Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008

19. Ένα, καλά φυλαγμένο, σάουντρακ

Περίληψη προηγουμένων:

1. Όπου ο ήρωας κατεβαίνει από το αεροπλάνο επιστρέφοντας στην κωλοπόλη του μετά από 20 χρόνια. Τον περιμένει μια παλιά φίλη, η Ρέα και μπόλικος, άσχετος με το θέμα, εκνευρισμός.
2. Δίνονται κάποιες αναγκαίες εξηγήσεις σχετικά με τον Πέτρο, που σαπίζει σε ψυχιατρείο και ο ήρωας ξανασυναντάει την κτηνώδη κίτρινη -μπλε Τενερέ 600.
3. Η Τενερέ πηγαίνει στο συνεργείο και ο ήρωας ανακαλύπτει οτι τον ανακάλυψαν.
4. Μια επίσκεψη στο μπαρ ενός παλιού φίλου, Σπήλιος το όνομα, καταλήγει σε κλωτσοπατινάδα, όπου ο ήρωας τις αρπάζει δεόντως. Σκοπός της επίσκεψης είναι η αναζήτηση πιστολιού.
5. Μετά από άγονη περιπλάνηση (που λένε και οι μορφωμένοι) ο ήρωας βρίσκεται σε δανεικό αυτοκίνητο να παρακολουθεί το σπίτι των γονιών του Πέτρου. Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η Έλλη.
6. Μια όμορφη σχέση, διανθισμένη από μπουγέλα και τσαντιές, αναπτύσσεται μεταξύ του ήρωα και της αδερφής του Πέτρου -της Έλλης. Γίνεται και μια αναφορά στον "Καρχαρία" που θέλει να σκοτώσει ο Πέτρος. Μια ακόμα όμορφη ανθρώπινη επαφή με τους θαμώνες κάποιου κωλόμπαρου αφήνει ενθύμιο στον ήρωα, ένα βουλάρικο περίστροφο Άρκους 94.
7. Όπου ο ήρωας συναντάει οτι έχει απομείνει από τον Πέτρο.
8. Δυο φιλικές συνομιλίες -η πρώτη με μπάτσους και η δεύτερη με έναν παλιό φίλο ξεκαθαρίζουν κάποια πράγματα στον ήρωα. Όπως ας πούμε, σχετικά με το ποιος είναι ο Καρχαρίας.
9. Μια εθιμοτυπική επίσκεψη στο σπίτι των γονιών του Πέτρου καταλήγει στην "απαγωγή" της Έλλης.
10. Κάποια παραλιακή βόλτα με την Έλλη οδηγεί στην αναζήτηση του Καρχαρία και σε μια σφαίρα που κατεβάζει το τζάμι του παραθύρου του.
11. Η Ρέα ακολουθεί τους υπόλοιπους στην αναζήτηση κρυσφύγετου. Υπάρχει η προοπτική ενός εξοχικού κοντά στο Σούνιο, αλλά επιλέγεται τελικά κάποιο αραγμένο καταμαράν.
12. Μισή ερωτική εξομολόγηση και μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια του Σπήλιου.
13. Κάποια συνάντηση στο σπίτι στο τέλος του δρόμου.
14. Ο ήρωας αναλύει τον συναισθηματικό του κόσμο στην Έλλη πριν κηδέψει την θηρώδη Τενερέ 600.
15. Ένα ειδύλλιο με την Έλλη και η ανακάλυψη οτι ο Πέτρος έχει ήδη φύγει από την κλινική.
16. Το ζευγάρι ψάχνει να βρει τους κυνηγούς του, αλλά βρίσκει και χρόνο να πάει στο ραντεβού με τον Πέτρο, 20 χρόνια μετά.
17. Ο ήρωας δέχεται να κρυφτεί μαζί με τους υπόλοιπους και να διώξει την Έλλη από κοντά του.
18. Ο Καρχαρίας βγαίνει από τη μέση αφήνοντας μια σφαίρα σουβενίρ στον ώμο του ήρωα.


Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό -μύριζε κλεισούρα, υγρασία και αντισηπτικό. Κατά τα άλλα ήταν φιλόξενο δωμάτιο. Διέθετε στρώμα με καρφιά ακριβώς κάτω από την πλάτη μου, ένα κομοδίνο με δολοφονικές γωνίες όπως με προειδοποίησε (καθυστερημένα βεβαίως) ο αγκώνας μου και μια ύπουλη ησυχία. Ξέρεις τώρα, εκείνη την κατάσταση που νομίζεις οτι είσαι χαμένος στα τρίσβαθα του ωκεανού και ξαφνικά ακούς μια πνιχτή λέξη. «Σκουληκιασμένος»; Όχι, όχι –τίποτα τέτοιο. Δεν ξέρω από που έχει κολλήσει η λέξη στο μυαλό μου, αλλά δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Τίποτα βαρύγδουπο –ψίθυροι περισσότερο, «καφέ;» και «εδώ είμαι» και «όχι, ευχαριστώ», ψίθυροι που σπάνε σαν καρπούζι κάπου μακριά και τα κουκούτσια τους φτάνουν μέχρι το κρεβάτι μου. Πονούσα αρκετά –αναστέναξα για να δοκιμάσω αν είχα ακόμα φωνή. Όλα καλά.

Είχα στα σίγουρα αρπάξει κάποια σφαίρα, ο μπανταρισμένος ώμος το επιβεβαίωνε. Κι ο Πέτρος δεν μπόρεσε τελικά να πηδήξει τη Ρέα –άσχετο, αλλά το θυμόμουν κι αυτό. Τις προηγούμενες μέρες κατάφερα να σκοτώσω δυο ανθρώπους, μπορεί και τρεις, όμως τα είχα σκατώσει πλήρως σε όλα τα υπόλοιπα. Τώρα έπρεπε να μαζέψω ότι αντοχές κυκλοφορούσαν αδέσποτες και να τις χρησιμοποιήσω –αν ήθελα να ξεκολλήσω από αυτή την ποντικότρυπα. Κι έτσι ακριβώς έκανα. Σύρθηκα μέχρι την άκρη του κρεβατιού, πάτησα παγωμένα πλακάκια, έκανα μερικά παιδικά βήματα και κουτούλησα σε έναν περαστικό καλόγερο. Βλαστήμησα πνιγμένος στα μπουφάν, αλλά κατάφερα να βρω το χερούλι της πόρτας και μετά τον διάδρομο που πήγαινε στο φως. Όχι κι άσχημα για κάποιον μολυβένιο ηλίθιο –δε νομίζεις;

«Και τώρα τι γίνεται;» ρωτούσε η Ρέα.
«Μη μου σπας τ΄αρχίδια! Ότι είναι να γίνει, θα γίνει», απαντούσε ο Πέτρος.
«Τζα;» έκανα στο άνοιγμα της πόρτας. «Σας έλειψα;»
Πετάχτηκαν κάπως ηλεκτρόπληκτοι. Με κοίταξαν.
«Σηκώθηκες;» έκανε χαζά ο Πέτρος.
«Ναι εγώ σηκώθηκα. Εσένα σου σηκώθηκε;» χαζογέλασα.
Η Ρέα κιτρίνισε. Ο Πέτρος τρεμούλιασε –τον είχα τσακίσει τον πούστη! Μπήκα και κάθισα σε μια πολυθρόνα με ενοχλητικά ελατήρια, στριφογύρισα μέχρι να καταλάβω οτι δεν υπήρχε περίπτωση να τα αποφύγω.
Τότε είδα την εφημερίδα που έσπρωχνε στο πλάι ο Πέτρος.
«Τι είναι αυτό;» έδειξα.
«Τίποτα ... μαλακίες ...» είπε.
«Δώσε να δω».
«Τι να δεις; Σου είπα –μαλακίες», επανέλαβε.
«Ναι αλλά αν σου πετύχει η μαλακία ...» απάντησα.
«Τύφλα νάχει το γαμήσι», συμπλήρωσε ο Πέτρος και με κοίταξε άγρια. «Ευχαριστημένος;»
«Στα σύννεφα!» μουρμούρισα σηκώνοντας τα χέρια προς το ταβάνι –δηλαδή, το ένα χέρι γιατί το άλλο σκάλωνε χοντρά. «Κάνε τώρα πάσα τη φυλλάδα μη χεστούμε ακόμα δεν ξύπνησα».
Σήκωσε την εφημερίδα και μου τη σβούριξε κατάφατσα χωρίς να κουνήσει τίποτα άλλο πέρα από τον καρπό του.
«Ωραίος ο κλόουν!» με θαύμασα καθώς μάζευα σελίδες κρεμασμένες στη μύτη μου.
Τακτοποίησα προσεκτικά τα φύλλα, στη σειρά, μετά άνοιξα την εφημερίδα από το τέλος και χάζεψα τα αθλητικά. Εντυπωσιάστηκα εντός ολίγου.
«Τι λε ρε πούστη μου! Χατ τρικ ο Γκραφίτε! Και τον είχα για εντελώς τσουρούκι!» μονολόγησα.
«Τέλειωνε ρε μαλάκα μας έχεις βγάλει τ΄άντερα τόση ώρα!» φώναξε η Ρέα, κάπως υστερική.
Δίπλωσα τη φυλλάδα. Την κοίταξα.
«Τι συμβαίνει αγαπούλα; Βιάζεσαι να πάω στην πρώτη σελίδα; Για να με δω πρώτη μούρη, καταζητούμενο για εγκλήματα κατά συρροή; Πάμπλικ ένεμι νάμπερ ουάν να πούμε;»
Ο Πέτρος έκανε ένα σπαστικό, τίναξε κάπως τα χέρια σα να είχε αράχνη μέσα στο πουκάμισό του, αλλά ίσιωσε αμέσως μετά.
«Έχεις τσιγάρα;» με ρώτησε.
Κοιτάχτηκα από πάνω ως κάτω. Φορούσα ένα κόκκινο μπόξερ με κίτρινα παπάκια και τίποτα άλλο –άρχισα να έχω αμφιβολίες για τη διανοητική κατάσταση του ανθρώπου.
«Στο μπουφάν μου», είπα.
Η Ρέα τσακίστηκε να τα φέρει.
«Τι έγινε φιλαράκι; Το πάμε για συνταρακτικές αποκαλύψεις; Σε λίγο θα πλακώσουν και τα τσέμπαλα δηλαδή;» τον ρώτησα.
«Η πιο συνταρακτική αποκάλυψη είναι οτι τελικά δεν υπάρχει ζωή πριν το θάνατο», μουρμούρισε ο Πέτρος.
«Ούτε και θάνατος πριν τη ζωή», συμπλήρωσα. «Άρα;»
«Άρα ... που είναι τα τσιγάρα;» γέλασε ο Πέτρος. Πάλι με κλειστό στόμα.
Η Ρέα μου έδωσε την καπνοσακούλα –έστριψα ένα και μετά την πέταξα στον Πέτρο. Την άρπαξε στον αέρα, με ξέχασε αμέσως μετά. Για λίγο.
«Στην πρώτη σελίδα, η φυλλάδα μιλάει για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε μέλη τρομοκρατικής ομάδας», ψιθύρισε. «Δένει και την ιστορία του Σπήλιου, η Ασφάλεια βρίσκεται επί τα ίχνη, η εξάρθρωση της ομάδας είναι ζήτημα ημερών ... Διάβασε και μόνος σου».
«Δεν χρειάζεται, σε εμπιστεύομαι», είπα. «Ρίξε τώρα και το παραμύθι να στανιάρουμε».
Η Ρέα έτριξε τα δάχτυλά της τσακίζοντας τις κλειδώσεις –την κοίταξα, με απέφυγε.
«Φύγε», μουρμούρισε ο Πέτρος. Στη Ρέα πήγαινε αυτό, αλλά εκείνη δε το ‘πιασε αμέσως.
«Άστο –καλύτερα να πάμε εμείς καμιά βόλτα», προθυμοποιήθηκα.
«Τι βόλτα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου;» πετάχτηκε η Ρέα.
«Έχω περάσει και χειρότερα», την καθησύχασα. «Κι επειδή τυχαίνει να ξέρω και το τέλος της ταινίας, θέλω να κάνω κάτι πριν πέσουν οι τίτλοι. Σωστός κολλητέ;» αυτό πήγαινε στον Πέτρο φυσικά.
«Θα οδηγήσω εγώ», είπε. «Η αιμορραγία σταμάτησε, αλλά μάλλον έχεις ακόμα μέσα τη σφαίρα. Ή ότι σε χτύπησε τέλος πάντων ...»
«Κάποια καραμπόλα θα έγινε στους τοίχους», είπα σκεπτικά. «Γι΄αυτό έμεινε μέσα –αλλιώς θα έφερνα σε ελβετικό τυρί τώρα που μιλάμε».
Μετά αποχώρησα διακριτικά, γιατί έτρεμαν τα γόνατά μου και πήγα να ντυθώ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ξεφτιλίκι από το να προσπαθείς να ντυθείς με ένα χέρι –χειρότερο κι από πλέξιμο με σιδερολοστούς είναι. Αλλά τα κατάφερα, έριξα και μπόλικο νερό στα μούτρα μου, ήμουν αξύριστος και μύριζα ιδρώτα ανακατεμένο με αίμα. Δε βαριέσαι –κανένας δεν θα το έπαιρνε χαμπάρι.

Ο Πέτρος με περίμενε στο αυτοκίνητο, με τα φώτα αναμμένα, η νύχτα ήταν τίγκα στο αστέρι, σκέτο Χόλυγουντ –πριν βγω έξω με σταμάτησε η Ρέα.
«Πρόσεχε ρε μπαγάσα», μου ψιθύρισε στ’ αυτί.
«Γιατί ρε φιλενάδα; Μη με καθαρίσουν εκεί έξω και δεν προλάβουν να με φάνε εδώ μέσα;» τη ρώτησα.
Δε μίλησε.

