαχα, ναι -δε φαντάζομαι, ξέρω επακριβώς! Καλημέρα κι εσένα.
Καλημέρα Motor! Τι ιστορία και αυτή σήμερα! Εντωμεταξύ τον Τάκη έχω αρχησει και τον πάω πολύ παρότι βαζελάκος όπως ανακαλύψαμε σήμερα.
Πάντως τέτοιοι τύποι είναι πάντα τα στιρίγματα μιας παρέας. Ελπίζω η ιστορία να με δικαιώσει!
http://www.greektube.org/content/view/37546/2/
Ναι και όχι φίλε μου. Ναι και όχι.
Ωραιο κ το σημερινο και το προηγουμενο
λες πραγματα για χουλιγκανους κλπ ό,τι πρεπει για τους άσχετους του ποδοσφαίρου
αυτά με τους λαρισαιούς έχουν έστω κ λίγο σχεση με την πραγματικότα, γιατί ρε συ για πολύ ζώα τους παρουσιαζεις
μα με τα όπλα ρε φίλε;
επισης πολυ καλο το κομματι του outsider
h larisa pantws exei ena wraio parko. auto to 8ymamai for sure.
Η Λάρισα, από όσο τη θυμάμαι στη μία και μοναδική επίσκεψή μου ήταν έτσι και χειρότερη. Οι Λαρισαίοι (τουλάχιστον αυτοί που φαίνονται) νομίζω παρουσιάζονται με πολλή λεπτότητα στο κείμενο. Στην πραγματικότητα είναι λίγο χειρότεροι κι αν κάποιος αμφιβάλλει δεν έχει παρά να δει τα βιντεάκια με τα τελευταία γεγονότα στην πόλη μετά την προτροπή του δημάρχου στους μαγαζάτορες να πάρουν τα όπλα για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους.
Α ναι -η φύλαξη των καλλιεργειών στο ποτάμι με καραμπίνες είναι κάτι που είδα με τα μάτια μου επίσης.
εποχη βουτυριτσα, γκαλιτσιου (πατερα), μπιλαρου κλπ ε; αν και δεν μου αρεσουν οι γενικευσεις, λαρισινοι α πα πα πα...
Κι ο Γιάτσεκ να τους προπονεί στο τρέξιμο ακολουθώντας με παπάκι από δίπλα, χαχαχα.
Προφανώς δεν εννοώ οτι ΟΛΟΙ οι Λαρισσαίοι είναι γάμησέ τα, απλά λέω οτι στη Λάρισα υπήρχε και υπάρχει πολύς κόσμος ΓΑΜΗΣΕ ΤΑ!
Τι να πω και τι να αφήσω ;
Δεν χορταίνω να σε διαβάζω ρε boy !
Τι να πρωτοσχολιάσω;
Τον απίστευτο Τάκη που με τις ατάκες και το ανυπέρβλητο χύμα στυλ του γίνεται το άλλο μισό του ήρωα;
Την εκπληκτική τελευταία εικόνα που μου έμεινε στο μυαλό; [Κλείνουμε πάλι τα μάτια ενώ γύρω μας γκρεμίζεται το σύμπαν. Μετράω, ένα, δυο, δέκα, εκατό –σε κάποια στιγμή ο θόρυβος μειώνεται. Μόνο το τρένο ακούγεται πια –κυλάει στις ράγες θυμωμένο, σε κάθε ευκαιρία ξύνει σίδερο με σίδερο, νιώθω τις σπίθες να πετάγονται κι αυτό μου αρκεί...]
Την αποτύπωση του accent των Λαρισαίων που είναι όλα τα λεφτά; (για τους μη γνώστες, η ατάκα στο πανώ είναι ενδεικτική : http://athens.indymedia.org/local/webcast/uploads/metafiles/larsa.jpg)
Το έξυπνο διάλλειμα που έκανες από τις αλεξοπεριπέτειες του ήρωα με το να τον βάλεις να πάει να βρει τον φίλο του Βασιλάκη;
Τους extraordinarie διαλόγους μεταξύ ήρωα και Τάκη;
Μου φτιάξες τη μέρα βρε !
Ρε Σωτήρη κι εσύ μου έφτιαξες τη μέρα και θα σου πω γιατί:
Επειδή όντως ο Τάκης είναι το συμπλήρωμα του ήρωα, αν όχι απόλυτα, τουλάχιστον στον μεγαλύτερο βαθμό. Θα σου πω κάτι από τα παρασκήνια της ιστορίας -λοιπόν, ο ήρωας θαυμάζει το λεπτεπίλεπτο και κάπως φευγάτο προφίλ του Πέτρου, θα ήθελε να έχει περισσότερα κοινά μαζί του, αλλά ο πραγματικός του κολλητός είναι ο Τάκης. Για πολλούς και θεωρητικούς λόγους, αλλά κυρίως επειδή στην πραγματικότητα με τον Τάκη γνωρίστηκε και έδεσε αρχικά -ο Πέτρος ήρθε για τον ήρωα στη συνέχεια, σαν "ο κολλητός του κολλητού". Δεν ήξερα αν φαίνεται αυτό από την ιστορία και γι΄αυτό χάρηκα που το είδες.
Κατά τα άλλα, η Άλεξ πλέον περνάει στο παρασκήνιο της ιστορίας, κινεί τα νήματα πίσω από τις κουρτίνες.
Υ.Γ.: Ξεσκίστηκα στο γέλιο με το πανώ! Να είσαι καλά!
Δεν ξέρω για τοτε που λες, σαφως αυτό τον καιρο γίνανε αίσχη
όπως επίσης κ στην πατρα, κ σε συζήτηση είπα κ γω "αφού είναι φασιστουπολη" για πατρα...
σιγουρα αυτά γινονται με την ανοχη των υπολοιπων κατοικων οποτε τους κανει συνεργους...
οι ηρωες πηγαινανε να φανε ή προχωρουσανε στο δρομο κ γινόντουσαν αυτά που λες, δεν τα αποκλειω απλα μου φαινονται πολύ τσαμπουκας κ τραμπουκισμός,
εχω παει αρκετες φορές λαρισα αλλα για λιγες ωρες
οι τσαμπουκαδες κ οι τραμπουκισμοι υπαρχουν κ στα γηπεδα σε πολλες πολεις
Ναι, εντάξει σε όλα τα γήπεδα γίνονται τσαμπουκάδες και πολλές πόλεις έχουν κατοίκους μαλάκες. Αλλά η Λάρισα παίζει στην ιστορία, δεν είμαι δα και η Μάγια Τσόκλη να αναφερθώ παντού!
Δεν ξέρω κατά πόσο οι υπόλοιποι κάτοικοι μιας πόλης είναι συνεργοί των τραμπούκων, ούτε ξέρω πόσοι είναι αυτοί που τραμπουκίζουν σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό. Αυτά τα θέματα θέλουν πολλή κουβέντα και πολύ ψάξιμο.
Ποιοι ήρωες πήγαινε να φάνε; Αυτοί της ιστορίας; Όχι στο γήπεδο πηγαίνανε που είναι μετά το ποτάμι και πέρασαν πιο κοντά στο ποτάμι από το επιτρεπτό.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!