Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2025

Ο Λουκάς

<

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Ο εκδοτικός οίκος

Το δελτίο ειδήσεων

Η Τζούλια

Προωθητική εκδήλωση

Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων

Ξύπνησα δίπλα στη Δήμητρα όσο το σκοτάδι έμπαινε από τις γρίλιες και μεγάλωνε στο δωμάτιο. Συμβαίνει συχνά τις τελευταίες μέρες -δηλαδή το παθαίνω συνέχεια όταν κοιμάμαι με τη Δήμητρα. Ξυπνάω κατά τις 3 χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, μετά ανακαλύπτω ότι θέλω να κατουρήσω, σηκώνομαι από το κρεβάτι προσεκτικά για να μην την ξυπνήσω -η Δήμητρα δεν ξυπνάει εύκολα -κατουράω και μετά αράζω στο σαλόνι καπνίζοντας. Ένα τσιγάρο, όχι παραπάνω… Μετά επιστρέφω στο κρεβάτι, ξαπλώνω δίπλα της με αργές κινήσεις και κοιτάζω το ταβάνι. Μετά ξημερώνει και προλαβαίνω να δω λίγο φως από τις γρίλιες πριν με πάρει ο ύπνος. Η Δήμητρα με θεωρεί τρομερό υπναρά κι εγώ δεν κάνω τίποτα για να της αλλάξω γνώμη. Απλά νιώθω άβολα όταν σηκώνεται από το κρεβάτι πριν από μένα και φτιάχνει καφέ -δε μου αρέσει να φτιάχνει άλλος τον καφέ μου, δεν τον πετυχαίνει όπως εγώ, ή τον πετυχαίνει καλύτερα από μένα, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν είναι αυτός ο καφές που θέλω να πιώ.

Ξύπνησα λοιπόν για τα συνηθισμένα -κατούρημα, τσιγάρο, ταβανοθεραπεία… Την κοίταξα όπως κοιμόταν κουλουριασμένη με το πρόσωπο προς τη μεριά μου. Τι σκατά έκανα εδώ πέρα με αυτή τη γυναίκα; Και γιατί μια όμορφη γυναίκα ήθελε να κοιμάται μαζί μου; Η Δήμητρα ήταν όμορφη ακόμα κι όταν κοιμόταν αλλά και η ομορφιά έχει ένα τέλος. Ας πούμε, κοιτάζεις έναν πίνακα ζωγραφικής, τη βροχή που πέφτει στο φως της κολώνας, το Τζόνι Ρότεν να γελάει κοροϊδευτικά πριν πετάξει το μικρόφωνο σ΄εκείνη τη φοβερή συναυλία στη Γουίντερλαντ, κάτι όμορφο τέλος πάντων. Πόση ώρα μπορείς να κοιτάζεις; Πόσες φορές; Στην αρχή συγκλονίζεσαι κι όταν το ξαναδείς καταλαβαίνεις πως κάτι εξίσου υπέροχο σου ξέφυγε -αυτή είναι η διάρκεια της ομορφιάς. Για πόσο όμως; Έρχεται κάποτε η στιγμή που κοιτάζεις τον πίνακα και βλέπεις ξεραμένες μπογιές στο μουσαμά και η βροχή πέφτει τόσο προβλέψιμα στο φως της κολώνας και πίσω από το Τζόνι στέκεται ο μαλάκας ο Τζόνεσι που πασχίζει για το μεροκάματο -τελικά η ομορφιά είναι βαρετή όταν μπορείς να τη βλέπεις συνέχεια. Αυτό συμβαίνει με τη Δήμητρα.

 

Σηκώνομαι και πάω πρώτα στο σαλόνι -κάποιο κόλπο για να κάνω δύο τσιγάρα δίχως να γίνει μεγάλο ζήτημα. Σκέφτομαι ότι αν ήμουν σπίτι μου θα έριχνα τίποτα Τζέσικα Λία Μάιφιλντ στο μηχάνημα να μου πει για πάρτυ που πήγαν άσχημα και ότι βρέθηκε στα πατώματα -συνηθισμένα πράγματα, συμβαίνουν κάθε μέρα -αλλά αυτό το σπίτι διαθέτει μόνο εναλλακτική αφρικανική μουσική που από εκεί ξεκίνησαν όλα και τελικά δε με νοιάζει, εγώ δεν είμαι εθνομουσικολόγος, μαλάκας είμαι που γουστάρει να πορώνεται και μετά να χαλιέται για ασήμαντη αιτία κι αφορμή.