«Που πηγαίνει ο κύριος;» χαμογέλασε ο Πέτρος με στυλ δουλικού ταρίφα.
«Τράβα και θα σου πω στην πορεία», μούγκρισα όσο βολευόμουν στη διπλανή του θέση.
«Ότι γουστάρεις», το γύρισε στο πιο μόρτικο. «Αλλά, βάλε κάποια μουσική να μη μας περάσουν για τίποτα μαναντζαρέους».
«Όσο γι΄αυτό ...» ξεκίνησα να λέω κοιτάζοντας τα αλλόκοτα μαλλιά του με την προχωρημένη αραίωση, αλλά το έκοψα ακαριαία. Αρκετά του είχα χωθεί για την ώρα. Βούτηξα λοιπόν το δεξί μου χέρι στην πλαϊνή τσέπη του δερμάτινου, αεροπορικού τύπου, μπουφάν μου και τράβηξα ένα cd γεμάτο ξέφτια από την εποχή του κρασιού και των τριαντάφυλλων. Το γλίστρησα στο μηχάνημα και άπλωσα τα πλοκάμια μου τριγύρω, για να κόψω αντιδράσεις. Κι εκείνος οδηγούσε σιγά, ρολάριζε το αμάξι στη λεωφόρο και είχαμε παρέα μας όλα τα καλά παιδιά, τον Jim Carroll με τους πεθαμένους φίλους του, τον Peter Hammill χωρίς την Alice, τον Nick Cave που έλεγε για κάποιο σκλάβο της Κυριακής και τους θρυλικούς Dream Syndicate που τα ξεκίνησαν όλα αυτά. Πάει να πει, προχωρούσαμε «με φώτα ολόφωτα» προς τη μεγάλη πόλη και δεν ξέρω αν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος από αυτόν για να καταστραφείς.
«Γουστάρω σκηνικό», είπε ο Πέτρος.
Τον κοίταξα, είχε ένα τικ στο μάτι και τα χείλη του έτρεμαν –κάτι φαινόταν να έχω ξυπνήσει εκεί πέρα.
«Θα σου πω λοιπόν τη συνέχεια της ιστορίας, για να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση», είπα αφού είχα στρίψει δυο τσιγάρα. Τα άναψα και μετά του κάρφωσα το ένα ανάμεσα στα χείλη μπας και σταματήσουν να τρέμουν.
Ρούφηξε μια τζούρα, ο καπνός του μπήκε στο μάτι, τράβηξε το τσιγάρο, έφτυσε κομμάτια καπνού.
«Κι ας αρχίσουμε κάνοντας σύνδεση με τα προηγούμενα», είπα αδειάζοντας τα πνευμόνια μου νωχελικά. «Όπου, εσύ στο τρελάδικο περνάς τις μέρες σου παλεύοντας να διατηρήσεις όσα από τα τετρακόσια σου απόμειναν -μεταξύ χαπιών και παγωμένων ντους, ένας τρόπος μονάχα υπάρχει κι αυτός λέγεται ‘μίσος’. Κάποιος πρέπει να φταίει για όλα αυτά, κάποιος που καλοπερνάει εκεί έξω όσο εσύ πηδιέσαι και φοράς τη λευκή ρόμπα. Τα λέω καλά; Άστο –μια χαρά τα λέω. Εδώ βέβαια κυκλοφορεί μια απορία –γιατί δεν ήρθες στο ραντεβού πριν 20 κάτι χρόνια, μήπως να με διευκόλυνες σε αυτό;»
«Επειδή με τσίμπησαν οι μπασκίνες στο δρόμο για το σπίτι της Ρέας», είπε παγωμένα ο Πέτρος.
«Για κάντο κέρματα αυτό γιατί δεν έχω να σου χαλάσω», μούγκρισα.
«Είχα μαζέψει τα πράγματά μου από το σπίτι, κωλοβάραγα στους δρόμους της πόλης για να σιγουρευτώ οτι κανένας δεν με ακολουθούσε, η Ρέα περίμενε κι εγώ ήμουν σίγουρος οτι τη γλιτώσαμε. Θα πήγαινα σπίτι της από πίσω, δεν ήταν καρφωμένο αλλά ποτέ δεν ξέρεις ... Στο μπάσιμο της Συγγρού με στρίμωξαν οι ασφαλίτες. Από το πουθενά –καταλαβαίνεις; Άδειος δρόμος πίσω μου κι αυτοί πετάχτηκαν από τα στενά λες και ήταν μέσα στο κεφάλι μου, λες και με διάβαζαν σα χάρτη...»
Έστριψε από Αμφιθέας, με ρώτησε γυρίζοντας το κεφάλι, του έκανα νόημα –«καλά πας».
«Με λιώσανε στο ξύλο αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί τότε έκανα την τελευταία μου ταρζανιά, τις έτρωγα και μέτραγα την ώρα, περίμενα μέχρι να φύγει το Μάτζικ Μπας, μετά έσπασα και τα κάρφωσα όλα στο χαλαρό. Μάλιστα κύριοι, εμείς τον φάγαμε τον Ζητά, ο άλλος δεν ξέρω που είναι, την κοπάνησε εδώ και μέρες με αεροπλάνο, όχι, η γκόμενά μου δεν ξέρει τίποτα –μόνοι μας κάναμε τη δουλειά και θέλετε να σας πω το καλύτερο; Σας έχω γραμμένους στον πούτσο μου, δώστε μου να υπογράψω και κλείστε με μέσα να τελειώνουμε. Τσαντίστηκαν κάπως. Μου ζήτησαν ονόματα, διψάγανε για αίμα και συλλήψεις, τους είπα οτι αν με ξανάγγιζαν δεν θα υπέγραφα καμιά ομολογία –σταμάτησαν για να σκεφτούν. Τους πήρε κάποια ώρα, εγώ περίμενα πεταμένος σε μια κωλοτρυπίδα, ήρθαν μετά για να μου πουν οτι ήμουν ελεύθερος να πηγαίνω και την ομολογία μπορούσα να τη βάλω εκεί που ξέρω. Ωραίοι;»
