Περίληψη προηγουμένων:
1. Όπου ο ήρωας κατεβαίνει από το αεροπλάνο επιστρέφοντας στην κωλοπόλη του μετά από 20 χρόνια. Τον περιμένει μια παλιά φίλη, η Ρέα και μπόλικος, άσχετος με το θέμα, εκνευρισμός.
2. Δίνονται κάποιες αναγκαίες εξηγήσεις σχετικά με τον Πέτρο, που σαπίζει σε ψυχιατρείο και ο ήρωας ξανασυναντάει την κτηνώδη κίτρινη -μπλε Τενερέ 600.
3. Η Τενερέ πηγαίνει στο συνεργείο και ο ήρωας ανακαλύπτει οτι τον ανακάλυψαν.
4. Μια επίσκεψη στο μπαρ ενός παλιού φίλου, Σπήλιος το όνομα, καταλήγει σε κλωτσοπατινάδα, όπου ο ήρωας τις αρπάζει δεόντως. Σκοπός της επίσκεψης είναι η αναζήτηση πιστολιού.
5. Μετά από άγονη περιπλάνηση (που λένε και οι μορφωμένοι) ο ήρωας βρίσκεται σε δανεικό αυτοκίνητο να παρακολουθεί το σπίτι των γονιών του Πέτρου. Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η Έλλη.
6. Μια όμορφη σχέση, διανθισμένη από μπουγέλα και τσαντιές, αναπτύσσεται μεταξύ του ήρωα και της αδερφής του Πέτρου -της Έλλης. Γίνεται και μια αναφορά στον "Καρχαρία" που θέλει να σκοτώσει ο Πέτρος. Μια ακόμα όμορφη ανθρώπινη επαφή με τους θαμώνες κάποιου κωλόμπαρου αφήνει ενθύμιο στον ήρωα, ένα βουλάρικο περίστροφο Άρκους 94.
7. Όπου ο ήρωας συναντάει οτι έχει απομείνει από τον Πέτρο.
8. Δυο φιλικές συνομιλίες -η πρώτη με μπάτσους και η δεύτερη με έναν παλιό φίλο ξεκαθαρίζουν κάποια πράγματα στον ήρωα. Όπως ας πούμε, σχετικά με το ποιος είναι ο Καρχαρίας.
9. Μια εθιμοτυπική επίσκεψη στο σπίτι των γονιών του Πέτρου καταλήγει στην "απαγωγή" της Έλλης.
10. Κάποια παραλιακή βόλτα με την Έλλη οδηγεί στην αναζήτηση του Καρχαρία και σε μια σφαίρα που κατεβάζει το τζάμι του παραθύρου του.
11. Η Ρέα ακολουθεί τους υπόλοιπους στην αναζήτηση κρυσφύγετου. Υπάρχει η προοπτική ενός εξοχικού κοντά στο Σούνιο, αλλά επιλέγεται τελικά κάποιο αραγμένο καταμαράν.
12. Μισή ερωτική εξομολόγηση και μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια του Σπήλιου.
13. Κάποια συνάντηση στο σπίτι στο τέλος του δρόμου.
14. Ο ήρωας αναλύει τον συναισθηματικό του κόσμο στην Έλλη πριν κηδέψει την θηρώδη Τενερέ 600.
15. Ένα ειδύλλιο με την Έλλη και η ανακάλυψη οτι ο Πέτρος έχει ήδη φύγει από την κλινική.
16. Το ζευγάρι ψάχνει να βρει τους κυνηγούς του, αλλά βρίσκει και χρόνο να πάει στο ραντεβού με τον Πέτρο, 20 χρόνια μετά.
17. Ο ήρωας δέχεται να κρυφτεί μαζί με τους υπόλοιπους και να διώξει την Έλλη από κοντά του.
18. Ο Καρχαρίας βγαίνει από τη μέση αφήνοντας μια σφαίρα σουβενίρ στον ώμο του ήρωα.
19. Εξηγήσεις και αποχαιρετισμοί πριν το τέλος.
«Περπατούσα δίπλα στο ποτάμι/ και ήμουν λυπημένος/ όταν είδα ξαφνικά στον ουρανό/ το μικρό άσπρο συννεφάκι που έκλαιγε» -στάσου μισό λεπτό! Δεν υπήρχε κανένα ποτάμι εκεί κοντά, δηλαδή, εντάξει –η Αθήνα είναι γεμάτη ξεροπόταμους, αλλά δεν έβλεπα κανένα ποτάμι, τέλος πάντων. Είχε πάρει να ξημερώνει –βιαστικά σύννεφα έτρεχαν να προλάβουν το λεωφορείο της καταιγίδας. Κι εγώ περίμενα έξω από τον φράχτη, κουλουριασμένος –τρέμοντας από το κρύο, καπνίζοντας με την καύτρα πνιγμένη στο εσωτερικό της παλάμης, αχρείαστη προφύλαξη αλλά δε γαμιέται;
Το σπίτι στη μέση του κήπου είχε ένα μικρό φως αναμμένο στον πάνω όροφο, εκεί υπολόγιζα πως ήταν το δωμάτιό της. Ήξερα όμως ότι θα έβγαινε στον κήπο, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα –έτσι έπρεπε να γίνει. Πήγαινα στοίχημα μάλιστα ότι θα έσβηνε το φως πριν βγει έξω, δεν είχα προλάβει να τη γνωρίσω αλλά την ήξερα καλά. Θα με ειδοποιούσε, ακόμα κι αν δεν ήμουν εκεί, αυτή θα με ειδοποιούσε όπως και να είχε.
Το φως στο δωμάτιο έσβησε, κατρακύλησα από τη γωνιά μου με μουδιασμένα γόνατα. Τώρα θα κατέβαινε στον κήπο, έτσι πήγαινε –το είχα δει στο σινεμά. Έτρεξα σκυφτός, ψάχνοντας για το μέρος με την καλύτερη θέα. Εκείνη την ώρα άκουσα τον κινητήρα κάποιου αυτοκινήτου, δεν έδωσα σημασία, προχώρησα λίγο ακόμα –αλλά ο κινητήρας έσβησε κοντά, πίσω μου. Γύρισα να κοιτάξω. Ένα άσπρο αυτοκίνητο που βρώμαγε ασφαλίτες από τρακόσια μέτρα μακριά. «Όχι τώρα ρε πούστηδες! Δεν λυπάστε τις οικογένειές σας;» αναρωτήθηκα όσο στηριζόμουν στο ένα γόνατο για να κρατήσω σταθερό το Άρκους. Τους περίμενα με την πλάτη στο φράχτη.
