Τρίτη, Φεβρουαρίου 25, 2025

Η μέρα μετά

<

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Ο εκδοτικός οίκος

Το δελτίο ειδήσεων

Η Τζούλια

Προωθητική εκδήλωση

Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων

Ο Λουκάς

Η μυρωδιά με ξύπνησε. Κι ο πόνος. Το κεφάλι μου ήταν ίσα με 30 κιλά αν έκρινα από την προσπάθεια που χρειαζόταν για να σηκωθεί από το σκληρό κάτι. Κι όταν ξεθόλωσαν λίγο τα μάτια μου, κατάλαβα ότι το σκληρό ήταν μια πλάκα πεζοδρομίου, η μυρωδιά ερχόταν από τα ξεραμένα σκυλόσκατα δίπλα στο δεξί μου αυτί κι εγώ ήθελα να βρίσκομαι οπουδήποτε αλλού.

Ένα πόδι με σκούντηξε -για την ακρίβεια ήταν ένα παντοφλέ παπούτσι και θα γελούσα, αν ήμουν σε οποιαδήποτε άλλη κατάσταση, επειδή είχε ανοίξει μπροστά το παπούτσι, το παντοφλέ είχε γίνει παντόφλα. Τινάχτηκα όρθιος, εκείνη τη στιγμή ξεκόλλησε το αριστερό μου πλευρό κι έχασα περίπου ενάμιση γόνατο, ή τουλάχιστον, έτσι μου φάνηκε.

Ο άντρας δίπλα μου περίμενε υπομονετικά και μύριζε απαίσια. Άστεγος, από αυτούς με τα μαλλιά-αφάνα, τα γένια πολλών μηνών και τα ρούχα πολλών ανθρώπων. Έβαλε δυο δάχτυλα στο στόμα του και τράβηξε μια οδοντογλυφίδα, την κράτησε ανάμεσα στα κιτρινισμένα νύχια του και με έδειξε.

«Είναι δικό μου το μέρος», βρυχήθηκε.

Έφυγα -τι να ΄κανα; Αφού ήταν δικό του το μέρος…

 

Περπάτησα για κάμποση ώρα, που μπορεί να ήταν 5 λεπτά, μπορεί και 20 -δεν είχα επαφή. Όταν βαρέθηκα να τριγυρίζω σα μαλάκας, διάλεξα ένα παγκάκι στην κυκλική πλατεία (σε ποια περιοχή ήμουν;) κι έψαξα στις τσέπες μου. Δε με είχαν κλέψει κι αυτό ήταν καλό, αλλά δεν είχα και τσιγάρα. Στη δεξιά τσέπη του τζιν βρήκα τον ζίπο και θα χαιρόμουν αφάνταστα αν, εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν άρχιζε το κεφάλι μου να κουδουνίζει. Ένα ασθενοφόρο έκοβε βόλτες εκεί μέσα -τι δουλειά είχε το ασθενοφόρο μέσα στο κεφάλι μου, αντί να κυκλοφορεί έξω στο δρόμο, να με παραλάβει ημιλιπόθυμο και να με πάει σε κάποιο νοσοκομείο; Η δημόσια υγεία περνάει κρίση στις μέρες μας, τώρα καταλάβαινα ότι είχαν δίκιο όσοι το υποστήριζαν.

Υπήρχαν δυο πράγματα που έπρεπε να γίνουν, αλλά όχι ταυτόχρονα. Να θυμηθώ που έχω παρκάρει και γιατί βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση. Το πρώτο ήταν επείγον, το δεύτερο μπορούσε να περιμένει. Αλλά όσο σκεφτόμουν το αυτοκίνητο, τόσο πετάγονταν μπροστά μου ποτήρια που λέρωναν τον ξύλινο πάγκο ενός απροσδιόριστου μπαρ και φωνές, δυνατές φωνές, ακατανόητες. Και φώτα. Πολλά φώτα. Από αυτοκίνητα που περνούσαν έξω από τη τζαμαρία του μαγαζιού κι άλλα φώτα νέον μέσα στο μαγαζί. Μη δίνεις σημασία -πού πάρκαρες, αυτό ψάχνεις. Και μια πόρτα που άνοιγε μπάζοντας πρώτα κρύο, μετά ανθρώπους -κι απέναντι δυο μπάτσοι σε αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες, αλλά οι μπάτσοι φορούσαν στολή, με τι ασχολείσαι τώρα ρε ηλίθιε; Όμως ο μόνος τρόπος να βρεις την άκρη είναι να βρεθείς στη μέση -πετάχτηκα σαν ελατήριο (ξεχαρβαλωμένο). Οι μπάτσοι φυλάνε το σπίτι ενός πρώην πρωθυπουργού κι αυτό το σπίτι ξέρω πού είναι, άρα, το μπαρ…

Πήγα μέχρι εκεί κουτσαίνοντας (αν και δε με ενοχλούσαν τα πόδια μου), το μπαρ είχε κλείσει κι επιτέλους είχαν σβήσει τα φώτα του, ο ήλιος με σεβάστηκε σήμερα και δε βγήκε. Ήξερα βέβαια πού είχα παρκάρει -μετά το μπαρ, στο πρώτο στενό δεξιά, ένα πάρκινγκ που κάποτε έκανε χρυσές δουλειές αλλά αργότερα φαλήρισε. Η Τζούλια με περίμενε βαριεστημένα -είχε τα δίκια της.

 

Όταν γύρισα το κλειδί στη μίζα, φυσικά δεν έγινε τίποτα. Ούτε τη δεύτερη φορά, ούτε την τρίτη, αλλά με την τέταρτη άρχισε να βροντάει το αμάξι -είχα ξεχάσει ένα σιντί των Electric Eels κι αυτοί οι καργιόληδες παίζουν μονίμως στο τέρμα, είδα τα πάντα μαύρα και σκέφτηκα ότι κάπως έτσι γαμιέται η μπαταρία, σύντομα θα ψάχνω κατηφόρες για να ξεκινήσω. Μπορεί να λιποθύμησα, μπορεί και όχι -πάντως όταν έφτασα στο σπίτι είχα σχεδόν όλες μου τις αισθήσεις.

 

Χώθηκα κάτω από το ντους αφού πρώτα έκαψα τα ρούχα που φορούσα, δηλαδή, εντάξει -πώς να κάψεις τα ρούχα σου σε ένα διαμέρισμα; Εννοώ ότι τα πέταξα μέσα στο πλυντήριο, άσπρα-μαύρα στην ίδια πλύση και μετά μπήκα κάτω από το ζεστό νερό, έριξα ότι σαμπουάν και αφρόλουτρα βρήκα πρόχειρα και το νερό έτρεχε, ζεστό, χλιαρό, μετά κρύο, παγωμένο -με έπιασε τρέμουλο, τα γόνατά μου λύθηκαν, με το ζόρι πρόλαβα να στεγνώσω πριν χωθώ κάτω από τις κουβέρτες. Κοιμήθηκα αμέσως, όντας σίγουρος ότι δεν πρόκειται να ξυπνήσω ποτέ ξανά.

 

Ξύπνησα όμως, με πόνους σε απροσδιόριστα σημεία και μια απορία να με βασανίζει, σχετικά με το τι σκατά συνέβη κι ένα κάρο αυτοκαταστροφικοί αληταράδες το γύρισαν στη θρησκεία όταν έχασαν την επαφή τους με τη μουσική. Εννοώ, ο Άρθουρ Κέιν από τους Νιού Γιόρκ Ντολς, o Τζον Μόρτον από τους Ελέκτρικ Ίιλζ, ο Μπράιαν Γουέλς από τους Κορν… Δεν ασχολούμαι με το Ντύλαν, αυτός έκανε καριέρα μια ζωή, άσε που έχει τον αριθμό του προσωπικού τηλεφώνου του Θεού και τον παίρνει τα βράδια για να του σπάσει τ΄αρχίδια (έχει ο Θεός αρχίδια;) με τη γκρίνια του. Θέλω να πω… οι τύποι αυτοί πέρασαν τη γραμμή, θυμάσαι κάτι αρχαίους χάρτες που είχαν τα βασίλεια και μετά έγραφαν Το Τέλος του Κόσμου; Αυτοί λοιπόν πέρασαν τη γραμμή, βρέθηκαν στο Τέλος του Κόσμου και εκεί, τι συνάντησαν; Το Θεό; Σοβαρά; Μας δουλεύετε ρε καργιόληδες; Χρειαζόμουν έναν καφέ πριν πιώ τον καφέ μου κι έναν καφέ ακόμα, μετά τον καφέ.

 

Είχε σκοτεινιάσει κανονικά έξω από το παράθυρό μου όταν ξεμπέρδεψα με τους καφέδες, τα παυσίπονα, κι έβαλα χέρι στα τελευταία τσιγάρα που φύλαγα καβάντζα στο συρτάρι μου -έπρεπε να βγω έξω. Για να το καθυστερήσω λίγο, προσπάθησα να στήσω σε σειρά όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ.

Λοιπόν, όταν παράτησα το ελάχιστα υποσχόμενο ζευγαράκι στην πλατεία κι αφού τριγύρισα άσκοπα, χώθηκα στο γνωστό μπαράκι γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να πάω σπίτι. Όταν φεύγεις από μια γυναίκα, ψάχνεις μια τρύπα και κρυφτείς -όταν όμως σε έχει διώξει μια γυναίκα, οι τοίχοι δε σε σώζουν, πρέπει να βάλεις ανθρώπους ανάμεσά σας, άσχετους ανθρώπους, άγευστους σαν τις τσίχλες που μασάς όσο προσπαθείς να κόψεις το τσιγάρο.

Πήγα στο γνωστό μαγαζί και κάθισα στο τραπέζι πίσω στον τοίχο, μετά το μπαρ, αριστερά από την πόρτα της τουαλέτας, κουβάλησα μια Στολίσναγια με τόνικ από τη μπάρα (δεν υπήρχε μπαργούμαν εδώ, μόνο ένας ξινός τύπος με αρχές φαλάκρας και λαμέ πουκάμισο) και κάρφωσα το βλέμμα μου στην πόρτα περιμένοντας να μπει, ίσως, (ποιος ξέρει…) ο τρομερός Λούης Πετράς.

Δεν μπήκε ποτέ, βέβαια. Αλλά μπήκαν παρέες που έκαναν θόρυβο, ευχάριστο, ενοχλητικό, αδιάφορο -πάντως θόρυβο. Κάποια στιγμή το μαγαζί γέμισε κι εγώ έπινα χωρίς να είμαι σε θέση να υπολογίσω το νούμερο του ποτού. Ήρθε μια παρέα, κάθισε στο διπλανό τραπέζι, απλώθηκαν στις δικές μου καρέκλες, κάτι είπαμε, δεν θυμάμαι τι ακριβώς -ήταν, μάλλον 3 κορίτσια και 4 αγόρια. Μετά έφυγαν. Ήρθε ένα ζευγάρι σαραντάρηδων -κάθισαν στο τραπέζι μου, μιλήσαμε, έφυγαν. Ήρθαν τότε δυο γερόντια, στην ηλικία μου -είπαμε για το πώς ήταν το μαγαζί παλιά, πώς κατάντησαν σήμερα, για τη γειτονιά, για την πλατεία -κάπου εκεί κατάλαβα ότι αυτοί εννοούσαν το Κολωνάκι κι εγώ τα Εξάρχεια, έχασα κάθε ενδιαφέρον, μετά αυτοί έφυγαν και δεν ήρθε κανένας άλλος -θυμάμαι ότι κοιμόμουν πάνω στο τραπέζι και μετά ξύπνησα στο πεζοδρόμιο. Ξεπεσμένος ροκ σταρ κι έτσι….

 

Άρχισα να ντύνομαι υπολογίζοντας ότι θα ξεχνούσα γρήγορα το χτεσινό βράδυ. Κι αυτό έγινε δηλαδή, επειδή έπρεπε επειγόντως να βρω τον Αργύρη -έξι μέρες άδεια δεν είναι πολλές, ειδικά όταν έχουν περάσει οι τρεις κι εγώ δεν ξέρω ούτε καν που μένει, ποιος τον φιλοξενεί -αλήθεια, έχει ο Αργύρης οικογένεια; Συγγενείς; Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω.

 

Έφτιαξα καφέ, τον ήπια μονορούφι, έφτιαξα άλλον και τον βόλεψα δίπλα στο λάπτοπ, διαγωνίως από τον αναπτήρα και τα τσιγάρα. Ψάξε…

 

Γρήγορα βρήκα τις ενημερωτικές σελίδες όπου ασύντακτοι αρθρογράφοι έσκιζαν τα καλσόν τους επειδή η κυβέρνηση είχε επιτρέψει να βγει με άδεια ένας επικίνδυνος τρομοκράτης ο οποίος, εντάξει, δεν είχε σκοτώσει κανέναν, αλλά έβαζε μπόμπες κι αν τύχαινε να περνάει κάποιος εκείνη την ώρα θα σκοτωνόταν -υπήρχαν και αφηγήσεις των παρ΄ολίγο θυμάτων του Αργύρη οι οποίοι δήλωναν τρομοκρατημένοι οτι, 5-6 ώρες πριν, βρίσκονταν στο μέρος που έσκασε η βόμβα. Κανένας βέβαια δεν έλεγε ότι 5-6 ώρες πριν τη βόμβα ήταν 10 η ώρα το βράδυ που κυκλοφορούσε κόσμος, ενώ όταν έγινε το μπαμ ήταν ξημερώματα, όταν δεν κυκλοφορούσε ούτε σκυλί αδέσποτο, αλλά δε γαμιέται; Ο τρομοκράτης ήθελε να σκοτώσει και δεν το πέτυχε από ανικανότητα ή από ατυχία, εκεί κατέληγαν τα άρθρα. Έσβησα το τσιγάρο μου, ήπια καφέ. Ωραία όλα αυτά, όμως πού ήταν ο Αργύρης;

Σηκώθηκα για να ξεμουδιάσω -τελικά το μεθύσι δεν μου είχε αφήσει πολλά, πέρα από βαρύ κεφάλι και στομάχι σαγρέ. Τότε το εντόπισα, δηλαδή σκεφτόμουν τι σκατά να κάνει ο Αργύρης ως εξοδούχος -να πηδάει καμιά φαν, να πίνει τσίπουρα σε κάποιο εναλλακτικό μαγαζί αγορεύοντας; Αγορεύοντας… εντάξει, αλλά γιατί σε εναλλακτικό μαγαζί κι όχι σε κάποια εκδήλωση του χώρου; Τσακίστηκα να καθίσω μπροστά στην οθόνη, έψαξα, ήταν τόσο εύκολο τελικά. Δηλαδή έψαξα λίγο, δεν το πέτυχα με την πρώτη, αλλά βρήκα την αναγγελία της εκδήλωσης -σήμερα στις 8:30 στο νέο κτίριο του Παντείου. Κοίταξα το ρολόι μου -η ώρα ήταν 9:40 -τσακίστηκα να ετοιμαστώ. Πριν βγω από την πόρτα του διαμερίσματος ακούμπησα πάνω της, μια ξαφνική ζαλάδα κι όλα ήταν μάταια, είχα τη διάθεση να πέσω στο πάτωμα και να κοιμηθώ ξανά -τελικά το μεθύσι άφησε κατάλοιπα.

 

Έκανα γρήγορα τη διαδρομή, με ανοιχτό παράθυρο και κλειστή μουσική, ούτε να καπνίσω δεν πρόλαβα. Μπαίνοντας από Συγγρού προσευχήθηκα να βρω κάπου κοντά θέση για παρκάρισμα, αλλά τελικά δεν γλίτωσα τη φοβερή ανηφόρα που ξεκινάει στο πλάι της Πάντου. Βλαστήμησα τον Αργύρη και όλους τους αντιεξουσιαστές που έρχονται με αυτοκίνητο αντί να κυκλοφορούν υπογείως, τίγκα στις μολότωφ.

Ευτυχώς το κλασικό περίπτερο που ξεφυλλίζαμε τις κρεμασμένες εφημερίδες του κάποτε, μπας και μάθουμε ποιο Βραζιλιάνο θα πάρει ο Θρύλος, ή ποιον δικό μας έδεσαν οι μπάτσοι ήταν ακόμα ανοιχτό. Μια πιτσιρίκα καθόταν από μέσα -όσο κι αν προσπάθησα, δε θυμόμουν πώς ήταν ο περιπτεράς τότε, παλιά.

«Έχει κόσμο ε», σχολίασα όσο μου έδινε τα τσιγάρα μου, ελπίζοντας να μην έχει σχολάσει τόσο γρήγορα η εκδήλωση.

«Συνηθισμένα», μουρμούρισε χωρίς να με κοιτάξει.

«Δεν είναι μια εκδήλωση στο νέο κτίριο;» έκανα με αγωνία.

«Κάθε μέρα έχουν εκδήλωση», με γείωσε η μικρή.

Έφυγα ελπίζοντας να έχω έρθει στο σωστό μέρος….

 

Αφού κάπνισα γρήγορα ένα τσιγάρο, χώθηκα στο νέο-νέο κτίριο, μπόλικος κόσμος απέξω κι ακόμα περισσότερος μέσα στην εκδήλωση, κάτω από τα κίτρινα φώτα. Δε μου πήρε πολύ να ξεχωρίσω τον Αργύρη στο τραπέζι των ομιλητών, κάπνιζε αδιαφορώντας για το τι έλεγε ένας όρθιος μουσάτος στα δεξιά του -καταλάβαινα ότι είχε τελειώσει τη δική του ομιλία και βιαζόταν να την κοπανήσει, τι διάολο, δεν είχε και πολλές μέρες ακόμα εκτός κελιού… Ένα αδύνατο παιδί πέρασε δίπλα μου, του έκοψα το δρόμο πριν κατέβει προς τα καθίσματα.

«Έχει πολύ ακόμα;» τον ρώτησα.

«Έχει», είπε χωρίς να με κοιτάξει.

Την έκανα με πίσω βήματα για επόπτευση του χώρου -ένα τραπεζάκι στα αριστερά της πόρτας του αμφιθεάτρου με πεταμένες μπροσούρες και αφίσες, κάτι παρέες κάπνιζαν στις άκρες, πίνοντας καφέδες από πλαστικά ποτήρια και μπύρες από μεταλλικά κουτάκια, σίγουρα υπήρχε και κάποιο κουτί εισφορών για την υποστήριξη του δίκαιου αγώνα που, εντάξει, ήταν δίκαιος, αλλά αγώνας…

Βγήκα έξω στον πεζόδρομο, τίγκα στις καφετέριες πλέον -κατάντια. Σκέφτηκα να τσιμπήσω κάποιο τραπέζι με θέα την είσοδο του κτιρίου αλλά δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Άναψα λοιπόν καινούργιο τσιγάρο και κοίταξα τριγύρω για χαφιέδες, παλιά ψάχναμε για μπάτσους με λουστρίνι, ριγέ πουκάμισο και λιγδιασμένο μαλλί -τώρα εντόπισα 2-3 άτομα με σακ βουαγιάζ, ακριβά αθλητικά παπούτσια και παντελόνια εκστρατείας, από κανάλια κατά πάσα πιθανότητα. Μιλούσαν στα κινητά τους κοιτάζοντας την είσοδο στα δεξιά μου, δεν κάπνιζαν, δεν έφτυναν στο πεζοδρόμιο αλλά μου φάνηκαν πιο σιχαμένοι από τους παλιούς χαφιέδες. Γύρισα το κεφάλι αλλού, όμως είχα ήδη καρφωθεί. Ένας απ΄αυτούς με πήρε χαμπάρι, με έδειξε στον διπλανό του κι αυτός έφερε το κινητό μπροστά στη μούρη του. Βιάστηκα λοιπόν να ξαναμπώ μέσα, αλλά ήμουν σίγουρος οτι θα με ακολουθούσαν. Οι βδέλλες δεν ησυχάζουν αν δε ρουφήξουν αίμα -πώς να το κάνουμε δηλαδή;

Για λίγα λεπτά δεν έγινε τίποτα και βρήκα την ευκαιρία να υπενθυμίσω στον εαυτό μου οτι την είχε δει πολύ μεγάλη φίρμα νομίζοντας πως τον κυνηγάνε οι παπαράτσι -ήμουν βέβαια βιαστικός όπως πάντα γιατί τότε έσκασαν 2 απ΄αυτούς με φωτογραφικές και τηλεφακούς. Μια ελπίδα που είχα να χωθούν κατευθείαν στην αμφιθεατρική αίθουσα φρέναρε μαζί τους πέντε μέτρα μακριά μου. Τους πλησίασα.

«Δημοσιογράφοι;» ρώτησα ξερά.

«Καλύπτουμε την εκδήλωση», απάντησε ένας από τους δύο.

Ήταν γυμνασμένος και το έδειχνε, είχε βάψει μαλλί και φαινόταν.

«Για λογαριασμό ποιου;» ξαναρώτησα.

«Είμαστε από την τηλεόραση», είπε ο άλλος.

«Και ποιος κάλεσε το βρωμοκάναλά σας ρε αλήτες;» φώναξα για να με ακούσουν οι πιτσιρικάδες τριγύρω.

Οι οποίοι κινήθηκαν γρήγορα, μας κύκλωσαν -πρόλαβα να βγω από τον κλοιό πριν τους πετάξουν έξω βρίζοντας. Πήγαινα στοίχημα οτι δεν θα τη γλιτώναμε τη φωτογράφιση τελικά, αλλά δε με ένοιαζε κιόλας. Ακούμπησα στον πρώτο εύκαιρο τοίχο και ψάχτηκα για καινούργιο τσιγάρο, ελπίζοντας εκείνο να το καπνίσω ολόκληρο.

Μια παρέα παιδιών με πλεύρισε.

«Ο Καστρινός δεν είσαι;»

«Ήρθες για τον Αργύρη;»

«Καλά ξηγήθηκες…»

«Γιατί δεν είσαι κι εσύ να μιλήσεις;»

«Γαμάνε τα βιβλία σου πάντως».

Ακόμα ένα τσιγάρο που θα πήγαινε χαμένο… Πριν βγω πάλι έξω είχα ομολογήσει ότι όντως είμαι ο Καστρινός και πέρασα να δω τον Αργύρη και τέλος πάντων δεν είχα τίποτα να πω γι΄αυτό δεν ήμουν στους ομιλητές και εντάξει, άμα γαμάνε τα βιβλία μου να προσέχουν που τα παρατάνε τα βράδια (αυτό το τελευταίο δεν το κατάλαβαν όλοι, άσε που κάποιοι στράβωσαν).

Εκείνη τη στιγμή, όσο πέταγα ένα ακόμα μισοκαπνισμένο τσιγάρο, τον άκουσα.

«Περίμενα πως θα έρθεις να με βρεις νωρίτερα».

Δε μίλησα, οπότε μου τράβηξε μια γερή στην πλάτη.

«Καλοπερνάς μωρή καργιόλα, Κάστρο», γέλασε. «Ξέθαψες και τα βιβλία σου, κονομάς στην πλάτη μου αρχίδι…»

Γύρισα απότομα να τον δω, χαμογέλασα.

«Τι ωραία που τα λες ρε φίλε. Να σου πω -τα πιστεύεις κιόλας ή απλά κάνεις φιγούρα για να πηδήξεις;»

Στράβωσε κάπως.

«Έλα να πιούμε κάτι», πρότεινα.

«Γιατί; Έχεις να μου προτείνεις καμιά θέση στην κυβέρνηση;»

«Ναι -ψάχνουν διευθυντή στην ΕΥΠ», είπα.

«Μίλα καλά, Κάστρο…»

Τον τράβηξα από το μπράτσο και βρεθήκαμε στο κοντινότερο καφέ. Πετύχαμε και άδειο τραπέζι, τον κοίταξα όσο περιμέναμε τη σερβιτόρα.

«Δυο μπύρες», είπα.

«Εγώ πίνω ούζο», δήλωσε ο Αργύρης.

«Στ΄αρχίδια μας», του εξήγησα.

«Τι μπύρες; Έχουμε…» ξεκίνησε να λέει η σερβιτόρα.

«Αυτές, τις πρώτες που είπες», την έκοψα πριν προλάβει να μιλήσει άλλο.

Πέταξα τα τσιγάρα και τον αναπτήρα πάνω στο μεταλλικό τραπεζάκι και τον κοίταξα. Είχε στρώσει αρκετά από την τελευταία φορά που τον είδα, αλλά παρέμενε νεκρικά γερασμένος. Τον λυπήθηκα και μετά σταμάτησα να τον λυπάμαι. Έσπρωξα το πακέτο προς το μέρος του.

«Κάνε τσιγάρο», του ζήτησα.

Δεν κουνήθηκε.

«Θες κάτι;» ρώτησε.

«Έχω μια απορία», είπα. «Ποιος μας ηχογράφησε;»

«Λες για…»

«Εσύ τι λες;»

Απλώθηκε πιο άνετα στην καρέκλα του και με κοίταξε χαμογελώντας.

«Εσύ ποιος νομίζεις οτι το έκανε;» με ρώτησε.

«Δε γουστάρω», του ξεκαθάρισα. «Εντάξει -ηχογραφούσαν τα πάντα εκεί μέσα, αυτό το κατάλαβα. Το θέμα είναι πως εσύ δε με ειδοποίησες».

Ανασήκωσε τους ώμους.

«Και γιατί να το κάνω;» απόρησε.

«Έτσι λοιπόν…» μουρμούρισα.

‘Ήρθαν οι μπύρες -τράβηξα κάτι ξεγυρισμένες γουλιές από το μπουκάλι μου όσο εκείνος χάζευε τη δική του.

«Ρίξε και το παρασύνθημα», του ζήτησα.

«Τι δε καταλαβαίνεις ρε Κάστρο; Προφανώς και μας γράφανε εκεί μέσα -είχες την εντύπωση οτι κόβονται πολύ για ανθρώπινα δικαιώματα; Σε έχουν κάτω από τις κάμερες, με τα μικρόφωνα στους τοίχους ακόμα κι όταν χέζεις, έτσι πάει…»

Άναψα τσιγάρο, περιμένοντας να συνεχίσει.

«Γι΄αυτό σε άφησα να εκτεθείς…» είπε.

«Έτσι ε;»

«Περίμενες δηλαδή να προστατέψω έναν πουλημένο που γύρισε μετά από χρόνια ως κυβερνητικός;» με ρώτησε.

«Για μένα μιλάμε τώρα -σωστά;» απόρησα με τη σειρά μου.

«Γιατί, τι ήσουνα; Μας πούλησε τότε, δε μας πούλησες;»

«Και πόσα έβγαλα;»

«Τι;» μπερδεύτηκε.

«Λέω ρε παιδί μου -όταν πουλάς κάτι, βγάζεις λεφτά, βγάζεις γκόμενα, διορίζεσαι στο Δημόσιο ξέρω ΄γω… Τι έβγαλα εγώ;»

«Εσύ το ξέρεις αυτό», απάντησε.

«Εσύ δεν ξέρεις;»

«Όχι».

«Τότε πώς ξέρεις οτι σας πούλησα;»

Γέλασε.

«Έλα ρε Κάστρο -τι θα μας πεις τώρα;»

Ήπια ακόμα λίγη μπύρα, το στομάχι μου άρχισε πάλι να πονάει.

«Πες μου κάτι ρε Αργύρη, ήσουν ποτέ στη Μαφία; Στην Καμόρα; Στη Ντράγκετα; Στη Γιακούζα ξέρω ΄γω;»

Τον μπέρδεψα λιγάκι.

«Τι αστείο είναι αυτό πάλι…» απόρησε.

«Λέω δηλαδή -επειδή αυτοί εκεί πέρα θεωρούν πούλημα το να φεύγει κάποιος από την Οργάνωση και σε ρωτάω. Ήμασταν σε καμιά τέτοια Οργάνωση;»

«Τι μαλακίες είναι αυτές…»

«Γιατί άμα δεν ήμασταν, μπορούσα να διαφωνήσω ή απλώς να βαρεθώ και να αποχωρήσω, κάνω λάθος;»

Ακούμπησα τους αγκώνες στο τραπέζι και τον κοίταξα.

«Ότι δηλαδή βαρέθηκες και γι΄αυτό έφυγες…»

«Άσε το γιατί έφυγα -δικός μου λογαριασμός. Σας την έπεσαν τίποτα μπάτσοι όταν έφυγα; Σας συνέλαβαν; Σας παρακολουθούσαν; Έγινε κάτι;»

«Όχι αμέσως, αλλά…»

«Αλλά και τ΄αρχίδια μας κουνιούνται. Το θέμα είναι οτι με κατηγορείς για κάτι που υπάρχει στο κεφάλι σου. Και καλά ξηγιέσαι δηλαδή -όλοι μέσα στο κεφάλι μας ζούμε κι αν σε βολεύει να φταίω εγώ για κάτι, εντάξει, εγώ φταίω. Όμως ρε φίλε, έρχομαι να σε βοηθήσω σε μια δυσκολία, είσαι τώρα εδώ πέρα ωραίος και σε χαλβαδιάζουν τα γκομενάκια ως Τσε Γκουεβάρα από τα Λεχαινά κι εσύ μου γαμάς τη ζωή γι΄αυτό το λόγο;» πήγα να σβήσω το τσιγάρο μου όταν θυμήθηκα οτι δεν το είχα καν ανάψει.

«Εγώ κι εσύ και οι ζωές μας είμαστε ένα τίποτα μπροστά στην επανάσταση», είπε ο Αργύρης ανάβοντας κι αυτός ένα από τα δικά μου τσιγάρα.

Τον κοίταξα -τρόμαξα λίγο.

«Ποια επανάσταση ρε μαλάκα; Ξέρεις πώς τους λένε όλους πλέον αυτούς που μαζεύτηκαν σήμερα για να σ΄ακούσουν; Φασέους τους λένε -για τη φάση είναι εδώ και το βράδυ θα την πέσουν στη μανούλα για μπιφτεκάκια. Όχι δηλαδή πως παλιότερα ήμασταν εμείς καλύτεροι. Επανάσταση… Οι μισοί χωθήκανε στην πρέζα και οι υπόλοιποι βρήκαν δουλειά, παντρεύτηκαν και παίζανε χρηματιστήριο».

«Ακόμα και δίκιο να ΄χεις, η επανάσταση είναι το μόνο μας μέλλον και γι΄αυτό θα παλεύω, έστω και μόνος», είπε σιγά.

«Καλά το είπες, έστω και μόνος και μαγκιά σου -βγες και στα βουνά με φυσεκλίκια άμα γουστάρεις. Εμένα γιατί με έμπλεξες στη φάση;»

«Γιατί μέσα από σένα θα χτυπιόταν η κυβέρνηση, στο είχα πει και τότε».

Στράγγισα τη μπύρα μου, σηκώθηκα. Πέταξα ένα εικοσάρικο στο τραπέζι, μάζεψα τσιγάρα-αναπτήρα.

«Με την κυβέρνηση κάνε ότι γουστάρεις. Εμένα αν με ξαναμπλέξεις σε ιστορίες θα σε βρω, ακόμα και πίσω από τα σίδερα, και θα σου στρίψω το λαρύγγι, ξηγηθήκαμε Αργύρη;» είπα σφυριχτά.

«Σιγά ρε συγγραφέα…» γέλασε.

Έσφιξα τον αναπτήρα στην χούφτα κι ετοιμάστηκα να του σπάσω τα δόντια, αλλά τότε είδα οτι οι τύποι με τις φωτογραφικές είχαν πάρει θέση τριγύρω μας, σε ασφαλή απόσταση πάντα.

«Να περνάς καλά Αργύρη μου και γύρνα αριστερό προφίλ να σε πάρουν φωτογραφίες γιατί από την άλλη δείχνεις πολύ μαλάκας», του ευχήθηκα χαμογελώντας.

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι