Προηγούμενα:
Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων
Κόντευε απόγευμα κι έβρεχε
διακοπτόμενα από το πρωί. Σήκωσα τους γιακάδες του μπουφάν πριν βγω από την
εξώπορτα της πολυκατοικίας μου -στον τοίχο που ακούμπαγαν χτες τα συνεργεία των
καναλιών, σήμερα ήταν γραμμένο ένα «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΒΙΑΣΤΕΣ» με μαύρη μπογιά. Σύντομα
θα είχα προβλήματα με τη γειτονιά αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση -την έβλεπα
τη δουλειά να πηγαίνει σε συλλογή υπογραφών.
Είχα περάσει το πρωινό
ψάχνοντάς τον, ήξερα τις ώρες που βρισκόταν στο κανάλι για εκπομπές, άρα δεν
είχα παρά να στηθώ έξω από τα στούντιο και να τον περιμένω. Και μετά; Αυτό θα
το σκεφτόμουν όταν ερχόταν η ώρα… Ήξερα επίσης και το αυτοκίνητό του, χρώματος
μαύρου, μάρκας Πόρσε Καγιέν -τι άλλο; Τον είχα βρει σε διάφορες φωτογραφίες να
ποζάρει μπαίνοντας (ή βγαίνοντας), κατάφερα μέχρι να γράψω τον μισό αριθμό του
-ένιωθα σίγουρος. Πάρκαρα απέναντι από την είσοδο του καναλιού, πίσω από ένα
φορτηγάκι κι έσβησα τα φώτα. Ώρα για περισυλλογή…
«Πώς την έχεις δει τελικά την
υπόθεση; Ο Σιωπηλός Τιμωρός;» γέλασε δίπλα μου ο Μαλτέζος.
«Για την ώρα πάντως εγώ είμαι
τιμωρία, περιμένοντάς τον», απάντησα.
«Και μετά;»
«Πρόκειται περί κοψίματος
κίνησης -να σταμπάρω το σπίτι του, τα στέκια του, τέτοια φάση…»
«Με προοπτική;»
«Με ζάλισες Μαλτέζο», στράβωσα
και ψάχτηκα να βάλω καμιά μουσική.
Μετά από λίγο η τρομακτική αιθέρια
φωνή του Κρόκους γέμισε την καμπίνα του αυτοκινήτου –«Δεν έχει φάση να σε
κυνηγάνε συνέχεια;/ Δεν έχει φάση όταν οι φίλοι σου σιχαίνονται το πώς
κατάντησες;/ Δεν έχει φάση να είσαι τόσο φτιαγμένος που να μη μπορείς να
τελειώσεις;/ Δεν έχει φάση όταν ξέρεις οτι θα πεθάνεις νέος;»[1]
«Καλά το πας πάντως από κάλυψη-απόκρυψη,
όταν βγει ο μαλάκας θα έρθει κατευθείαν στο αμάξι σου να χορέψετε», είπε ο
Μαλτέζος.
«Άντε γαμήσου, Μαλτέζο»,
ευχήθηκα κλείνοντας τη μουσική.
Η ησυχία με πλάκωσε -εμένα
πλάκωσε γιατί το αρχίδι ο Μαλτέζος την κοπάνησε ως συνήθως. Άναψα τσιγάρο. Ένα
αυτοκίνητο βγήκε από το κανάλι και πλατσούρισε στις, γεμάτες βροχή, λακκούβες.
Όχι ο δικός μου.
Ψάχτηκα, στην εσωτερική τσέπη
του μπουφάν πέτυχα ένα μεταλλικό πλακέ φλασκί -το ξεβίδωσα, τράβηξα μια τζούρα
και ρούφηξα σκέτο αέρα.
«Άντε γαμήσου, Μαλτέζο»,
επανέλαβα.
Από κάπου μακριά άκουσα το
πνιχτό του γέλιο.
Πέρασε μια ώρα ή κάπου τόσο,
όταν είδα το αυτοκίνητό του να βγαίνει αργά. Περίμενα για λίγο πριν ξεκινήσω
-τον άφησα να περάσει δίπλα μου όσο ήμουν ακόμα με τα φώτα σβηστά. Και τότε γύρισα
το κλειδί στη μίζα αλλά ένας μαλάκας με πράσινο λαδί Χιουντάι ήρθε και κόλλησε
δίπλα μου. Δεν ήθελα να κορνάρω οπότε κατέβασα το τζάμι κι εκείνος έκανε το
ίδιο.
«Κάνε πίσω να φύγω», του είπα.
«Κάτσε εκεί που είσαι», είπε
εκείνος. Ήταν ένας γεροδεμένος τύπος με γκριζαρισμένο μούσι.
Έμεινα να τον κοιτάζω, ο καργιόλης
είχε κολλήσει δίπλα μου κι ούτε την πόρτα δεν μπορούσα ν΄ανοίξω.
«Θα φύγω μπροστά -ακολούθα με.
Σε θέλει ο Σαμουράι», είπε ο μουσάτος.
«Σοβαρά τώρα;» κούμπωσα.
«Μη με γαμάς φιλαράκι -είναι
επείγον», στράβωσε ο τύπος.
Μετά ξεκίνησε. Τον ακολούθησα
-πήγαινε σιγά και σίγουρα με παρακολουθούσε από τον καθρέφτη του.
Βγήκαμε στην παραλιακή όσο
νύχτωνε κανονικά. Άρχιζε και μια γαμημένη κίνηση, αυτοκίνητα χώθηκαν ανάμεσά
μας αλλά τον ακολουθούσα χωρίς να σκέφτομαι -δεν έμεναν και πολλά να σκεφτώ,
όσο να πεις…
«Πού θα πας ρε μαλάκα;» γέλασε
ο Μαλτέζος δίπλα μου.
Δεν ασχολήθηκα καν, επειδή το
Χιουντάι χώθηκε σε έναν παράδρομο της παραλιακής προς τη μεριά της θάλασσας και
βιάστηκα να μπω πίσω του. Κάναμε καμιά κατοσταριά μέτρα στην άσφαλτο πριν
παρκάρει. Τον προσπέρασα και έκανα το ίδιο, είκοσι μέτρα πιο μπροστά του, εκεί
που ξεκίναγε η άμμος. Δεν έβρεχε πλέον αλλά το κρύο τσίμπαγε σα σφίγγα, η
παραλία ήταν έρημη. Ο τύπος δε βγήκε από το αυτοκίνητό του όσο κι αν περίμενα.
Στο τέλος βαρέθηκα και βγήκα εγώ στο μισοσκόταδο.
Δε μου πήρε πολύ να τον
εντοπίσω, καθόταν σ΄ένα παγκάκι κοντά στη θάλασσα και κάπνιζε. Πήγα προς το
μέρος του κοιτάζοντας τριγύρω -ερημιά και τέσσερα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, το
δικό μου, του μουσάτου συν δυο άλλα που περίμεναν κοντά στην τσιμεντένια
προβλήτα στο βάθος. Τα παπούτσια μου χώθηκαν στην άμμο.
«Δεν είμαστε κάπως μεγάλοι για
ρομαντικά ραντεβού;» τον ρώτησα όταν έφτασα πίσω από την πλάτη του.
«Ο ρομαντισμός δεν έχει
ηλικία, Κάστρο», μουρμούρισε χωρίς να με κοιτάζει.
«Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα
μας», διαπίστωσα όσο βολευόμουν δίπλα του στο παγκάκι -ένιωσα την υγρασία να
περνάει μέσα από το τζιν μου.
Με κοίταξε σκυθρωπός.
«Ο Αργύρης την κοπάνησε»,
είπε.
«Σωστός ο μαλάκας…» χαμογέλασα.
«Τι φάση; Ελικόπτερο στην ταράτσα της φυλακής, ανεμόσκαλα και τέτοια κόλπα;»
«Απλώς δεν επέστρεψε από την
άδειά του», είπε ο Σαμουράι.
«Εντάξει -δε με ενδιαφέρει»,
αποφάσισα καθώς σηκωνόμουν.
«Θα σε καλέσουν στην
αστυνομία», συνέχισε.
«Εμένα;»
Με κοίταξε.
«Κάτσε», είπε.
«Δεν το νομίζω, γιατί αν ακουμπήσω
πάλι το παγκάκι δεν τη γλιτώνω τη διάρροια», τον ενημέρωσα. «Και τέλος πάντων,
δεν το πιάνω όλο αυτό -ο Αργύρης την κοπάνησε, εγώ πώς μπαίνω στην όλη
κατάσταση;»
«Συναντηθήκατε», είπε.
