Προηγούμενα:
Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων
Καθόταν απέναντί μου, στην
άλλη πλευρά του στρογγυλού τραπεζιού, το ανοιχτό λάπτοπ άφηνε να φαίνεται μόνο
το κεφάλι του -ένα κεφάλι χωρίς σώμα, ενός τύπου που δεν ήταν καν εκεί.
«Δε σου μίλησα ποτέ για το
μέρος που ζω», μουρμούρισε κοιτάζοντας πάνω από μένα. «Ζω… λέμε τώρα… τέλος
πάντων. Μεταξύ φθοράς και αυθαιρεσίας, με κάποια Ελένη που φροντίζει τη
συντήρησή μου, διαβιώ ως φίκος, κατάλαβες; Κατάλαβες», ψάχνει τα τσιγάρα του
αλλά βρίσκει τα δικά μου.
«Τελικά ζεις ή πεθαίνεις
Μαλτέζο;» τον ρωτάω.
«Το ίδιο είναι ρε κορόιδο»,
χαμογελάει.
«Δε με βοηθάς», παρατηρώ.
«Εκτός αν λόγω επαγγέλματος -εννοώ, μεταφορέας δεν είσαι; Φέρνεις σε αυτούς που
δεν χρειάζονται και παίρνεις από όσους έχουν ανάγκη, κάτι σαν τον ιμπεριαλισμό
που λέγανε οι κομματικοί…»
Γελάει. Άσχημα.
«Αν ιμπεριαλισμός είναι να
σπέρνεις το θάνατο επί δικαίων και αδίκων…» σταματάει για λίγο. «Μάλλον αυτό
είναι», αποφασίζει στο τέλος.
Η τηλεόραση παίζει
ενημερωτικές εκπομπές, την έχω ανοιχτή από το πρωί και είναι διάφορα τα
πράγματα που άκουσα, διάφορα αλλά όχι διαφορετικά. Η Κοντού έχει κάνει ήδη
δηλώσεις όπου κατακεραυνώνει την έλλειψη ενσυναίσθησης που με διακρίνει, «ούτε
μια συγνώμη δεν ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει», αυτό είναι το μότο της. Ποτέ δεν
τα κατάφερα με τις καινούργιες λέξεις -ενσυναίσθηση, κοινωνιοπάθεια,
κοινωνικός αυτοματισμός…
Ενσυναίσθηση σημαίνει, νομίζω,
ανθρώπινα συναισθήματα -συμπόνοια, τύψεις, τέτοια πράγματα. Κοινωνιοπάθεια
σημαίνει, αντικοινωνικότητα. Κοινωνικός αυτοματισμός σημαίνει αποδιοπομπαίος
τράγος. Γιατί αλλάξανε τις λέξεις; Τρέχα γύρευε…
Γυρίζω ασυναίσθητα (αλλά όχι
και ενσυναίσθητα, αφού δεν το ΄χω) προς την οθόνη όταν ακούω γνωστή φωνή.
«Ναι, είμαι γείτονας του
κυρίου Καστρινού», λέει στους δημοσιογράφους κάτω από το σπίτι μου ο Μπόρις.
«Μένετε εδώ;» τον ρωτάει κάποιος.
«Όχι -Χαλάνδρι, αλλά δεν έχει
σημασία. Έχω να πω για τον κύριο Καστρινό…» ο Μπόρις σταματάει, κάτω από την
οθόνη εμφανίζεται επιγραφή «ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΚΑΣΤΡΙΝΟΥ», ο Μπόρις στρώνει τα μαλλιά του
και παίρνει καλύτερη θέση για να βολέψει όλα τα μικρόφωνα, «Θέλω να πω οτι δεν
είχαμε καταλάβει τίποτα, κανένας στη γειτονιά, δεν έδειχνε κάτι, ήταν ήσυχος
άνθρωπος, δεν είχε ενοχλήσει κανέναν, καλημέρα, καλησπέρα -μόνο αυτά είχαμε
μαζί του. Πέσαμε από τα σύννεφα…»
Κι εγώ κοντεύω να πέσω από την
καρέκλα από τα γέλια, οι δημοσιογράφοι κάτι παίρνουν είδηση, βιάζονται να
ευχαριστήσουν το Μπόρις και πάνε παραδίπλα, ο Μπόρις εξαφανίζεται από το πλάνο
και σε λίγο ακούω το κουδούνι. Φυσικά ανοίγω, κεντρική πόρτα και εξώπορτα
διαμερίσματος.
Μπαίνει φουριόζος, πετάει το
δερμάτινο αεροπορικού τύπου (πάντα με γούνινο γιακά) στην κοντινότερη καρέκλα
και σωριάζεται. Στον καναπέ.
«Λοιπόν, καλή φάση να έχεις φίλους
διάσημους εγκληματίες», παρατηρεί.