Καπνίζω ασυναίσθητα γρήγορα γιατί κατουριέμαι. Έξω από το ανοιχτό παραθυρόφυλλο βλέπω το απέναντι διαμέρισμα -κάποιο μικρό φως, ίσως για να βρίσκει πιο εύκολα ο ιδιοκτήτης την τουαλέτα, αδιόρατες σκιές πάνω από τα έπιπλα, ή κάτι που θα μπορούσε να είναι έπιπλα… Βιάζομαι να σβήσω το τσιγάρο γιατί θα τα κάνω επάνω μου.

Επιστρέφοντας από την τουαλέτα ανάβω το δεύτερο τσιγάρο -κλασική βλακεία- ο λαιμός μου τσούζει γιατί δεν έχει προλάβει να συνέλθει από το προηγούμενο. Το καπνίζω αναγκαστικά για να μην πάει χαμένο και δε σκέφτομαι τίποτα, πέρα από το λαιμό μου και το πως μου έχει φύγει κάθε ίχνος νύστας -θα βογκήξει το ταβάνι σήμερα.

 

Ξαπλώνω δίπλα της, σκεπάζομαι μέχρι το σαγόνι, μετά ξεσκεπάζομαι μέχρι τη μέση γιατί ζεσταίνομαι και στη συνέχεια ξανασκεπάζομαι γιατί κρυώνω.

«Όταν ξημερώσει να πας σπίτι σου -θα κανονίσουμε μέσα στις μέρες να ξαναβρεθούμε», ψιθυρίζει στο πλάι μου.

Πότε ξύπνησε; Δεν την πήρα χαμπάρι….

Γυρίζω προς το μέρος της.

«Σε ξύπνησα; Συγνώμη», μουρμουρίζω.

Ανασηκώνεται, στηρίζει το κεφάλι της στο δεξί χέρι και με κοιτάζει χαμογελαστή.

«Δεν παίρνεις χαμπάρι τίποτα -έτσι;» ρωτάει.

Και τότε σκέφτομαι ότι δεν την ξύπνησα -ήταν ξύπνια κάθε βράδυ που εγώ σουλάτσαρα…

«Είμαι δηλωμένα μειωμένης αντίληψης», σχολιάζω.

«Είσαι κλεισμένος στον κόσμο σου κι αυτό δεν το λες ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό», με διορθώνει.

Δε λέω τίποτα -μάλλον έχει δίκιο, αλλά δε με απασχολεί στην τελική.

«Το θέμα είναι ότι τελείωσε, δεν έχει άλλο», συνεχίζει. «Ίσως ήταν κάποιο παιδικό απωθημένο, ίσως απλώς αγαμίες… Όπως και να ‘χει…»

«Κατάλαβα», τη διακόπτω.

«Ωραία ήταν», χαμογελάει και με φιλάει στο μάγουλο.

Υπέροχα…

 

Κοιμήθηκα σαν κούτσουρο στη συνέχεια, αυτό συμβαίνει όταν σου φεύγει κάποιο άγχος, αλλά μου είναι δύσκολο να παραδεχτώ ότι η Δήμητρα υπήρξε ως άγχος. Θέλω να πω ότι πέρασα υπέροχα μαζί της, ή θέλω να λέω ότι πέρασα υπέροχα μαζί της ενώ στην πραγματικότητα… τρέχα γύρευε…

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, πλύθηκα και τη βρήκα στην κουζίνα να καπνίζει -ο καφές μύριζε βέβαια υπέροχα, πήγαινα στοίχημα ότι αυτός ο καφές θα είναι όπως ακριβώς τον θέλω.

«Δεν κοιμάσαι πολύ, τελικά», είπα -έτσι για να πω κάτι.

«Όχι, δε χρειάζεται…» έκανε σκεπτική. «Ξέρεις, πρέπει να φύγω, έχω κάτι επείγουσες δουλειές».

«Βολικές οι επείγουσες δουλειές…» σχολίασα.