«Ναι και λοιπόν;»
«Τι είπατε;»
«Ως τι με ρωτάς τώρα; Ως
προϊστάμενος των μπάτσων, ας πούμε;» θύμωσα.
«Άσε τις μαλακίες ρε Κάστρο… Τον
Αργύρη τον παρακολουθούσαν, σας είδαν…» ψαχνόταν για νέο τσιγάρο όσο μιλούσε.
Έβγαλα τα δικά μου και του
πρόσφερα. Το πήρε -άναψα κι εγώ ένα.
«Είδαν ποιους; Εμένα κι άλλους
εκατονδώδεκα… Ανοιχτή εκδήλωση ήταν και τέλος πάντων…» σταμάτησα.
Κάπνισα το τσιγάρο μου
κοιτάζοντας τα κύματα. Ύπουλα κύματα, έρχονταν υπόγεια από τα βαθιά και σκάγανε
με δύναμη στην προβλήτα.
«Βαρέθηκα -αυτό είναι το θέμα»,
του είπα. «Εδώ και κάποιο καιρό με δείχνουν παντού ως τρομοκράτη, μου την
πέφτουν στην πλατεία, μου κάψανε το Δούκα, με μοστράρουν ως βιαστή -τώρα οι
μπάτσοι θέλουν να μάθουν τι ακριβώς; Αν κρύβω τον Αργύρη στο πλυσταριό μου; Αν
του έβγαλα εισιτήρια για την Αγκόλα; Δε γαμιέστε όλοι σας ρε φίλε; Εγώ λέω να
την ψιλοκάνω…», πέταξα το τσιγάρο γκελαριστά -όχι οτι είχα ελπίδα να φτάσει στη
θάλασσα, αλλά δεν είχα και καμιά ελπίδα γενικότερα, έτσι νομίζω.
«Πέρασες πολλά», διαπίστωσε ο
Σαμουράι.
Ήξερα όμως οτι στα παπάρια
του. Θα μπορούσαν να με σταυρώσουν στην πλατεία Συντάγματος και μετά να με
κάψουν σαν τον Ιούδα κι αυτός για το μόνο που θα αγχωνόταν ήταν τα νούμερα που
κάνει η κυβέρνηση στις δημοσκοπήσεις.
«Τέλος πάντων, να τελειώνει
αυτό το ρομάντζο της πλάκας», ζήτησα. «Θα με καλέσουν οι μπάτσοι -αυτό με
ήθελες; Και δεν μπορούσες να μου το πεις από το τηλέφωνο;»
Γέλασε.
«Καλύτερα να στο φώναζα με
ντουντούκα από τη Βουλή, λιγότεροι θα το άκουγαν. Είναι όμως και κάτι ακόμα… Τι
έκανες έξω από τον τηλεοπτικό σταθμό;»
«Ωραία ερώτηση», παραδέχτηκα.
«Σου έχω όμως μια καλύτερη -με παρακολουθούσατε;»
Γέλασε -στ΄αλήθεια τώρα.
«Πες μου κάτι, Κάστρο», είπε
κοιτάζοντάς με στα ίσα. «Ήσουν πάντα τόσο ηλίθιος ή φταίει το γήρας;»
Καλή ερώτηση…
«Όπου λοιπόν με έχετε στο
κιάλι, εδώ και πόσο καιρό; Πριν επικοινωνήσει μαζί μου ο Αλέκος;»
Δεν είπε τίποτα, όσο κι αν τον
περίμενα.
«Καλά ρε μπαγάσα…» συνέχισα.
«Κι αφού είσαστε συνέχεια από πίσω μου, χάθηκε να ρίξετε ένα σύρμα όσο τα
καλόπαιδα πήγαιναν να μου κάψουν το Δούκα;» σταμάτησα για λίγο, το σκέφτηκα όσο
καθόταν αμίλητος. «Αλλά τότε θα καρφωνόταν η παρακολούθηση -αυτό να μου πεις…
Κι ο μάγκας που με έφερε εδώ τι σχήμα του λόγου είναι;»
«Ασφάλεια», ψιθύρισε.
«Ασφάλεια, τι Ασφάλεια; Όπως
λέμε Ασφάλειες ΜΙΝΕΤΑ;»
Γέλασε.
«Θες να μου πεις οτι εσείς θα
με καλέσετε να με ρωτήσετε για τον Αργύρη;» απόρησα.
«Όχι -η αστυνομία».
«Κι εσείς ποιοι είστε; Η
χωροφυλακή;»
«Είναι μπερδεμένα τα πράγματα,
Κάστρο…»
«Ναι, κάτι έχω μάθει… Δηλαδή,
ας πούμε, υπάρχουν δικοί σας μπάτσοι και άλλοι που δεν είναι δικοί σας.
Υπάρχουν και κάποιοι που παρακολουθούν τα τηλέφωνα, επίσης όχι δικοί σας,
υπάρχει επίσης ο Ζορό, ο Λωποδύτης
Φάντασμα, ο Θάνος ο τρελός θεός κι ο Κάπτεν Αμέρικα -ας μη μιλήσουμε για τον
Τζιμ Άνταμς, το θρυλικό ελληνόπουλο, τη Ντιάνα και τον Τσιπιρίπο… Καλά το πάω;»
Σηκώθηκε.
«Τι ψάχνεις τώρα ρε Κάστρο;» στράβωσε.
«Ψάχνω την έξοδο γιατί δε
βλέπω από που μπήκα», του ψιθύρισα πλησιάζοντάς τον στους 10 πόντους.
«Έξω από το κανάλι τι ήθελες;»
με ρώτησε ξανά.
«Αυτό, νομίζω, είναι δικός μου
λογαριασμός», απάντησα.
«Όχι, φιλαράκο… Ήσουν εκεί
πέρα για να πετύχεις το Λαπαδιώτη -κάνω λάθος;»
Σήκωσα τους ώμους αθώα.
«Γιατί να το κάνω αυτό; Ξέρεις
κάτι που δεν ξέρω;»
Γέλασε σκληρά.
«Όχι μαλακίες σε μένα, Κάστρο.
Ο Λαπαδιώτης σου έστησε την ιστορία με το βιασμό, μην το παίζεις άσχετος».
«Έτσι ε;» μουρμούρισα βάζοντας
τα χέρια στις τσέπες. «Και πώς το ξέρεις εσύ; Και πώς ξέρεις οτι δεν τη βίασα,
σε τελική ανάλυση;»
Γέλασε.
«Μην κάνεις τίποτα, Κάστρο.
Ότι κι αν κάνεις θα γυρίσει εναντίον σου», είπε.
«Εναντίον μου ή εναντίον σας;»
ζήτησα να μάθω.
«Στο ίδιο καζάνι βράζουμε…»
«Ναι, αλλά μόνος θα πάω στους
μπασκίνες δι΄υπόθεσιν μου -κάνω λάθος;» τον ρώτησα.
Δε μίλησε.
Βούλιαξα τα παπούτσια στην
άμμο φεύγοντας. Δεν είχα διάθεση ούτε να τον φτύσω.
«Να προσέχεις ρε μαλάκα», μου
φώναξε από πίσω.
Είχα την εντύπωση πως το είπε
επειδή ενδιαφερόταν για μένα και όχι για το κόμμα, αλλά ίσως και να έκανα
λάθος. Και ποιος δεν κάνει λάθη στις μέρες μας; Εκτός από τους πολιτικούς, τους
μπάτσους και τους δικαστές -εννοώ.
Οδηγούσα στην παραλιακή
αναποφάσιστος, η παρακολούθηση Λαπαδιώτη είχε γαμηθεί κι ανάθεμα αν ήξερα
πόσους καργιόληδες είχα πλέον στο κατόπι μου. Το σκέφτηκα καλύτερα. Αυτοί του
Σαμουράι σίγουρα -οι άλλοι μπάτσοι, δε φαινόταν πολύ πιθανό. Δε θα ρίσκαρε ο μάγκας
να συναντηθούμε κάτω από τη μύτη τους. Άρα;
Έριξα ένα σιντί στο φούρνο χωρίς να πάρω τα
μάτια μου από το δρόμο. «Αδελφοί και Αδελφές μου, θέλω να σας πω κάτι. Γίνεται
μεγάλη κουβέντα από πολλούς λευκούς κάλπηδες, κάτι σκατιάρηδες που αγαπάνε το
χρήμα -μου λένε πως είναι η υψηλή κοινωνία. Αλλά θέλω να ξέρετε κάτι. Αν με
ρωτήσετε εμένα -αυτή εδώ είναι η υψηλή κοινωνία, εσείς είστε η υψηλή κοινωνία»[2], κήρυττε
ο Αδελφός Ρομπ όσο έπαιρνα τις στροφές της παραλιακής πλαγιάζοντας ασυναίσθητα,
σα να ήμουν ακόμα πάνω στο Δούκα. Γέλασα. Όχι εγώ.
«Δε νιώθεις κάμποσο αστείος ψειρίζοντας
ιστορίες, μισό αιώνα πίσω;» κορόιδεψε ο Μαλτέζος.
«Ενώ αν επικεντρωνόμουν στα
τωρινά…» τον τάπωσα.
«Ολοκλήρωσε τη φράση», με
προκάλεσε.
«Τι θα άλλαζε αν άφηνα τα
παλιά και ασχολιόμουν με τα τωρινά;» ρώτησα.
«Τίποτα, αφού δεν θα άφηνες
ποτέ τα παλιά -εκεί έχεις ξεμείνει και το σήμερα το βλέπεις αραγμένος στο
προχτές», είπε.
«Ενώ εσύ;» του χώθηκα ύπουλα.
«Εγώ; Τι εγώ; Είμαι έξω από το
χρόνο, αύριο θα ξημερώσει το χτες και σήμερα είναι το μεθαύριο -δε θυμάσαι;»
Άναψα τσιγάρο για να τον διώξω
και το πέτυχα.
Έκοψα ταχύτητα γιατί κόντευα
να φτάσω στη Βάρκιζα, αλλά δεν είχα διάθεση να κλειστώ πάλι στο διαμέρισμα. Δεξιά
μου τα βράχια με τη θάλασσα, αλλά αριστερά σ΄ένα πλάτωμα δίπλα στην άσφαλτο,
είδα τα αναμμένα φώτα μιας καντίνας. Έβγαλα φλας, κοίταξα στον καθρέφτη,
κανένας δεν ήταν πίσω μου, πήγα λοιπόν και πάρκαρα στο χώμα, μπροστά από το
μεταλλικό τραπεζάκι και τις δύο πλαστικές καρέκλες που διέθετε η καντίνα. Χαμογέλασα
νιώθοντας ξαφνικά μια πείνα -όπως τις νύχτες μετά από βαρετές βόλτες σε κλαμπ
την εποχή που είχαμε αρχίσει να σαπίζουμε χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι κι ο
Κόρακας να παραγγέλνει «αντί γι΄αυγό, διπλό αυγό», όσο οι υπόλοιποι βγάζαμε ότι
βρώμαγε από τα δικά μας σάντουιτς. Πού διάολο να ήταν τώρα ο Κόρακας; Είχα να
τον δω από το διαζύγιό του -όταν βρέθηκε χωρίς τίποτα και πήγαμε με το βαν του
στη Θεσσαλονίκη για να αγοράσουμε έπιπλα, εγώ, ο Κόρακας κι εκείνη. Είχαμε
φορτώσει το βαν στο τρένο, «ξεφούσκωσε τα λάστιχα μη βρει στα γιοφύρια», του
είχε πει ένας μουστάκιας σιδηροδρομικός -το νυχτερινό τρένο, ένας ακόμα μύθος,
δεν υπάρχουν πια νυχτερινά τρένα, δεν υπάρχουν μαγαζιά με φτηνά έπιπλα αποκλειστικά
στη Θεσσαλονίκη, δεν… Όταν φτάσαμε στο σταθμό είχαν παγώσει τα ψαλίδια στις
γραμμές και δεν μπορούσαν να ξεφορτώσουν το βαν -ο σταθμάρχης μας κέρασε τσάι
στο γραφείο του, καλή φάση.
Βγήκα και πλησίασα την
καντίνα, μια γυναίκα στην ηλικία μου πάνω-κάτω με ξανθό μαλλί και μωβ βαμμένα
τσουλούφια δεν με κοίταξε καν, αφοσιωμένη καθώς ήταν στο να γεμίζει κάτι
πλαστικά τάπερ με σαλάμια, ζαμπόν, τυριά και μπέηκο. Πλησίασα, στάθηκα μισό
μέτρο κάτω από το κεφάλι της, στο άνοιγμα της καντίνας -τελικά δεν έκανε και
τόσο κρύο, η βροχή είχε εξαφανιστεί μέσα σε μια περίεργη χειμωνιάτικη ξηρασία.
«Ένα μεσαίο χωρίς αυγό», της
ζήτησα.
Τότε γύρισε το κεφάλι προς το
μέρος μου, με κοίταξε για μισό λεπτό πριν αρχίσει να φτιάχνει το σάντουιτς.
«Και μια κοκακόλα», πρόσθεσα.
Με ξανακοίταξε αμίλητη.
Φορούσε ένα φαρδύ φούτερ που άφηνε να φαίνονται οι τιράντες του σουτιέν της
κάθε φορά που έσκυβε -θα πρέπει να ήταν όμορφη κάποτε, αλλά δεν έδειχνε να τη
νοιάζει. Μου ετοίμασε την παραγγελία, πλήρωσα και πήγα να βολευτώ στην πλαστική
καρέκλα, ακούμπησα την κοκακόλα στο τραπεζάκι, δάγκωσα βιαστικά -εντάξει, καλό
ήταν το σάντουιτς, δεν είχαν σφάξει γατί για να το γεμίσουν.
Τότε άκουσα την πλαϊνή πόρτα
της καντίνας ν΄ανοίγει κι εκείνη βγήκε προς το μέρος μου κουβαλώντας ένα πακέτο
τσιγάρα και πλαστικό αναπτήρα. Δεν γύρισα να τη δω, αλλά όταν κάθισε στην
πλαστική καρέκλα στην άλλη πλευρά του τραπεζιού ανακάλυψα πως κρατούσε κι ένα
μεταλλικό κουτάκι μπύρας.
«Επιτρέπεται;» ρώτησε ενώ είχε
ήδη καθίσει.
«Δικό σου είναι το μαγαζί», έκανα
ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Σωστό κι αυτό…» γέλασε. «Αν
και δεν πάει έτσι -υπάλληλος είμαι, αν ήταν δικό μου το μαγαζί δε θα σε
σέρβιρα».
Άφησα το σάντουιτς πάνω στο
τραπέζι με προσοχή, να μην ακουμπήσει το ψωμί στο μέταλλο.
«Γιατί αυτό;» απόρησα.
«Επειδή δε γουστάρω να σερβίρω
βιαστές», με ενημέρωσε.
Ωραία…
«Είναι κι αυτή μια άποψη…» διαπίστωσα.
«Λοιπόν, πληρώθηκες, συγνώμη που έφαγα δυο μπουκιές πριν μάθω τις απόψεις σου
-λέω να πηγαίνω τώρα», άρχισα να σηκώνομαι.
«Κάτσε κάτω», έκανε απότομα.
Γύρισα και την κοίταξα.
«Τρέχει κάτι με σένα; Γιατί
δεν έχω όρεξη για μαλακίες βραδιάτικα, γι΄αυτό ρωτάω», της ξεκαθάρισα.
«Ένεκα η δουλειά, βλέπω πολλή
τηλεόραση…» είπε βγάζοντας καπνό από τη μύτη. Έψαξε τασάκι, θυμήθηκε πως δεν
είχε φέρει, το σκέφτηκε μήπως σηκωνόταν, γρήγορα το μετάνιωσε. «Αλλά δεν
πιστεύω όλα όσα λένε».
Έβγαλα το πακέτο και άναψα ένα
Κάμελ.
«Εντάξει», είπα. «Κάτι άλλο;»
«Έχω λοιπόν μια περιέργεια -τη
βίασες;» έγειρε προς το μέρος μου, κάπως συνωμοτικά.
«Κι αν τη βίασα και τώρα βιάσω
κι εσένα;» τη ρώτησα.
Ήταν η σειρά της να σηκώσει
τους ώμους.
«Πού ξέρεις… μπορεί να γουστάρω
να με βιάσεις, μπορεί κιόλας να κουβαλάω σουγιά και αν κάνεις να μου την
πέσεις, να σου πετάξω τ’ άντερα έξω…» είπε.
Γέλασα.
«Κρίμα που δεν θα το μάθουμε
ποτέ αυτό», της ξεκαθάρισα.
«Εγώ λέω οτι δεν τη βίασες. Λέω
πως οι καργιόληδες σ’ έχουν στη μπούκα και σε γλεντάνε», είπε τελικά.
«Ότι μπορεί ο καθένας…» απάντησα.
Έσβησε το τσιγάρο στο χώμα.
«Άκου να δεις… Καστρινός,
έτσι;» με κοίταξε και συνέχισε χωρίς να περιμένει επιβεβαίωση. «Εγώ δε διαβάζω
βιβλία σαν αυτά που γράφεις… δε διαβάζω γενικώς δηλαδή. Αλλά τον κόβω τον άλλο
με την πρώτη -20 χρόνια κάνω αυτή τη δουλειά… Σε είχα δει στις ειδήσεις που
τους ξέσκισες και είχα πει, μπράβο του μάγκα, τέτοιοι τους χρειάζονται».
Σταμάτησε, έβγαλε καινούργιο
τσιγάρο, έκανε να μου προσφέρει αλλά είδε οτι ακόμα κάπνιζα το δικό μου. Την
περίμενα να συνεχίσει.
«Αλλά ξέρω πως οι άντρες είναι
γουρούνια, σκέφτονται με τον πούτσο… Δεν το έχετε σε τίποτα να μας τον χώσετε
άμα μας βρείτε εύκαιρες -κάνω λάθος;»
«Εγώ τώρα πρέπει να απαντήσω
εκ μέρους των αντρών;» αναρωτήθηκα φωναχτά.
«Για σένα μιλάμε», με γείωσε.
«Πώς κι αυτό;» ζήτησα να μάθω.
Μπερδεύτηκε.
«Τι θα πει, δηλαδή; Τι θα πει
αυτό; Ήρθες στο μαγαζί μου, σε σέρβιρα…»
«Κι επειδή με σέρβιρες θα
πρέπει να σου ανοίξω την καρδιά μου, να σου πω την πονεμένη μου ιστορία και να
κλάψουμε παρέα -έτσι πάει; Άσε που το μαγαζί δεν είναι δικό σου…» τη γείωσα.
«Είδες λοιπόν που είσαστε
μαλάκες όλοι οι άντρες; Εγώ σε υποστηρίζω κι εσύ το παίζεις βαρύ πεπόνι»,
θύμωσε.
«Γιατί με υποστηρίζεις; Γιατί
εμένα κι όχι τη γυναίκα που λέει οτι τη βίασα;» έσβησα το τσιγάρο μου και την
περίμενα ν΄απαντήσει.
«Ρε άντε και γαμήσου που θα
μας κάνεις και υποδείξεις ποιον να υποστηρίζουμε», πετάχτηκε στον αέρα. «Την
ξέρω την κυρία, την έχω δει στην τηλεόραση πριν πει την ιστορία με το βιασμό
-μια καργιόλα είναι που μοστράρει το βρακί της για να παίρνει εκπομπές…»
Έβαλα τα τσιγάρα και τον
αναπτήρα στην τσέπη, δάγκωσα μια γερή από το σάντουιτς και ξέπλυνα με κοκακόλα.
«Μαλακίες ξέρεις -κανέναν δεν
ξέρεις, αλλά έχεις άποψη -αυτό συμβαίνει», της είπα.
Μετά γύρισα την πλάτη και
ξεκίνησα για το αυτοκίνητο.
«Άκου να δεις…» φώναξε πίσω
μου.
Σταμάτησα, αλλά δε γύρισα.
«Θα σε στήσουν στα τέσσερα και
θα σε πηδήξουν κανονικά -γι΄αυτό λέω πως δεν έκανες τίποτα. Αν είχες κάνει θα την
έβγαζες κυριλέ -με πιάνεις;» φώναξε.
«Όχι δε σε πιάνω -δεν είμαστε
για πιασίματα τέτοια εποχή», μουρμούρισα.
Αλλά την καταλάβαινα μια χαρά
κι ένιωσα για μια στιγμή πολύ καλύτερα και μετά ένιωσα μαλάκας που ένιωσα
καλύτερα γιατί τίποτα απ΄όλα αυτά δεν είχε σημασία.
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!