Προηγούμενα:
Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων
Έπεσαν πάνω μου από παντού.
Βουνά, θάλασσες, κοιλάδες και ποτάμια -ειδήσεις, μεσημεριανάδικα, πρωϊνάδικα
και σόσιαλ μήντια. Η αρχή έγινε από αυτά. Κάποιος με εντυπωσιακά γελοίο
ψευδώνυμο έριξε το όνομά μου ως βιαστή της Κοντού. Έβαλε και μια φωτογραφία μου
-όλως τυχαίως εκείνη που χαμογελούσα ανέμελα όσο η Αθήνα πίσω καιγόταν. Μετά
ήρθαν άλλοι που γυρόφεραν το ποστάρισμα -έπεσαν κι οι σχετικοί ψόφοι και
ανασκολοπισμοί στα σχόλια, ξόδεψα αρκετό
χρόνο θαυμάζοντας την εφευρετικότητα κάποιων στις μεθόδους τιμωρίας μου.
Πέρασαν λίγες ώρες για να
πάρει θέση ο χώρος -κακογραμμένες αναλύσεις, τύπου «σας τα ΄λεγα εγώ,
χαφιές είναι το άτομο, τέτοιος ήταν από παλιά». Άρχισα να το διασκεδάζω
αλλά δεν είχα όρεξη να φάω στη μάπα τα κανάλια κι έτσι συνέχισα να βλέπω τη
συναρπαστική (όλες τέτοιες είναι) σειρά που είχα αφήσει στη μέση χτες βράδυ. Τότε,
βέβαια, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σταθερό. Που ήταν αραγμένο στη βάση φόρτισης.
Το σήκωσα.
«Έλα ρε Κάστρο, δε μας τα
είχες πει οτι ήσουνα τέτοιος γαμίκουλας», βρόντηξε η φωνή από την άλλη άκρη.
«Ξέχασες τι σας κάναμε στη
σχολή, Αλέκο;» το καλαμπούρισα.
«Ούτε ξέχασα, ούτε μας είχατε
κάνει τίποτα, παλιορεφόρμες», μου τη χώθηκε ο Αλέκος, ο πρώην Μουσάτος και νυν Βραχνάς.
«Εντάξει -κάτι άλλο θέλεις;
Γιατί πήζω γιαούρτι και φοβάμαι μη μου κόψει», είπα ανυπόμονα.
«Τι παίζει, αυτό θέλω να μάθω.
Δε σε είχα για τέτοιο αρχίδι…»
«Μπορεί και να μην ήμουν, αλλά
μπορεί και να έκανες λάθος εκτίμηση -το συνηθίζατε οι Κνίτες», είπα.
«Άσε μωρέ τις μαλακίες. Τι
είναι αυτά που λένε;»
«Ρώτα αυτούς που τα λένε,
γιατί ρωτάς εμένα;»
«Την Κοντού ρε βλάκα;»
Άναψα τσιγάρο.
«Για πες μου Αλέκο -την ξέρεις
αυτήν;»
«Εσύ δεν τη θυμάσαι;»
«Για να σε ρωτάω… Τη θυμάσαι;»
«Όλες τις θυμάμαι μάγκα μου…»
γέλασε. «Αλλά λίγες με θυμούνται εμένα», μελαγχόλησε απότομα. «ΤΕΙ Ζωικής
Παραγωγής -Αιγάλεω. Την είχε πλευρίσει το Σπουδαστικό, αλλά, ενώ στην αρχή το
έπαιζε οτι ενδιαφερόταν, μετά μας έκλασε. Είχε μπλέξει με κάτι φρίκουλες ξέρεις
τώρα… χιπισμός κι ανεμελιά».
«Αλέκο, όλα αυτά δε μου λένε
απολύτως τίποτα», τον διαβεβαίωσα.
«Ε βέβαια -τι να σου πουν; Εσύ
για άλλα πράγματα ενδιαφερόσουν…» κορόιδεψε.
«Δηλαδή το έχεις σίγουρο…»
«Οτι την πήδηξες -ναι. Οτι τη
βίασες… θα ζητήσω τη γνώμη του κοινού».
«Κατάλαβα -πάω για ισόβια»,
μουρμούρισα.
«Τη βίασες ρε πούστη;»
«Γιατί δε ρωτάς αν την
πήδηξα…»
«Την πήδηξες;»
«Δε θυμάμαι, αλλά μάλλον όχι».
«Άρα…» έπεσε σιωπή στη γραμμή.
«Το σίγουρο είναι πως δεν
έγιναν τα πράγματα όπως τα γράφει», τον ενημέρωσα.
«Τότε… λοιπόν εγώ δεν μπορώ να
μπλεχτώ και ν΄ακουστεί τίποτα για το κόμμα… Αλλά έχω ένα γνωστό δικηγόρο…»
ξεκίνησε το παραμύθι.
«Κομμένη Αλέκο», τον έκοψα.
«Δηλαδή;»
«Δεν θα κάνω τίποτα. Άστη να
λέει και να γράφει. Δεν ασχολούμαι».
«Πώς αυτό;»
«Έτσι ρε φίλε -δε γουστάρω.
Θέλει να λέει πως τη βίασα; Οτι σκότωσα τη μάνα της και τον πατέρα της; Δικαίωμά
της νομίζω», συμπέρανα.
«Και δε σε νοιάζει που θα σου
κολλήσουν τη στάμπα του βιαστή;» απόρησε ο Αλέκος.
«Παναθηναϊκό να μη με πούνε,
όλα τ΄άλλα αντέχονται», ξεκαθάρισα.
«Μπερδεμένα μου τα λες,
Κάστρο», μουρμούρισε.
«Καθότι διανοούμενος ενώ εσύ
κομματάκι σταλίνας», γέλασα.
«Κάνε ότι γουστάρεις, εγώ
πάντως…»
«Τα λέμε Αλέκο», τον έκοψα κι
έκλεισα το τηλέφωνο.
Δε γαμιέστε όλοι σας;
«Κατά πώς φαίνεται, σου είναι
αδύνατο να μη βρίσκεσαι συνέχεια μπλεγμένος», γέλασε από την άλλη πλευρά του
δωματίου ο Άρης Μαλτέζος. Ακουμπούσε την πλάτη του στον τοίχο δίπλα από το
παράθυρο και κάπνιζε ήσυχα. Ακίνητος, δεν καταδέχτηκε καν να σπρώξει το
τσουλούφι που έπεφτε στο δεξί του μάτι.
«Χάθηκες τον τελευταίο καιρό…»
διαπίστωσα.
«Εσύ χάθηκες, εγώ εδώ ήμουν»,
είπε.
«Είναι κι αυτό μια οπτική…»
«Ναι, αλλά τώρα μιλάμε για τη
δική σου οπτική -κάνω λάθος; Πουθενά να τρέξεις, πουθενά να κρυφτείς -έτσι
δείχνει το πράγμα…»
Άναψα τσιγάρο, τον κοίταξα όπως
εξαφανιζόταν και μετά έμεινα να κοιτάζω τον άδειο τοίχο. Τότε αισθάνθηκα μια
κούραση, σα να είχα τρέξει 30 χρόνια πίσω και άλλα τόσα μπροστά μονοκοπανιά,
έστησα δυο μαξιλάρια στον καναπέ, αποκοιμήθηκα σα μωρό, όπως συμβαίνει με όλους
τους συνεπείς εγκληματίες άλλωστε. Είδα στον ύπνο μου κουρτίνες να κουνιούνται
από τον αέρα σε ανοιχτό παράθυρο και ξύπνησα με πονοκέφαλο. Άνοιξα ασυναίσθητα
την τηλεόραση, δε λέγανε για μένα στις εκπομπές ποικίλης ύλης, όμως μπορεί να
είχαν ήδη πει. Κι αυτό το συμπέρασμα το βάσιζα σε μια κλεφτή ματιά που είχα
ρίξει από το παράθυρο ενώ πήγαινα να φτιάξω καφέ -στο πεζοδρόμιο από κάτω είχαν
στηθεί ήδη κάμποσες κάμερες και κάτι μαλακισμένα που μιλούσαν συνεχώς στα
κινητά τους. Την ψήσαμε τη δουλειά κι άντε να βγεις για ψώνια τώρα…
Το τηλέφωνο άρχισε να
κουδουνίζει -άγνωστος αριθμός. Το σήκωσα για να μάθω οτι επρόκειτο περί της
δημοσιογράφου κυρίας Τάδε από τον τηλεοπτικό σταθμό Δε Θυμάμαι
και την εφημερίδα Δεν Τη Διαβάζω.
«Θα ήθελα μια δήλωσή σας για
τα λεγόμενα της κυρίας Κοντού», απαίτησε η δημοσιογράφος.
«Εντάξει. Γράφετε;»
ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Πείτε μου».
«Λυπάμαι πραγματικά για την
κατάσταση στην οποία βρίσκεται και είμαι στη διάθεσή της αν μπορώ να βοηθήσω σε
κάτι», είπα ρομποτικά.
«Τι εννοείτε;» μπερδεύτηκε η
δημοσιογράφος.
«Να σας το εξηγήσω»,
προθυμοποιήθηκα ευγενικά. «Εννοώ οτι λυπάμαι πραγματικά για την κατάσταση στην
οποία βρίσκεται η κυρία Κοντού και είμαι στη διάθεσή της αν μπορώ να βοηθήσω σε
κάτι».
«Μα… μου είπατε ακριβώς αυτό
που είχατε πει και προηγουμένως», μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο η
δημοσιογράφος.
«Ναι. Γιατί αυτό ακριβώς
εννοώ», της εξήγησα υπομονετικά.
«Για το βιασμό δεν έχετε να
πείτε κάτι;»
«Όχι».
«Δηλαδή λέτε πως δεν τη
βιάσατε;»
«Όχι. Δε λέω τίποτα απολύτως
-με ρωτήσατε αν έχω να πω κάτι και σας είπα όχι, τι ακριβώς δεν καταλάβατε;»
απόρησα.
«Μα σας παρακαλώ… τι στάση
είναι αυτή;» νευρίασε η δημοσιογράφος.
«Στάση Κολιάτσου, ξέρω ‘γω;»
απάντησα. «Λοιπόν, αν δεν θέλετε να με ρωτήσετε για κάποιο άλλο θέμα, νομίζω
πως τελειώσαμε».
«Δεν μπορείτε να αποφεύγετε να
απαντήσετε», επιτέθηκε η δημοσιογράφος.
«Έτσι λέτε;» τη ρώτησα όλο
ενδιαφέρον.
«Έτσι είναι», είπε όλο
σιγουριά.
«Καλώς -αφού έτσι είναι…» έκανα
στωικά και της έκλεισα το τηλέφωνο.
Ξαναχτύπησε. Πάλι άγνωστος
αριθμός. Έκανα απόρριψη. Μετά πάλι. Και πάλι. Σκέφτηκα να το απενεργοποιήσω.
Και τότε είδα πως με έπαιρνε εκείνη. Το σήκωσα.
«Είσαι καλά;» ρώτησε αγχωμένη.
«Μια χαρά», απάντησα.
«Τι είναι όλο αυτό; Ποιος στην
έστησε;»
«Ένας Λαπαδιώτης, έτσι
νομίζω».
«Γνωστό καθίκι…»
«Το τίμημα της δόξας»,
σχολίασα.
«Έλα σπίτι», έκανε σιγά.
«Ειδικά τώρα…»
«Ναι, τώρα. Ας τελειώσει αυτή
η ιστορία…»
«Ποια απ΄όλες;»
«Όλες»
«Δεν θα έρθω -ειδικά τώρα»
«Όπως νομίζεις…»
«Ελπίζω να μη στην πέσουν κι
εσένα τα κοράκια…»
«Δύσκολο. Δεν ξέρουν τίποτα
για μένα»
«Αν όμως…»
«Ε, τότε ας…»
Κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ξαφνικά άρχισαν να με
στριμώχνουν οι τοίχοι, πήραν να μετακινούνται οι γαμημένοι, σε λίγο θα μου
έλιωναν τα έπιπλα και δεν είχα κι άλλα… Έπρεπε να φύγω από εδώ μέσα, αλλά πριν…
Άνοιξα το λάπτοπ, γκούγκλισα το όνομά της -Γιάννα Κοντού. Βγήκαν κάμποσες
φωτογραφίες της που πήγαιναν χρόνια πίσω, αλλά όχι τόσα πολλά ώστε να μου
θυμίσουν κάτι. Ρεπόρτερ, συνεργάτης ψυχαγωγικών εκπομπών -έψαξα και βρήκα
κάποια βίντεο της. Διάλεξα το παλιότερο, εκεί η Γιάννα Κοντού καθισμένη σε έναν
βελούδινο καναπέ έπαιρνε συνέντευξη από κάποιο σαπιοκοιλιά, ο οποίος, έμαθα πώς,
ήταν ιδιοκτήτης σκυλάδικου στην παραλία. Την παρακολούθησα όσο μιλούσε, όταν
γέλαγε, όταν άλλαζε θέση στον καναπέ για να τονίσει την ερώτησή της -δε μου θύμιζε
απολύτως τίποτα. Είδα κι άλλα βίντεο -μια από τα ίδια.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο,
εκείνοι περίμεναν από κάτω. Άνοιξα την τηλεόραση, δεν έλεγαν τίποτα για μένα.
Ήταν ακόμα νωρίς ή ήταν ήδη αργά -μονίμως τα μπερδεύω αυτά τα δύο. Αλλά το
κουδούνισμα στο θυροτηλέφωνο ήταν ξεκάθαρο, κάποιος ήθελε να μπει. Άραξα πιο
αναπαυτικά, δεν ήμουν σε φάση για επισκέψεις. Το κουδούνισμα συνέχισε. Εντάξει.
Και τότε χτύπησε το κινητό. Στην οθόνη εμφανίστηκε το όνομα της Δήμητρας.
«Πώς αυτό;» ζήτησα να μάθω.
«Άνοιξε την πόρτα», ζήτησε
εκείνη με τη σειρά της.
Πήγα στο θυροτηλέφωνο -άνοιξα,
μετά άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος και ξανακάθισα στη θέση μου. Μπήκε πίσω
από την πλάτη μου κι έκλεισε την πόρτα. Δεν την κοίταξα.
«Πίνουμε τίποτα σε αυτό το
σπίτι;» αναρωτήθηκε.
«Φέρε ποτήρι από την κουζίνα»,
είπα γυρίζοντας προς το μέρος της και τότε την είδα να κουβαλάει ένα κουτί
πίτσας και κάμποσες μπύρες. «Εντάξει -ακούμπησέ τα στο τραπέζι», είπα καθώς
σηκωνόμουν.
Την παρατηρούσα καθώς σέρναμε
τις καρέκλες στις δυο πλευρές του τραπεζιού, φαινόταν κουρασμένη και άυπνη ή
έτσι ήθελα να πιστεύω. Πέταξε ένα ελαφρύ αδιάβροχο και την μονίμως ασήκωτη
τσάντα της στον καναπέ όσο βολευόταν απέναντί μου.
«Λοιπόν, τι έχεις να πεις για
όλα αυτά;» την πρόλαβα.
«Κάπως ανάποδα δεν έπρεπε να
πηγαίνει το όλο πράγμα;» αναρωτήθηκε.
«Δηλαδή με ρωτάς αν τη βίασα;»
έσκυψα προς το μέρος της, αρπάζοντας ένα κομμάτι πίτσα.
«Σε ρωτάω τι σκοπεύεις να
κάνεις»
«Τίποτα απολύτως»
«Αυτό μου είπε και η Λίνα»
«Α, μάλιστα…» μουρμούρισα πριν
αποφασίσω να δαγκώσω. Είχε κάτι περίεργα φυλλαράκια το κομμάτι, κολλημένα στο
τίμιο μπέηκο, κι αυτό με προβλημάτισε λίγο.
«Νίκο, δεν είσαι μόνος σου. Κι
αν αποφάσισες να το παίξεις σιωπηλός οσιομάρτυρας, να ξέρεις οτι αυτό δεν…»
«Τι είπες;» την έκοψα.
«Είπα οτι δεν είσαι μόνος κι
αν…»
«Πότε αποφασίστηκε πως δεν
είμαι μόνος; Και ποιος το αποφάσισε;»
Άναψε τσιγάρο αποφεύγοντας να
με κοιτάξει.
«Το μεταξύ μας δεν επηρεάζει…
Εννοώ, αυτό που έγινε…»
Την περίμενα να συνεχίσει,
αλλά σταμάτησε.
«Κοίτα κάτι, Δήμητρα. Μεταξύ
μας έγινε ότι έγινε τέλος πάντων, τελείωσε ή δεν τελείωσε, ίσως και ποτέ να μην
άρχισε -είχες δίκιο σε όσα είπες. Και με τον εκδοτικό έκανα μια συμφωνία να
επανεκδοθούν τα βιβλία μου, έγινε κι αυτό, τελείωσε. Δε χρωστάω σε κανέναν, δε
μου χρωστάει κανένας -σωστά;»
Κάπνιζε κοιτάζοντας σκεφτικά
κάτι μανιτάρια στο κέντρο της πίτσας.
«Τη ζωή μου όμως την πάω βόλτα
μόνος κι αυτό, νομίζω, είναι δικός μου λογαριασμός», ολοκλήρωσα την τοποθέτησή
μου.
«Δε βαρέθηκες να το παίζεις
μαλάκας;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με κατάματα.
«Έχει μπει στο πετσί μου ο
ρόλος», παραδέχτηκα ταπεινά.
«Κι εμείς δε μετράμε πουθενά…»
μουρμούρισε.
«Εσείς;»
«Εγώ…»
«Δεν καταλαβαίνω -τι σχέση
έχεις εσύ με όλη αυτή την ιστορία;»
«Να σου εξηγήσω, αφού δεν
καταλαβαίνεις… Εγώ είμαι δημοσιογράφος κι εδώ υπάρχει ένα θέμα που γνωρίζω.
Άρα, θα γράψω. Κι αν γράψω αυτά που ξέρω -τι θέση θα πάρεις;»
«Καμιά απολύτως. Γράψε ότι
γουστάρεις -ελεύθερη χώρα λένε πως είμαστε…»
«Άκουσε λοιπόν τι θα γίνει
-για να γράψω πρέπει να πάρω και τις σχετικές συνεντεύξεις, πάω στοίχημα οτι
εσύ δεν θα μου δώσεις, άρα απομένει μόνο η…»
Καθάρισα την πίτσα από το
στόμα μου με κάμποση μπύρα και άναψα τσιγάρο.
«Πάει να πει, θέλεις να τη
στριμώξεις», υπέθεσα.
«Θέλω να μου πει την ιστορία
κανονικά. Αν υπάρχει ιστορία…»
«Να μην το κάνεις»
Γέλασε.
«Είδες λοιπόν που δεν είσαι
μόνος;»
«Δικός σου ο πόντος, αλλά άσε
την Κοντού να πει την ιστορία της σε αυτούς που θέλουν να την ακούσουν»,
ζήτησα.
«Φοβάσαι πως θα αποκαλυφθεί;»
«Δικός μου λογαριασμός», της
ξεκαθάρισα.
«Όχι -εδώ κάνεις λάθος. Το αν
εγώ θα βγάλω λαβράκι από μια ιστορία που μπάζει από παντού κι όλοι κάνουν πως
δεν το βλέπουν… αυτό είναι δικός μου λογαριασμός», είπε.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» έσβησα το
τσιγάρο.
«Ότι θες…»
«Τι θέλει να πετύχει η Κοντού
με όλη αυτή την υπόθεση;»
«Δημοσιότητα -είναι ολοφάνερο.
Ίσως κιόλας να κάνει χάρη σε κάποιους….»
«Ωραία. Αυτό είναι ελεεινό και
δε το γουστάρουμε -έχω δίκιο;»
«Βουνό»
«Εσύ τι θέλεις να πετύχεις;»
«Δε σε καταλαβαίνω»
«Με τη συνέντευξη λέω. Θα
βγάλεις λαβράκι, άρα θα ακουστεί το όνομά σου και ίσως κάνεις και χάρη στη
Βερούτη -τα λέω σωστά;»
Έσβησε νευρικά το τσιγάρο της.
«Ξέρεις γιατί ποτέ δε γούσταρα
εσάς τους μεγαλύτερους; Επειδή χρησιμοποιούσατε κάτι τέτοιες σοφιστείες για να
κάνετε το άσπρο μαύρο και τελικά τα γαμήσατε όλα», είπε με σφιγμένα χείλη.
«Το μόνο που γαμήσαμε είναι η
πάρτη μας», τη διόρθωσα.
«Η πάρτη σας -ακόμα μια
σοφιστεία… Λες και ζείτε στα βουνά, παρέα με τα σύννεφα, παλιομαλάκες…»
Ξαφνικά με έπιασε αυτή η
διάθεση να την αγκαλιάσω και να την κρατήσω σφιχτά, να της εξηγήσω πόσο
φοβηθήκαμε όταν καταλάβαμε πώς, τελικά, έχουμε αισθήματα και υποχρεώσεις
-προτιμήσαμε να κρατήσουμε μόνο τις ενοχές. Των άλλων κυρίως.
«Εντάξει -η κουβέντα δεν έχει
νόημα, θέλω να μην κάνεις τίποτα με την Κοντού», είπα στραβωμένα.
«Θέλεις; Απαιτείς κιόλας;»
κούμπωσε η Δήμητρα.
«Έφευγες;» έκανα καθώς
σηκωνόμουν.
Τινάχτηκε από την καρέκλα,
άρπαξε το αδιάβροχο και τη βαριά τσάντα κι έφυγε προς την πόρτα.
«Δήμητρα», είπα καθισμένος
ακόμα στο τραπέζι. «Έχεις δίκιο, αλλά το δίκιο δεν είναι πάντα και το σωστό. Κι
αλήθεια δεν είμαστε μόνοι -δεν είμαστε μόνο εσύ, εγώ, οι δικοί μας, η Βερούτη…
Υπάρχουν γυναίκες που τις έχουν στ΄αλήθεια σακατέψει και περιμένουν να
διαβάσουν πώς θα καταλήξει αυτή η υπόθεση».
«Υπάρχει όμως και η αλήθεια»,
μουρμούρισε χωρίς να με κοιτάζει.
«Η αλήθεια, βέβαια… Πες μου
κάτι, αν στη θέση μου ήταν κάνας φασίστας ή τίποτα τραμπούκοι -θα το έκανες
θέμα; Θα πήγαινες να ξεμπροστιάσεις μια γυναίκα που έλεγε ψέματα οτι την είχε βιάσει
κάποιο τέτοιο κάθαρμα;»
Γύρισε το κεφάλι να με δει,
χαμογέλασε.
«Άντε γαμήσου Νίκο, με τις
σοφιστείες σου», είπε πριν χτυπήσει την πόρτα πίσω της.
Άναψα καινούργιο τσιγάρο
κοιτάζοντας την κλειστή πόρτα. Έπρεπε να κλειδώνω καλύτερα από δω και μπρος -αυτό
έπρεπε να γίνει….
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!