«Για ποιον απ΄τους δυο μας;» ρώτησε ανέκφραστα.

Το άφησα να περάσει έτσι.

 

Κατέβηκα 10 λεπτά μετά τη Δήμητρα -δεν είπαμε και πολλά μεταξύ μας. Πριν διασχίσω το πεζοδρόμιο για να ψάξω που είχα παρκάρει, κοντοστάθηκα έξω από το μαγαζί του Ανούρ.

«Καλημέρα. Καλά; Καλά;» χαμογέλασε.

«Ναι, ότι πεις…» μουρμούρισα.

«Τσιγάρα;»

«Φέρε 2 πακέτα».

Πήγα πιο κοντά να τον πληρώσω, όσο μου τα έδινε.

«Καλά να περνάς ρε Ανούρ και γρήγορα να ξαναδείς τους δικούς σου, να γλιτώσεις από αυτόν τον κωλότοπο», του ευχήθηκα.

«Πού πάει;» απόρησε.

«Στους δικούς σου, στο Πακιστάν, ξέρω ΄γω;» είπα.

«Όχι, όχι Πακιστάν. Πακιστάν κακό -άνθρωποι κακοί… Εγώ όχι Πακιστάν», διαμαρτυρήθηκε.

Κοντοστάθηκα.

«Δηλαδή, τι φάση; Σε κυνηγάνε στο Πακιστάν; Έκανες κάτι;» ρώτησα περιμένοντας να μου βγει ο Ανούρ τίποτα κυνηγημένος κομμουνιστής, επικηρυγμένος ομοφυλόφιλος -αυτά που κυνηγάνε οι μουσουλμάνοι τέλος πάντων…

«Όχι, όχι… Εγώ Μπαγκλαντές, όχι Πακιστάν. Μπαγκλαντές η χώρα μου, Πακιστάν κακό…» διαμαρτυρήθηκε.

«Εντάξει ρε Ανούρ, να πας όπου θες, κάτσε κι εδώ άμα γουστάρεις, εγώ την κάνω πάντως», χαμογέλασα.

 

Όσο οδηγούσα τη Τζούλια σκεφτόμουν πόσο μεγάλη μαλακία είναι να μοιάζεις με τον άλλο σαν παιδιά της ίδιας μάνας, Έλληνες-Τούρκοι, Δανοί-Γερμανοί, Πακιστανοί-Μπαγκλαντεσιανοί, Ολυμπιακοί-Παοκτζήδες, κι όμως να βλέπεις στη φάτσα του άλλου τον προαιώνιο εχθρό. Δηλαδή όταν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, τι βλέπεις ρε μαλάκα;

Βγαίνοντας στη λεωφόρο έβαλα τη μουσική να παίζει αλλά δεν άκουγα καν τι έλεγε ο καλλιτέχνης -σε λίγο ξέχασα αν ήταν ραδιόφωνο ή σιντί, κάτι να με σκεπάζει απέξω για να κρυώνω με την ησυχία μου από μέσα, αυτό ήταν.

Και τώρα, πού πάμε γέρο μου;

 

Βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω στην πλατεία -υπάρχει κάποιος αυτόματος μηχανισμός μέσα μου που με οδηγεί εκεί όταν χανόμαι -δεν εξηγείται αλλιώς. Η μέρα ήταν ζεστή για χειμώνα, δηλαδή την έβγαζες σε εξωτερικό τραπεζάκι χωρίς τις άθλιες εκείνες σόμπες που σε έκαιγαν όταν δούλευαν και σε ξύλιαζαν άμα τις έσβηνες. Παράγγειλα ένα διπλό εσπρέσο, ξέροντας ότι απλώς βάζουν μονή δόση με έξτρα νερό, αλλά ένιωθα υπέροχο κορόιδο αυτή την ηλιόλουστη μέρα. Κι αφού πάρκαρα τα τσιγάρα και τον αναπτήρα με προσοχή μην κολυμπήσουν στο νερό που έτρεξε από το ποτήρι όταν το ακούμπησε μπροστά μου η σερβιτόρα, έμεινα να χαζεύω την απέραντη Εμμανουήλ Μπενάκη. Το σουβλατζίδικο που πλάκωσαν οι λεβέντες στο ξύλο το ματατζή λίγο πριν σκοτώσει το Μιχάλη ήταν ακόμα κλειστό και ευχόμουν να παρέμενε κλειστό για πάντα, λίγος κόσμος έκανε τη διαδρομή πεζοδρόμιο-σπασμένες πλάκες-δρόμος-αυτοκίνητο-πεζοδρόμιο-σκυλόσκατα-δρόμος, θυμήθηκα ότι είχα χρόνια να καταδεχτώ αυτόν τον τρόπο κίνησης, με το Δούκα πήγαινα μέχρι την πόρτα του κάθε μαγαζιού κι αν ήταν δυνατό, τον πάρκαρα δίπλα στην καρέκλα μου, μέχρι που έγινα σοβαρός άνθρωπος και τον πάρκαρα 100 μέτρα μακριά μου, οπότε τον έκαψαν κι ησυχάσαμε.

Άναψα τσιγάρο όταν ήρθε ο καφές μου, ήπια μια γουλιά, το μετάνιωσα και περίμενα να ξεχαστώ για να πιώ δεύτερη. Κοίταξα τριγύρω ψάχνοντας για κάποιο γνωστό, κατά προτίμηση από αυτούς που δεν έβλεπε ο υπόλοιπος κόσμος αλλά ήταν άδικος κόπος. Στο τραπέζι πίσω μου καθόταν ένας αξιοσέβαστος κύριος περασμένης ηλικίας (μεγαλύτερος από μένα, ήθελα να πιστεύω) που είχε στρώσει ένα χοντρό βιβλίο το οποίο πάσχιζε να κρατήσει ανοιχτό χρησιμοποιώντας για αντίβαρο τον αναπτήρα του, όσο σημείωνε με το μολύβι σε ένα μπλοκάκι. Ο κύριος είχε περιποιημένο μούσι, διέθετε κασκόλ, γυαλιά πρεσβυωπίας με κόκκινο σκελετό και παλτουδιά γκράντε που σερνόταν στο πλακόστρωτο. Αλλά αυτά δε με ενδιέφεραν γιατί έχω το κόλλημα -όταν βλέπω βιβλίο, τρώγομαι να βρω τον τίτλο του. Βέβαια, σε παρκαρισμένο βιβλίο, λίγο δύσκολο να δεις το εξώφυλλο, όμως έστριψα λίγο την καρέκλα και μετά λίγο περισσότερο, αντικαρφώθηκα σε στυλ μα πού είναι οι μαλάκες κι έχουν αργήσει -έκανα ότι ήταν δυνατό για να μπορέσω έστω να διακρίνω το πάνω μέρος της σελίδας όπου πολλές φορές γράφεται ο τίτλος. Κάπως έτσι κόντεψα να σαβουρδιαστώ καθώς η καρέκλα μου βρέθηκε να στηρίζεται σε ενάμιση πόδι, μπόρεσα όμως να διαβάσω τον τίτλο «Η ελληνική ιδιαιτερότητα». Γύρισα πάλι προς τη Μπενάκη, κάτι μου θύμιζε αυτό… Γύρισα ξανά προς το βιβλίο, τσέκαρα την κοψιά του, παλιό, τσακισμένο, ταλαιπωρημένο στα όρια του μουχλιασμένου -χαμογέλασα ικανοποιημένος.

Ο κύριος με κοίταζε όση ώρα εξασκούμουν στην αυτογελοιοποίηση.

«Θέλετε κάτι;» με ρώτησε.

Μετά κοίταξε το τραπέζι του και δίστασε -τελικά έπιασε το πακέτο του.

«Τσιγάρο;» ξαναρώτησε.

«Όχι έχω τα δικά μου…» είπα αφηρημένα.

Κατάλαβε, ακούμπησε την παλάμη του στο ανοιχτό βιβλίο.

«Αυτό;» ρώτησε για τρίτη φορά, χαμογελώντας όπως ο ενήλικας που τρώει σοκοφρέτα μπροστά στο χοντρό παιδί.

«Καστοριάδης είναι;» ρώτησα με τη σειρά μου χωρίς να το πολυσκεφτώ.

Ξαφνιάστηκε.