Πέρασαν δυο λεπτά ησυχίας, μετά κατέβηκε το παράθυρο του οδηγού και ένα κεφάλι εμφανίστηκε σε σλόου μόσιον. Τον σημάδεψα, θα τον έτρωγα για πλάκα, αλλά έβγαλε το χέρι έξω και μου έκανε νόημα. Κοίταξα πίσω στον κήπο, η Έλλη δεν είχε βγει ακόμα. Σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος του.
«Βάλε κανένα καρούμπαλο στην οροφή, αδερφέ μου! Παρά λίγο να στη μπουμπουνίσω –σε πέρασα για κακοποιό στοιχείο», είπα καθώς χωνόμουν στη θέση του συνοδηγού.
Γέλασε ανόρεχτα. Μάσαγε τσίχλα, στριφογυρίζοντας τα σαγόνια –σκέτο σίχαμα. Και είχε ρίξει ένα λαδί σακάκι πάνω από το αθάνατο λαχουρένιο πουκάμισο χωρίς να σώζει και πολλά πράγματα.
«Έλεγα ότι δεν θα ξανασυναντιόμασταν», μουρμούρισε.
«Αλλά διαφορετικά ήταν γραμμένα τα πράγματα στο βιβλίο της μοίρας!» παρατήρησα τίγκα στη σοφία.
Με κοίταξε.
«Είσαι τόσο μαλάκας ή απλώς το παίζεις;» ρώτησε.
«Έλα ντε! Κι εγώ απορώ, ώρες –ώρες!» απάντησα προβληματισμένος.
Δεν γέλασε.
«Ήρθα να σε γυρίσω πίσω. Με το καλό ή με το ζόρι», είπε προσπαθώντας να ρουφήξει την κοιλιά του.
Τον κοίταξα χαμογελαστός. Δεν έδειχνε να φοβάται, αλλά είχε δει το Άρκους εκεί έξω –άρα έκρυβε τον φόβο του μια χαρά.
«Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις να με πάρεις μαζί σου;» τον ρώτησα.
Γύρισε να με δει. Χαμογέλασε τώρα με το γνωστό του στυλάκι «σε κρατάω από τ΄αρχίδια μαλάκα».
«Για να το λέω κάτι θα ξέρω», μουρμούρισε. «Πηγαίνουμε το λοιπόν;»
Τεντώθηκα δίπλα του.
«Τσιγαράκι;» τον ρώτησα.
«Το έχω κόψει», είπε αυτόματα και μετά πρόσθεσε. «Μη γίνεσαι μαλάκας».
«Γίνομαι ή είμαι; Ξαναγυρνάμε στο βασικό ερώτημα», πανηγύρισα.
Στράβωσε το στόμα λες και το χτεσινό φαγητό ανηφόριζε από το στομάχι στο οισοφάγο του.
«Μη με ταλαιπωρείς ρε παιδάκι μου και δεν έχω την όρεξη σου!» φώναξε. «Με σηκώσανε από τα άγρια χαράματα για χάρη σου –άντε να τελειώνουμε μπας και προλάβω να κοιμηθώ κανά δυο ώρες στη ζούλα».
Έβγαλα την καπνοσακούλα κόβοντάς τον με την άκρη του ματιού μου. Δεν ήθελα να τρομάξει ότι πήγαινα να βγάλω όπλο. Αλλά εντάξει –δεν κούνησε ούτε βλέφαρο, ήταν ξύπνιο παιδί –είχε δει ότι αλλού φύλαγα το Άρκους.
«Δεν σε πειράζει να καπνίσω;» τον ρώτησα.
«Με πειράζει όμως υπάρχουν άλλα πράγματα πού με πειράζουν περισσότερο», είπε.
Άναψα λοιπόν τσιγάρο ανακατεύοντας τον καπνό με τη μυρωδιά από σουβλάκι που είχε ποτίσει την ταπετσαρία του αυτοκινήτου.
«Και για πες μου κάτι κύριε μπάτσε μου. Σε ποιο κωλάδικο σκοπεύεις να με πας;»
«Να … αυτές τις σαχλαμάρες δεν αντέχω!» είπε στο τιμόνι όσο αυτό τον κοίταζε ανέκφραστο. «Αφού τα ξέρεις γιατί με πρήζεις; Θα σε πάω στο σπίτι με τους δικούς σου και μετά αναλαμβάνουν άλλοι».
«Οι Ζητάδες;»
Με κοίταξε με ελεγχόμενο οίκτο.
«Και αυτοί».
Το σκέφτηκα.
«Άρα, δεν πρόκειται να βγω ζωντανός από εκεί μέσα», διαπίστωσα.
«Δεν βολεύει κανέναν αυτό. Ούτε κι εσένα, νομίζω. Αν περάσεις δίκη θα φας 20 χρονάκια το λιγότερο».
«Αλλά θα έχω τη δυνατότητα να απολογηθώ και να αποδείξω ότι είμαι ένας απλός κοπρίτης και όχι κάποιος περιβόητος τρομοκράτης –τα λέω καλά;»
Χαμογέλασε κάπως πατρικά.
«Δεν τα λες καλά –δηλαδή, λες τα μισά. Γιατί, αν πας φυλακή θα έχεις παρέα τον δικό σου και τη γκόμενά του για περίθαλψη εγκληματία. Δέκα χρονάκια με καλό δικηγόρο πάει η ταρίφα».
Έξυσα το κεφάλι μου –ήταν ακλόνητος ο πούστης!
«Θα σου προτείνω μια συμφωνία», ψιθύρισα.
Ξεκαρδίστηκε.
«Και γιατί να κάνω συμφωνία μαζί σου; Τι θα κερδίσω;» είπε στο τέλος.
«Κατά πρώτον θα εξακολουθήσεις να ζεις. Πρέπει να σου εκμυστηρευτώ κάτι –έχω φάει δύο, μπορεί και τρία άτομα τις τελευταίες μέρες –ένας παραπάνω δεν με χαλάει. Ειδικά αν σκεφτείς ότι οι προηγούμενοι ήταν παλιοί φίλοι κι εσύ είσαι μπάτσος. Από την άλλη πλευρά, για πες μου τι γίνεται εκεί πέρα; Έχουν ήδη κυκλώσει το σπίτι; Σίγουρα –διαφορετικά δεν θα είχε καμιά σημασία να με πας μέχρι εκεί. Δες λίγο το σκηνικό –μπάτσοι γύρω από το σπίτι κι εσύ να περνάς με το αυτοκινητάκι σου, για να βάλεις τον καταζητούμενο μέσα. Γελοίο δεν μοιάζει; Άσε που μπορεί κάποιος να το καρφώσει στα κανάλια και ποιος σας σώζει μετά!»
Κοίταζε μπροστά του, τινάζοντας κάποια αόρατα ψίχουλα από το λαχουρένιο πουκάμισό του.
«Έστω», είπε. «Όχι γιατί φοβάμαι μη με καθαρίσεις, ούτε για το άλλο που είπες. Αλλά επειδή σε συμπάθησα. Ποια είναι η συμφωνία;»
Ήταν η σειρά μου να γελάσω.
«Καλά, ότι γουστάρεις», κορόιδεψα. «Λοιπόν η συμφωνία έχει ως εξής: απομακρύνεσαι κανένα χιλιομετράκι και με αφήνεις ήσυχο για μισή ώρα ή ίσως και λιγότερο. Μετά σου έρχομαι να με πας κατά Σούνιο μεριά. Πριν φτάσουμε με αφήνεις να μπω μόνος μου μέσα».
«Θα τα καταφέρεις; Είναι κυκλωμένο το σπίτι».
«Ναι μωρέ –μπάτσοι δεν είναι αυτοί που το έχουν κυκλώσει;»
Γέλασε άθελά του.
«Εντάξει, αλλά μην κάνεις καμιά πουστιά κι εξαφανιστείς …» είπε.
«Που να πάω ρε φίλε; Αυτή η πόλη είναι σκέτος βάλτος, όσο προχωράς τόσο πιο βαθιά χώνεσαι στη λάσπη», τον καθησύχασα.
Έφτυσε την τσίχλα έξω από το παράθυρο του όσο καθάριζε μια καραμέλα. Τον λυπήθηκα.
«Αδερφέ μου, ξανάρχισε το τσιγάρο καλύτερα. Θα πας από ζάχαρο στο τέλος και δεν θα σου έχει μείνει δόντι στη θέση του», συμβούλεψα.
«Όλοι από κάτι θα πάμε», φιλοσόφησε. «Αλλά χέστηκα πάνω μου με το έμφραγμα –σκέτη φρίκη. Σα να σε βάλανε στην κατάψυξη, εσένα και μια τηλεόραση που παίζει τον θάνατό σου, είναι τρομακτικό ε;»
Δεν είχα τίποτα να του απαντήσω. Έκανα να βγω έξω, με κράτησε.
«Πες μου κάτι ρε φίλε …»
Τον κοίταξα.
«Γιατί τον φάγατε το Ζητά;»
«Επειδή μας σημάδευε –δεν το ήξερες;»
«Και λοιπόν; Γιατί δεν παραδινόσασταν;»
Χαμογέλασα μπροστά στην αθωότητά του –αναρωτήθηκα κιόλας αν ήταν αληθινή ή μου έκανε πλάκα.
«Ρε κυρ μπάτσε μου, επικοινωνείς; Πίσω γινόταν της κόφας με τους διαδηλωτές κι ο τύπος ήταν σκέτος Ρίνγκο. Εσύ τι θα έκανες δηλαδή; Πρώτα θα μας πυροβολούσε και μετά θα ζητούσε ταυτότητες».
Έσκυψε το κεφάλι. Μάλλον δεν μου έκανε πλάκα.
«Αυτά γίνονται και πέφτουμε όλοι στα σκατά», διαπίστωσε.
«Ναι, παλιοζωή αλλά μην το βάζεις κάτω. Λίαν συντόμως θα εξαρθρώσετε τρομοκρατική οργάνωση –κάτι είναι κι αυτό!» τον παρηγόρησα.
Με κοίταξε ανέκφραστος.
«Άντε φύγε ρε κοπρίτη μην αλλάξω γνώμη και σου περάσω βραχιόλια επιτόπου», μούγκρισε.
«Μάλιστα κύριε μοίραρχε!» είπα βγαίνοντας.
Μετά, έκανα τον κύκλο του αμαξιού και ήρθα στο παράθυρό του πριν ξεκινήσει.
«Να σε ρωτήσω και κάτι τελευταίο …» ψιθύρισα σκυφτός.
«Ρίχτο», έκανε επιφυλακτικά.
«Μήπως είσαι ξανθός;»
Έπιασε ασυναίσθητα τα μαλλιά του.
«Τι πράγμα; Όχι ρε, δεν είμαι ξανθός. Γιατί;» απόρησε.
«Επειδή είχα ακούσει κάπου για τον ξανθό χαφιέ –θυμάσαι τίποτα;»
«Ποιον ξανθό χαφιέ;»
«Εκείνον μωρέ που παρακολουθούσε το σπίτι, κάτι είχε γραφτεί κιόλας –δεν ξέρεις τίποτα σχετικό;»
Ανέβασε το τζάμι βρίζοντας και έφυγε. Πρόλαβα να ακούσω ένα «ρε με τι πούστη μπλέξαμε!» ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων.
Αλλά έμεινα μόνος κι αυτό είχε σημασία.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάλεξε η Έλλη να βγει στον κήπο, πήρε χαμπάρι το αυτοκίνητο που κατηφόριζε –βιάστηκα να κρυφτώ πίσω από ένα πρόχειρο δέντρο, κρυφοκοίταξα. Εκείνη χάζεψε το αμάξι και μετά σήκωσε τους ώμους απογοητευμένη μάλλον. Ήταν ακόμα ντυμένη με τα ίδια ρούχα και έδειχνε αποκαμωμένη, άυπνη. Έσερνε τα πόδια της στο σκαμμένο χώμα μην ξέροντας προς τα πού να πάει, την κοίταζα όσο περπατούσε αποκλειστικά για χάρη μου. Κάποια στιγμή ήρθε μέχρι τον φράχτη, κοίταξε μακριά, ήμουν πλάγια και δεν με έβλεπε. Εγώ όμως είδα δάκρυα στα μάτια της κι έχασα την ανάσα μου. Πνιγόμουν δέκα βήματα πιο δίπλα της, βυθιζόμουν σε μια θάλασσα συρμάτινη σαν το φράχτη, μαύρη σαν τα μαλλιά της και βαθιά σαν τα μάτια της. Για λίγο, ίσως και για πάντα. Μετά γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε.
Στη μέση του κήπου σταμάτησε, έβαλε τα χέρια στη μέση –περίμενε. Κι εγώ τράβηξα το Άρκους, σημάδεψα αυτή την πλάτη, έσφιξα τη λαβή όσο σκεφτόμουν να πάρω την Έλλη μαζί μου. Αλλά δεν είχα τ΄ αρχίδια –κατάλαβες; Περίμενα λοιπόν μέχρι να ξαναχωθεί στο σπίτι και έφυγα πισωπατώντας. Άδικα –δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβγεί από εκεί μέσα. Για μένα τουλάχιστον.
Κατέβηκα προς το αυτοκίνητο με αργά βήματα.
«Με πεθύμησες μπάτσε;» ρώτησα μπαίνοντας μέσα.
«Γκομενοδουλειά έτσι;» κορόιδεψε εκείνος.
«Μπα -ήθελα να ρίξω ένα χέσιμο και δεν κρατιόμουν μέχρι το σπίτι», είπα σοβαρά.
Με κοίταξε.
«Όπως αγαπάς …» σχολίασε.
Το άφησα να περάσει αυτό –δεν γούσταρα και πολλές κουβέντες.
Οι δρόμοι ήταν ακόμα άδειοι και τα σύννεφα φαίνεται ότι τελικά είχαν προλάβει το λεωφορείο. Αραιές σταγόνες έσκαγαν στο παρμπρίζ, μπουκωμένες καταιγίδα.
«Δε φοβάσαι;» με ρώτησε στο ξεκάρφωτο ο μπάτσος.
«Τι να φοβηθώ; Βαρέθηκα τόσα χρόνια στο κυνήγι, τώρα είμαι πιο ήσυχος. Πάω εκεί πέρα, με τρώνε λάχανο –τέλος ιστορίας. Εσύ φοβάσαι;»
«Τι να φοβηθώ εγώ;» με κοίταξε πάλι απορημένος.
«Ξέρω ΄γω … μη σου κλέψει κανένας το πουκάμισο …» μουρμούρισα.
«Άντε χέσου ρε», πετάχτηκε. Μετά έδειξε σκεφτικός.
«Τι έχει το πουκάμισό μου;» ρώτησε κοιτάζοντάς το. Κοντά εκατό ευρώ έσκασα –είναι και μάρκα!»
Το έπιασα με τις άκρες των δαχτύλων.
«Μεταξωτό ή πολυεστέρας;» ενδιαφέρθηκα.
«Δεν ξέρω! Το γράφει πουθενά;» αναστατώθηκε.
«Όλο και κάπου θα το γράφει. Αλλά κοίτα μπροστά σου μη μας γράψουν εμάς στις Κηδείες», τον συνέφερα. Είχα ανησυχήσει κάπως, όταν πας να πεθάνεις δεν έχεις καμιά διάθεση να σκοτωθείς πριν την ώρα σου.
Πονούσα κιόλας –η σφαίρα στον ώμο έκανε τσάρκες για να ξεμουδιάσει.
Δεν μιλήσαμε μέχρι την ταμπέλα του Παπατσάκωνα –εκεί τον σκούντηξα γιατί έβλεπα να το πηγαίνει σερί μέχρι Σούνιο. Πρόλαβε να στρίψει στο φτερό.
«Εδώ πιο κάτω με αφήνεις», τον ειδοποίησα.
Ήδη έβλεπα τα περιπολικά απλωμένα τριγύρω και κάμποσους Ζητάδες σε παράταξη να ξύνονται δίπλα στις μοτοσυκλέτες τους. Μεγάλη κινητικότης!
«Θα τα καταφέρεις να μπεις μέσα;» ρώτησε.
«Σίγουρα –μη σκας».
«Εγώ να σκάσω; Να κι μπεις να κι αν σε φάνε απέξω!» μόρφασε.
«Σωστά», παρατήρησα. «Αλλά ήθελα να χαιρετήσω και τους δικούς μου …»
«Να σε βάλω εγώ μέσα ρε;» προσφέρθηκε.
«Όχι, δεν τρέχει τίποτα. Σταμάτα εδώ και μη φοβάσαι. Τους έχω περικυκλωμένους!» πανηγύρισα.
Σταμάτησε μαλακά.
«Δεν ξέρω αν χάρηκα για τη γνωριμία», είπε δίνοντας το χέρι του.
«Εντάξει, θα χαρείς με το παράσημο», του απάντησα αποφεύγοντας τη χειραψία.
Περπάτησα προσεκτικά, όλοι με είχαν κανονικά γραμμένο, προσέχοντας την κίνηση στο σπίτι. Ποια κίνηση δηλαδή –ένα φωτάκι κάπου μέσα και ησυχία του τάφου. Έβγαλα το Άρκους, τσέκαρα τον χώρο τριγύρω, σχεδίασα την πορεία στο μυαλό μου και σημάδεψα μια μοτοσυκλέτα γύρω στα 100 μέτρα αριστερά μου. Με προσοχή πάτησα δυο φορές τη σκανδάλη, η πρώτη πήγε στράφι, αλλά η δεύτερη κάτι πέτυχε κοντά στη σέλα. Αμέσως μετά ξεκίνησε το πάρτι.
Είχα ήδη κρυφτεί πίσω από κάτι δέντρα και τους έβλεπα να πυροβολάνε στα τυφλά, ήδη οι περισσότεροι έτρεχαν προς τη χτυπημένη μοτοσυκλέτα. Περίμενα λίγο να σταματήσουν, μέτραγα τα δευτερόλεπτα. Όταν βεβαιώθηκα ότι δεν θα έτρωγα καμιά αδέσποτη, σπρίνταρα για το σπίτι. Στην αρχή δεν με πήραν χαμπάρι. Είχα μπει στον κήπο όταν κάποιος με είδε, φώναξε, ακολούθησαν κι άλλοι –στ΄αρχίδια μου. Έπεσα πάνω στην πόρτα, ήξερα ότι δεν θα πυροβολούσαν εκεί πέρα. Δεν είχαν τέτοιες εντολές ακόμα.
Η πόρτα άνοιξε και κουτρουβάλησα μέσα, η Ρέα παραμέρισε για να μην πέσω πάνω της.
«Φτου γαμώτο! Ξέχασα τα λουλούδια στο ανθοπωλείο!» φώναξα τινάζοντας τα ρούχα μου.
«Κόψε τις σάχλες», είπε εκείνη.
Πήγα κοντά της.
«Τι τρέχει;» ρώτησα.
«Ο Πέτρος …» ψέλλισε.
«Είναι εντάξει;»
«Κλεισμένος στο δωμάτιο πίσω. Δεν ξέρω τι έχει, κοπανιέται εκεί μέσα, πήγα να μπω –δε μ’αφήνει …»
Την αγκάλιασα.
«Μην ανησυχείς ρε κορίτσι. Θα ηρεμίσει όταν τελειώσουν όλα αυτά –θα στρώσει η κατάσταση …»
Με κοίταξε γυάλινη.
«Με δουλεύεις; Τι να ηρεμήσει; Δεν κοιμάται τα βράδια, ξυπνάω και τον βρίσκω πίσω από τις πολυθρόνες να τρέμει … Παθαίνει κάτι, πετάγεται στα καλά καθούμενα … Τις προάλλες με χτύπησε ρε μαλάκα!»
«Σε χτύπησε;»
«Όταν δεν μπορούσαμε να το κάνουμε … Πάλευε, ίδρωνε, πήγα να τον πάρω αγκαλιά … με χτύπησε γαμώτο!»
Έσκυψα το κεφάλι.
«Κάνε κουράγιο. Θα συνέλθει», είπα αλλά δεν το πίστευα κι αυτό φαινόταν.
Κάποια πόρτα βρόντηξε. Γυρίσαμε προς τα εκεί, ο Πέτρος είχε τα χάλια του.
«Ήρθες;» απόρησε. «Πάμε μέσα».
Τον ακολούθησα.
Κλείδωσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, κάθισε στο κρεβάτι απέναντι μου –κοιταχτήκαμε.
«Έχει γεμίσει μπατσαρία εκεί έξω», μουρμούρισε.
«Αλήθεια; Που ρε μαλάκα; Δεν είδα τίποτα!» έπαιξα τον έκπληκτο.
Τέντωσε το χέρι του δείχνοντας προς το παράθυρο, αλλά σύντομα κατάλαβε τη σαχλαμάρα και μαζεύτηκε ντροπιασμένος.
«Τι θα κάνουμε φίλε;» με ρώτησε.
Οι μπάτσοι είχαν ησυχάσει απέξω –μάλλον δουλειά του λαχουράτου ήταν αυτό.
«Μην ψαρώνεις δικέ μου. Θα βγω έξω και θα τους γαμήσω από μόνος μου, εσείς ετοιμάστε καφέ για μετά», του είπα.
Έπαιξε νευρικά τα βλέφαρά του. Πήγα να τον αγκαλιάσω –τραβήχτηκε.
«Γιατί φτάσαμε ως εδώ;» ρώτησε.
«Επειδή παντού αλλού είχανε βάλει εισιτήριο. Μόνο εδώ ήταν τζάμπα», του εξήγησα.
«Δεν μου αρκεί ρε φίλε. Δε φτάνει αυτό–κατάλαβες; Κάπου χαθήκαμε και γυρίζαμε σαν τυφλοπόντικες, σαν κουτάβια, σαν …»
«Κοριοί με στιλέτο στην πλάτη», του υπενθύμισα.
Το σκέφτηκε λίγο –θυμήθηκε.
«Ναι, αυτό λέω», είπε τελικά.
«Κι εκείνος το ίδιο έλεγε, αλλά …»
«Αλήθεια, τι έγινε μ΄εκείνον;» αναρωτήθηκε.
«Κάτσε να σου πω», προθυμοποιήθηκα και κάθισε και του είπα. Τα πάντα για εκείνον, για εμάς, για τους άλλους … ότι ήξερα δηλαδή.
Έμεινε να με κοιτάζει κουνώντας το κεφάλι, οι μπάτσοι έξω είχαν κάποιες ανησυχίες. Σε λίγο θα μας πλάκωναν με τις ντουντούκες.
«Εσύ τι θα κάνεις;» τον ρώτησα.
«Σαν τι να κάνω;» αναρωτήθηκε.
«Ξέρω ΄γω; Θα συνεχίσεις να το παίζεις ψύχωση νούμερο 5 και να βαράς τη Ρέα όταν δε σου σηκώνεται;»
Κατέβασε τα μάτια.
«Δεν είμαι εγώ πια. Κοντεύω να ξεχάσω πως ήμουν, ποιος ήμουν, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι εγώ. Κάτι σκουλήκια κουνιούνται μέσα στ΄άντερά μου, τα νιώθω που θέλουνε ν’ ανέβουν μέχρι το μυαλό μου. Με τρώνε και σαπίζω, με κουμαντάρουν … Δεν ελέγχω τίποτα εδώ πέρα, νιώθω το δέρμα μου σα ρούχο που το φοράνε αυτά τα σκουλήκια, είμαι νομίζω …»
«Σκουληκιασμένος», τον διέκοψα.
«Ναι, σκουληκιασμένος», είπε χωρίς να παραξενευτεί καθόλου. «Και ξέρεις κάτι ακόμα; Με κυνηγάνε, χρόνια τώρα. Μέσα στην κλινική είχανε πάει να με φάνε πάνω από δέκα φορές και τώρα, εδώ έξω …»
Τον έπιασα από τους ώμους και τον τράνταξα απότομα.
«Άκου ρε μαλάκα!» φώναξα με το πρόσωπο κολλημένο στο δικό του. «Μη μου λες εμένα αυτές τις πίπες, φύλα τες για τον ψυχαναλυτή σου –εντάξει; Εδώ μας γαμάνε κανονικά και με το νόμο κι εγώ λέω να ξοφλήσω από σιγά-σιγά. Κοίτα να σταθείς στα πόδια σου καραγκιόζη και να φυλάξεις τη Ρέα, άκουσες;»
Έσκυψε το κεφάλι.
«Άκουσες τι σου είπα γαμώτο! Να φυλάξεις τη Ρέα και την …»
Χαλάρωσα τη λαβή μου, έφυγε κάθε ορμή που κουβάλαγα. Τον κοίταξα –έκλαιγε με σκυμμένο κεφάλι. Είχε ακούσει, είχε καταλάβει, ήξερε. Βγήκα από το δωμάτιο.
Έξω από το παράθυρο οι μπάτσοι κάνανε αηδίες, πάρκαραν περιπολικά για να κρυφτούν πίσω τους, σπρώχνονταν να πλησιάσουν. Κάτι Ζητάδες άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα από μακριά –κάπου στο μπούγιο διέκρινα και τον δικό μου, μπαμ έκανε το λαχούρι του στο χιλιόμετρο. Άνοιξα το παράθυρο –λούφαξαν.
«Μην κάνετε καμιά μαλακία, σε λίγο βγαίνω», ούρλιαξα.
Οι μπάτσοι έσκυψαν όλοι μαζί λες και τους σημάδευα με μπαζούκας.
«Να βγεις τώρα αμέσως!» φώναξε κάποια ντουντούκα.
Έφερα το χέρι πάνω από τα μάτια για να κόψω την αντηλιά –ο δικός μου ήταν που φώναζε.
«Σε λίγο κι άμα γουστάρετε. Αλλιώς ελάτε να με βγάλετε!» φώναξα.
Μετά έκανα πίσω για να σκοντάψω πάνω στη Ρέα που κοίταζε μαρμαρωμένη.
«Μη φοβάσαι» της είπα.
«Δε φοβάμαι για τώρα. Το ‘μετά’ φοβάμαι», ψεύδισε.
«Μετά -όλα καλά ρε βούρλο!» γέλασα. «Οικογένεια, κουτσούβελα, εξοχικό … Κι ο Πέτρος θα ισιώσει, μη νομίζεις…»
Με πήρε αγκαλιά, σφιχτά, με χάιδευε –δεν έλεγε να μ΄αφήσει. Ένιωθα άβολα με τους μπάτσους απέξω. Οπότε την έσπρωξα μαλακά, ελευθερώθηκα.
«Δεν υπάρχει κανένας Πέτρος ρε κορόιδο», μου ψιθύρισε στ΄αυτί.
Παραξενεύτηκα. Όλο παπαριές λένε οι γκόμενες.
«Πως δεν υπάρχει Πέτρος;» τη ρώτησα, αλλά δεν ήταν πια στο δωμάτιο. Εκεί έξω οι μπάτσοι άρχιζαν να ξεθαρρεύουν, είπα να τους ρίξω μερικές προειδοποιητικές και πλησίασα το παράθυρο χώνοντας το χέρι στην τσέπη. Εκεί ακριβώς κοκάλωσα, έμεινα κέρινο άγαλμα γιατί το Άρκους είχε κάνει φτερά!
Γύρισα προς το εσωτερικό του σπιτιού, έτρεξα –στο άνοιγμα της πόρτας άκουσα τον πυροβολισμό, έπεσα με τον χτυπημένο ώμο μπροστά –κουτρουβάλησα στην κρεβατοκάμαρα.
Η Ρέα κρατούσε το Άρκους –μακρύς, πηχτός καπνός έβγαινε από δυο σημεία. Από την κάνη κι από μια τρύπα, εκεί που θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται η μύτη του Πέτρου.
«Τι έκανες ρε γαμώτο!» ούρλιαξα.
«Ότι έπρεπε. Ότι δεν είχες τ’ αρχίδια να κάνεις εσύ», είπε απαλά εκείνη.
Έσκυψα πάνω του, αυτό το πτώμα δεν θύμιζε σε τίποτα τον καλύτερό μου φίλο. Ασυναίσθητα κοίταξα από πιο κοντά, μπας και δω τα σκουλήκια –δεν τα είδα, αλλά τα άκουσα να πυροβολούν στον αέρα. Έξω από το σπίτι.
«Τον παίρνω πάνω μου -μη σκας», είπα στη Ρέα. «Κάτσε εδώ και περίμενε να τελειώσει το πανηγύρι. Μην το κουνήσεις, εντάξει ρε παλιόφρικο;»
Γέλασε χωρίς να βγάλει ήχο.
«Εγώ ήμουν η μόνη που δεν το κούνησα από εδώ –όσο εσείς μαλακιζόσασταν στα πέριξ», μου υπενθύμισε.
«Σωστή», είπα κι έκανα να φύγω.
Με κράτησε από το μανίκι.
«’σου πω ρε ψοφίμι…» χαμογέλασε.
«Ξηγήσου στα γρήγορα γιατί έχω ραντεβού», είπα.
«Δεν σου το είχα με τη μικρή … τέτοια καψούρα! Φαίνεται ότι κάτι μετράμε ακόμα!» διαπίστωσε.
«Καθότι αντικολλητικοί και πυρίμαχοι», ανακεφαλαίωσα.
«Μέσα είσαι», απάντησε και με πλάκωσε στα φιλιά.
Πρόλαβα να της αρπάξω το Άρκους μην πετύχει κανένα πόδι κατά λάθος.
«Μέσα είμαι και τώρα βγαίνω έξω», είπα δρασκελίζοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Στη μέση του σαλονιού άδειασα τη γεμιστήρα από σφαίρες γιατί είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά. «Τόσα ατυχήματα συμβαίνουν κάθε μέρα!» που λένε και οι εφημερίδες. Μετά έστριψα ένα περιποιημένο τσιγάρο και άνοιξα αργά την εξώπορτα.
Οι μπάτσοι έξω σταμάτησαν –όπλα σηκώθηκαν προς το μέρος μου, γύρισα να κλείσω την εξώπορτα.
«Θα συναντηθούμε σύντομα», μου φώναξε η Ρέα από μέσα.
«Μη βιαστείς –θα έχω παρέα», την καθησύχασα.
Έβαλα το τσιγάρο στα χείλη, κοίταξα χαμογελαστός τους μπάτσους πριν ψαρέψω τον zippo από την τσέπη του παντελονιού μου. Σήκωσα ψηλά πάνω από το κεφάλι μου, το Άρκους με το αριστερό χέρι, χαλαρά –οι μπάτσοι με περίμεναν. Έφερα τον zippo κοντά στο στόμα μου, η σαλαμάνδρα με κορόιδεψε, δεν έδωσα σημασία. Τον άνοιξα στον αέρα, έριξα μια στη ροδέλα με τον αντίχειρα και το γαμήδι έβγαλε μόνο κάτι σπίθες σα χαλασμένο βεγγαλικό. Προσπάθησα δεύτερη φορά –ο zippo έφτυσε υπολείμματα πέτρας στα μούτρα μου. Γέλασα –είναι πολύ καργιόληδες οι zippo, μια ζωή ψάχνουν την ευκαιρία να σε κρεμάσουν όταν τους έχεις ανάγκη!
Άνοιξα το χέρι μου, άφησα τη σαλαμάνδρα ελεύθερη, να τρέχει στα χώματα. Μετά έφερα το Άρκους μπροστά μου και σημάδεψα τους μπάτσους.
«Πετάξτε τα όπλα πούστηδες αλλιώς θα πυροβολήσω!» φώναξα.
Οι μπάτσοι δεν έδειξαν διατεθειμένοι να συμμορφωθούν.
Πάνω μου ένα άσπρο σύννεφο άδειαζε βροχή κι όσο άδειαζε τόσο κατέβαινε –κοίταξα καλύτερα και ήταν ο Πέτρος εκεί, πιτσιρικάς να μου γνέφει κοροϊδεύοντας. Δίπλα του ερχόταν η Έλλη χαμογελαστή κι ασύστολα ερωτευμένη –γι΄αυτό κορόιδευε το κωλόπαιδο!
Είπα λοιπόν ότι αυτή θα ήταν μια ωραία μέρα να πεθάνει κανείς κι αυτό νομίζω ότι έκανα τελικά. Γιατί δεν άκουσα τον ήχο, αλλά περπάτησα μέσα στο σύννεφο με γρήγορο βήμα. Για να τους συναντήσω, κατάλαβες;
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
32 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
k aftos o pousths o hlios de lei na teliwsei...
ade mas sginises pali re alhth.
rust in peace
Το έπιασες το νόημα κουφαλίτσα, έτσι; Πολύ χαίρομαι -για να μην εξηγώ περαιτέρω.
Άντε, να τα πούμε κι από κοντά -ε;
nai 9 iouliou telionoume.tha to kanonisoume.twra pou to pes prepei na valw ston allona na dei thn glikia simoria :P
Πρέπει και πολύ το άργησες! 11 με 19 θα λείπουμε εμείς.
Πράγματι ήταν ένα ευτυχισμένο τέλος... δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλλίτερο τέλος...
"...και βάλε και μια βροχή γι' ατμόσφαιρα..."
Χαχα, έβαλα -δεν έβαλα! Από τον τίτλο μέχρι τα ενδιάμεσα -μουσκίδι γίναμε.
Και βέβαια έβαλες και στόχα γράψει ότι οι βροχές και τα λασπόνερα είναι το φόρτε μου!
Ναι, αυτά τα λασπόνερα που δεν καθρεφτίζουν αλλά κολλάνε πάνω μας -κι άντε να καθαρίσεις μετά!
Prepei kai poly to arghse!
Anyway, sto 8ema mas.
O enas koukou me ta skoulikia sthn koilia, ki o allos "koukou" me ta skoulikia ston wmo. De 8a mporouse na yparxei kalytero telos. Pi8ana na epairne thn Ellh kai th Rea mazi tous? Alla ok, esy exeis th dia8esh na ta gamhseis ola kai na salpareis, autes tis rwthses an 8eloun na pe8anoun? Damn straight no.
Opote...
"better off dead/yeah better off dead/why don't you try pushing daisies instead?/yeah better off dead, better off dead/a smile on the lips and a hole in the head..."
Asxeto, sou xw pei poso goustarw pou grafeis ta apospasmata pou einai apo stixous me / anamesa?
Goodmorning apo thn maxomenh foithtikh neolaia.:P
Φίλε, θα σου απαντήσω με κάτι που έχω διαβάσει σε μια συνέντευξη: "οι γυναίκες είναι η συνέχεια του κόσμου, χωρίς αυτές δεν υπάρχει καμιά ελπίδα". Αυτοί οι δύο στην ιστορία ήταν απλά περαστικοί, από έναν κόσμο που άλλαξε ερήμην τους. Το πρόβλημα ήταν η προδοσία -όχι οτι υπήρχαν πολλοί προδότες, αλλά οτι γι΄αυτούς τους δύο ήταν σχεδόν αδύνατο να προδώσουν.
Αφού λοιπόν δεν μπορούσαν να ζήσουν εδώ, την έκαναν με το καλό ή με το άσχημο -αυτό είναι κάποιο ευτυχισμένο τέλος, δεν συμφωνείς;
Opwsdhpote. Kalytera pantou (h pou8ena) para edw.
Vasika gia auto pou sou elega sto prohgoumeno post gia thn anwnymia tou hrwa, me kalypses apolyta. Mesw auths o (anti-)hrwas pauei na einai an8rwpos kata mia ennoia, kai ginetai typos an8rwpou (h genia, opws to e8eses). Twra to ti exeis esy ws dhmiourgos sto myalo sou gia na ton ftiakseis kai na ton kineis analoga mesa sto keimeno, an exeis kapoion sygkekrimeno dld, mono esy to ksereis.
Pretty nice.
Καλύτερα παντού, παρά εδώ -ε; Ο άλλος το έλεγε "σημασία έχει, όχι πια εδώ", που σου φαίνεται αυτό;
Συνήθως οι ήρωες των ιστοριών διαλέγουν από μόνοι τους τα ονόματά τους, αυτός εδώ όμως έδειχνε κάπως απρόθυμος. Και είχα κι εκείνη την "έξωθεν" υπόδειξη .... δεν είναι φρόνιμο να παίζεις με αυτά!
Κοιτάζοντας τώρα την ιστορία δεν ξέρω κατά πόσο, αυτό που βγήκε είναι η γενιά μου, ή οι επιρροές μας, ή τέλος, μόνο κάποιες παλιές μου παρέες (παλιοπαρέες). Αλλά δεν έχει σημασία -έτσι νομίζω.
eutuxos s
eutuxos leo, simera ebrexe edo olimeris kai tairiaxe o kairos me to telos. oraio telos: theamatiko kai thoribodes.
eutichos episis pou tous pethanes olous allios tha itan frikto: o enas eleutheros kai skoulikiasmenos kai ton allon na ton trone ta skoulikia stin filaki.
ase pou edoses kai tin kinisi kleidi stin rea...poli kalo.
pantos to exeis parei xampari pos auto pou grafeis einai senario.
ante kai mia elafria istoria gia na giortasoume kai to telos iouliou.
Ναι, συμφωνώ μαζί σου. Θα ήταν φρικτό να μην πεθάνουν, εκεί που είχαν φτάσει. Μήπως αυτό μας οδηγεί σε κάποια διαπίστωση του είδους "καλύτερα ένα φρικτό τέλος, παρά μια φρίκη δίχως τέλος", που έλεγε κι ο σχετικός τοίχος;
Είχα γράψει και άλλες φορές οτι δεν τα καταφέρνω πολύ στην εμβάνθυνση των γυναικείων χαρακτήρων. Αλλά, έχω την εμμονή οτι ο κόσμος κινείται γύρω από τις γυναίκες, οι οποίες πατάνε, αναλόγως, φρένο ή γκάζι. Άρα, τη δραστική κίνηση μόνο η Ρέα μπορούσε να την κάνει, αφού η Έλλη ουσιαστικά ήταν μια εξωπραγματική ουτοπία -ας πούμε.
Ναι, ήθελα να μοιάζει με σενάριο αυτή η ιστορία -κι αυτό έγινε λόγω της παρένθεσης που υπάρχει στον τίτλο της.
επιτελους τελος που ελεγε και ενα συνθημα καποιου δημοκρατικου κοματος της ζιμενς...αν και αναμενομενο δεν γινοταν να τελειωσει αλλιως η ιστορια.μερικα πραγματα δεν πρεπει να αλλαζουν...αντε ζωη σε μας.
ζωη σε λογου μας
Εγώ αγαπημένε δε διάβασα κανένα συνειδητά, τα εκτυπώνω Τετάρτη και τα παίρνω μαζί μου στις διακοπές, έχω σκοπό να αφήνω κάθε κεφάλαιο που τελειώνω πίσω μου, θα βάλω όλο το νησί να σε διαβάσει! :D
Άσωτε, μας βγήκε κάπως σημαδιακό -τελείωσε όταν την έκανες από τα πέριξ, κάτι πρέπει θα πρέπει να σημαίνει, αλλά μου διαφεύγει.
Ήταν το αναμένόμενο τέλος μιας προκαθορισμένης πορείας -έτσι πάει.
Άντε και ζωή νάχουμε να ξοδεύουμε.
Φουρφούρι μου (σε πεθυμήσαμε), το έχω σηκώσει δεξιά μαζεμένο, δεν χρειάζεται να τα εκτυπώνεις ένα-ένα. Θα αφήσεις τα κεφάλαια σε νησί για να κατηγορούν εμένα μετά για οικολογική καταστροφή; Σε στυλ "όλο το νησί/ ένα Α4 στα χέρια του" ας πούμε;
πώς πέθανε η Έλλη, μάστορα;
Ποιος είπε οτι πέθανε ρε γιατρέ; Και ποιος είπε και το αντίθετο δηλαδή! Δεν έχει στοιχεία για την περαιτέρω τύχη της Έλλης η ιστορία.
έλα ρε φίλε... μέσα στο τελικό συννεφάκι ήταν, οπότε πέθανε... κανένας δεν είπε το αντίθετο, άρα είναι και πιθανό...
εγώ πάντως θα περίμενα να έχει ήδη φύγει - διαβάζω κι εγώ Ν.Ν. ξέρεις...
Ξέρω 'γω;΄Ήταν ΜΕΣΑ στο άσπρο συννεφάκι ή μήπως αυτή ήταν ΤΟ άσπρο συννεφάκι; άμα διαβάζεις εκείνον τι στραβώνεσαι με τα δικά μου ρε; Πάντως ούτε εκείνος σκότωνε τις γυναίκες (αυτές τις γυναίκες). Πως να σκοτώσεις ένα φάντασμα;
άντε ρε από δω... σε διαβάζω γιατί μ'αρέσει τί λες και πώς το λές... τέλος πάντων, εγώ περίμενα πως όλοι θα δούν τα ραδίκια από την ανάποδη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο... και αν η μικρή τη γλύτωσε, την βλέπω στο επόμενο διήγημα...
πώς να σκοτώσεις ένα φάντασμα, όντως...
Χαχα αφού τα ξέρεις οι γυναίκες είναι απέθαντες. Βράζετε εκεί πέρα; Εμείς λίαν συντόμως την κάνουμε -πάμε να δούμε τις αφρικανικές ακτές από απέναντι
αγόρι μου... θα βράσετε κι εσείς, εκεί που θα πάτε!
μώλις φτιάξεις τη βαλίτσα, πριν την κλείσεις, βγάλε τα μισά ρούχα, βάλε άλλα 6-7 σώβρακα και πάρε μαζί σου τα διπλά λεφτά... και πέρνα καλά!
ΟΧΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΜΟΤΟΡΕ ΛΑΜΒΑΝΕΙΣ; ΠΕΘΑΝΕ Ο ΜΠΟΖΟ ΡΕ ΣΥ! ΟΧΙ ΡΕ ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ΛΕΜΕ, ΠΕΘΑΝΕ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΠΟΖΟ, ΖΩ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ! ΡΕ ΜΟΤΟΡΕ, ΚΑΝΕ ΚΑΤΙ ΝΑ ΧΑΡΕΙΣ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ, ΚΑΝΕ ΚΑΤΙ! Ο ΜΠΟΖΟ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΠΟΤΕ ΡΕ ΚΟΥΦΑΛΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΙΔΕΑ ΟΠΩΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ ...ΜΠΟΖΟ ΖΕΙΣ, ΕΣΥ ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙΣ! ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΜΠΟΖΟΒΙΟΛΗ! ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΑΥΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΞΥΝΗ ΩΣ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΠΟΖΟΒΙΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ. ΜΠΟΖΟ U2, ΜΠΟΡΕΙΣ!
Τι αστείος που είσαι ρε παιδί μου! Πως δε σε έχει πάρει χαμπάρι ο Σεφερλής; Ή έστω η Ανίτα Πάνια;
Κάτσε γράψε τώρα -εδώ είμαστε για να σε λυπόμαστε.
Απίστευτο! Μου άρεσε πάααρα πολύ η ιστορία!!
Το blog το ανακάλυψα πολύ πρόσφατα (με το post για τους metro decay) και σήμερα καθώς χάζευα τα links κλπ, το μάτι μου έπεσε στον τίτλο της ιστορίας...ε, αυτό ήταν σκάλωσα και την διάβασα με την μια μεσα σε μερικές ώρες.
Και γέλασα, και έκλαψα, και αγωνία με έπιασε και ψυχοπλάκωμα, όμως πάνω απ'ολα χαίρομαι γιατί είχε happy end.
Μπράβο!!
Ε, μα γι΄αυτό έχω τους Μέτρο -τους χρησιμοποιώ για μόστρα για να παγιδεύω κόσμο, χεχεχεχε.
Χαίρομαι που είδες το ευτυχισμένο τέλος πάντως.
Υ.Γ.: Το αστείο με τη συγκεκριμένη ιστορία είναι οτι ένας φιλαράκος την πήγε στον εκδοτικό του οίκο για δημοσίευση και του τη γυρίσανε πίσω. Πράγμα που σημαίνει οτι δεν είναι και τίποτα της προκοπής...
Χαχαχα, το υποψιάστηκα :P Εγώ έπεσα πολύ άνετα στην παγίδα πάντως, αλλα να μου πείς δεν είμαι και ο μέσος όρος (ναι είμαι και ψώνιο).
Το τέλος ήταν απίστευτα λυτρωτικό. Εντάξει, ήταν λογικό απο ένα σημείο και μετά πως επιστροφή δεν υπήρχε, και το τέλος ήταν κατα κάποιο τρόπο προκαθορισμένο, όμως νομίζω πως η ιστορία έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο.
Επίσης μου άρεσε και αυτό το ερωτηματικό που σου μένει. Πέθανε η Έλλη? Δεν πέθανε? Ήταν το σύννεφο που έκλαιγε τελικά? Την απάντηση την δίνει ο καθένας μόνος του.
Όσο για τον εκδοτικό οίκο, θα πώ το κλασσικό...εδώ εχουν εκδόσει άλλα και άλλα που δεν διαβάζονται με τιιιιιίποτα, αυτό τους πείραξε.
Ps: Για επόμενο να διαλέξω τυχαία ή έχείς να μου προτείνεις κάτι?? :D
Κατά πρώτον να σου πω οτι στο πλάι, εκεί που λέει "Διάτρητα κουτιά", υπάρχει η κάθε ιστορία συγκεντρωμένη για να μην τραβιέσαι με τις συνέχειες στο μπλογκ. Την κατεβάζεις και τη διαβάζεις, με κάποιο τίμημα βέβαια (μισό ως ένα βαθμό αστιγματισμού).
Παραπέρα, έχουμε πράμα για όλα τα γούστα. Αν θες μια από τα ίδια με αυτό που διάβασες πάρε το "Ένα φέρετρο για τη Βέρα". Αν θες ιστορίες του '80 έχουμε τις "Μέρες κρασιού και τριαντάφυλλων". Αν θες απομεινάρια του ΄80 στη σήμερον ημέρα, έχουμε το "Όνομα του τρένου" και τα "Τριαντάφυλλα στην κηδεία". Αν θες να σου πω ποιο αρέσει σε μένα περισσότερο: "Κανένας δεν τον είδε να φεύγει". Έχει κι άλλα εκεί στις ιστορίες αλλά δεν στα προτείνω -βρες τα μόνη σου.
Για τον εκδοτικό: μα επειδή ακριβώς έχουν εκδώσει άλλα κι άλλα δεν μπορούν να εκδώσουν το "Συννεφάκι". Το φαντάζεσαι στα βιβλιοπωλεία δίπλα σε Μπουραντά και Μαντά; Έχουν φαίνεται ακόμα και τα σύννεφα τσίπα.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!