«Δε βαριέσαι… Τα τυπικά, 15
λεπτά διασημότητας, αύριο κανένας δεν θα θυμάται…» μουρμουρίζω.
«Σωστός, αλλά λάθος φίλε μου»,
γκαρίζει ο Μπόρις. «Διότι… με προσέχεις; Εσύ θα γίνεις ένα σύμβολο. Μια ιδέα.
Ένα ιδεόγραμμα μη σου πω… Άπλυτος, αναρχικός, αριστερός, αντιφρονούντας,
αντιπαναθηναϊκός και βιαστής. Άρα, τι είσαστε όλοι εσείς που το παίζετε
επανάστα; Κακούργοι -αυτό είσαστε. Όταν δε σας κάθεται μια γκόμενα, τη βιάζετε.
Όταν δε σας κάθεται μια χώρα, τη βιάζετε επίσης. Με πιάνεις;»
«Όχι», απαντάω ασυναίσθητα.
«Τι όχι;»
«Δε σε πιάνω και δεν είμαι
άπλυτος».
«Αλλά βιαστής;»
«Ε, όσο να πεις…»
Σηκώνεται, βγάζει ένα τσιγάρο
από το πακέτο μου και το ανάβει, κόβοντας βόλτες. Δείχνει σκεπτικός.
«Άλλο με προβληματίζει εμένα…»
μουρμουρίζει.
Περιμένω μέχρι που στήνεται
μπροστά μου και με κοιτάζει κατάματα.
«Έχεις πηδήξει αυτή τη
γκόμενα;»
«Δε θυμάμαι…» παραδέχομαι.
«Είδες λοιπόν που είσαι
μαλάκας;» νευριάζει. «Τι δε θυμάσαι ρε ηλίθιε; Βάλτα κάτω. 35 μείον 12, 27 διά
του 3 κόμμα 14, 126 συν πλην 7…»
«Να φέρω κομπιουτεράκι;»
προθυμοποιούμαι.
Ξανακάθεται.
«Πρώτον… είχαμε ποτέ ιδιαίτερες
παρτίδες μαζί της;» ρωτάει. «Μη με διακόπτεις», συνεχίζει ακάθεκτος. «Δεν
είχαμε καθότι αυτή τραβιόταν με κάτι Μαοϊκούς της προσκολλήσεως, οι οποίοι,
όπως θα θυμόσουν αν δεν είχες φυράνει εντελώς, ήταν μονίμως σε φάση εμείς
γνωρίζουμε, οι υπόλοιποι τυγχάνετε μίσθαρνα όργανα της ολιγαρχίας… Ευτυχώς
που κάποιος από την κλίκα τους ντίλαρε και βρήκαμε ευκαιρία να τους πετάξουμε. Θυμάσαι;»
Πάω να μιλήσω, πετάγεται
κουνώντας τα χέρια.
«Μη με διακόπτεις βρε παιδί
μου -τι κακό συνήθειο είναι αυτό που έχεις; Συνεχίζω λοιπόν…. Την εποχή που κυκλοφορούσε
στα πέριξ η κυρία, εσύ διαβιούσες ως τυφλός από έρωτα με τη Σόνια, δεν μπορεί
να μη το θυμάσαι ούτε αυτό;»
Δεν κάνω προσπάθεια να μιλήσω.
«Ε, βέβαια…» χαμογελάει. «Η
Σόνια -τι παιδί, φίλε μου… Απορώ πώς πήγε μαζί σου, θα μου πεις… περίεργοι
καιροί τότε, πολλά τα δακρυγόνα, όλο και κάποια επιπεφυκίτιδα θα είχε
τσιμπήσει, αλλά και πάλι…», το σκέφτηκε λίγο πριν συνεχίσει. «Δεν είναι η Σόνια
το θέμα μας και μην προσπαθείς να αποπροσανατολίσεις τη συζήτηση», διαμαρτύρεται
γενικότερα. «Πες μου εσύ τώρα που είσαι και διάσημος άτομος -γίνεται να έχεις
πηδήξει μια γκόμενα η οποία εμφανώς δεν ήταν του γούστου σου, την εποχή που
τραβιόσουν με τον έρωτα της ζωής σου;»
«Έρωτας της ζωής μου η Σόνια;»
μουρμούρησα.
«Ναι βρε γελοίο υποκείμενο,
εκείνη την εποχή η Σόνια ήταν ο έρωτας της ζωής σου, μετά ήταν κάποια άλλη,
τώρα μια άλλη και ούτω καθεξής… Τι γουστάρεις τώρα -να αναλύσουμε τη
συναισθηματική μαλακία που σε δέρνει;»
Όχι -δε γούσταρα κάτι τέτοιο….
Άναψα κι εγώ τσιγάρο.
«Άρα λοιπόν, για να
καταλήξουμε κάπου, επειδή βαρέθηκα την πολυλογία σου -την κυρία δεν την έχεις
πηδήξει. Επειδή όμως δεν διαθέτεις εργαζόμενο μυαλό δεν έβαλες κάτω τα γεγονότα
και σκέφτεσαι σαν την καλή κυρία Μποβαρύ, κι αν την πήδηξα και δεν το
θυμάμαι; κι αν δεν ήθελε αλλά εγώ παρεξήγησα; Εντοπίζεις το πρόβλημα ή
ακόμα πλέκεις πουλόβερ;»
Με το που τελειώνει, πετάγεται
στον αέρα σα σούστα.
«Παίζει κάνα φαγητό σε αυτό το
σπίτι ή να παραγγείλουμε;» ρωτάει.
Κάπως έτσι βρισκόμαστε μετά
από λίγη ώρα να τρώμε πίτσες -ο ντελιβεράς που τις ανέβασε μέχρι τον όροφό μου
κόντεψε να τις πετάξει στο διάδρομο από φόβο μην τον βιάσουμε φύσιν και παρά
φύσιν ας πούμε…
Ο Μπόρις πίνει μπύρα από το
μπουκάλι και σκέφτεται κοιτάζοντας ένα ξέμπαρκο μπέικον. Εγώ τρώω από ευγένεια,
πεινάω αλλά καθόλου δεν πεινάω.
«Πες μου κάτι», λέει. «Εντάξει,
καταλαβαίνω πώς το παίζεις και ποιοι είμαστε εμείς στην τελική, που θα
αμφισβητήσουμε τα λόγια μιας γυναίκας. Όμως πρόσεξε…»
Σηκώνεται, δένει τα χέρια πίσω
από τη μέση σε στυλ βολτάρω ανέμελα.
«Και τότε της λέει -αν
ήσουν γυναίκα θα σε χαστούκιζα…[1]»
ρίχνει την ατάκα.
«Δυνατό…» θαυμάζω και
καλά. «Όμως τι σημαίνουν όλα αυτά;»
«Τώρα κάνεις πώς δεν
καταλαβαίνεις;» σηκώνει τα χέρια ψηλά και ξανακάθεται.
«Τι σημαίνουν όλα αυτά για το
ευρύ κοινό, αυτό ρωτάω», ξεκαθαρίζω.
«Στα παπάρια μας τα ευρύ
κοινό», απαντάει.
«Αυτό λέω κι εγώ…» αποφασίζω
τελικά να αρπάξω ένα κομμάτι πίτσα.
Το πιάνει τελικά το νόημα.
«Και η συνέχεια;» θέλει να
μάθει.
«Τα γνωστά. Κοριός με
στιλέτο στην πλάτη», παραμένω στο προηγούμενο θέμα.
Σηκώνει τους ώμους, δήθεν
αδιάφορα.
«Σε αυτή την περίπτωση…» πίνει
λίγη μπύρα, «πρέπει να κινηθούμε γρήγορα κι αθόρυβα», συμπεραίνει.
«Και πια είναι η πιο γρήγορη
κι αθόρυβη κίνηση;» ζητάω να μάθω.
«Μα η ακινησία, φυσικά…»
χαμογελάει. «Λοιπόν, όσο εσύ θα το παίζεις Ιουλιέτα…»
«Με τους καργιόληδες από κάτω
σε ρόλο Ρωμαίου;» απορώ.
«Ρωμαίου εκατόνταρχου -ναι,
έτσι ακριβώς… Όσο λοιπόν εσύ, εγώ θα κοιτάξω να φέρω το ιππικό».
«Όπου ιππικό;»
«Αυτοί που έρχονται όταν όλοι
στο οχυρό έχουν πεθάνει».
«Α, τόσο καλά…»
Παίρνει ακόμα ένα από τα
τσιγάρα μου.
«Ξέρεις… πέθανε ο Γιάννης…»
λέει.
«Ο Γιάννης;»
«Ο Ανυπόφορος…»
«Πώς αυτό;»
«Έτσι… γενικά… Τη μια μέρα
ήταν, την επόμενη μπήκε στο νοσοκομείο γιατί δεν ένιωθε καλά και μετά δεν ήταν…
Εντελώς στο άσχετο. Καρκίνος ή κάτι τέτοιο… Όταν το έμαθα, τον πήρα καπάκι
τηλέφωνο για να γελάσουμε με το αστείο…»
«Και;»
«Τι και; Δεν το σήκωσε -αφού
είχε πεθάνει, χαζός είσαι;»
Άναψα τσιγάρο.
«Και ο Νίκος;»
«Εντάξει, για το Νίκο ξέραμε…
Δε μίλαγε το κωλόπαιδο, αλλά ξέραμε… Μόνο στο τέλος αναγκάστηκε και να σου πω
γιατί;»
Έσκυψα προς το μέρος του
περιμένοντας.
«Επειδή είχε έτοιμο δίσκο κι
έκανε την τελική μίξη με το Ντρεν -του το ξεφούρνισε λοιπόν…»
«Σε τι στυλ;»
«Τελείωνε γιατί έχω και να
πεθάνω, κάπως έτσι…»
«Σωστός ο Νίκος…»
«Σωστός, όλοι σωστοί, όλα
σωστά -γιατί πήγαν όλα τόσο λάθος, μου λες;» χαμογελάει.
«Γιατί αυτό είναι το σωστό»,
συμπεραίνω.
Συνεχίζει να χαμογελάει καθώς
σηκώνεται και φοράει το μπουφάν του.
«Αυτό είναι το σωστό, έτσι;»
ρωτάει.
«Αυτό είναι το σωστό, αυτό
είναι το σωστό, κύπελο-πρωτάθλημα στον Ολυμπιακό», επικροτώ.
«Το γάμησες πάλι», μουρμουράει
καθότι βάζελος ο Μπόρις. «Την κάνω μούλε», με πληροφορεί με το χέρι στην πόρτα.
«Κακό ψόφο», εύχομαι.
Και η πόρτα κλείνει πίσω του.
«Πεθαίνετε από λίγο-λίγο»,
παρατήρησε ο Άρης Μαλτέζος ακουμπώντας στο κλειστό τζάμι του παραθύρου.
«Τουλάχιστον το κάνετε φρικτά -κάτι είναι κι αυτό».
«Ξεβρωμίζει ο τόπος, ανασαίνει
η γη», του απαντάω.
«Κι ο δικός σου…» μου δείχνει
με τον αντίχειρα την πόρτα που έκλεισε πριν λίγο ο Μπόρις.
«Τι τρέχει με αυτόν;» απορώ.
«Δεν ξέρω… φοράει Μάρτενς στο
ένα πόδι και Τίμπερλαντ στο άλλο κι όμως δε σκοντάφτει», έκανε σκεπτικά. «Πολύ
θα ήθελα να είχα έστω ένα…»
«Πόδι;»
«Ζευγάρι», γέλασε.
«Κι εγώ μαζί σου», συμφώνησα.
«Εσύ πάλι, νομίζω πως έχεις
πλατυποδία», είπε πριν εξαφανιστεί.
Καλά πάμε, σε λίγο θα
πέφτει δούλεμα ακόμα κι από τα κάδρα…
Οι μπανιστιρτζήδες είχαν
αραιώσει κάτω από το διαμέρισμά μου, η ώρα πέρασε. Τα δελτία ειδήσεων είχαν
τελειώσει και ως το επόμενο πρωί κανένας δεν είχε όρεξη ν΄ασχοληθεί με την
πάρτη μου -η ενημερωτική τηλεόραση είναι η τυρόπιτα που τρως στη δουλειά -τίγκα
στο λάδι, σου γαμάει το στομάχι αλλά δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Κάτι
πρέπει να φας και μόνο αυτό υπάρχει, κίτρινο φύλλο, μαύρο στις γωνίες όπου
άρπαξε στο ψήσιμο, λιγδιασμένο με γέμιση παραμύθι φέτα.
Μ’ έπιασε μια ξαφνική
παραίτηση, ούτε να σηκωθώ από την καρέκλα δεν μπορούσα -σκέφτηκα να γράψω κάτι,
να δω κάτι άλλο -τίποτα. Και τότε σκέφτηκα οτι όλο αυτό είναι τεράστιο
καργιολίκι, φίλε μου, να πιάνουν το κλάμα της γυναίκας που τη βιάζουν και να το
κάνουν εργαλείο, κλειδί που σφίγγει ή διαλύει -ποιον; Τη γυναίκα, ποιον άλλον; «Σφαίρες
κι από τις δυο πλευρές/ όσο τρέχεις έξω από τα πάντα/ σφαίρες κι από τις δυο
πλευρές/ πρέπει να έγινε κάποια μυστική συμφωνία[2]»,
που έλεγε κι ο κύριος Χάουρντ Ντιβότο.
Και τότε σκέφτηκα πώς κάτι
έπρεπε να γίνει με όλο αυτό, γιατί δε μου πήγαινε το στυλάκι οσιομάρτυρα λες
και ήμουνα κομμουνιστής μετά τον Εμφύλιο που υπάκουγε στις εντολές κάποιας
αόρατης Μόσχας. Οι ανοιχτοί λογαριασμοί φουσκώνουν με αέρα κι εγώ έπρεπε κάποια
στιγμή να κλείσω ταμείο.
Σηκώθηκα να πάω για ύπνο, από
αύριο θα έπρεπε να ασχοληθώ με τα λογιστικά μου.
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!