Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: "Ποτέ ξανά" έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί
13. Οι αποφάσεις που μας πήραν
14. Δωμάτιο μονοθέσιο
15. "96 δάκρυα σε 96 μάτια"
16. Ότι πας να κρατήσεις (γλιστράει μακριά)
17. Ναυαγοί σε παγωμένα κρεβάτια
18. Με τον διάβολο κρυμμένο στο τζάκετ
19. Σκούρο μπλε σχεδόν μαύρο
20. "Και δεν θα ξεχάσω ν΄αφήσω τριαντάφυλλα στον τάφο σου"
21. Η μέρα πριν
22. Σελιλόιντ από λιωμένη ζάχαρη
23. "Επιστρέφεται στον παραλήπτη"
24. Επειδή γαμψά νύχια χάιδεψαν τα κεφάλια μας
25. Εισιτήριο από τον άλλο κόσμο
26. "Στον αέρα πήδηξε ο διάβολος"
27. Έξοδος κινδύνου -παράθυρο ή ντουλάπα;
28. Έρχονται όταν κοιμάσαι
29. Αλάτι
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη, το ξυράφι μετέωρο, στομωμένο από σαπουνάδα που καθυστερώ να ξεπλύνω. Αναβάλλω. Επειδή το ερώτημα δεν είναι «πως φτάσαμε ως εδώ», αλλά «τι είναι εδώ που φτάσαμε». Ένα βιαστικό πλάνο στο ΟΥΡΓΚ! το σαράβαλο φορτηγάκι παρκάρει στην πίσω πλευρά κάποιου συνοικιακού κλαμπ δίπλα στους σκουπιδοτενεκέδες, από μπροστά βγαίνει ο Τζον Ντόε μαζί με τη θρυλική Εξέιν Καρβένκα, το κεφάλι του ντράμερ ξεπροβάλει στην καρότσα –«τι σκατά είναι αυτό το μέρος δικέ μου;» Κανένας δεν του απαντάει φυσικά. Επειδή οι άνθρωποι μπορούμε να απαντήσουμε σε μεταφυσικά ερωτήματα, φιλοσοφικές αηδίες, σχετικά με το «που πάει το πράγμα», αλλά κανένας δεν ξέρει γι΄αυτό το μέρος, κανένας δεν μπορεί να σου πει με βεβαιότητα πού ακριβώς βρίσκεσαι.
Εμείς πάντως χάσαμε το καλοκαίρι με συνοπτικές διαδικασίες, ήρθαν κάτι ανοργασμικές τουρίστριες και το καταχράστηκαν στους βράχους των Κυκλάδων, φύγανε μετά και μας έμεινε η αφραγκία –μόνιμη κατάσταση. Έριξα τότε κι εγώ τα μούτρα μου (σιγά τα μούτρα!) κι έφερα γύρα τους εκδότες –σε πρώτη φάση πήρα τ’ αρχίδια μου, αλλά πάνω στην απελπισία με σώσανε κάτι αφρόψαρα, από κείνα που πλατσουρίζουν λόγω εμμονών. Πάει να πει, ένας παλιός γνωστός έστησε παράρτημα συνεργαζόμενο με μεγάλο εκδοτικό οίκο, βρήκε κάποιον ξοφλημένο ηθοποιό παύλα συγγραφέα, γνωστό για την εμμονή του σε ιστορίες τρόμου, τον έβαλε «υπεύθυνο σειράς» και ξεκίνησε η φάμπρικα. Βιβλία λογοτεχνικά, πλην όμως εξειδικευμένα σε εξωγήινους, παραψυχολογικό τρόμο και άλλες παρόμοιες σάχλες –το μεροκάματο να βγαίνει. Πρόβλημα; Βεβαίως! Καθότι ο πρώην ηθοποιός, επιμελητής σειράς, μεταφραστής –βάλε τώρα που γυρίζει –δε σκαμπάζει γρι από αγγλικά. Μόνο κάτι χελόου, γκουντμπάι, άι σακ κοκς, ξέρω ‘γω... Τα βασικά δηλαδή –αλλά περί ανάγνωσης λογοτεχνημάτων –άστα να πάνε.
Είμαι λοιπόν ο ντουμπλέρ του επιφανούς διανοούμενου –εγώ διαβάζω τα βιβλία, εγώ προτείνω ποια μπορεί να πουλήσουν πάνω από είκοσι κομμάτια, άρα αξίζει να εκδοθούν, άμα λάχει τα μεταφράζω κιόλας –τι μας πέρασες; Πληρώνομαι συμπαθητικά, άρα δε με καίει καθόλου που το ονοματάκι μου δεν εμφανίζεται πουθενά –είπαμε «υπεύθυνος σειράς», «μετάφραση», «επιφοίτηση Αγίου Πνεύματος», «οράματα», «εκλάμψεις» και όλα τα σχετικά, ο επιφανής.
Η σαπουνάδα ξεράθηκε, ξεπλένω το ξυράφι και τη βλέπω να πέφτει, κόρα κανονική, από τα μούτρα μου όταν ακουμπάει πάνω της η λεπίδα.
Πλακώθηκα στην εξεταστική του Σεπτέμβρη και πέρασα μαθήματα με το σωρό. Λίγο διάβασμα –πολλή εμπειρία, ο συνδυασμός που σκοτώνει! Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα ανακάλυψα οτι είχα περάσει μέχρι και μαθήματα που δεν είχα καν δηλώσει –τέτοια επιτυχία! Τέλος πάντων, κάτι κουνήθηκε από κει, άσε που ξαναβρήκα και τον Βαγγέλη! Όπου Βαγγέλης, το πρώτο άτομο που γνώρισα στη σχολή, ήμασταν τότε γκάβακες, τσίμπλα λυκειακή στο μάτι, κεφάλια ζαλισμένα από τον «θαυμαστό καινούριο (ακαδημαϊκό) κόσμο». Κοίτα πως έγινε η γνωριμία μας.
Κάθομαι στο καφενείο του Πανάγου, ημιυπόγα, και χάνω επειγόντως μαλλιά από το άγχος –έχω βλέπεις τις καταστάσεις εγγραφής που πρέπει να συμπληρώσω, τις δηλώσεις μαθημάτων, τις αιτήσεις για τρίπτυχα, δίπτυχα, σκατόπτυχα... Με πλευρίζει μια γκόμενα ζόρικη, μεγαλύτερή μου και με ρωτάει αν χρειάζομαι βοήθεια. Χρειάζομαι –αλλά ποιος τις γαμεί τις καταστάσεις εγγραφής όταν έχει δίπλα του τέτοια γυναίκα; Όπου χάνω τα λόγια μου και βρίσκει εκείνη ευκαιρία να μου την πέσει κομματικά –«το απόγευμα έχουμε μάζωξη, είναι χρέος μας η μαζική συμμετοχή» και κολοκύθια τούμπανα. Μουρμουρίζω κάποια δικαιολογία, με κόβει για χαχόλο η γκόμενα και περνάει στον επόμενο. Ακριβώς δίπλα μου είναι ο επόμενος, ένα παιδί σκέτος τοίχος, απ΄αυτά που φοράνε μπουφάν και νομίζεις οτι φόρεσαν και την κρεμάστρα μαζί. Του αρχίζει η γκόμενα το ψηστήρι κι ο τύπος φορτώνει –«ίσα μωρή αξύριστη, γαμώ τη μαζικότητά σας μέσα –εσείς ρε κάνετε παλούκι την εγγραφή για να σας γλείφουμε τα παπάρια οι Πρωτοετείς!» Παπαρούνα η γκόμενα εξαφανίζεται, γυρνάω εγώ, τον κόβω πάνω-κάτω, επειδή εκτίμησα δεόντως τις απόψεις του. Συστηνόμαστε, λέμε τα τυπικά μας, το παιδί είναι από Αγρίνιο –Τεχνικό Λύκειο –πέρασε στην Πάντειο με τα ποσοστά.
«Ρε ψυχή, κάνε μια χάρη, αφού θα πας έξω να δεις τον αφιμί σου... Δες και τον δικό μου που δεν τον θυμάμαι», ζητάει ο Βαγγέλης.
Πάω λοιπόν, βρίσκω τον δικό μου αφιμί, τον σημειώνω, ψάχνω για τον Βαγγέλη –τίποτα. Τριακόσιοι κάτι ήμασταν οι επιτυχόντες, τριακόσιες κάτι φορές πέρασα τον πίνακα –πουθενά ο Βαγγέλης. Με πιάσανε τα ψυχοπλακωτικά μου, «πως του το λένε τώρα του παιδιού και τι να του πεις δηλαδή –οτι τζάμπα συμπληρώνει χαρτούρα επειδή δεν έχει περάσει;» Κάνω έτσι να ξυστώ, σηκώνω το χέρι από τη βάση του πίνακα που στηριζόμουν –νάτος ο Βαγγέλης! Τελευταίος και τροπαιούχος!
«Ρε μάγκα, γιατί δε μου είπες οτι μπήκες ουρά της ουράς στους επιλαχόντες και με άφησες να ψάχνω σα μαλάκας;» τον ρωτάω.
«Ντιπ χαζός είσαι φιλαράκι!» γελάει ο Βαγγέλης. «Δε με βλέπεις ρε πως είμαι; Που διάολο με έψαχνες δηλαδή, στους αριστεύσαντες με τις υποτροφίες;»
Δικός του ο πόντος, ματς μπολ που λέμε κι από τότε κάναμε κολλητή παρέα με το Βαγγέλη –για κάνα μήνα. Μετά τον έχωσε ο γέρος του στα ΕΛΤΑ, χαθήκαμε. Ερχόταν λαχανιασμένος κάτι απογεύματα, ζαβλακωμένος από τη δουλειά, και παρακάλαγε για σημειώσεις –εμείς λιώματα στο γρασίδι ή τους καφενέδες, σιχτίριζε μαζί μας ο Βαγγέλης και δεν πέρναγε μάθημα ούτε με γκρέιντερ. Περάσανε τα χρόνια, πλησίαζε επικίνδυνα και το φαντάρικο, αποφάσισε το παιδί να πάρει μια «άνευ αποδοχών» για να στρώσει κώλο μπας και ξεμπερδέψει. Έτσι έγινε και τον πέτυχα –ξανακολλήσαμε έξω από την αίθουσα των εξετάσεων, μας βρήκε το επόμενο πρωί να λέμε τα νέα μας, Κουκάκι, Καλλιθέα, Μακρυγιάννη, Σύνταγμα, Εξάρχεια –με τα πόδια και πάλι πίσω. Το μάθημα δεν το δώσαμε καν, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα νομίζω.
Ξεπλένω τα μούτρα μου από τη σαπουνάδα, ρίχνω μια στεγνή κόντρα ξούρα –να ξεμπερδεύω.
Τι πράγμα; Ποια; Για ποια ρωτάς; Όχι ρε ηλίθιε –καμιά σχέση. Δεν παίζει τέτοια προοπτική.
Έξω φυσάει ένας κίτρινος αέρας με 40 πυρετό, έχει να βρέξει από τότε που οι άνθρωποι καλημερίζανε τους γείτονές τους φεύγοντας για τη δουλειά κάθε πρωί κι εγώ ντύνομαι μιξ γκριλ. Επειδή έχει μπει στα γεμάτα ο χειμώνας, αλλά φοράω κοντομάνικο μπλουζάκι (με στάμπα την στραβωμένη φάτσα του Λούκα Τορέλι, του επονομαζόμενου και Τορπίντο) κάτω από το στρατιωτικό μου τζάκετ –«σε τι καιρούς ζούμε» τελικά; Λέω να περάσω από τη σχολή, να χαζέψω τις παραδόσεις, να πιω τίποτα μπύρες μέχρι να βραδιάσει, επειδή σήμερα θα φέρουν τον Σιδηρόπουλο οι ΠΑΣΠίτες –δεν ξέρω πως την έχουν δει, «προοδευτικότητα», «άνοιγμα διαύλων επικοινωνίας με τη νεολαία», αλλά όταν παίζει τζάμπα συναυλία πρέπει να είσαι πολύ μαλάκας για να τη χάσεις. Είμαι. Αλλά όχι τόσο πολύ.
Τάκης-Πέτρος έχουν πλακωθεί στα ιδιαίτερα, μαζεύουν λεφτά για κάποιο ταξίδι –τι ταξίδι; Κανένας δεν ξέρει, ούτε καν οι ίδιοι. Και δεν περιμένω να με διαφωτίσουν σήμερα το βράδυ που έχουμε συνάντηση στου Ευθύμη για χαρτοπαίγνιο.
Παρκάρω απέναντι από την κεντρική είσοδο, στο καφενείο του Βαστάζου –οι ψάθινες καρέκλες ξεφλουδίζουν εκεί έξω, σκέτο παράπονο. Μέσα είναι πήχτρα στον καπνό, διακρίνω τον Κανταΐφια με την παρέα του, παραδίπλα μερικούς σκληροπυρηνικούς Κνίτες που διαβάζουν αθλητικές καμουφλαρισμένες μέσα σε Ριζοσπάστες, η συνηθισμένη πελατεία δηλαδή. Είμαι για να την πουλεύω όμως αλλάζω γνώμη επειδή εκείνη τη στιγμή παρκάρει στο δρόμο δίπλα μου μια Ντουκάτι, Πομπόνι κανονικό, 750 Τζι Τι. Κολλάω στις γυαλιστερές μαύρες-κόκκινες επιφάνειες, χαζεύω όσο κατεβαίνει ένα ζευγάρι αξιοπρόσεκτο. Ο άντρας μου κάνει σε εντελώς κοπρόσκυλο, ντυμένος αποφόρι, με υφάκι «πες μας το παραμύθι σου και άντε στη μαμά σου». Η γυναίκα πάλι –περίεργο φρούτο. Σενιαρισμένη, βαμμένη, τακουνάκι, ταγιέρ δελτίου ειδήσεων, άρτι αφιχθείσα από το κομμωτήριο. Χαζεύω –είναι βλέπεις και οι ηλικίες τους –τριάντα και, τους κόβω. Με περνάνε λες και είμαι ταμπέλα, ανοίγουν την πόρτα, χώνονται στου Βαστάζου. Από πίσω κι εγώ –καθότι η περιέργεια.
Κάθονται μόνοι τους, κάθομαι στου Κανταΐφια –λέμε κάτι χαζά αναγνωριστικά, με το αυτί μου στο ζευγάρι.
«Είδε κανείς σας τον Βαγγέλη;» ενδιαφέρομαι να μάθω.
«Κάτι σκυλιά τον τραβάγανε –εδώ παρακάτω», απαντάει ένας λεχρίτης απέναντί μου.
«Μην κοροϊδεύετε το παιδί», πετάγεται ο Κανταΐφιας. «Εδώ ήταν πριν ο δικός σου, αλλά πετάχτηκε μέχρι Καλλιθέα σε ένα προβάδικο».
«Προβάδικο;» αλληθωρίζω.
«Αυτό δεν είπα;» απορεί ο Κανταΐφιας.
«Τι να κάνει ο Βαγγέλης στο προβάδικο; Ράβει κοστούμι για το γάμο του;»
«Προβάδικο ρε ηλίθιε –στούντιο, πως το λένε; Του είπε ο Πέρης ο Αρτινός οτι έφυγε ο μπασίστας από το γρουπ τους και πήγε να προβάρει μαζί τους».
«Ο Βαγγέλης;»
«Όχι –ο Τζων Πωλ Τζόουνς! Για το Βαγγέλη δε μιλάμε;»
Δεν ήξερα οτι ο Βαγγέλης παίζει μπάσο –τι προστυχιές μαθαίνεις για τις ζωές των φίλων σου, στους καφενέδες!
«Συγνώμη παιδιά. Είναι κανένας από σας Τεταρτοετής;»
Τσιμπιόμαστε λες και απλώσαμε χέρι σε κυψέλη. Μετά γυρίζουμε να δούμε ποιος μιλάει –είναι ο τύπος με την κυριλέ γκόμενα.
«Ναι, όλοι Τεταρτοετείς είμαστε», λέει κάποιος από την παρέα.
«Εδώ και πολλά, πολλά χρόνια», συμπληρώνει θυμόσοφα ο Κανταΐφιας.
«Εγώ πάντως είμαι μικρότερος –σας βρήκα στο Τέταρτο, να εξηγούμαστε!» ξεκαθαρίζω.
Ο κοπρίτης βουτάει μια καρέκλα, την καβαλάει ανάποδα και κάθεται στο τραπέζι μας. Η γκόμενά του πάει τουαλέτα να πουδράρει τη μύτη της, για να του δώσει χρόνο.
«Αναρωτιόμουνα ρε μάγκες αν μπορεί κανένας να βοηθήσει τη γυναίκα μου –τίποτα σημειώσεις, ΣΟΣ θέματα, ξέρετε τώρα.... Μπήκε κατευθείαν στο Τέταρτο με μεταγραφή και έχει μπερδέψει τα μπ... Συναντάει δυσκολίες –τέλος πάντων», ψιθυρίζει ο κοπρίτης.
«Ναι ρε αδερφέ μην ανησυχείς. Πες της να έρθει και κάτι θα γίνει. Θα τη βολέψουμε», τον καθησυχάζει κάποιος από την παρέα.
«Δεν είναι εκεί το θέμα –κι εγώ μια χαρά τη βολεύω, νομίζω. Για σημειώσεις μιλάμε», τον ισιώνει επιτόπου ο κοπρίτης.
«Ρε συ!» αλληθωρίζει ο Κανταΐφιας. «Ο Μάνος ο Γεωργαντάς δεν είσαι;»
Ο κοπρίτης στραβώνει κάπως.
«Αυτός είμαι, αλλά μην το κάνουμε θέμα», μουρμουρίζει.
«Απίστευτο!» θαυμάζει ο Κανταΐφιας. «Οτι θέλεις ρε μεγάλε –πες στη γυναίκα σου να καθίσει μαζί μας στις εξετάσεις, όλα για πάρτη σας».
«Ευχαριστώ φίλε», απαντάει ο κοπρίτης -πλέον Μάνος Γεωργαντάς.
Τον πλευρίζω.
«Ποιος είναι αυτός ρε;» σκουντάω τον Κανταΐφια.
«Σκάσε μαλάκα –‘σου πω μετά», με γειώνει.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η φιγουρινάτη, τσακιζόμαστε να φέρουμε καρέκλα –μας τη συστήνει ο Μάνος ως Αφροδίτη. Οι λιμασμένοι της παρέας πέφτουν γύρω της σαν ύαινες κι εγώ έτσι θα ξηγιόμουν αλλά με τρώει η περιέργεια περί Μάνου. Άσε που η γκόμενα είναι σα γκέισα από το πολύ μέικ απ, την κοιτάζω και περιμένω να γελάσει για να δω αν θα πέσουν οι σοβάδες και θα πλακώσουν τίποτα αθώους περαστικούς.
«Και τι κάνεις τώρα ρε ψυχή;» ρωτάει τον Μάνο ο Κανταΐφιας.
«Το παίζω μπον βιβέρ σε στυλ Ζάχος Χατζηφωτίου», απαντάει εκείνος. Και μετά το απαραίτητο γέλιο συμπληρώνει, «τι να κάνω ρε φίλε –προσπαθώ να περπατήσω στρωτά, επειδή δε μας παίρνει για καουμποϊλίκια πλέον. Είμαστε και παντρεμένοι άνθρωποι –σοβαροί, όσο να πεις!»
«Δηλαδή, κομμένα τα παλιά;» ρωτάει ο Κανταΐφιας.
«Μαχαίρι αδερφάκι μου! Ο πεθερός μου, ο πατέρας της Αφροδίτης...» σκύβει συνωμοτικά προς το μέρος του, «συνταξιούχος μεγαλομπάτσος –αποστρατεύτηκε υποστράτηγος ας πούμε. Έτσι γνώρισα την Αφροδίτη, εκείνη έμπαινε στο γραφείο του μπαμπά κι εμένα με βγάζανε σηκωτό... Τέλος πάντων –συμβαίνουν αυτά. Περάσαμε δύσκολα επειδή, όσο κι αν είχε όνομα ο πατέρας της στην κοινωνία, εμένα ούτε για σοβατζή δε με παίρνανε, ξέρεις πως είναι η πιάτσα... Τελικά πούλησα κάτι χωραφάκια της μάνας μου κι αγόρασα ιστιοπλοϊκό....»
«Τι;»
«Ιστιοπλοϊκό ρε φίλε –σκάφος με πανιά!»
«Α, μά’στα!»
«Κάνω τον σκίπερ τα καλοκαίρια, το τιγκάρω σε συνταξιούχους Ελβετούς και γυρνάμε το Αιγαίο... καλό μεροκάματο, την ψευτοβγάζουμε τους χειμώνες...»
«Καλή φάση!»
«Όπως το πάρεις. Επειδή τις προάλλες ήρθαν κάτι μουσάτοι Έλληνες, μου μισθώσανε το σκάφος για δυο βδομάδες, Οκτώβρη μήνα –δεν παραξενεύτηκα ο μαλάκας! Ανοιγόμαστε κατά Ύδρα μεριά, σκάνε τρεις, τέσσερις σφίχτες αγκαζέ με κάτι μπαταρισμένες ξανθιές και τα πετάνε όλα στο κατάστρωμα...»
«Έλα ρε!»
«Ήρθα. Τι γίνεται εδώ ρε παλικάρια; ρωτάω. Τι θες να γίνει –ταινία γυρίζουμε, απαντάνε».
«Ταινία;»
«Τσόντα ρε φίλε –έχεις περάσει τύφο μικρός; Μου πρότειναν να παίξω κιόλας!»
«Φοβερή φάση!»
«Βρίσκεις; Με πεθερό υποστράτηγο εν αποστρατεία και στέκι μόνιμο στη μαρίνα Αλίμου;»
«Ναι... όπως το θέτεις...»
«Τέλος πάντων, κάνω επιτόπου στροφή 180 μοιρών και τους αδειάζω σούμπιτους στη μαρίνα».
«Σωστή ξήγα!»
«Σωστή βεβαίως και δυο αυγά Τουρκίας! Γιατί πάνε οι μουσάτοι το μισθωτήριο στα δικαστήρια και μου ζητάνε ένα σκασμό λεφτά για αθέτηση συμβολαίου –θέλουν να μου πάρουν το σκάφος!»
«Βρε τους πούστηδες!»
«Οπότε, δεν είναι και τόσο καλή η φάση –όπως καταλαβαίνεις».
«Κι εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις;» παρεμβαίνω για πρώτη φορά.
Με κοιτάει χαμογελαστός –τα δόντια του κάπως περίεργα, σαν ψεύτικα.
«Τι να κάνω ρε πιτσιρί; Θα το μπουρλοτιάσω το σκάφος και θα πάρουν τ΄αρχίδια μου!»
«Είναι ασφαλισμένο;» ρωτάω.
«Μάγος είσαι;» γελάει ο Μάνος.
Εκείνη τη στιγμή σκάει ο Βαγγέλης φουριόζος.
«Έλα ρε τσίφτη –και σε ψάχνω! Σε λίγο αρχίζει η συναυλία», με τραβολογάει σαν μπλουζάκι απ΄το πλυντήριο.
«Καλά αδερφέ μου –μην τραβάς, θα με διαλύσεις!» διαμαρτύρομαι. «Θα ΄ρθει κανένας άλλος;» ρωτάω την παρέα.
Όλοι σηκώνονται –καθότι συναυλία που γίνεται στο εστιατόριο σημαίνει μάσα μετά μουσικής.
«Σένια η Ντουντούκα σου», λέω στον Μάνο όσο προχωράμε.
«Καλή είναι αλλά χάνει λάδια η πουτάνα», σχολιάζει.
«Η ιδιαιτερότητα έχει το τίμημά της», απαντάω. «Αλλιώς γίνεσαι Γιαπωνέζος και ξενοιάζεις».
«Ναι, το έχω σκεφτεί κι έτσι. Ειδικά όταν πρέπει να πάω Μπολόνια κάθε φορά που χρειάζομαι ανταλλακτικά...»
«Κάποια περιπέτεια».
«Αρχίδια με τη ρίγανη. Στην ηλικία μου ακόμα και το κατούρημα στη μέση της νύχτας –περιπέτεια είναι. Μπουχτίσαμε στην περιπέτεια!»
«Ποια ηλικία; Τριαντάρης δεν είσαι;»
«Μέσα είσαι –αλλά το σακατιλίκι δεν πάει με την ηλικία».
«Πάει να πει;»
Γελάει, με περνάει δυο βήματα και πλευρίζει τη γυναίκα του. Πιάνω τον Κανταΐφια.
«Ποιος είναι αυτός ρε;»
«Μάνος Γεωργαντάς ρε κορόιδο! Συντονιστικό της Μαθητιώσας στο Πολυτεχνείο, τον πιάσανε οι Εσατζήδες, γράμματα συμπαράστασης απ΄όλη την Ευρώπη –ο μικρότερος κρατούμενος στα μπουντρούμια της ΕΣΑ. Βγήκε με τους τελευταίους, πρόσεξες τα δόντια του;»
Τα πρόσεξα.
«Όλα ψεύτικα και να’ταν μόνο αυτό. Το σακατέψανε το παιδί, στη μεταπολίτευση τον βγάλανε τα συντρόφια προβοκάτορα, επειδή έκαψε μια Αύρα... Πολλές φυλακές, πολύ ξύλο...»
«Κι εσύ που τον ξέρεις;»
«Επειδή είμαι πολιτικοποιημένος –όχι κουραμπιές σαν και του λόγου σου!»
Στο εστιατόριο έχουν πιάσει στασίδι οι Πασπίτες –τραπεζάκι, λουλουδάκι, καλή φάση –μόνο ο Πανταζής λείπει! Εμείς την πέφτουμε μπροστά τους στο όρθιο, δε βλέπουν αλλά δε μιλάνε κιόλας. Μπροστά στην είσοδο έχουν στηθεί τα όργανα –οι Απροσάρμοστοι κουρδίζουν όσο ο Παυλάκης ρουφάει κάτι μπύρες. Δε δείχνει ερείπιο πια, κλασσικός Παυλάκης με το μαλλί βαμμένο –σούπασταρ με τα ούλα του.
«Οι κοινωνίες πεθαίνουν στα ερείπια των πολιτισμών τους», λέει ο Παυλάκης.
Χαμογελάω. Ωραία λόγια, αλλά μην τα λες σε κοινωνιολόγους μάγκα μου!
«Οι εξουσίες είναι νόθες», συνεχίζει ο Παυλάκης.
«Πες του να τραγουδήσει γιατί αν το συνεχίσει έτσι θα σηκωθούν από μόνοι τους οι μπακλαβάδες και θα τον κοπανάνε», μου σφυρίζει ο Κανταΐφιας και επιτόπου κάνει μεταβολή μπας και σαβουρώσει τίποτα από τα ταψιά στους πίσω πάγκους.
Γελάω –ο Παυλάκης ξεκινάει το Βιβλίο των Ηρώων του Τρόμου, κάτι ξέμπαρκα φρικιά αρχίζουν να κουνιούνται, όλα εντάξει μοιάζουν. Βαριέμαι να κάθομαι μπροστά, αφήνομαι λοιπόν να με παρασύρουν προς τον τοίχο, ο Βαγγέλης χοροπηδάει σα μαϊμού – μοιάζει πολύ με μπασίστα, πως δεν το είχα καταλάβει πριν;
«Φιλαράκι, γαμάτος είναι! Θα του ανοίξουμε εμείς συναυλία –στο ‘πα;»
«Ποιοι ‘εσείς’ ρε Βαγγέλη;»
«Οι Μπο Μπονς –του Πέρη! Ροκαμπίλυ ρουλζ αδερφέ!»
«Τι μπο-μπόν είναι αυτά ρε; Μπομπονιέρες πουλάτε;»
«Καλά κόκαλα βλάκα!»
«Καλά κρασιά! Συγκρότημα έχετε ή χασάπικο;»
«Θα μας ακούσεις και θα πάθεις ζημιά!»
«Ε, αν είναι έτσι, να μην σας ακούσω!»
Ο Παυλάκης συνεχίζει τις φιλοσοφημένες αρλούμπες προλογίζοντας τα τραγούδια του –απορώ πως γίνεται το άτομο να γράφει εκείνους τους ανατριχιαστικούς στίχους και ταυτοχρόνως να λέει τέτοιες πίπες όταν μιλάει! Τα φρικιά σπάνε καρέκλες, μερικοί κατεβάζουν αφίσες και τις λαμπαδιάζουν στο πάτωμα, οι Πασπίτες σηκώνονται να περιφρουρήσουν το χώρο. Κάποια βαβούρα, βρισίδι, κουτιά μπύρες φεύγουν στον αέρα –τα περισσότερα καταλήγουν στο συγκρότημα. Ο Παυλάκης λέει για κατευθυνόμενες νεολαίες γερασμένων παιδιών –χεστήκαμε τώρα.
Αρπάζω μια καρέκλα και τη στριφογυρίζω για ν’ανοίξω δρόμο, λίγο παραδίπλα ο Μάνος έχει βάλει το μπουφάν του ομπρέλα για να γλιτώσει τα ιπτάμενα η Αφροδίτη –τους βλέπω να αποχωρούν διακριτικά. Σιχτιρίζομαι κάπως –βρίσκω μπροστά μου ένα γυάλινο μπουκάλι και το στέλνω να σκάσει ανάμεσα στα τακούνια της γκόμενας. Εκείνη τινάζεται σα νευρόσπαστο όσο το καλσόν της γεμίζει μπύρες και γυαλιά. Ο Μάνος κόβει απότομα, κοιτάζει πίσω –δε με βλέπει.
«Καλύτερα να σε σκότωναν αδερφέ μου. Καλύτερα πεθαμένος παρά παντρεμένος με την ταγιέρ κυρία», ψιθυρίζω όλο συμπόνοια.
Ο Μάνος αποφασίζει να δώσει τόπο στην οργή κι έτσι το ζευγάρι εξαφανίζεται. Στο εστιατόριο γίνεται σκυλοκαβγάς αλλά κανένας δεν δείχνει ορεξάτος –ξέρουμε οτι σε λίγο θα πλακώσουν τα ΚΝΑΤ και θα μας διαλύσουν με συνοπτικές διαδικασίες. Κάνω νόημα στο Βαγγέλη –συμφωνεί κι αυτός –αποχωρούμε κλωτσώντας στο σωρό. Όταν φτάνουμε Συγγρού τρακάρουμε τον Παυλάκη που ψάχνει για ταξί.
«Γαμήθηκε η συναυλία κανονικά», του λέει ο Βαγγέλης.
«Δε βαριέσαι –καλά ήταν. Να σφίγγουν οι κώλοι», μουρμουρίζει γελώντας ο Παυλάκης.
Τι να του πεις; Οτι δεν έχει δίκιο;
«Τι θα κάνεις τώρα;»
«Λέω να την πέσω –από το πρωί γυρνοβολάω, βρέθηκα με κάτι πατριωτάκια και ξιδιάσαμε. Έκατσε και η πρόβα...»
«Παίζεις μπάσο ρε Βαγγέλη;»
«Ναι αμέ!»
«Το μπάσο το ξέρει οτι το παίζεις;»
«Σιγά μην το ρωτήσω!»
Γελάει.
«Είμαι καλεσμένος σε κάτι φίλους».
«Τι φάση;»
«Λόγω που πλησιάζουν Χριστούγεννα, στήνουμε κάποιο χαρτάκι για το έθιμο».
«Ποιο έθιμο ρε Βησιγότθε; Παραμονή Πρωτοχρονιάς δεν είναι το έθιμο;» απορεί ο Βαγγέλης.
«Ναι μωρέ, αλλά εμείς το κάνουμε νωρίτερα καθότι νεοημερολογίτες –τι τα ψάχνεις τώρα; Είσαι μέσα;»
«Μπα, λέω να τουφάρω –αύριο έχω ταξίδι. Θα πάω για γιορτές στους γέρους μου».
«Όπως γουστάρεις μάγκα μου. Καλές γιορτές –εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας».
«Έχεις τίποτα ύπνους; Δε με βλέπω να χαλαρώνω από την ένταση και το κεφάλι μου κουδουνίζει».
«Σκατούλες έχω», τον πληροφορώ.
«Άρα, πρέπει να κάνω γύρα πριν σπιτωθώ», μουρμουρίζει ο Βαγγέλης.
«Όπου στεγνός κι η μοίρα του», φιλοσοφώ.
Χτυπιόμαστε στην πλάτη πριν χωριστούμε –οι γιορτές είναι πολύ μανίκι αδερφάκι μου!
Έξω από το σπίτι του Ευθύμη υπάρχει σχετική ηρεμία. Φαίνεται οτι έφτασα τελευταίος, το πεζοδρόμιό του είναι τίγκα στο μηχανάκι και η ντισκομπάλα στριφογυρίζει εκτυφλωτικά ήδη. Σπρώχνω τη μισάνοιχτη πόρτα –μπαίνω.
«Που ήσουνα γαμώτο; Κόντεψε ν’ αλλάξει η χρονιά όσο σε περιμέναμε!» διαμαρτύρεται ο Ευθύμης.
Γελάω –είμαι έτοιμος να ψηθώ οτι ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς πριν καν φτάσουν τα Χριστούγεννα.
«Τώρα δέσαμε!» γελάει ο Πέτρος όταν με βλέπει.
Δεν καταλαβαίνω.
Οι μπάγκι τύποι κουνιούνται σα μπεχλιβάνηδες στη μουσική του κασετόφωνου, οι κλώσες γκόμενες ζεσταίνουν τους καναπέδες, ο Πέτρος πίνει ουίσκι με κοκακόλα σε μια σαμπανιέρα τιγκαρισμένη στο παγάκι –με κερνάει, πίνω κι εγώ.
«Τι σκατά είναι αυτό το μέρος δικέ μου;» λέω εγώ.
«Πιες γιατί τα χειρότερα έρχονται», με προειδοποιεί ο Πέτρος.
Έχει δίκιο –στον καναπέ του σαλονιού ένας κοινωνικότατος Τάκης χαριεντίζεται με λιγούρηδες φλώρους. Γιατί είναι λιγούρηδες οι φλώροι; Επειδή δίπλα στον Τάκη ποζάρει σε στυλ χολυγουντιανής ντίβας η Μιτσούκο!
«Τι θέλει εδώ αυτή;» σκυλιάζω.
«Ήρεμα φίλε –έχεις και κάποια ανατροφή, μην το ξεχνάς», προειδοποιεί ο Πέτρος.
Τον ντριπλάρω και πλησιάζω, δε με βλέπουν αμέσως.
«Τι ευχάριστη έκπληξη!» ανοίγω διάπλατα τα μάτια.
Τότε με εντοπίζουν.
«Ωωωω, αγαπητέ μου!» χαμογελάει ο Τάκης μέσα στη γαλαντομία.
«Και τι εντυπωσιακή δεξίωση!» συνεχίζω. «Αλήθεια, δοκιμάσατε το μπρικ;»
«Το μπρικ;» αναρωτιέται ο Τάκης. Η Μιτσούκο κοιτάζει πέρα μακριά, τα καράβια που αρμενίζουν μέσα στο αναμμένο τζάκι.
«Το μπρικ ναι –αυτό που νόμιζες οτι κολλάμε», μουρμουρίζω απειλητικά.
«Σεμνά Πέρσα!» προειδοποιεί ο Τάκης.
«Για ελάτε και οι δυο σας –έχω δυο φωνήεντα να ψελλίσω», χαμογελάω εγώ.
«Είναι ανάγκη;» δυσανασχετεί ο Τάκης.
«Και κόψιμο», αγριεύω.
«Τρίτη πόρτα δεξιά –η τουαλέτα», μιλάει επιτέλους η Μιτσούκο.
«Πάρτη κι έλα -μην τη φυτέψω επιτόπου», λέω και γυρίζω πλάτη.
Με ακολουθούν μιλώντας σιγά –έτσι πάει.
«Γιατί την έφερες;» τον ρωτάω.
«Γιατί όχι;» κουμπώνει εκείνος.
«Επειδή νόμιζα οτι θα μαζευόμασταν η παρέα...»
«Και η Μιτσούκο παρέα μας είναι».
«Από πότε γίνανε παρέα μας τα πρεζάκια;» λέω απερίσκεπτα.
«Από τότε που έμπλεξες με την Άλεξ», με πληρώνει κανονικά η Μιτσούκο.
Σηκώνω το χέρι αυτόματα –τραβάω μια ξεγυρισμένη στον τοίχο δίπλα της, νιώθω τις αρθρώσεις μου να ανοίγουν.
«Θα μας δείρεις κιόλας;» γελάει εκείνη κοροϊδευτικά.
«Με κρέμασες κανονικά –δεν το καταλαβαίνεις;» μουγκρίζω.
«Γιατί; Επειδή πηδήχτηκα με τον Τάκη; Είχαμε τίποτα μαζί και δεν το ξέρω;» φιδιάζει εκείνη.
Κοιτάω τον Τάκη απορημένος.
«Τι λέει η δικιά σου;» ρωτάω.
«Ξέρω ‘γω; Μάλλον αναφέρεται στην πρόσφατη περιπετειούλα μας...» σηκώνει τους ώμους αδιάφορα εκείνος.
«Και τι με νοιάζει εμένα; Διόδια στο μουνί της έχω βάλει;» αναρωτιέμαι.
«Μπα –δεν πρόσεξα κάτι τέτοιο όταν πηδηχτήκαμε», απαντάει ο Τάκης.
«Άρα;» απορώ.
«Άραξε να δούμε που το πάει», συμβουλεύει ο Τάκης.
«Το ίδιο σκατομαλάκας μ΄αυτόν είσαι!» του λέει η Μιτσούκο.
«Λοιπόν –μην το κάνουμε θέατρο Κουν εδώ μέσα», λέω εγώ. «Το θέμα κούκλα μου είναι οτι σε χρειάστηκα να με βοηθήσεις μια φορά κι εσύ έπεσες με τα μούτρα στα σκατά –όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς οδοντόκρεμες».
«Το τι θα κάνω είναι δικό μου καπέλο!» φορτώνει η Μιτσούκο.
«Δικό σου καπέλο βεβαίως. Αλλά όταν κάνουμε κάτι μαζί κι εσύ ασχολείσαι με το δικό σου το καπέλο δημιουργείται κάποιο πρόβλημα, δε νομίζεις; Σε παίρνω για πλάτες καθότι άτομο ψαγμένο και ιδεολογικά αντίθετο με την πρέζα και καταλήγω να σε μαζεύω από τα πατώματα με τη σύριγγα άδεια –τι λες γι΄αυτό;» αγορεύω κανονικά.
«Λέω οτι χεστήκαμε στην τελική», απαντάει η Μιτσούκο.
«Χεστήκαμε –εντάξει. Αλλά τουλάχιστον τώρα γνωριζόμαστε από την καλή. Επειδή λοιπόν τυγχάνεις καλεσμένη του Τάκη, κάνε παιχνίδι και τα ρέστα δικά σου. Αλλά μη με ζυγώνεις πολύ επειδή είσαι σκάρτη ρε φιλενάδα και μου μυρίζει άσχημα το πατσουλί σου».
Γυρίζω στον Τάκη.
«Πως με είδες;» τον ρωτάω.
«Σκέτος Εγγλέζος τσέτλεμαν!» ψευτοθαυμάζει.
«Να σου πω!» τσιρίζει η Μιτσούκο.
«Να μου πει;» ρωτάω τον Τάκη.
«Θέλει να έχει πάντα την τελευταία κουβέντα», μου επισημαίνει.
Γυρίζω λοιπόν και τρώω κάποιο χαστούκι φουλ έξτρα, στο δεξί ζυγωματικό πρέπει να έχω αποκτήσει στάμπα από το δαχτυλίδι της.
«Άντε γαμήσου κωλόπαιδο!» δακρύζει από τα νεύρα της η Μιτσούκο.
«Της αρέσουν και οι χειρονομίες αβροφροσύνης», με πληροφορεί ο Τάκης.
«Καλά έκανες και με προειδοποίησες έγκαιρα!» τον επαινώ ψεύτικα και γυρίζω την πλάτη.
Ανταλλάσσω τα λεφτά μου φτηνιάρικες μάρκες και περιμένω φύλλο, δίπλα μου ο Πέτρος με τη σαμπανιέρα, ρουφάει, κερνάει και πάλι απ΄την αρχή.
«Τα βρήκατε τελικά με τη Μιτσούκο;» με ρωτάει.
«Μιτσούκο; Τι είναι αυτό; Σαγιονάρα;» απορώ.
«Ναι εντάξει σαγιονάρα. Κι εγώ είμαι ο Τζόνυ Χούκερ –τι καταλαβαίνεις τώρα;»
«Ξέρω ΄γω; Οτι ακόμα δεν έχεις ξεπεράσει το ‘Κεντρί’!»
Ρουφάει μια γερή από τη σαμπανιέρα και αγανακτεί.
«Ποτήρια δεν υπάρχουν σ΄αυτό το σπίτι;» φωνάζει.
Ο Ευθύμης του πετάει ένα κοντό κρυστάλλινο, ο Πέτρος το πιάνει στον αέρα, ψαρεύει κάτι παγάκια με τα δάχτυλά του, τα ρίχνει στο ποτήρι και το αφήνει ανάμεσά μας.
«Καθότι δεν κυκλοφορούν και τασάκια συν τις άλλοις», μου εξηγεί.
Τραβάω δεκάρι και κάνω πρώτος μάνα στο παιχνίδι –χτυπάω στα γεμάτα, άσχετα με το χαρτί μου. Στην πρώτη γύρα τα παίρνω από τους περισσότερους, μόνο ο Τάκης με κερδίζει. Στη δεύτερη γύρα βγάζω τους μισούς έξω, ποντάρω σαν ξεκωλιάρης. Μένω με τη Μιτσούκο.
«Δώσε φύλλο», χαμογελάει.
Της σκάω ένα πεταχτό, το κοιτάζει, χαμογελάει ακόμα.
«Δικά σου», λέει.
Σηκώνω το χαρτί μου, κοιτάζω –ένα τριάρι μπαγιάτικο, σα ληγμένη κονσέρβα. Τραβάω φύλλο –δεκάρι. Την κοιτάζω όσο σαχλαμαρίζει με τον Τάκη.
«Μένω», αποφασίζω τελικά.
«Στα 13; Νομίζεις οτι είσαι καλός;» πετάγεται ο Ευθύμης.
«Καλύτερος από την κυρία –σίγουρα», χαμογελάω με τη σειρά μου.
«Ναι ε;» κοροϊδεύει η Μιτσούκο.
Την χαζεύω –δε βγάζω άχνα, περιμένω.
«Εντάξει τότε. Πάρτα», σηκώνει τους ώμους αυτή.
«Τι είχες; Δυο τεσσάρια, ή λιγότερο;» τη ρωτάω.
Με κόβει άγρια.
«Κλέβεις ρε πούστη!»
«Μπορεί –αλλά όχι εσένα πάντως! Έχουμε και μια υπόληψη, δεν κλέβουμε εκκλησίες!» γελάω.
«Γαμιέσαι κανονικά!» πετάει νευριασμένη τα χαρτιά η Μιτσούκο.
Δίκιο έχει –γαμιέμαι. Χρόνια τώρα, κανονικά και με το νόμο. Παίζω με σημαδεμένη τράπουλα και δεν έχω κουράγιο ούτε να κερδίσω. Μαζεύω τις μάρκες της, κάνω ακόμα μια γύρα –καίγομαι στη μέση, χάνω ότι έβγαλα κι ακόμα τόσα. Σπρώχνω οτι μου απόμεινε στον Πέτρο.
«Παίξε για πάρτη μου, πάω παραλία», του λέω.
Στη διαδρομή για τον καναπέ δίπλα στο αναμμένο τζάκι ψαρεύω ένα μπουκάλι κρασί –εύκαιρο και βολικό. Αράζω μαζί του, βρίσκω μέχρι και καθαρό ποτήρι –πολλή χλιδή αδερφέ μου! Σκέφτομαι όσο καπνίζω το τσιγάρο μου, δίπλα στο τζάκι, μακριά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, με το κρασί στο χέρι –σκέφτομαι τι γυρεύω εδώ πέρα και πως βρέθηκα εδώ κι αν τελικά υπάρχει κανένας λόγος της προκοπής για να βρίσκεσαι κάπου, γενικά. Εντάξει, είμαι εδώ και περιμένω κάτι –δεν ξέρω τι είναι αυτό –αλλά θα το αναγνωρίσω με το που θα το δω, έτσι νομίζω. Και μετά; Θα το αφήσω να περάσει, να χαθεί στη γωνία κι αν δεν το κάνει θα την κοπανήσω εγώ. Τι μας πέρασες δηλαδή –για ανθρώπους;
Η Μιτσούκο κάθεται δίπλα μου, την κόβω με την άκρη του ματιού, αλλά δεν τη βλέπω να ακονίζει νύχια.
«Δεν ήθελα να έρθουν έτσι τα πράγματα», ψιθυρίζει.
«Δεν μας ρωτάνε τα πράγματα για το πως θα έρθουν», λέω εγώ.
«Άκουσα οτι χωρίσατε», συνεχίζει.
«Ναι ... ακούστηκε κάτι τέτοιο –μη δίνεις σημασία».
«Εσύ την παράτησες;»
Γυρίζω προς το μέρος της.
«Μεγάλες κουβέντες!» παρατηρώ. «Φουσκωμένα λόγια ....και καμώματα....»
«Εντάξει, πες μου τη δική σου εξήγηση», ζητάει η Μιτσούκο.
«Φόβος, τι άλλο;» μουρμουρίζω.
«Φόβος –μάλιστα. Άρα με καταλαβαίνεις κι εμένα».
«Σε καταλαβαίνω Μιτσούκο. Απλά δεν είμαι ο κατάλληλος ώμος για ν’ακουμπήσεις –κάπως ασταθής και ανισόρροπος ενίοτε. Και έχω μπόλικα κρίματα στο λαιμό μου για φορτωθώ και τα δικά σου».
«Δε στο ζήτησα», διαμαρτύρεται.
«Δε χρειαζόταν»,της εξηγώ.
Κοιτάζουμε το τζάκι, την κερνάω τσιγάρο και κρασί, μοιραζόμαστε την απελπισία. Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Μοιράσου με κάποιον ένα πορτοκάλι και θα βρεθείς με το μισό. Μοιράσου με κάποιον την απελπισία και βρεθείς με τη διπλάσια. Γερό χαρτί η απελπισία!
«Τι γίνεται εδώ ρε αλήτη; Την πέφτεις στη γκόμενά μου;» με αγκαλιάζει από πίσω ο Τάκης.
«Ναι αλλά δεν μου κάθεται –το παίζει δύσκολη!» σηκώνω τους ώμους.
«Πάμε καλή μου, θα σε σώσω από αυτό το κακόφημο μέρος! Μην του δίνεις σημασία του αλήτη!» θεατρίζει ο Τάκης τραβώντας την να σηκωθεί.
Με χαιρετάνε από μακριά καθώς ψάχνουν για τα παλτά τους, χαμογελάω και τους εύχομαι να τα καταφέρουν –για μια στιγμή ψήνομαι οτι έχουν κάποια ελπίδα. Πίσω μου έχει ανάψει το παιχνίδι, ο Ευθύμης δίνει σόου αλλάζοντας τρόπο μοιράσματος σε κάθε γύρα, ο Πέτρος τον σιγοντάρει –κόλαση κανονική.
Ο Τάκης με τη Μιτσούκο θα πρέπει τώρα να τρέχουν αγκαλιασμένοι στη λεωφόρο –κρύος αέρας και ζεστές προσδοκίες, έστω γι΄αυτή τη νύχτα. Πόσα εύκολα μπορούν να γίνουν όλα! Η Άλεξ εξαφανισμένη –έτσι μου είπαν. Ο Πέτρος πίσω μου διασκεδάζει, ή έτσι δείχνει –ο Βαγγέλης μάλλον θα κοιμάται ξερός, ο Μάνος ο Γεωργαντάς θα προσπαθεί για μια ακόμα φορά να εξηγήσει στην Αφροδίτη τι διάολος τον καβάλησε και μπλέχτηκε στη ζωή της.
Κι εγώ περιμένω να περάσουν όλα αυτά, να σχολάσει η γιορτή και να βγάλουν κέρατα οι τοίχοι –για πόσο ακόμα θα φυλάνε τις πλάτες μας;
Ήρθαμε σ΄αυτό το μέρος και παγιδευτήκαμε, σύντομα όλα θα γυρίσουν εναντίον μας και οι φίλοι, σκέτα βαρίδια όταν τρέχεις να σωθείς.
Γι΄αυτό δεν έχουμε καμιά όρεξη να τρέξουμε.
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
28 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Μου έφτιαξες το απόγευμα ρε μπαγάσα!
Ετοιμάζω το καφεδάκι μου και θα κάτσω να απολαύσω! Και μετά θα ρίξω και τραγουδάκι!
Motor τελείωσε η ιστορία ή θα έχουμε και τρίτο μέρος;
motor σε έχω ζαλίσει στις ερωτήσεις sorry.
Βρήκα σήμερα αυτο:http://themotorcycleboy.wordpress.com/
παίζει να βρω κάτι που δεν έχεις εδώ;
Πάρε και ένα δωράκι (κατα το κοινως γλύψιμο):http://www.flickr.com/photos/caroline_bonarde/473459578/sizes/o/
Ευχαριστώ ρε φιλαράκο -ειδικά για την φωτό, είναι από το θρυλικό Rumble fish, ελπίζω να το έχεις δει.
Ναι, υπάρχει και τρίτο μέρος -το τελευταίο (επιτέλους).
Αυτό που βρήκες στο wordpress ήταν μια προσπάθειά μου να μεταφέρω εκεί το μπλογκ, μπας και γλιτώσω από τα τρολ, αλλά ατυχήσαμε επειδή μετέφερε τα σχόλια σε στυλ κοκορέτσι -οπότε το παράτησα. Πάντως δεν υπάρχει κάτι εκεί που δεν υπάρχει εδώ -το αντίθετο μάλιστα.
Να'σαι καλά.
Ενδιαφέρον, αν και ακομη οι χαρακτηρες μου ειναι αγνωστοι. Θα το πιασω απο την αρχή, λεω.
Ωστοσο, ανά στιγμές νομίζω ότι οι στιχομυθίες αλλα και οι περιγραφές έχουν μια εξεζητημένη θεατρικότητα - larger than life. Ίσως να είναι η ιδέα μου αλλα πιστεύω ότι θα πρέπει να τονίζουμε και αυτες τις (κ.κ.τ. αρνητικές) πλευρές ενός κειμένου, έτσι δεν είναι;
Ευχαριστώ motor για την απάντηση. Για την ταινία εννοείται. Από μικρός Κοπολλικός!
Άσε γιατί τωρα παλεύω και με τα ¨Γουρούνια στον Ανεμο¨. Τραβάμε ζόρια...
Άντε αν και μου ταίριαζε περισσότερο στο 29, δεν ξέρω γιατί: http://www.youtube.com/watch?v=1-x3lpeS0r8&feature=PlayList&p=EA793BBD0AECF30B&playnext=1&index=1
Γεία σου ρε ell!!!
1.αλήθεια ο παύλος έπαιζε σε επαναστατικές εκδηλώσεις πασπιτών;
2. μπορείς να γράφεις μια ζωή τις συναντήσεις της ζωής σου; ακόμα και ψεύτικες να ναι, το χεις.
3. ο επίλογος μου θύμισε 'ο μοναχός ο άνθρωπος' του παπάζογλου. μη με πάρετε με τις πέτρες ε.
4. για το σχόλιο της εξεζητημένης θεατρικότητας θα συμφωνήσω, αν και θα το όριζα πιο ρομαντικά ως εξιδανικευμένη καθημερινότητα.
5. τι να κάνει άραγε η άλεξ.
Poison, ναι -το έπιασες κάπου στη μέση και κάπως χάνεσαι. Έχω ήδη σηκώσει το πρώτο μέρος ενιαίο και την επόμενη βδομάδα θα σηκώσω και το δεύτερο, να μην ταλαιπωρείσαι με τα ποστ εδώ μέσα.
Περί διαλόγων -η άποψή μου είναι μάλλον στη μέση. Εννοώ οτι όντως κάπως έτσι μιλάγαμε τότε, αλλά έχεις και δίκιο -σε κάποια σημεία το τραβάω για να γίνει θεατράλε, επειδή αυτό με βολεύει στη γρήγορη αποτύπωση μιας κατάστασης (κάποια σκηνική οικονομίας, ας πούμε). Βέβαια, το έχω γράψει και παλιότερα, το ξαναγράφω επειδή είσαι καινούργιος -αυτό το κείμενο, όπως και πολλά άλλα, έχει σαφή δάνεια-αναφορές σε αγαπημένες μου, εμμονικές, φράσεις, κατά κύριο λόγο του Νίκου Νικολαϊδη αλλά και άλλων.
Ουφ, αυτά! Και όντως σου είμαι υπόχρεος για την παρατήρηση.
Outsider, τα Γουρούνια είναι η πόρτα της ντουλάπας που φοβόμαστε ν΄ανοίξουμε. Όταν όμως ανοίγει, γινόμαστε κανονικά διανοητικοί ταξιδιώτες.
Samson,
1. ναι ο Παυλάκης και πριν είχε παίξει ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ (το θεώρησα άνευ σημασίας να το βάλω στο κείμενο) και μετά έπαιξαν οι Φάντης Μπαστούνι (θα αναφερθεί παρακάτω). Όλοι αυτοί καλεσμένοι από τους Πασπίτες -προσέγγιση της νεολαίας, χεχεχε.
2. ναι, αλλά δεν μπορώ να τις λύσω κι ας έχουν μόνο έναν άγνωστο. Δεν το 'χω, το ψάχνω.
3. ωραίο τυπάκι ο Παπάζογλου, τον εκτιμώ -είχε κάνει στο στούντιό του και τον δίσκο των Antitropau, έχει βγάλει και ένα από τα τρομακτικότερα ελληνικά τραγούδια το "Χτυπάει τηλέφωνο" που όποτε το ακούω παθαίνω κατατονία πλας δηλητηρίαση.
4. Ωραία το όρισες με βολεύει, χαχαχα. Αλλά ξέχασες το κλείσιμο ματιού σε αυτούς που δεν είναι πια εδώ, όμως από πάντα μας έβλεπαν "εν τι απουσία τους".
5. Άλεξ; Ποια Άλεξ;
α. Ναι τον πρόλαβα κι εγώ τον Παύλο σε εκδηλώσεις της ΠΑΣΠ. Ημουν ακόμη γκάβακας! Μια φορά στη Φωκίωνος. Είχα (πως το 'πες;) την λυκειακή τσίμπλα στο μάτι.
β. Ναι είναι εμφανείς μερικές εμμονικές φράσεις, αλλά ... μην δίνεις σημασία!
γ. Μας κάνεις μεγάλη ζημιά, αλλά μας αρέσει.
Αγαπητέ, η πραγματική ζημιά είναι τα σχόλια -για μένα τουλάχιστον.
Από τη Φωκίωνος μπορεί να είχα περάσει κι εγώ, αλλά με αυτά που γίνονταν τότε ο Παυλάκης μόνο σαν μουσική υπόκρουση λειτουργούσε.
Όπως είχε πει κι Εκείνος, "δεν έχω εμμονή με τη συνέπεια, αλλά συνέπεια στην εμμονή".
Τι να λέμε τώρα;
To kalokairi pou to kaneis gargara einai h "Ξέβαθη Θάλασσα" me alla onomata? Vriskw polla koina.
Kalispera sas kai ante grafte kai to trito meros :P
Τι κουφάλα που είσαι ρε φίλε! Ναι, αυτό το καλοκαίρι είναι -σκέφτηκα να το βάλω στη θέση του, ανάμεσα στις συνέχειες, αλλά είπα οτι παρατραβάει η ιστορία, άσε που οι περισσότεροι το έχετε διαβάσει.
Το τρίτο μέρος το ξεκίνησα και η αρχή του θα σου αρέσει μάλλον. Αρκετά κιόλας.
"Μοιράσου με κάποιον ένα πορτοκάλι και θα βρεθείς με το μισό. Μοιράσου με κάποιον την απελπισία και βρεθείς με τη διπλάσια."
Μετράει άσχημα.
Και βρίσκει εφαρμογή ακόμα πιο άσχημα...
Χεχε, το ήξερα οτι θα σου άρεσε αυτό φιλαράκο. Έχω όμως την εντύπωση οτι δεν είναι δικό μου -μπορεί και να το έχω κάπου διαβάσει, αλλά δε θυμάμαι.
Εντάξει βέβαια, στο θέμα της εφαρμογής έχω εμπειρία -άσχημη φυσικά.
ρε συ μότο, τώρα που τελείωσε το 2ο μέρος, σε παρακαλώ γράψε μια περίληψη για το τι έχει συμβεί πάνω-κάτω γιατί δυστυχώς έχω χάσει κάποια επεισόδια και δεν μπορώ να τα διαβάσω, δεν έχω πολύ χρόνο, καταλαβαίνεις τι εννοώ.
πληηηηηηηηηηζ
Μην αγχώνεσαι -δεν έχει σημασία τι συνέβη μέχρι τώρα. Μπόλικες γκομενικές ιστορίες, μια αποτυχημένη εκ των προτέρων ερωτική σχέση, κάμποσο ξύλο, η γυναίκα της ζωής μας που φεύγει μακριά μας (ή φεύγουμε μακριά της, το ίδιο κάνει)...
Συνηθισμένα πράγματα. Διαβάζεται και αυτόνομα, χεχεχε.
Υ.Γ.: Έχω σηκώσει στο πλάι και τα δυο μέρη, μπορείς να τα κατεβάσεις αν έχεις περιέργεια.
πολυ χαλαρα τελειωσε το δευτερο μερος μαλλον θα γινει της πουτανας στο τριτο...
Έχεις ένα πρόβλημα με τα τελειώματά μου αδερφέ, χαχαχαχα! Θυμάμαι οτι και με το τέλος του πρώτου είχες κάπως παραξενευτεί -ρε μήπως σου αρέσει η ιστορία και δεν θες να τελειώνει; Ε; (Κάνω τα κοπλιμέντα από μόνος μου να μην υποχρεώνομαι στους ανεπρόκοπους, κατάλαβες;)
Πάντως μέσα έπεσες περί του τρίτου -κάπως πανικός κι ομίχλη αρχίζει.
ρε χαμος γινεται 'δω μεσα τι κριση και παπαριες το καλο πραμα δεν πιανει σκονη στο ραφι επισης να παει να γαμηθει ο νοτιας ποναει το ποδι μου καθοτι και εμεις μοτορσαϊκλ μποϋζ και εχουμε τα παρασημα μας απο λογοτεχνικης αποψεως κανω αιματηρες οικονομιες και θα σε εκδωσω εγω θα σε κανω το πουτανακι μου για να μη βγαζω τα ματια μου δεν μου φτανει ολη μερα στη δουλεια.
Νικος Χ.
Σιγά ρε μαγκά. Όλα τα έλυσες στην ζωή σου και το μόνο που σου έμεινε να κράξεις είναι εδώ; Τράβα και γαμήσου μαλάκα.
Χαχα, όχι ρε Outsider -δικό μας είναι το παιδί, δεν κράζει! Μη μασάς, απλά οι φίλοι μου είναι λίγο βρωμόστομοι και παλιοχαρακτήρες.
Ρε συ Ν.Χ. από πότε τα σάικλ απέκτησαν και μότορ; Ίσα μωρή αφρόκοτα που θα με εκδώσεις κιόλας -δεν διάβασες τι λέει ο Ρακάς στο πλάι του μπλογκ μου; Ρε, τα μάτια σας και τα ξόδια σας θα βγάλουτε δω μέσα -τι το πέρασες; Βιβλιάκι, σεζ λονγκ και μαρτίνι άντερ δε μουνλάιτ; Θα πήξετε ρε.
Γράψτε λάθος μάγκες, σόρρυ. ήμουν και λίγο φτιαγμένος και άναψα
Μην αγχώνεσαι ρε -δεν υπάρχει παρεξήγηση! Εδώ είμαστε για να φτιαγνόμαστε και να προσέχουμε μη χαλαστούμε τζάμπα και βερεσέ.
Πάντως, ευχαριστώ που μου στάθηκες στο "βρισίδι" -το εκτιμώ αυτό.
χάος και πσυχεδέλεια, αγνά πηχτά κι ανόθευτα. thumbs up! και μ' αρέσει που στην αρχή προσπαθούσα να μαντέψω που παει η ιστορία και να βρω τα distinct character patterns... :P
Χρυσό μου κατά κει που πρέπει πάει η ιστορία. Κατά διάολου δηλαδή.
Αφού σου είχα πει οτι δεν ήταν ακριβώς φίξιον -περισσότερο καταγραφή γεγονότων.
Ήρθαμε σ΄αυτό το μέρος και παγιδευτήκαμε, σύντομα όλα θα γυρίσουν εναντίον μας και οι φίλοι, σκέτα βαρίδια όταν τρέχεις να σωθείς.
Γι΄αυτό δεν έχουμε καμιά όρεξη να τρέξουμε.
Αυτό, πολύ μου άρεσε ρε φίλε...
Ναι, κι εμένα γιατί είναι περιεκτικό και ακριβές. Ακόμα ψάχνω από που διάολο το σούφρωσα!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!