Γέλασα. Το θυμόμουν το παιχνιδάκι –σε γαμούσαν στο ξύλο για να βγάλουν το άχτι τους κι αν δεν τους βόλευες σε άφηναν ελεύθερο. Τι ήταν η φυλακή μπροστά στην ξεφτίλα που σε περίμενε εκεί έξω; Άσε που μπορεί να εμφανιζόταν κι ο ηλίθιος συνένοχος! Εντάξει, ο Πέτρος είχε και τον γέρο του που τύγχανε σπουδαίο όνομα και σημαντικός πολίτης, στυλοβάτης της κοινωνίας να πούμε ...
«Ήξερα οτι ήμουν έξω με προθεσμία. Ήξερα οτι σύντομα θα καταλάβαιναν πως τους ήμουν άχρηστος και θα με μάγκωναν για τα καλά. Δεν μου είχαν δώσει ούτε καν την ομολογία μου να υπογράψω, άρα με είχαν δεμένο χειροπόδαρα –έτσι κι αλλιώς. Αλλά είχα κάποια ελπίδα να την κοπανήσω –εντάξει, δύσκολο γιατί με παρακολουθούσαν σα μωρό σε θερμοκοιτίδα, αλλά η ελπίδα πεθαίνει ...»
«Πριν καν γεννηθεί», πετάχτηκα.
«Τελευταία ρε ηλίθιε!» γέλασε ο Πέτρος.
«Εντάξει ότι πεις και τα ρέστα δικά σου», συμφώνησα. «Σε εκείνη τη φάση λοιπόν αποφάσισαν οι γέροι να σου αλλάξουν μυαλά και δεν υπάρχει καλύτερο μέρος γι΄αυτό από το τρελάδικο. Αρκετά με την ιστορική αναδρομή, ας περάσουμε στο σήμερα που έλεγε κι ο καραγκιόζης ο Γκούτης. Φαίνεται οτι οι μπάτσοι δεν σε ξέχασαν μετά από τόσα χρόνια –σωστά;»
«Όσο να πεις, τους μείναμε αξέχαστοι», επιβεβαίωσε.
«Πότε σε βρήκαν;» ρώτησα.
«Δεν με έχασαν ποτέ. Ήρθαν τη μέρα που πήρα εξιτήριο. Όχι οι παλιοί, ένας καινούργιος, κάπως γελοίος με χαβανέζικο πουκάμισο».
Χτύπησα το μέτωπό μου.
«Τον ξέρω αυτόν! Καλό παιδί, έχει κόψει και το τσιγάρο!»
Με κοίταξε.
«Α ναι;»
«Ναι σου λέω –δικό μας παλικάρι, διπλωματούχος μαλάκας».
«Εντάξει –μαζί σου κι εγώ. Αυτός λοιπόν είχε την πρόταση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων», είπε ήσυχα ο Πέτρος.
«Δίνεις εμένα, με δένουν με τρομοκρατίες και άλλα τηλεοπτικά ντελίρια κι εσύ καθαρίζεις μια και καλή», συνόψισα.
«Ούτε μπροστά να ήσουν!» ψευτοθαύμασε ο Πέτρος.
«Καλή συμφωνία, συμφέρουσα και το εμπόρευμα σε ανταγωνιστική τιμή», είπα.
«Μου τα χρωστάς αυτά τα χρόνια», ψεύδισε ο Πέτρος.
«Κι αν δε στα χρωστάω στα χαρίζω –πάρε κόσμε, το αφεντικό τρελάθηκε», τον διαβεβαίωσα.
Εκείνη τη στιγμή ο πρώην Σάπιος Τζώννυ ούρλιαζε οτι και καλά είναι πολεμιστής και δεν παίρνει αιχμαλώτους –κοιτάξαμε ταυτόχρονα το player. Ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια.
«Πόσο κορόιδα;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Μεγάλα κορόιδα», του απάντησα.
«Κι όμως ... λίγο θέλαμε να τα καταφέρουμε», μουρμούρισε σκεπτικός.
«Ναι, πολύ λίγο, ελάχιστο. Αν ξέραμε κιόλας τι θέλαμε να καταφέρουμε όλα θα ήταν πιο εύκολα», είπα.
Έξυσε τη φαβορίτα του.
«Έμοιαζε σα να έχεις μόλις κάνει μπάνιο και να πηγαίνεις σε ραντεβού με γκόμενα που δε γουστάρεις –αναγκαστικά κι έτσι, λόγω αγαμίας. Και στα ξαφνικά να σε στρώνουν στο κυνήγι, τρέχεις λοιπόν και σκέφτεσαι ‘που διάολο πάω; τη γκόμενα ξέχασέ την θα βρωμάω σα γουρούνι, να γλιτώσω το ξύλο και βλέπουμε’. Έτσι τρέχαμε κι όσο τρέχεις είναι καλά, έχεις κάποιο σκοπό, όμως τι γίνεται όταν σταματήσεις;»
«Τι γίνεται –τίποτα δε γίνεται. Τους ρίχνεις μια ροχάλα και σε ξαναστρώνουν στο κυνήγι», είπα.
Χαμογέλασε.
«Πήγαινέ με σε εκείνη», ψιθύρισα.
Σφίχτηκε.
«Τελευταία επιθυμία μελλοθανάτου, φιλαράκι! Μη γίνεσαι αρχίδι!» παρακάλεσα.
Κράτησε μια συννεφιά παγιδευμένη ανάμεσα στα φρύδια.
«Δεν θα της μιλήσω. Μόνο να τη δω θέλω –εντάξει;» τον καθησύχασα.
Οδήγησε το υπόλοιπο της διαδρομής αμίλητος. Και το υπόλοιπο δεν ήταν πολύ γιατί ήξερε από την αρχή που ήθελα να πάω. Απλά δεν ήθελε να το πει στον εαυτό του.

Φτάσαμε έξω από το σκοτεινό σπίτι, τίποτα δεν φαινόταν να κινείται εκεί πέρα. Έκανε κύκλο με πήγε από πίσω με σβησμένα φώτα, σταμάτησε.
«Στρίψε μου τσιγάρο για το δρόμο», είπε.
Το έκανα πιο αργά απ΄ότι συνήθως, μετά παράτησα το τσιγάρο στο ταμπλό και βγήκα έξω. Έκανα κύκλο γύρω από το αμάξι, έφτασα στο ανοιχτό του παράθυρο και του έχωσα την δεξιά μου παλάμη κάτω από τη μύτη.
«Κόλλα το ρε μάγκα. Και κοίτα να την πηδήξεις τελικά τη Ρέα γιατί αράχνιασε τόσα χρόνια περιμένοντας».
Μου έσφιξε το χέρι κοιτάζοντάς με στα μάτια.
«Δεν είναι το πήδημα η λύση», είπε.
«Είναι κι αυτό μια κάποια λύση», υπενθύμισα.
Τράβηξε το χέρι, πήγε προς το μηχάνημα.
«Να σου δώσω το cd σου», προθυμοποιήθηκε.
«Κράτα το να θυμάσαι τα παλιά», πρότεινα.
«Ποιος θέλει να θυμάται;» αναρωτήθηκε όσο ξεκινούσε το αμάξι.
«Αυτός που δεν μπορεί να τα ξεχάσει», είπα αλλά είχε ήδη αρχίσει ν΄απομακρύνεται.

Δέκα μέτρα παρακάτω είδα κάτι γυαλιστερό να φεύγει από το παράθυρο του, έτρεξα προς τα εκεί, το cd τσούλαγε στον έρημο δρόμο αστράφτοντας. Το σταμάτησα με τη μπότα μου, έσκυψα, το σήκωσα. Δεν έγραφε τίποτα πάνω του –το δίπλωσα μέσα στην παλάμη μου και το κομμάτιασα. Δε γαμιέται; Όλα τελειώνουν κάποτε.

Μετά πήρα τον δρόμο που οδηγούσε στον φράχτη του σπιτιού της μετρώντας τα βήματά μου. Όσο πλησίαζα, τόσο χανόμουν –φάντασμα, αντικατοπτρισμός, ένα θολωμένο τίποτα μέσα στη νύχτα που περίμενε το ξημέρωμα από απόσταση.

Αυτό ήμουν.


(συνεχίζεται κατηφορικά)

15 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Do it yourself είπε...

Καλή εβδομάδα και καλό μήνα!

Aξιόλογο (και) το νέο "σεντόνι" σου.
Αλλά...
Έστειλα το παρακάτω e-mail στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ με κοινοποίηση στον ΟΠΑΠ:
Παρακαλώ να κάνετε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προς τον ΟΠΑΠ για να σταματήσει το αντεργατικό (και από πολλές απόψεις χυδαίο) διαφημιστικό πρόγραμμά του, που ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ προτρέπει στην μη πληρωμή των υπερωριών του προσωπικού.

Νομίζω ότι, αν συμφωνείτε, είναι σκόπιμο να στείλετε κι εσείς κάτι ανάλογο. Πιάνουν τόπο αυτά όταν είναι πολυάριθμα!
Τα e-mail τους είναι αντίστοιχα:
info@inegsee.gr και info@opap.gr

Διαμαρτυρηθείτε! Κάνει καλό!!!

The Motorcycle boy είπε...

Καλη σου εβδομάδα κι εσένα κι ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

Με την βασική θέση της κινητοποίησής σου διαφωνώ γιατί νομίζω οτι στηρίζεσαι σε μια πρακτική "πολιτικής ορθότητας" προκειμένου να "ποινικοποιήσεις" μια διαφήμιση που προσπαθεί να κάνει χιούμορ.
Το οτι οι υπερωρίες δεν πληρώνονται στους εργαζόμενους είναι γεγονός. Να σου υπενθυμίσω οτι πριν 2 καλοκαίρια περίπου, ο τότε Υπουργός Παναγιωτόπουλος είχε πει οτι καταργούν τις υπερωριακές αμοιβές επειδή κανένας εργοδότης δεν τις πληρώνει!!! Ποιος ΟΠΑΠ λοιπον; Ο ίδιος ο Υπουργός είχε δώσει γραμμή.

Αφήνω όμως το σχόλιό σου γιατί η διαφωνία μου είναι προσωπική υπόθεση και όχι θέσφατο.

Puppet_Master είπε...

mas ekapses pali prwi prwi.distixws to story paei pros ta kei pou fovomoun.an k sth zwh den iparxoun happy end.

ade paw na diavasw gti oute egw tha exw happy end sthn eksetastikh :P

The Motorcycle boy είπε...

Το μόνο χάπι που μπορώ να συνδέσω με εξεταστική είναι το Ταβόρ ή κάποιο σχετικό βαρβιτουρικό, χεχε.

Ότι τέλος και να έχει πάντως -στα μέσα της βδομάδας θα το δημοσιεύσω, τέρμα τα βάσανά σας.

Mr.Fixit είπε...

Oxi vevaia, ola twra arxizoun, pou to diavazeis apo thn arxh prosexontas akoma kai tis teleies kai to pou kanei keno kai allagh grammhs....

Kalhmera chief.

The Motorcycle boy είπε...

Καλημέρα ρε Άσσε Μπαστούνι. Για διάβασμα από την αρχή θα περιμένεις λίγο να σελιδοποιήσει η Tomboy και να το σηκώσουμε. Μετά την Τετάρτη, που, κατά πως φαίνεται, τελειώνει η ιστορία.

Mr.Fixit είπε...

Akrovatwntas sto na pw patata, exei kapoio sygkekrimeno nohma h einai anafora se kapou h anwnymia tou hrwa?
Mou ekane kati se sergio leone westerns, "o ksenos" ki etsi.

The Motorcycle boy είπε...

Καλά κάνεις και το ρωτάς για να ρίξω κάποιες υπενθυμίσεις. Λοιπόν:
όλη αυτή η ιστορία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια άτσαλη μίμηση της οπτικής Νικολαϊδη. Ότι μου έμεινε από τις ταινίες και τα βιβλία του. Στα 2 από τα 3 βιβλία του λοιπόν και σε μια ταινία του δεν δίνει όνομα στον ήρωα. Αυτό με προβλημάτισε κάπως, σκέφτηκα αν έπρεπε να το χρησιμοποιήσω και τελικά κάποιος τύπος με προέτρεψε να το κάνω -να μη βάλω όνομα.

Από εκεί και πέρα, με βόλεψε η ανωνυμία του ήρωα γιατί με ενδιέφερε να είναι ένας χαρακτήρας που συγκεντρώνει τα σημάδια μιας γενιάς, όχι κάποιος συγκεκριμένος Χ τύπος.

Δεν ξέρω τι κατάφερα τελικά.

Ανώνυμος είπε...

ενταξει και στελιο να ελεγαν τον ηρωα δεν θα ειχε διαφορα. παντως πανω κατω αυτα που θελεις να πεις νομιζω οτι τα λες τουλαχιστον σε αυτους που μπορουν να τα καταλαβουν...

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα, Στέλιο αποκλείεται να τον έλεγαν -Βρασίδα μπορεί!
Άσωτε, ελπίζω κάποιοι να κατάλαβαν τι θέλω να πω (αλλιώς χαμένος ο κόπος όλων μας) και φοβάμαι οτι κάποιοι κατάλαβαν κι αυτά που δεν ήθελα να πω (θυμάσαι εκείνα τα πρώτα σχόλιά σου στην ιστορία Άρη -Μάχης;) Ελπίζω μόνο αυτοί οι τελευταίοι κάποιοι να είναι δικοί μας.

Ανώνυμος είπε...

Καλά έκανες και τον άφησες ανώνυμο τον ήρωα. Νομίζω ότι οι ήρωες δεν έχουν όνομα κι' ο καθένας μας τους δίνει αυτό που θέλει... γιατί και όνομα να έχουνε, στο κεφάλι μας έχουμε την δικιά μας εικόνα, αυτό που θέλουμε να δούμε, να νοιώσουμε και ν' ακούσουμε....

Φτιάξε ένα τέλος ανατρεπτικό!!!

Καλό μήνα.... και σκίσε μας Μεγάλε!

The Motorcycle boy είπε...

Είδες που στα ΄λεγα Fixit;

Ανατρεπτικό τέλος δεν έχω γιατί η πορεία του ήρωα μοιάζει με κίνηση φορτηγού που έχει βγει εκτός δρόμου και κουρεύει τα προστατευτικά πηγαίνοντας καρφί για το γκρεμό. Κι αυτό με τίποτα δεν ανατρέπεται.

Καλό μας μήνα και καλό μας σκίσιμο.

Ανώνυμος είπε...

Α ρε κόλλημα με το γκρεμό...
Νάσαι καλάκαι πάντα τέτοια...
Τετάρτη το μεγάλο φινάλε, εεε?
Τετάρτες εχει Λαικήεκεί κοντά...
Καλά ξεμπερδέματα...

savon des bebes gentilles είπε...

loipon to diabasa apo tin proti mera pou to anebases kai ithela na diamartiritho, diladi ti na diamartiritho na ertho kai na sou paro ton upologisti na grapso ego to telos. ena telos xeftilismeno: kati san o iroas na koita me louloudato poukamiso to aperanto galazio i akomi xeirotera, na leei kai pou les kapos etsi irta edo kai na zita ligo kapno apo ton sub commandade marcos.

kai xereis giati? giati kathomai me blakeies (doulia) kai liono kai diakopes tha pao ton augousto. den ginetai etsi apla arxes iouliou na mou peis etsi einai i zoi karntasia, afou paei isa ston gkremo o iroas poios eimai ego na ton empodiso. ouffff, ta eipa kai xalafrosa.

The Motorcycle boy είπε...

Ανώνυμε, εμείς Λαϊκή είχαμε χτες, χεχεχε.

Κι εσύ να είσαι καλά.

savon, καλά έκανες και τα έχωσες, έχεις όλα τα δίκια του κόσμου. Να σε ρωτήσω όμως κάτι: πως τον φαντάζεσαι τον συγκεκριμένο ήρωα; Εγώ όταν θέλω να προσωποποιήσω κάποιους ήρωες τους κάνω αντιστοιχία με ηθοποιούς ας πούμε.
Κοίτα λοιπόν -ας υποθέσουμε οτι γλιτώνει, παντρεύεται και την αδερφή του κολλητού του, ο κολλητός του παντρεύεται την Ρέα και ζουν ευτυχισμένοι. Πως θα γίνει αυτό; Θα βάλει βύσμα ο σημαντικός μπαμπάς για να τους τη χαρίσουν οι μπάτσοι; Θα ξεπεράσει ο Πέτρος τα κουσούρια που του άφησε το τρελάδικο; Ή θα έχουμε να κάνουμε με κάποιους τύπους συμβιβασμένους και τίγκα στα ψυχολογικά προβλήματα;
Λοιπόν, απέναντι σε αυτή τη μιζέρια νομίζω οτι το τέλος της ιστορίας θα είναι πραγματικά "ευτυχισμένο τέλος".

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι