Προηγούμενα:
Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων
Βρήκα το σημείωμα μισοσφηνωμένο
κάτω από την πόρτα του διαμερίσματος, άνοιξα με προσοχή επειδή ο μαλάκας που το
είχε παραχώσει φρόντισε να το τσαλακώσει κιόλας για να μπλοκάρει η πόρτα και να
το σκίσει.
Άναψα το φως να διαβάσω. Η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας μου
ζητούσε να περάσω την επομένη, στις 10 το πρωί από τη ΓΑΔΑ, γραφείο τάδε, για
μια συνάντηση με τον Ανθυπαστυνόμο Λ. Σπανέα. Όλο το χαρτάκι ήταν τυπωμένο,
εκτός από το όνομα και το βαθμό του μπάτσου -χαμογέλασα γιατί κάποια πράγματα
δεν αλλάζουν κι εγώ ένιωσα καλά μ’ αυτό. Μετά διάβασα τα ψιλά γράμματα στο
τέλος της σελίδας για «βιαία προσαγωγή» σε περίπτωση που δεν εμφανιστώ και
ένιωσα ακόμα πιο όμορφα. Οι μπάτσοι είναι η παγκόσμια σταθερά γύρω από την
οποία γυρίζει η γη -αυτό νομίζω.
Κοιμήθηκα ήρεμα το βράδυ πριν
την ανάκριση, από παλιά με ηρεμούσε το γεγονός πώς για λίγη (ή για πολλή) ώρα
θα άφηνα την τύχη μου στα χέρια άλλων -χωρίς να με νοιάζει τι να κάνω, πού να
πάω, πώς να σταθώ. Πας στους μπάτσους κι αναλαμβάνουν αυτοί τα πάντα, να σε
βολέψουν, να σε βαρέσουν, να σε χώσουν στο τσιμέντο πίσω από τα κάγκελα -εσύ το
μόνο που κάνεις είναι να κοιμάσαι για να περάσει ο καιρός. Κοιμήθηκα καλά
λοιπόν και το επόμενο πρωί ξύπνησα φρέσκος, ξυρίστηκα, αρωματίστηκα και ντύθηκα
για την περίσταση -πάει να πει, φόρεσα 2-3 μπλούζες, τη μια πάνω από την άλλη
(από τη λεπτότερη στη χοντρότερη), πήρα και το παλτό (που κάνει καλή κουβέρτα)
κι έφυγα από το σπίτι σφυρίζοντας. Δεν πίστευα οτι θα με μπουζούριαζαν -αλλά
δεν πας στην εφορεία χωρίς εκκαθαριστικό και στους μπάτσους χωρίς τον
απαραίτητο ρουχισμό.
Έφτασα έξω από τη ΓΑΔΑ ένα
τέταρτο πριν τις 10 κι άρχισα να ψάχνω θέση για παρκάρισμα. Βρήκα τελικά στην
ανηφόρα, κοντά στο τσέχικο εστιατόριο και γαμήθηκα στο περπάτημα -μέχρι να
φτάσω στην είσοδο είχα γίνει μουσκίδι. Ήλιος με κρύο, ο καλύτερος φίλος του
κρυολογήματος…. Κοίταξα το ρολόι μου -είχα ακόμα 3 λεπτά, την έπεσα λοιπόν σε
ένα παρτέρι κι άναψα τσιγάρο για να στανιάρω. Ο φρουρός από κουβούκλιο με κοίταξε
στραβά, μετά με ξέχασε και μετά με ξανακοίταξε. Εντάξει αγορίνα -τώρα θα
βγάλω τη μπόμπα από τη μέσα τσέπη να στη σκάσω στη μάπα, αλλά πρώτα να καπνίσω
-ωραία;
Όταν έσβησα το τσιγάρο
ξεκίνησα να τον πλησιάζω και μόνο τότε είδα πώς πίσω του, στα σκαλιά του
κτιρίου, είχε στήσει καραούλι μια κάμερα συν ένας χλεχλές με μικρόφωνο.
«Τι θέλετε κύριε;» με ρώτησε ο
φρουρός.
«Έχω ραντεβού», του εξήγησα,
εμφανίζοντας την κλήση με μια γρήγορη κίνηση που τον αλάφιασε.
«Ταυτότητα».
Του έδειξα.
«Προχωρήστε», διέταξε.
«Εγώ να προχωρήσω -αλλά δε μου
λες και τι κάνουν αυτοί με την κάμερα και το μικρόφωνο στα σκαλιά;» τον ρώτησα.
«Δε γνωρίζω κύριε», με γείωσε.
Ωραίος φρουρός…
Ο μικρόφωνος τσακίστηκε να με υποδεχτεί,
ο κάμερα με σημάδεψε ανελέητα.
«Κύριε Καστρινέ γιατί είστε
εδώ;» ρώτησε ο τύπος.
Τον κοίταξα, χαμογέλασα
αμίλητος. Πήγα να τον ντριπλάρω από δεξιά αλλά ο κάμερα μού έκοψε το δρόμο.
«Μπορώ να περάσω;» του ζήτησα
ευγενικά.
«Τι θέλετε εδώ κύριε Καστρινέ;
Σας κάλεσαν για την απόδραση Δημητρακόπουλου ή για το βιασμό;» χώθηκε.
«Βασικά, ήρθα για να βγάλω νέα
ταυτότητα», του είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα νεύρα μου.
«Μας κοροϊδεύετε κύριε
Καστρινέ;» μάγκωσε ο μικρόφωνος.
«Εσείς αρχίσατε πρώτος»,
μούγκρισα και του χώθηκα από αριστερά -δεν είχε προβλέψει να κλείσει το χώρο κι
έτσι ξέφυγα.
Θα με κρεμάγανε στα δελτία,
αυτό ήταν σίγουρο. Ότι κι αν έκανα, ότι κι αν έλεγα… Αυτό ήταν σίγουρο.
Έφτασα έξω από τη λευκή
σιδερένια πόρτα του 12ου ορόφου και πάτησα το κουδούνι -τι φάση κι
αυτή, σαν οροφοδιαμέρισμα έμοιαζε η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων
Βίας…
Ένας πιτσιρικάς μπάτσος άνοιξε
το πορτάκι και, αφού με έλεγξε, με έμπασε μέσα.
«Περιμένετε», είπε.
Κοίταξα τριγύρω. Μακρύς
διάδρομος κι ένας ξύλινος πάγκος που είχε, μάλλον, περισσέψει από ανακαίνιση παραλιακού
μπαρ. Κάθισα. Περίμενα. Χάζευα το χώρο, αλλά δεν υπήρχε τίποτα απολύτως να δω.
Σε λίγο ο μπάτσος βγήκε από μια πόρτα, παρέα με ένα λεχρίτη.
«Κάτσε και περίμενε», του
είπε.
Ο λεχρίτης κάθισε δίπλα μου
στον πάγκο. Φορούσε μαύρο τζιν μπουφάν και μπλε τζιν παντελόνι -από μέσα μια
ριγέ μπλούζα αντίντας. Χαμογέλασα -πλέον τους χαφιέδες δεν χρειαζόταν να τους
σταμπάρεις από το σκαρπίνι -κοίταξα τα παπούτσια του, κι αυτά αντίντας.
Ο λεχρίτης έλυσε την αλογοουρά
του και την ξανάπιασε με ένα λαστιχάκι, μετά έξυσε το αραιό γένι στο μούτρο
του.
«Πώς πάει φιλαράκι;» με
ρώτησε.
«Όπως τα ήξερες», απάντησα.
«Εμένα με έχουν εδώ γιατί με
πιάσανε με μολότωφ -εσένα;» ρώτησε πλησιάζοντας κοντά μου για να το παίξει
συνωμοτικά.
Βρώμαγε αλκοόλ.
«Εγώ δεν ξέρω γιατί με
φωνάξανε…» είπα.
Και μετά αποφάσισα να το παίξω
λιγάκι, για να περάσει η ώρα. Έσκυψα προς το μέρος του προσπαθώντας να καταλάβω
προς τα που κινείται το ρεύμα του αέρα μπας και γλιτώσω τη βρόμα.
«Είσαι του χώρου;» τον ρώτησα
σιγά.
«Ε, βέβαια….» φώναξε
χαρούμενος.
«Κοίτα -φοβάμαι οτι με φώναξαν
γιατί πήραν χαμπάρι την εκτέλεση…» είπα ψιθυριστά.
«Ποια εκτέλεση;» ρώτησε
γουρλώνοντας τα μάτια.
«Του κυβερνήτη. Στο Ναύπλιο.
Ξέρεις για τι λέω ε;» τον κάρφωσα.
«Ε, βέβαια…» βιάστηκε να συμφωνήσει.
«Και είσαι μπλεγμένος;»
«Δεν τον έφαγα εγώ, ο θείος κι
ο ανιψιός τον φάγανε -ξέρεις, που τον σκοτώσανε τον ένα επιτόπου και τον άλλο
τον πιάσανε…» συνέχισα.
«Ναι, ναι…» έκανε μαγεμένος.
«Εγώ φύλαγα τσίλιες, δίπλα
στην εκκλησία που τον φάγανε», εξομολογήθηκα.
«Τι λες ρε φίλε… Φοβερή φάση…»
«Ναι, ναι…» έκανα δήθεν
σκεπτικός. «Κι αυτό που του είπε πριν τον σκοτώσει ‘κι εγώ κακά χερόβολα κι εσύ
κακά δεμάτια’, το διάβασες έτσι;»
«Ναι, ναι…» είπε σκεπτικός.
Κάτι δεν του κόλλαγε. «Ποιος το είπε; Ο θείος;» ρώτησε στο τέλος.
«Ο ανιψιός -καλά, ξέρεις γιατί
μιλάμε ή είσαι άσχετος;» κούμπωσα.
«Όχι εντάξει, ξέρω βέβαια…»
βιάστηκε να με διαβεβαιώσει. «Απλά δεν καταλαβαίνω γιατί μίλαγε έτσι…»
«Ποιος; Ο θείος;»
«Όχι, ο ανιψιός…» μουρμούρισε
χαμένος εντελώς.
«Έτσι μιλάνε αυτοί -δεν έχει
πάρει τίποτα τ’ αυτί σου; Δεν ξέρεις;» συνέχισα το δούλεμα.
«Όχι… ναι ξέρω…» σηκώθηκε.
«Πάω για ένα κατούρημα, πού είναι οι τουαλέτες;» με ρώτησε.
«Όπως πας, όλο δεξιά», του
είπα.
Με στραβοκοίταξε.
«Σίγουρα;» έκανε.
«Εκεί ήταν την τελευταία φορά
-μπορεί να κάνω και λάθος», ανασήκωσα τους ώμους.
«Αν με ψάχνουν…» είπε.
«Μείνε ήσυχος», τον
καθησύχασα.
Έμεινα πάλι μόνος και
σκεφτόμουν πώς μαλακία μου η όλη πλάκα. Θα έπρεπε να βρω κάτι καλύτερο -ας
πούμε τη δολοφονία του Ανδρούτσου, ή το θάνατο του Αχιλλέα από τον Πάρη…
Μετά από κάνα δεκάλεπτο βγήκε
από την απέναντι πόρτα ο μπάτσος και με οδήγησε στο γραφείο του Ανθυπαστυνόμου
Σπανέα. Ο οποίος χάζευε τα χαρτιά ενός φακέλου.
«Καθίστε», μου ζήτησε χωρίς να
με κοιτάξει.
Ήταν σαραντάρης με
περιποιημένο γενάκι και μαλλί τίγκα στο ζελέ. Μάλλον πλασαριζόταν για γκόμενος,
αλλά διέκρινα στη φωνή του κάποια προφορά. Επιτέλους σήκωσε το κεφάλι, με
κοίταξε και χαμογέλασε.
«Από είστε κύριε Καστρινέ;» με
ρώτησε εγκάρδια.
«Η καταγωγή μου είναι από την
Καλαμάτα», μπλόφαρα ποντάροντας στο επώνυμο και την προφορά του.
«Ααα, συντοπίτες… Εγώ είμαι
από τη μεσσηνιακή Μάνη, από το Οίτυλο», πανηγύρισε.
«Ωραία είναι, έχω πάει», είπα
ψέματα.
Αναπόλησε για λίγο το χωριό
του πριν ξανασχοληθεί μαζί μου.
«Ξέρετε γιατί είστε εδώ;» με
ρώτησε.
«Επειδή μου στείλατε κλήση»,
απάντησα φυσικά.
«Καλό…» γέλασε. «Ναι, αλλά
γιατί σας στείλαμε κλήση κύριε Καστρινέ;»
«Αυτό, φαντάζομαι το ξέρετε
εσείς», είπα σεμνά.
«Σωστό», μουρμούρισε. «Εσείς
τι υποθέτετε;»
Άρχισα να στραβώνω.
«Εντάξει τώρα -τι σόι πλάκα
είναι αυτή;» είπα.
«Καμιά πλάκα», σοβάρεψε
ξαφνικά. «Απλά σας δίνω το περιθώριο να μου τα πείτε οικειοθελώς».
«Ποια;» ρώτησα αθώα.
«Όχι πάντως για τη δολοφονία
του Καποδίστρια», έκανε νευριασμένα.
«Σκοτώσανε τον κυβερνήτη;»
πετάχτηκα δήθεν έκπληκτος.
‘Έσκυψε μπροστά και τα μανίκια
του πουκαμίσου του τσίτωσαν. Γυμνασμένο παλικάρι…
«Τι ξέρετε για την απόδραση
του Δημητρακόπουλου;»
«Πότε έγινε αυτό;» πετάχτηκα
δήθεν έκπληκτος.
«Να το κόβουμε το δούλεμα από
λίγο-λίγο…» πρότεινε.
«Να το κόβουμε, αλλά εσείς το
αρχίσατε», είπα. «Χαφιές στην αναμονή, λες και είμαστε τίποτα δωδεκάχρονα;»
Το άφησε να περάσει.
«Λοιπόν σας ακούω», είπε.
«Δεν ήξερα οτι απέδρασε ο Αργύρης»,
είπα τελικά. «Έχω να τον δω από εκείνη την εκδήλωση στην Πάντειο…»
«Στο Πάντειο», με διόρθωσε.
«Ότι πείτε…» συμφώνησα. «Έτσι
κι αλλιώς ήταν και κάποιοι δικοί σας, στην εκδήλωση. Δεν σας ενημέρωσαν;»
«Και μετά;»
«Μετά, τίποτα».
«Δηλαδή, θέλετε να μου πείτε
οτι δεν τον ξανάδατε», έκανε σκεπτικός.
«Δεν θέλω να σας πω, το είπα
ήδη», εξήγησα.
«Κι αν σας δείξω κάποιες
φωτογραφίες που είσαστε μαζί μετά από εκείνη τη μέρα;» ρώτησε μισοκλείνοντας τα
μάτια μου.
«Δε θα μου δείξετε», είπα.
«Γιατί;»
«Επειδή δεν υπάρχουν», έκανα
ήρεμα.
«Είστε σίγουρος;»
«Για το μόνο που είμαι
σίγουρος είναι πως χαρμάνιασα χωρίς τσιγάρο τόση ώρα», τον κατατόπισα. «Τώρα,
αν εσείς με έχετε μοντάρει δίπλα στον Αργύρη… τι να γίνει; Το έχω ξαναδεί το
έργο».
Γέλασε.
«Καταλαβαίνω τι εννοείτε, σας
είδα σε εκείνη τη συνέντευξη… Η αστυνομία δεν κάνει τέτοια πράγματα», είπε.
«Όντως», παραδέχτηκα με
χαμόγελο.
«Με κοροϊδεύετε;»
«Τι δηλαδή; Κάνετε;» ρώτησα με
τη σειρά μου.
Σηκώθηκε και άνοιξε το
παράθυρο πίσω του. Εμφάνισε ένα μεταλλικό τασάκι από το πλαϊνό συρτάρι του
γραφείου του και με κοίταξε χαμογελαστός.
Άναψα τσιγάρο -του πρόσφερα
κιόλας, φυσικά δεν κάπνιζε.
«Πείτε μου λοιπόν…» είπε καθώς
ξανακαθόταν. «Τι ιστορία είναι αυτή με το βιασμό;»
Κουμπώθηκα -κάποια μαλακία
παιζόταν εδώ. Άρχισα να υπολογίζω τα χρόνια και την παραγραφή, όταν θυμήθηκα πως
η Αντιτρομοκρατική δεν ασχολείται με καταγγελίες για βιασμούς.
«Δεν καταλαβαίνω…» απόρησα.
«Λέω… τελικά αυτή την Κοντού,
τη βιάσατε;»
Έξυσα το κεφάλι μου.
«Τι σχέση έχει αυτό με την
απόδραση Δημητρακόπουλου;» ρώτησα.
«Ποιος τον γαμεί το
Δημητρακόπουλο», ξεφύσησε. «Θα κάνει τις βόλτες του έξω και στο τέλος θα τον
μαγκώσουμε -δεν έχουν πού να πάνε όλοι αυτοί και πάντα ξαναγυρίζουν σε μας…»
«Τότε λοιπόν γιατί με
καλέσατε;» απόρησα.
«Πολλές ερωτήσεις κάνετε κύριε
Καστρινέ…» με προειδοποίησε.
Κάπνισα για λίγο σκεπτικός το
τσιγάρο μου.
«Λοιπόν, αν κατάλαβα καλά, με
καλέσατε σήμερα εδώ για να με πάρουν μάτι οι δημοσιογράφοι και ενδιαφέρεστε για
το αν βίασα μια κοπέλα πριν από 30 χρόνια…», σταμάτησα, τον κοίταξα, δε μίλησε.
«Ρωτάω καθαρά από φιλολογικό
ενδιαφέρον», δικαιολογήθηκε.
«Φιλολογικό μάλιστα… Δεν ήξερα
οτι ο βιασμός ενδιαφέρει τους φιλόλογους», παρατήρησα.
Θύμωσε, αλλά συγκρατήθηκε.
Λογικό καθότι κυκλοφορούσε κι αυτή η φήμη πως είχα νταραβέρια με την κυβέρνηση.
«Δεν είστε ιδιαίτερα
συνεργάσιμος…» παρατήρησε.
«Ενώ αν σας έλεγα σχετικά με
το βιασμό…»
«Μα πού κολλήσατε…» φούντωσε.
«Είχα μια περιέργεια και γι΄αυτό…»
«Κι εγώ είχα μια περιέργεια
σχετικά με το γιατί με καλέσατε, αλλά δε μου λύσατε την απορία», απάντησα.
Έσπρωξε ένα χαρτί προς το
μέρος μου.
«Υπογράψτε την κατάθεσή σας»,
μου ζήτησε.
Πήρα το χαρτί, διάβασα πώς είχα
ερωτηθεί και απαντήσει οτι δεν είδα ξανά τον Αργύρη μετά την εκδήλωση στην
Πάντειο, εντάξει στο Πάντειο … Γέλασα υπογράφοντας.
«Δεν σας είδα να γράφετε
τίποτα όσο μιλάμε», παρατήρησα.
Χαμογέλασε και μετά σηκώθηκε,
άπλωσε το χέρι προς το μέρος μου.
«Να πάτε στο καλό κύριε
Καστρινέ», μου ευχήθηκε.
«Ευχαριστώ», είπα αν και
πήγαινα στοίχημα πως θέλαμε κι οι δυο να ευχηθούμε στον άλλο να πάει να
γαμηθεί.
Βγήκα στο διάδρομο -νέκρα.
Κοίταξα τριγύρω, κανένας και τίποτα. Έτσι πήγα προς την άσπρη πόρτα της εξόδου,
προσπάθησα ν΄ανοίξω αλλά ήταν κλειδωμένα. Τι αστείο ήταν πάλι αυτό; Έξυσα το
κεφάλι, περίμενα. Βόλταρα, κάθισα λίγο στον πάγκο, ξανασηκώθηκα. Μέτρησα ως το
50 και προχώρησα προς την πόρτα του Σπανέα. Χτύπησα, κανένας δεν απάντησε.
Άνοιξα. Πήγα μέχρι το γραφείο του. Άδειο.
Μαλάκα, πάνε να σε
φρικάρουν.
Βγήκα, πήγα στη διπλανή πόρτα,
χτύπησα -τίποτα. Άνοιξα -κανένας. Στην επόμενη το ίδιο. Άρχισα να ιδρώνω,
φορούσα κι ένα σκασμό ρούχα… Ξανακάθισα στον πάγκο, άναψα τσιγάρο και
στ΄αρχίδια μου όλα. Ακούμπησα την πλάτη στον τοίχο, αλλά όχι το κεφάλι -δεν
ακουμπάς το κεφάλι στον τοίχο όταν καπνίζεις γιατί σε πιάνει πονοκέφαλος, γνωστό
αυτό. Πέρασαν 10 λεπτά ή μπορεί και λιγότερα. Και τότε εμφανίστηκε ο Σπανέας,
φρεσκότατος, του κουτιού. Σφύριζε κιόλας αλλά δεν αναγνώρισα το σκοπό.
«Ακόμα εδώ είστε;» έκανε
έκπληκτος.
«Υποθέσατε οτι έφυγα;»
απόρησα.
«Ε μα…»
«Και πώς να το έκανα; Πετώντας
από το φεγγίτη;»
Έδειξε έκπληκτος. Μετά
κατάλαβε ή έτσι το έπαιξε.
«Είναι κλειδωμένα -χίλια
συγνώμη…» είπε.
Κι έφυγε βιαστικά.
Ρε μ΄ένα μπούστη που
μπλέξαμε…
Σε λίγο εμφανίστηκε ο μπάτσος της
υποδοχής, αμίλητος και βιαστικός.
«Ακολουθήστε με», είπε χωρίς
να με κοιτάξει.
Τον ακολούθησα. Πήγε προς την
πόρτα και την ξεκλείδωσε.
«Απαγορεύεται το κάπνισμα»,
είπε κοιτάζοντας τη γόπα που είχα πατήσει δίπλα στον πάγκο.
«Το πτύειν επιτρέπεται;»
ρώτησα.
«Τι πράγμα;»
«Τίποτα», είπα κι έφυγα
βιαστικά.
Όταν βγήκα στα σκαλιά της
εξόδου δεν υπήρχε κανένας να με περιμένει. «Οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί κι η
πολιτεία μου πιο ξένη»[1].
Ξεκαρδίστηκα στα γέλια. Η Αλεξάνδρας μποτιλιαρισμένη έβγαζε ατμούς κι η
πολιτεία με περίμενε όλο αγάπη όπως καθένα που βγαίνει από αστυνομικό τμήμα. Μιλάμε
για τόση αγάπη που μια Μερσεντές με φιμέ τζάμια μου κόρναρε και η πίσω πόρτα
της άνοιξε διάπλατα. Προχώρησα διστακτικά.
Μέσα στο αυτοκίνητο ήταν ένας
χοντρός με περουκίνι και μου
χαμογελούσε. Κοντοστάθηκα αμήχανα.
«Έλα μέσα κύριε Καστρινέ», βόγκηξε
ο χοντρός.
«Ευχαριστώ -μόλις σχόλασα»,
είπα.
«Έλα που σου λέω -για καλό σε
θέλω», γκάριξε ο χοντρός.
Έσκυψα να τον δω καλύτερα, κόντρα
στην αντηλιά. Φορούσε σακάκι και λαμέ πουκάμισο -αν έχεις το θεό σου δηλαδή…
«Ποιος είσαι ρε άνθρωπε;»
ρώτησα.
«Ιορδανίδης -μα καλά, δε με
γνώρισες;» απόρησε ο χοντρός.
Ανασήκωσα τους ώμους αδιάφορα.
«Έλα μέσα ρε μάνα μου κι
έχουμε κλείσει την κυκλοφορία», παραπονέθηκε ο Ιορδανίδης.
«Δεν το βλέπω κύριε Αυτέ μου»,
τον πληροφόρησα. «Αν θέλεις κάτι, πες το επιτόπου».
«Μυστήριος άνθρωπος είσαι.
Πάμε να πιούμε έναν καφέ και τα λέμε», μούγκρισε.
Τράβαγε προς το γελοίο η όλη
υπόθεση και για το χοντρό δε μ΄ένοιαζε ιδιαίτερα, αλλά εγώ μόλις είχα βγει από
την Ασφάλεια, είχα μια υπόληψη να διατηρήσω.
«Στο πρώτο δεξιά, τέρμα πάνω
είναι το τσέχικο εστιατόριο», του είπα κι έφυγα περπατώντας. Η Μερσεντές με
πήγαινε από δίπλα για λίγο, μέχρι που βαρέθηκε ο σοφέρ να του κορνάρουν κι
επιτάχυνε. Πήρα λοιπόν την ανηφόρα, αργά βήματα μη λαχανιάσω, ας περιμένει ο
χοντρός.
Φτάνοντας στο τσέχικο,
συνειδητοποίησα πώς ήταν ακόμα νωρίς για ν΄ανοίξουν, η Μερσεντές είχε παρκάρει
απέναντι κι εγώ ταρακούνησα την κλειστή πόρτα. Η πόρτα άνοιξε μετά από λίγο, ο
Τσέχος πετάχτηκε αναμαλλιασμένος -ετοιμοπόλεμος.
«Είναι κλειστά ρε μαλάκα»,
φώναξε μισοβγάζοντας το κεφάλι του.
«Ακόμα και για τους φίλους;» σφύριξα
στο ύπουλο.
Με κοίταξε.
«Γαμημένος Κάστρο, εσύ είσαι;»
Το παραδέχτηκα.
«Σε πέταξε η γυναίκα έξω και
ψάχνεις πού να μείνεις;» γέλασε.
«Έχω έναν κύριο εδώ πέρα και
θέλει κάτι να μου μιλήσει -μπορείς να μας φτιάξεις δυο καφέδες; Δε θα
λερώσουμε», ζήτησα.
«Με γαμάς τώρα…» παραπονέθηκε
ο Τσέχος ανοίγοντας την πόρτα διάπλατα. «Φέρτον μέσα τον καργιόλη -αλλά να
ξέρεις, τα γκούλας δεν είναι ακόμα έτοιμα».
Γέλασα, μπήκα μέσα κάνοντας
νόημα στον Ιορδανίδη.
Τον περίμενα στο βάθος του
μαγαζιού, σ΄ένα μισοσκότεινο τραπέζι με λευκό τραπεζομάντηλο, ο Τσέχος κάτι
κοπάναγε στην κουζίνα όσο εκείνος ερχόταν προς το μέρος μου αγκομαχώντας σαν
τρένο. Άναψα τσιγάρο, τον άφησα να βολευτεί στην καρέκλα απέναντί μου -τότε
άναψε το κεντρικό φως του μαγαζιού κι ο Τσέχος ήρθε για να παρκάρει δυο κούπες
καφέ μπροστά μας, παρέα με μια ζαχαριέρα.
«Ωραίο μαγαζί…» του είπε ο
Ιορδανίδης.
«Το θες; Το πουλάω», απάντησε
ο Τσέχος και μας γύρισε την πλάτη.
«Έχουν γούστο οι φίλοι σου
κύριε Καστρινέ», παρατήρησε.
«Δεν είναι φίλος μου», είπα.
«Τέλος πάντων…» έκανε αρχίζοντας
να ψάχνει τις μέσα τσέπες του σακακιού του. «Επειδή έχουμε και δουλειές, θα μπω
κατευθείαν στο ψητό», τράβηξε ένα πούρο μεγέθους βραχίονα μικρού παιδιού και το
άναψε.
Εγώ καθόμουν χαζεύοντάς τον να
κόβει την άκρη του πούρου με τα δόντια του, το κάνουν κάμποσοι για ψάξιμο αλλά
εμένα μου προκαλεί αηδία.
«Σε έχω παρακολουθήσει καιρό
κύριε Καστρινέ και σε πάω. Γράφεις ωραία στο γυαλί, τους τα λες σένια,
κατανοητά… Βάλθηκαν να σε ξεσκίσουν, αλλά δε μασάς…»
Έσβησα το τσιγάρο μου.
«Παρακάτω», είπα.
«Θέλω να σε στηρίξω».
Έξυσα το κεφάλι μου. Ο καφές
του Τσέχου ήταν τόσο πηχτός που νόμιζα οτι μασάω τους κόκκους.
«Τι θα πει αυτό;» ρώτησα.
«Θέλω άνθρωποι σαν εσένα να
μπουν στην πολιτική. Ο τόπος έχει ανάγκη φωνές σαν τη δική σου κύριε Καστρινέ.
Μπας και γλιτώσουμε από την κατρακύλα», είπε ο Ιορδανίδης.
Πνίγηκα με το σάλιο μου αλλά
προσπάθησα να μην το δείξω κι έτσι κατέβασα μισό ποτήρι νερό. Ο άλλος με
κοίταζε έχοντας σταυρωμένα τα χέρια πάνω από την τεράστια κοιλιά του.
«Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς θέλεις
να πεις», μουρμούρισα.
«Θα σε στηρίξουμε να κάνεις
κόμμα για να συμμετέχεις στις επόμενες εκλογές -τι δεν καταλαβαίνεις;» απόρησε.
«Ποιοι θα με στηρίξετε;»
«Εγώ και κάποιοι φίλοι μου που
νοιαζόμαστε για το καλό αυτού του τόπου».
«Και γιατί δεν το κάνετε εσείς
το κόμμα;»
Ξεφύσησε αγανακτισμένος -το
τραπέζι πνίγηκε στον καπνό.
«Γιατί είμαστε επιχειρηματίες,
δεν μπορούμε να μπούμε στη Βουλή, πρέπει να πουλήσουμε τις επιχειρήσεις μας
-δεν το ξέρεις αυτό;»
Το ήξερα βέβαια, αλλά
προσπαθούσα να βρω χρόνο, μπας και πάρω γραμμή τι τρέχει.
«Αυτό που μου λες δηλαδή,
είναι να κάνω ένα κόμμα μόνος μου…»
«Ε, όχι και μόνος κύριε
Καστρινέ. Όποιους θεωρείς άξιους να βοηθήσουν τον τόπο μπορείς να τους φέρεις
κι εμείς θα σας στηρίξουμε. Και που ‘σαι…» έσκυψε προς το μέρος μου, έκανα
ασυναίσθητα πίσω. «Πλήρης ελευθερία, ότι γουστάρετε θα λέτε. Δεν πρόκειται να
επέμβουμε σε τίποτα».
«Δεν πρόκειται να παρέμβετε»,
τον διόρθωσα ασυναίσθητα. «Δηλαδή αν κάνουμε ένα κόμμα και λέμε να κλείσουν σε θαλάμους
αερίων όλους τους πλούσιους και να πάρουν τα σπίτια τους οι φτωχοί;»
«Μέσα -ότι γουστάρετε», γέλασε
καλόκαρδα.
«Είσαι μεγάλη ψυχή κύριε Ιορδανίδη»,
θαύμασα και καλά…
«Όλα για αυτή την πατρίδα, που
μας πληγώνει αλλά την αγαπάμε», είπε με σπασμένη φωνή, όπου να ΄ναι θα έτρεχαν
και τα σχετικά δάκρυα.
«Κι όταν λέτε οτι θα μας
στηρίξετε, πώς το εννοείτε;» ρώτησα μισοκλείνοντας τα μάτια.
«Έχουμε στην άκρη 5
εκατομμύρια γι΄αυτό το σκοπό. Για αρχή… Γραφεία, διαφημιστική εκστρατεία… Κι
άλλα θα βρεθούν αν χρειαστεί…»
«Μάλιστα…»
Έσκυψε πάλι μπροστά, φυσώντας
καπνό στα μούτρα μου.
«Εντός των ημερών…» ψιθύρισε.
«Ναι; Τι θα γίνει;» απόρησα.
«Θα φας μια μήνυση».
«Δεν ξηγιέσαι σωστά…»
αντέδρασα.
«Ένας δημοσιογράφος που τον
έβρισες, θα σου κάνει μήνυση», διευκρίνισε.
«Ποιος;»
«Παπαδόπουλος. Αχιλλέας
Παπαδόπουλος».
«Δεν τον ξέρω».
«Ναι, αλλά τον έβρισες».
«Πότε;»
«Σε μια παρουσίαση του βιβλίου
σου -τον είπες μαλάκα».
«Για να τον είπα, μπορεί και
να είναι».
«Ρε, τριμάλακας είναι, αλλά τη
μήνυση θα στην κάνει».
«Α, έτσι…»
«Έτσι ναι… Στο δικαστήριο θα
πας με δικό μας δικηγόρο και θα ρίξεις μια απολογία -κόλαφο. Από εκεί μέσα
μπορεί να ξεκινήσει η πολιτική σου καριέρα. Γουστάρεις; Ντρέιφους κανονικά, Κατηγορώ
την κοινωνία να πούμε».
Έξυσα πάλι το κεφάλι μου. Τον
τελευταίο καιρό, καλόκαρδοι άνθρωποι φρόντιζαν να με ειδοποιήσουν για το τι θα
μου συμβεί. Αλλά δεν το απέτρεπαν -δεν ήταν τόσο καλόκαρδοι.
«Να κάνουμε λογαριασμό, να
δούμε πού βρισκόμαστε…» πρότεινα.
«Είσαι ξύπνιο παιδί»,
χαμογέλασε.
«Μου σκας πέντε και στο χέρι
για να στήσω κόμμα, να λέω τις παπαριές μου και να μπω στη Βουλή. Και είσαι
ανοιχτός να σκάσεις περισσότερα -υποθέτω πώς για τον κόπο μου να γίνω
εθνοσωτήρας θα βγάλω κι εγώ κάτι. Μετά, μισθός βουλευτή και τα σκυλιά δεμένα…»
«Το εκχυδαΐζεις»,
διαμαρτυρήθηκε.
Απόρησα που ήξερε τέτοιες
λέξεις -όλο εκπλήξεις ήταν ο κύριος Ιορδανίδης.
«Πες μου κάτι αγαπητέ»,
χαμογέλασα. «Όταν μπω στη Βουλή, παίζει να χρειαστείς την ψήφο μου σε κάνα
νομοσχέδιο, ας πούμε;»
Την περίμενε την ερώτηση.
«Ναι, μπορεί…» είπε. «Αλλά
είσαι ελεύθερος να πράξεις κατά βούληση».
«Κι αν πάω κόντρα θα βγάλεις
βούκινο οτι με πληρώνεις, οπότε θα με κρεμάσουν σα σώβρακο στην ταράτσα».
«Αυτό…» ξεκίνησε να λέει, αλλά
έκοψε τη φράση του.
Κοίταξα τριγύρω, ο Τσέχος κάτι
ψείριζε στους καταλόγους του μαγαζιού στην άλλη άκρη της αίθουσας. Με πήρε
γραμμή και ήρθε.
«Αφεντικό -περιποιήσου τον
κύριο αν έχεις τίποτα έτοιμο, φέρε και κάνα κρασί -ξέρεις εσύ…»
Ο Τσέχος στράβωσε αλλά μετά
χαμογέλασε.
«Κάτι θα γίνει», υποσχέθηκε.
Σηκώθηκα.
«Λοιπόν, χάρηκα που σας
γνώρισα κύριε Ιορδανίδη -ελπίζω να μην ξαναβρεθούμε», είπα.
«Κάτσε ρε παιδί μου…»
διαμαρτυρήθηκε.
Έσκυψα πάνω του.
«Άκου κάτι», σφύριξα. «Ψάχνεις
για κάποιο μαλάκα, αλλά αυτός δεν είμαι εγώ. Δεν ψήνομαι με τα φράγκα σου γιατί
μου φτάνουν όσα έχω και δεν με ψήνει να σώσω αυτόν τον τόπο -για την ακρίβεια
έχω την άποψή οτι αυτός ο τόπος πρέπει να καεί και μετά να πάρουν τις στάχτες
να τις ξανακάψουν, μην έχει ξεμείνει κάνα μικρόβιο. Για σένα λέω, αν δεν το
κατάλαβες».
«Εύχομαι να μην το
μετανιώσεις», είπε απειλητικά.
«Και να το μετανιώσω, δεν
πρόκειται να το μάθεις», απάντησα. «Για την ώρα, αντίο κι ευχαριστώ για τα
ψάρια».
Έφυγα από εκεί μέσα σα να με
κυνηγούσαν χίλιοι διαβόλοι.
Ο σοφέρ κάπνιζε έξω από τη
Μερσεντές ξύνοντας τ΄αρχίδια του. Τον πλησίασα.
«Δεν πας να τσιμπήσεις κι εσύ
τίποτα; Κρίμα είναι να περισσέψουν», του είπα.
Με αγνόησε.
Αλλά η Τζούλια με περίμενε.
Κανείς δε θα σε περιμένει εσένα, μαλάκα Νιόνιο… Εμένα με περιμένουν στη
γωνία κι είναι κρίμα να περισσέψουν…
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!