«Αυτό πάλι πώς το καταλάβατε;» απόρησε. Αλλά μετά είδε το πάνω μέρος της σελίδας. «Μπορέσατε και το διαβάσατε», διαπίστωσε.

«Τον τίτλο -όχι το συγγραφέα», παραδέχτηκα.

«Μπράβο σας, δεν είναι από τα μπεστ σέλερ του», είπε.

«Μπεστ σέλερ ο Κορνήλιος…» μουρμούρισα.

«Μην το λέτε. Είχε κι ο μακαρίτης τις εποχές του -κάποτε πούλαγε πολύ, τηρουμένων των αναλογιών πάντα, βεβαίως».

Έσβησα το τσιγάρο μου στο τασάκι.

«Μα ελάτε -καθίστε μαζί μου, δεν είναι ανάγκη να τα λέμε τόσο άβολα», με προέτρεψε ο κύριος.

Δίστασα. Αλλά ντράπηκα κιόλας να αρνηθώ μετά τα ακροβατικά που είχα κάνει για να δω το βιβλίο του. Σηκώθηκα λοιπόν και κουβάλησα τα υπάρχοντά μου στο τραπέζι του.

«Λουκάς», μου είπε προτείνοντας το χέρι του.

Απέφυγα τη χειραψία ανάβοντας καινούργιο τσιγάρο.

«Ελπίζω να μην περιμένετε να συστηθώ ως Σόλων», χαμογέλασα.

Του πήρε λίγη ώρα να θυμηθεί.

«Λέτε για εκείνο το θλιβερό σήριαλ στην παλιά κρατική τηλεόραση… Εκείνος κι Εκείνος, ε; Μα πού το θυμηθήκατε;» γέλασε.

«Από κάποια ηλικία και μετά, θυμάσαι κυρίως τα άχρηστα και ξεχνάς τα χρήσιμα», απάντησα.

«Έχετε δίκιο…»

Άναψε τσιγάρο πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του -διπλός ελληνικός, αηδία… Με είδε που εξακολουθούσα να κοιτάζω το βιβλίο του, οπότε έκανε ένα γενναιόδωρο νόημα το οποίο βιάστηκα να εκμεταλλευτώ.

Πήρα το βιβλίο, χρησιμοποίησα το δάχτυλό μου για σελιδοδείκτη και πήγα στα περιεχόμενα. Μετά το ξεφύλλισα, διάβασα τυχαία «Στην πραγματικότητα όμως το δάσος είναι νερό, το νερό αποτελεί το πραγματικό του είναι. Το νερό αυτό δεν εμφανίζεται, άρα αυτό που φαίνεται διαφέρει από αυτό που είναι». Έκλεισα ασυναίσθητα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα, είδα ότι ο Λουκάς με κοίταζε.

«Ο λυρισμός του Κορνήλιου…» θαύμασε.

«Κάπως έτσι», παραδέχτηκα αμήχανα. Είχα ξεφτιλιστεί δεύτερη φορά μπροστά σ’ εκείνο τον άνθρωπο αλλά αυτά συμβαίνουν με τον Καστοριάδη κι έτσι δεν ένιωσα όσο άσχημα θα περίμενα.

«Έχετε διαβάσει πολύ Καστοριάδη -να υποθέσω», υπέθεσε ο Λουκάς προς το μέρος μου.

«Τον έχω δει και λάιβ σε μια συναυλία του», γέλασα.

«Αλήθεια; Πού;» απόρησε.

«Στην Πάντειο όταν τον έκαναν επίτιμο».

Χαμογέλασε περνώντας το χέρι πάνω από τα μαλλιά του.

«Τέλη του ’80…» υπολόγισε. «Πρέπει να ήμουν Γερμανία εκείνο το διάστημα…»

Δεν είπα τίποτα -τον άφησα να συνεχίσει.

«Εσείς; Με τι ασχολείστε;» ρώτησε.

«Συνήθως τίποτα, αλλά σήμερα ειδικά, είπα να διαβάσω ξένα βιβλία», χαμογέλασα.

«Το ξένο είναι πάντα πιο γλυκό», φιλοσόφησε τετριμμένα. «Εγώ είμαι αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΚΠΑ κι όποτε μπορώ, όποτε είναι καλή η μέρα ξεκλέβω λίγο χρόνο για να μαζέψω ήλιο. Αν πας στην Ευρώπη αποκτάς μια λαιμαργία σχετικά με τον ήλιο… Λόγω έλλειψης, όπου τον βρεις τον απολαμβάνεις ασύστολα».

‘Έσβησα το τσιγάρο μου και έγειρα προς το μέρος του.

«Αυτά τα τυπικά δε μου λένε κάτι», τον πληροφόρησα. «Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι… τι βλέπετε εσείς ως καθηγητής πανεπιστημίου; Ξεσηκώνονται οι φοιτητές; Πότε θα γίνει η μεγάλη επανάσταση; Θα ζούμε να τη δούμε και αν ναι -εμείς με ποιους θα είμαστε;»

Ξαφνιάστηκε λίγο. Ή πολύ -δεν κατάλαβα. Γιατί ένιωσα την άσχημη μυρωδιά που αφήνει ο καφές στην αναπνοή του, εντάξει, έτσι μάλλον θα βρόμαγε και η δική μου αναπνοή αλλά έγειρα λίγο πίσω στην καρέκλα κι άναψα τσιγάρο.

«Ανήκετε λοιπόν στην επαναστατημένη γενιά του ’80, δε νομίζω ότι είστε μεγαλύτερος…» υπολόγισε ο Λουκάς, μισοκλείνοντας τα μάτια του.

«Επαναστατημένη… τέλος πάντων, ναι ήμουν νέος το ΄80, πέσατε μέσα», παραδέχτηκα.

«Εγώ εκείνα τα χρόνια ήμουν στη Λειψία. Έκανα το διδακτορικό μου στον Χάιντεγκερ…» αναπόλησε.

Τον σιχάθηκα λιγάκι -γενικότερα οι υπαρξιστές μου προκαλούν απέχθεια.

«Γύρισα κάπου στα μέσα του ’90 και μέχρι να εμπλακώ με διδακτικά καθήκοντα… Τέλος πάντων, δεν έχω την αντίληψη που λέτε, εννοώ ότι δεν βλέπω κάποια επαναστατικότητα στους φοιτητές μου… Διεκδικήσεις, βεβαίως… και πολιτικές θέσεις, αλλά πάντα στα πλαίσια του υπαρκτού», συνέχισε.

«Κι όταν λέτε υπαρκτού δεν εννοείτε σοσιαλισμού φαντάζομαι…», έκανα το ηλίθιο αστειάκι μου.

Γέλασε κι αυτός. Ίσως από υποχρέωση.

«Είναι κάπως πολύπλοκα τα πράγματα γενικώς, αγαπητέ…» σταμάτησε περιμένοντας.

«Νίκος», τον ενημέρωσα.

«Αγαπητέ Νίκο, λοιπόν… Έχουμε εισέλθει σε μια κατάσταση απροσδιοριστίας. Οι σταθερές έχουν διαρραγεί…»

Έσβησα το τσιγάρο μου στο τασάκι.

«Αγαπητέ Λουκά», μιμήθηκα το ύφος του. «Έχω την υποψία ότι ποτέ δεν υπήρχαν σταθερές -απλώς βαφτίζαμε έτσι αυτό που μας βόλευε προκειμένου να καταλήξουμε στο συμπέρασμα που είχαμε προαποφασίσει».

«Ενδιαφέρουσα άποψη…» σχολίασε. «Αναφέρεστε σε κάποιον υποκειμενισμό…»

Κούνησα το κεφάλι ανυπόμονα.

«Ας μην το γυρίσουμε στη φαινομενολογία», παρακάλεσα. «Αναφέρομαι σε αντικρουόμενους φανατισμούς».

Έκλεισε το βιβλίο ετοιμάζοντας την επιστημονική του απάντηση κι εγώ έψαχνα να κόψω την κουβέντα η οποία είχε παρατραβήξει ακόμα και για μια μέρα σαν αυτή που χρειαζόμουν την ανθρώπινη επαφή σε δισκία των 150 mg.

Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ο ήλιος κρύφτηκε στα δεξιά μου και η από μηχανής Λίνα Βερούτη ακούμπησε την παλάμη της στον ώμο μου.

«Πώς από τα μέρη μας; Δε μας είχες συνηθίσει σε τέτοια», παρατήρησε.

Ο Λουκάς την κοίταξε από την κορφή μέχρι και τα νύχια και πάλι πίσω, ξεχνώντας την προηγούμενη κουβέντα μας.

«Περαστικός», παραδέχτηκα αμήχανα.

«Ο φίλος σου; Της παλιάς καλής εποχής;» γέλασε η Λιάνα κοιτάζοντας το Λουκά.

«Καμιά σχέση», βιάστηκα να πω για να μην βάλω τον άνθρωπο σε μπελάδες.

«Λουκάς Παπαδημητρίου», είπε εκείνος τείνοντας την παλάμη του για χειραψία ενώ σηκωνόταν όρθιος.

Σε μένα είχε συστηθεί μόνο με το μικρό, να σημειωθεί αυτό…

«Λίνα Βερούτη», απάντησε η Λίνα αφήνοντας τον ώμο μου επιτέλους για να χαιρετήσει το Λουκά.

Μετά είδε το βιβλίο και το σημειωματάριο.

«Τι έχουμε εδώ;» ρώτησε τραβώντας μια καρέκλα για να καθίσει. «Βγάζετε τα SOS για τις εξετάσεις;»

Ο Λουκάς γέλασε, εγώ πάλι όχι.

«Εγώ ετοιμαζόμουν να φύγω, έχω κάποιο ραντεβού…» ξεκίνησα να λέω νιώθοντας ήδη άβολα.

«Ω, μα ελάτε κύριε Καστρινέ. Δεν θα μας κάνετε την τιμή να μας χαρίσετε λίγη ακόμα με την παρουσία σας;» είπε με ύφος κοροϊδευτικά επίσημο η Λίνα.

«Καστρινός… πού έχω ακούσει το όνομα;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Λουκάς.

Αυτό μας έλειπε τώρα…

 

«Είσαι μια διασημότητα, θα πρέπει να το παραδεχτείς», παρατήρησε η Λίνα χωρίς να με κοιτάζει.

«Ναι, είμαι διάσημος για τον τρόπο που αποχωρώ», είπα νευρικά και σηκώθηκα.

«Παρακαλώ, καθίστε», έκανε βιαστικά ο Λουκάς. «Προφανώς έχετε τα δικά σας ζητήματα να κουβεντιάσετε -θα φύγω εγώ, ούτως ή άλλως…»

Η κατάσταση γινόταν απελπιστικά εκνευριστική. Κοίταξα το ρολόι μου.

«Δεν έχει να πάει κανείς μας πουθενά», ανακοίνωσα. «Νομίζω ότι μπορούμε να πιούμε μια μπύρα -κοντεύει μεσημέρι άλλωστε».

Τα κάνω αυτά καμιά φορά, εκεί που πηγαίνω καρφί προς τα έξω, κόβω ανάποδα τιμόνια και βουτάω στα τρίσβαθα, έτσι, για να σπάνε τα άλατα…

 

Ο Λουκάς με τη Λίνα είχαν μια σύντομη κουβεντούλα προκειμένου να τακτοποιηθούν στο τραπέζι και για να γνωριστούν λίγο τυπικότερα όσο εγώ παράγγελνα μπύρες χωρίς να ρωτήσω κανέναν για τις προτιμήσεις του. Κάτι με έκαιγε στο στομάχι, σα να είχα καταπιεί το Κάμελ αμάσητο κι αναμμένο -δεν έδωσα σημασία.

Αλλά δεν έκανα το ίδιο με την παρουσίαση της Βερούτη σχετικά με το άτομό μου κι όσο ο Λουκάς κοίταζε με αυξανόμενο ενδιαφέρον (προς θεού -όχι θαυμασμό) μετάνιωνα που είχα μετανιώσει να αποχωρήσω.

«Τώρα θυμήθηκα…» πανηγύρισε σε κάποια φάση ο Λουκάς. «Στην τηλεόραση σε έχω δει».

«Ναι, έπαιζα στο Φως του Αυγερινού», μουρμούρισα.

Κανένας δεν κατάλαβε το αστείο, η Βερούτη γιατί φορούσε πάνες όταν είχε βγει εκείνο το σήριαλ κι ο Λουκάς γιατί διάβαζε, ή ήταν στο εξωτερικό, ή τέλος πάντων δεν ήταν τόσο μαλάκας ώστε να βλέπει κρατική τηλεόραση, έστω και ξώφαλτσα, το ’80.

«Το θέμα ήταν κάποιος φυλακισμένος τρομοκράτης, καλά το λέω;» ζήτησε επιβεβαίωση ο Λουκάς.

«Ας τα λέμε καλά…» μουρμούρισα.

«Ο οποίος είναι έξω με άδεια», συνέχισε εκείνος.

«Ποιος είναι έξω;» απόρησα.

«Αυτός… ο πώς τον λένε… ο τρομοκράτης…»

«Ο Αργύρης;»

«Έτσι τον λένε;»

«Έτσι τον λένε, αλλά είναι έξω;»

«Ο Αργύρης;»

Η Βερούτη μας διέκοψε εκνευρισμένη.

«Ας μην παίζουμε τις κουμπάρες. Ναι, ο Αργύρης Δημητρακόπουλος (ο Λουκάς όταν άκουσε το επώνυμο ένευσε θετικά) είναι έξω με εξαήμερη άδεια. Από προχτές».

Άναψα τσιγάρο κάνοντας ότι σκέφτομαι -ενώ στην πραγματικότητα όντως σκεφτόμουν. Να φύγω επιτόπου και καλά ταραγμένος από τα συγκλονιστικά νέα ή να πιώ πρώτα καμιά μπύρα; Οι άλλοι περίμεναν εξεταστικά, να τελειώσω το συλλογισμό μου.

«Μπράβο λοιπόν», είπα στο τέλος. «Αν και έξι μέρες δεν κάνουν μια βδομάδα[1]».

Δεν περίμενα να πιάσουν το υπονοούμενο, αλλά η Βερούτη κούνησε ασυναίσθητα το κεφάλι, μπερδεύοντάς με.

«Δεν έχεις καμιά διάθεση να τον συναντήσεις;» με ρώτησε.

«Απολύτως….» διευκρίνισα.

«Νόμιζα ότι ήσασταν φίλοι», επέμεινε.

«Αν είχα όρεξη να συναντάω τους φίλους μου θα άνοιγα γραφείο τελετών», μουρμούρισα.

«Μετά από όσα τράβηξες λόγω της βοήθειας που του πρόσφερες…» άρχισε ο Λουκάς.

«Ναι, μετά από όλα αυτά, δεν έχω διάθεση να τραβήξω κι άλλα», εξήγησα.

«Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Εμείς είμαστε εδώ», χαμογέλασε η Βερούτη.

«Μα γι΄αυτό ακριβώς φοβάμαι», της ανταπέδωσα το χαμόγελο, έχοντας πλέον πάρει την απόφασή μου.

Κατέβασα μονορούφι το υπόλοιπο της μπύρας από το ποτήρι και σηκώθηκα.

«Λοιπόν παιδάκια, επειδή εδώ βλέπω να γεννιέται κάτι όμορφο, σας αφήνω τα δυο σας να γνωριστείτε καλύτερα», πρότεινα, ελπίζοντας να τους φέρω σε δύσκολη θέση.

Ο Λουκάς βέβαια κοκκίνησε αλλά η Βερούτη δε μάσαγε σε τέτοιους ερασιτεχνισμούς.

«Μπορεί και να βολιδοσκοπήσω τον κύριο καθηγητή, μήπως τον πείσω να εκδώσει σε εμάς», χαμογέλασε επαγγελματικά.

Τουτέστιν, Λουκά δε γαμάς…

 

Έφυγα πριν γίνει τίποτα πιο συνταρακτικό και κόντεψα να χάσω το δρόμο για το αυτοκίνητο. Το οποίο με περίμενε υπομονετικά -σκονισμένο αλλά όχι καρβουνιασμένο. Μπήκα μέσα και ξεκίνησα χωρίς να βάλω μουσική. Έπρεπε να βρω τον Αργύρη πριν ξαναμπεί φυλακή. Υπήρχε μια ακάλυπτη επιταγή, μετά την τελευταία μας συνάντηση.



[1] «Six days don’t make a week”, Moist Device

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι