Προηγούμενα:
Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων
Η κλήση σε δικάσιμο με
περίμενε σφηνωμένη κάτω από την πόρτα -ο όγκος χαρτιού όλο κι αυξανόταν, αν πήγαινε
έτσι το πράγμα θα έπρεπε ν΄ ανοίξω μεγαλύτερη χαραμάδα στο κάτω μέρος της πόρτας
για να χωράνε τόμοι από την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Δικάσιμος σε 30 ημέρες,
θυμήθηκα την όλη φάση, ο μηνυτής ισχυριζόταν ότι έθιξα την τιμή και την
προσωπικότητά του, προκαλώντας του επαγγελματική ζημιά, βαρέθηκα να διαβάσω πιο
κάτω.
Πέρασα λούκι μέχρι να φτάσω
στο σπίτι από το σημείο που πάρκαρα, νόμιζα ότι όλοι με κοιτάζουν ή με δείχνουν
-ήταν κι η μαύρη μπογιά στον τοίχο της πολυκατοικίας -κανένας δεν έκανε τον
κόπο να τη σβήσει και εγώ βέβαια δεν πρόκειται αν την αγγίξω, οι κατηγορίες δε φεύγουν
με σαπούνι και νερό. Το διαμέρισμα τέρμα παγωμένο όμως δεν είχα διάθεση
ν΄ανοίξω θέρμανση, πήρα μια κουβέρτα από την κρεβατοκάμαρα και κουλουριάστηκα
στον καναπέ, βρήκα το τηλεκοντρόλ αλλά πριν ανοίξω τηλεόραση αποκοιμήθηκα.
Με ξύπνησε ο ήχος του κινητού.
Βγήκα από λήθαργο, δεν καταλάβαινα ούτε που βρίσκομαι, ούτε τι ώρα είναι -θα
μπορούσα να είμαι κλεισμένος σ΄ένα κρατητήριο της Ασφάλειας 5 η ώρα το πρωί ή
σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο 8 η ώρα το βράδυ. Αυτό που είχε σημασία τώρα
ήταν να βρω το κινητό. Βούτηξα από τον καναπέ, μπουσούλισα μέχρι το πεταμένο
μου παλτό στο χωλ, έψαξα τις τσέπες όλο αγωνία -το πέτυχα πριν περάσει η κλήση
στον τηλεφωνητή.
«Ναι», μουρμούρισα.
«Καλημέρα», είπε εκείνη.
Πρωί ήταν λοιπόν…
«Καλημέρα», είπα κι εγώ.
«Φεύγω».
«Πότε;»
«Τώρα. Είμαι στο αεροδρόμιο».
Κοίταξα το τηλέφωνο για να
βεβαιωθώ πως δεν το έβλεπα στον ύπνο μου -κάποια επιβεβαίωση τέλος πάντων…
«Πού πας;» ρώτησα.
«Νήσος Πάιτα», μου εξήγησε.
«Έτσι λοιπόν…»
«Ναι, κάπως έτσι… Βλέπεις… Νόμιζα
οτι περνούσα καλά εδώ πέρα… αλλά μετά έφυγες και δεν ήταν καθόλου καλά. Κάπως
έγινε και μπήκα στη ζωή σου… και δεν έχω καμιά όρεξη να είμαι εκεί χωρίς
εσένα».
«Όταν φύγεις θα βγεις από
τη ζωή μου και είσαι τυχερή που γλιτώνεις από μένα. Ξέρεις, έχω την ινδιάνικη
κατάρα. Δεν υπάρχει πιθανότητα να κερδίσω».[1]
Γέλασε.
«Και η μπάντα θα παίζει το Too marvelous for words, κάπως έτσι;»
αναρωτήθηκα.
«Αυτό είναι στο χέρι σου», μου
εξήγησε. «Εννοώ, αν θα το ακούσεις γιατί…»
Μείναμε αμίλητοι όσο τα
μεγάφωνα του αεροδρομίου ανακοίνωναν πτήσεις.
«Πρέπει να πηγαίνω», είπε.
Δεν απάντησα. Το τηλέφωνο έκλεισε.
Δεν ξέρω πόση ώρα κρατούσα το
τηλέφωνο στο χέρι, ούτε για πόσο κοίταζα τον απέναντι άδειο τοίχο. Κάποια
στιγμή το χέρι μούδιασε κι ο τοίχος άρχισε να χορεύει νωχελικά.
Έτρεξα στο μπάνιο, έκανα
εμετό, μετά χώθηκα κάτω από το ντους, άφησα το κρύο νερό να με φέρει πίσω στο άδειο
διαμέρισμα, με τις κλειστές κουρτίνες και το οβάλ τραπέζι.
Ντύθηκα αργά, ξυρίστηκα,
χτενίστηκα λες κι ετοιμαζόμουν να πάω στην κηδεία μου. Έφτιαξα καφέ και πήγα να
συναντήσω τον Άρη Μαλτέζο που με περίμενε χαμογελαστός με ένα ποτό στο χέρι.
«Λοιπόν;» με ρώτησε.
«Έφυγε», είπα λες και δεν το
ήξερε…
«Γνωστό αυτό. Εσύ πότε
φεύγεις;» με ρώτησε.
«Για πού;»
Γέλασε σαρκαστικά.
«Γέρο μου, έχεις χεστεί πάνω
σου -χίλιοι διάβολοι σε περιμένουν εκεί έξω και τελικά οι διάβολοι είναι εδώ
μέσα, αυτό συμβαίνει. Μαζί σου θα βγουν από την πόρτα…»
«Πες μου κάτι που δεν ξέρω…»
μουρμούρισα.
«Θα σου πω κάτι που ξέρεις κι
αυτό είναι οτι ένα σακ βουαγιάζ με τα απαραίτητα αρκεί. Τα υπόλοιπα θα τα βρεις
εκεί, όταν φτάσεις».
«Αν φτάσω…»
«Μην είσαι μαλάκας», με
γείωσε. «Εδώ έχεις τελειώσει, το είπες και μόνος σου…»
«Να το βάλω στα πόδια λοιπόν;
Να την κοπανήσω;»
«Γιατί, έκανες και τίποτα άλλο
τόσα χρόνια;» παρατήρησε ήρεμα.
Είχε δίκιο βέβαια…
Άρχισα να μαζεύω πράγματα -εσώρουχα,
2 τζιν, 3 πουκάμισα, μπόλικα τι σερτ… Εκεί πέρα έκανε πάντα ζέστη. Κοίταξα
τριγύρω. Η μουσική, οι ταινίες, η τηλεόραση (65 ίντσες), το λάπτοπ, όλα στη
θέση τους. Ο Μαλτέζος ερχόταν από την κουζίνα με μια μπύρα στο χέρι.
«Μην αφήσεις τίποτα πίσω μας»,
του είπα. «Να μη μείνει κανένα ίχνος…»
Ένευσε. Έφτασα στην εξώπορτα
του διαμερίσματος.
«Δε χάρηκα καθόλου για τη
γνωριμία», μου φώναξε.
«Φαντάσου και να σε γνώριζα…»,
σχολίασα όσο έκλεινα την πόρτα έχοντας αφήσει τα κλειδιά στην εσωτερική πλευρά
της.
Η μέρα ήταν ήσυχη, ο ήλιος
διακριτικός και η κίνηση αραίωνε σταδιακά μέχρι να φτάσω στην πρεσβεία. Εκεί,
μια καλή κυρία με υποδέχτηκε στο θυρωρείο και με διαβεβαίωσε πώς η βίζα μου θα
ήταν έτοιμη την επομένη το πρωί. Της χαμογέλασα χωρίς να είμαι σίγουρος αν
ήθελα να βγει σωστή ή λάθος στην πρόβλεψή της.
Μετά πήρα την τουριστική
διαδρομή -πλατεία, Κουκάκι, Συγγρού, παραλία -άκουγα Parquet Courts με
κλειστά τα παράθυρα του αυτοκινήτου, μια κοινότυπη επανάληψη παλιότερων όμορφων
καιρών και βρέθηκα πριν το Σούνιο να συμφωνώ με τα ομορφόπαιδα, «Απ’ όπου
είμαι, λοιπόν κανένας δεν ζούσε ποτέ εκεί/ Κοιτάζω πίσω, τίποτα δεν άλλαξε/ Απ΄όπου
είμαι τώρα, ακόμα δε ζει κανένας εκεί/ Κοίταξε πίσω ξανά και κλείδωσε την
πόρτα»[2],
ωραίες κουβέντες, μελετημένες έτσι; Άφησα την παραλιακή και χώθηκα στα πλαϊνά
του βουνού για να φτάσω στην παραλία. Βρώμικη θάλασσα, φύκια και βράχια -πάρκαρα
σ΄ένα ξέφωτο και έψαξα το κινητό μου.
«Καλώς τα παιδιά…» πανηγύρισε
από την άλλη άκρη ο Μπόρις.
«Θέλω μια χάρη», είπα.
«Πες το κι έγινε, αλλά δε
γίνεται», μου ξέκοψε.
«Εντάξει -λοιπόν, θέλω το
βράδυ να βρεθούμε. Πάρε και την Άννυ».
«Σε τι φάση;»
«Έτσι… γενικά…»
«Πού και πότε;»
«Έχει ένα μπαρ ο Σπήλιος…»
«Κι εγώ έχω συνάχι αλλά δεν το
κάνω θέμα».
Γέλασα ανόρεχτα.
«Θα σας περιμένω», του είπα κι
έκλεισα το τηλέφωνο.
Μετά πήρα τη Δήμητρα.
«Πώς αυτό;» απόρησε.
«Θα πας το βράδυ στο μπαρ του
αδερφού σου;»
«Δεν το είχα σκοπό».
«Μπορείς να το βάλεις στο
πρόγραμμα;»
Σιωπή.
«Για ποιο λόγο;»
«Θα βρεθούμε…»
«Ποιοι;»
«Εγώ και κάτι φίλοι».
«Να βρεθείτε».
«Ήθελα να δω κι εσένα», της
ζήτησα.
«Κι αυτό σημαίνει οτι πρέπει
να έρθω;»
«Όχι απαραίτητα».
«Καλώς».
Μου έκλεισε το τηλέφωνο.
Είχα μπόλικη ώρα να σκοτώσω
μέχρι να βραδιάσει κι έτσι αποφάσισα να περάσω από εκείνο το σπίτι με τα
φυστικόδεντρα, τη βαριά σιδερένια πόρτα και τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε
δίπλα στην πισίνα. Βέβαια, κανένας δεν ήταν -σκαρφάλωσα τη μάντρα, με δυσκολία ,
πήδηξα μέσα, τα δυο τεράστια σκυλιά πετάχτηκαν αγριεμένα μπροστά μου, αλλά με
μύρισαν και θυμήθηκαν. Ο ουρανός έδειξε οίκτο κι έφερε κάμποσα σύννεφα να
κρύψουν τον ήλιο, ανέβηκα το δρόμο με τα σκυλιά στο πλάι μου, έφτασα μέχρι την
πισίνα, άραξα σε μια ξαπλώστρα. Κούμπωσα το μπουφάν μου, κάπνισα ένα τσιγάρο,
με πήρε ο ύπνος.
Με ξύπνησε το κρύο. Μαζί
μ΄έναν κότσυφα που καθόταν στην άλλη άκρη της ξαπλώστρας και με παρατηρούσε
στοχαστικά. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουν αλλά είχε πάρει να σκοτεινιάζει -είδα
λοιπόν στον ύπνο μου πώς εκείνος άνοιξε τα ξύλινα φύλλα της μπαλκονόπορτας,
βγήκε στην άκρη της βεράντας, με έδειξε με το τσιγάρο του χαμογελώντας, φορούσε
τα γνωστά μαύρα πολαρόιντ γυαλιά κι ας είχε πέσει ο ήλιος. Κάτι μου είπε, δεν
άκουσα. Του έκανα νόημα, ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και ξαναμπήκε μέσα.
«Τι μου είπε;» ρώτησα τον
κότσυφα.
Μάλλον ούτε κι αυτός είχε
ακούσει γιατί μου γύρισε την πλάτη και άρχισε να τσιμπολογάει στο γκαζόν πριν
με βαρεθεί εντελώς και πετάξει πέρα, κατά τα δέντρα. Κρύωνα.
Χάιδεψα τα σκυλιά πριν
καβαλήσω πάλι το μαντρότοιχο -κάτι περίεργοι ιθαγενείς περνούσαν απέξω όσο
κατέβαινα, κοντοστάθηκαν, με κοίταξαν άγρια, τους χαμογέλασα καλοκάγαθα και έφυγα
με χορευτικό βήμα λόγω κρύου. Ο δρόμος της επιστροφής ήταν βαριεστημένα ήσυχος,
σκέφτηκα να βάλω κάνα σιντί με αρτ ροκ, αλλά ποτέ δεν κουβάλαγα τέτοια πράγματα
μαζί μου, άσε που υπήρχε κίνδυνος να κολλήσει ο κινητήρας από τα πολλά μέλια.
Έφτασα στο κέντρο, ήταν ακόμα νωρίς
και βρήκα εύκολα παρκάρισμα -μετά τριγύρισα στα βρώμικα δρομάκια ψάχνοντας κάτι
να φάω. Δεν πεινούσα ιδιαίτερα αλλά δεν ήξερα αν θα είχα την ευκαιρία αργότερα.
Χώθηκα σε μια δήθεν ταβέρνα που προσπαθούσε άτσαλα να αναβιώσει το ελευθεριακό
παύλα αντιεξουσιαστικό παρελθόν. Μιλάω βέβαια για τις αφίσες στους τοίχους που
οι νεότεροι ανάθεμα κι αν καταλαβαίνουν τι λένε, τα φτηνά τραπεζομάντηλα και
τις καρέκλες καφενείου -γιατί όταν άνοιγες τον κατάλογο ένιωθες σα να μπήκες σε
κυριλέ εστιατόριο του Κολωνακίου. Ένας πιτσιρικάς με μαύρη κολλητή μπλούζα και
σκισμένο τζιν ήρθε να μου πάρει παραγγελία πριν προλάβω να καθίσω.
«Μια μοσχαρίσια», είπα
κοιτάζοντας την καφασωτή τζαμένια πόρτα.
«Με τι συνοδεία;» ρώτησε.
«Ξέρω ‘γω… ρίξε τίποτα βιολιά»
μουρμούρισα. «Πατάτες», είπα τελικά γιατί τον έβλεπα να ζορίζεται.
«Παραδοσιακές ή μπέιμπι;» με
γείωσε.
«Τι μπέιμπι; Όπως λέμε μπέιμπι,
μπέιμπι ου; Το Τζάστιν Μπίπερ έχετε στην κουζίνα;» απόρησα. «Κανονικές
πατάτες ρε παιδί μου -τηγανιτές, απ΄αυτές που κάνουν καλό στα εμφράγματα».
«Εντάξει», είπε σιγά. «Η
μοσχαρίσια;»
«Παραδοσιακή, όχι μπέιμπι»,
τον πρόλαβα.
«Εννοώ, ρέαρ, μίντιουμ ή γουέλ
νταν;» μου εξήγησε.
Τον κοίταξα προσεκτικά.
«Πες μου κάτι ρε φίλε. Έχει
τίποτα αυτό το μαγαζί που το παραγγέλνεις και στο φέρνουν χωρίς να παίξετε πιο
πριν τις δέκα ερωτήσεις;»
Άρχισε να πειράζει νευρικά ένα
ταμπλετάκι που κρατούσε στα χέρια.
«Μπολονέζ», είπε τελικά.
«Εντάξει, φέρτη να τη φάμε»,
ξεφύσησα. «Και μια μπύρα ποτήρι, ότι έχεις».
Κοντοστάθηκε.
«Η μπολονέζ…» έκανε
διστακτικά.
«Ναι, τι συμβαίνει μ΄αυτή;»
«Κιμά μοσχαρίσιο ή
ανάμεικτο»;»
Τον κοίταξα άγρια και βιάστηκε
να την κοπανήσει.
Τι συμβαίνει σ΄αυτή τη χώρα
ρε φίλε; Υπνοστεντόν στο νερό μας έχουν ρίξει;
Δυο κοπελίτσες που έτρωγαν στο
διπλανό τραπέζι με κοίταζαν κρυφογελώντας αλλά βιάστηκαν να πέσουν με τα μούτρα
σε κάτι σαλάτες όταν γύρισα προς το μέρος τους. Ένιωσα μαλάκας.
Έφυγα με βαρύ στομάχι κι
ελαφριά τσέπη από την ταβέρνα αν και δεν είχα φάει πάνω από πέντε πηρουνιές, η
μπολονέζ πρέπει να ήταν αυθεντική, κατευθείαν φερμένη από τη Μπολόνια -μήνες
πριν… Χώθηκα στα δρομάκια που είχαν πάρει να γεμίζουν κόσμο κι ο κόσμος αραίωνε
όσο πλησίαζα το μαγαζί του Σπήλιου.
Όταν μπήκα μέσα με υποδέχτηκε η
εγκατάλειψη μαζί μ΄ έναν ξέμπαρκο που ετοιμαζόταν να ρίξει το κεφάλι του στη
μπάρα και να πεθάνει για πάντα. Ευτυχώς δεν είδα τη Μεταξία και δυστυχώς με
είδε ο Σπήλιος. Σήκωσε τα μάτια προς το ταβάνι σε στυλ ρε μ’ ένα μπούστη…
Ακούμπησα τους αγκώνες μου στην ξύλινη μπάρα κοιτάζοντάς τον.
«Γι΄αυτό έπαιζε το μάτι μου
σήμερα…» μουρμούρισε.
«Να το δεις για τίποτα
χαλάζιο», τον συμβούλεψα. «Η Δήμητρα;»
«Τώρα… σε τρώει ο κώλος σου, έτσι
μου φαίνεται», είπε ο Σπήλιος.
«Ναι, εντάξει -μια φαγούρα την
έχω γενικώς… Πες μου κάτι ρε σκύλε, δε βαρέθηκες να είσαι μονίμως
τσαντισμένος;»
«Όσο δε βαριέται ο κόσμος να
με τσαντίζει…» απάντησε.
«Σωστός. Φέρε κάτι να πιούμε
κι άραξε».
Χαμογέλασε.
«Δηλαδή έχεις ραντεβού με τη
Δήμητρα εδώ μέσα;»
«Συν δυο φίλους, βάλε κι εσένα
-κάντους τρεις τους φίλους».
«Φίλοι ε;» γέλασε.
Μετά έφτιαξε μια Στολίσναγια
με τόνικ και γέμισε μπύρα το μισοάδειο ποτήρι του από την κάνουλα.
Ακούμπησα ένα πενηντάρι δίπλα
στο ποτό μου.
«Κλείνω την πίστωσή μου», τον
πληροφόρησα.
«Πότε πήρες πίστωση;» απόρησε.
«Ποτέ. Αλλά όπως και να ‘χει…»
Άναψε τσιγάρο και τον
μιμήθηκα.
«Πρέπει να είσαι ο μοναδικός
στην πόλη που τον μισούν όλοι -το έχεις καταλάβει, έτσι;» παρατήρησε.
«Ναι, αλλά δεν το δείχνω
-καθότι μετριόφρων», του εξήγησα.
«Πάντα μαλάκας…» είπε. «Σε
είχα προειδοποιήσει για τη Δήμητρα…»
«Μόνο εμένα, όχι εκείνη -κάνω
λάθος;»
«Καργιολίκια», αποφάνθηκε.
«Πώς είναι;»
«Για να μη σε έχω πλακώσει
ακόμα στις μπουνιές…»
«Άρα, μια χαρά».
«Σε ψυλλιάστηκε ηλίθιε. Δε
θέλει ούτε ν΄ακούσει για πάρτη σου».
Χαμογέλασα πίνοντας μια γερή
γουλιά.
«Κι εσύ;» τον ρώτησα.
«Άντε γαμήσου, Κάστρο»,
μουρμούρισε φεύγοντας για την άλλη άκρη της μπάρας.
Και καλά έκανε γιατί τότε
μπήκε η Δήμητρα -εντυπωσιακά όμορφη μέσα σ΄ένα μαύρο εφαρμοστό φόρεμα, χωρίς
την τεράστια τσάντα της. Πήγε κοντά του, μίλησαν για λίγο χωρίς να με
κοιτάζουν.
«Λοιπόν, εδώ είμαι», είπε πλησιάζοντάς
με.
Χάζευα τη θέση που καθόμασταν
όταν είχε ξεκινήσει όλη αυτή η ιστορία, ήταν άδεια κι έτσι έπρεπε.
«Ευχαριστώ», είπα. «Ήθελα να σου
πω κάποια πράγματα…»
Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος
και με κοίταξε περιμένοντας.
«Είσαι το καλύτερο πράγμα που
μπορεί να τύχει στη ζωή ενός ανθρώπου -αν ο άνθρωπος έχει ζωή. Εγώ πάλι…»
«Εσύ ζεις σ΄ένα δωμάτιο χωρίς
παράθυρα, με παλιές φωτογραφίες, παλιούς δίσκους, παλιά βιβλία και ελάχιστο
οξυγόνο. Είναι ζήτημα επιβίωσης να μην αφήσεις άλλον εκεί μέσα -αυτό κατάλαβα»,
μου εξήγησε.
Χάρηκα που το έβλεπε έτσι.
«Γιατί είμαι η Απληστία κι
ο Φόβος και κάθε ίντσα Μίσους που κρύβεις μέσα σου»[3],
μουρμούρισα.
Με κοίταξε μπερδεμένη.
«Μη δίνεις σημασία», την
καθησύχασα. «Τι θα κάνεις στο θέμα με την Κοντού;»
«Άκου πώς έχει η υπόθεση»,
ξεκίνησε διστακτικά. «Τον επόμενο μήνα θα ξεκινήσω μια εκπομπή στην τηλεόραση.
Πολιτιστικό μαγκαζίνο σε άκυρη ώρα, αλλά κάποιο καλό μεροκάματο όσο να πεις…»
Πήγα να μιλήσω -με διέκοψε.
«Ο εκδοτικός οίκος θα
επινοικιάσει το μπαρ, θα το σουλουπώσει για να κάνει τις παρουσιάσεις των
βιβλίων του. Κατά τα λοιπά, ο Σπήλιος θα λειτουργεί κανονικά το μαγαζί όπως
τώρα…»
«Δεν καταλαβαίνω», απόρησα.
«Τι παίχτηκε εδώ;»
«Είσαι πλέον βιαστής -έτσι;»
χαμογέλασε.
«Όλοι το ξέρουν άλλωστε»,
παραδέχτηκα.
«Επίσης συνεργός σε απόδραση
τρομοκράτη», συμπλήρωσε.
«Όσο γι΄αυτό…» κοκορεύτηκα.
«Ο εκδοτικός οίκος δεν θέλει
να έχει καμιά σχέση μαζί σου και θα αποσύρει τα βιβλία σου, όπως δήλωσε πρόσφατα».
Τη φρέναρα.
«Αλλά δε βιάζεται κιόλας να το
κάνει…»
«Μέσα είσαι -κι έβγαλαν δύο
ακόμα εκδόσεις στα κρυφά».
«Όμως εσύ θα μπορούσες να το
γαμήσεις το όλο ζήτημα αποδεικνύοντας πως δεν είμαι βιαστής και σύντομα θα
βουτήξουν τον Αργύρη ο οποίος αποκλείεται να παραδεχτεί πώς τον βοήθησα».
«Μην είσαι σίγουρος…»
χαμογέλασε.
«Μπορεί δηλαδή ο Αργύρης…»
«Χέσε μας με τον Αργύρη -ποιος
τον ακούει; Ότι θέλουν θα πουν στις ειδήσεις».
«Σωστό κι αυτό», χαμογέλασα.
«Αλλά και πάλι εσύ…»
«Στη βράση κολλάει το σίδερο,
Νίκο. Τώρα πουλάς, που υπάρχει μυστήριο».
«Κι εσύ τώρα πουλιέσαι -που
πιάνεις καλή τιμή», παρατήρησα.
«Με κατηγορείς; Εσύ δηλαδή τι
έκανες με τα βιβλία;»
«Κι αυτό τι θα πει ρε Δήμητρα;
Πως όλοι πρέπει να γινόμαστε το ίδιο καθίκια;» νευρίασα.
Γέλασε και τη μιμήθηκα. Τι
σημασία είχε πλέον;
Τότε μπήκε ο Μπόρις με την
Άννυ και τραντάχτηκε το μαγαζί, στην κυριολεξία δηλαδή, επειδή ο Μπόρις
κλώτσησε την πόρτα και εμφανίστηκε στο άνοιγμά της γκαρίζοντας: «Αστυνομία ρε
αλήτες -ψηλά τα χέρια, συλλαμβάνεστε». Η Άννυ δυο βήματα πίσω κράταγε με το
ζόρι τα γέλια της όσο τον κορόιδευε.
Η Δήμητρα ξαφνιάστηκε και μετά
γύρισε σε μένα.
«Δικοί σου είναι αυτοί, έτσι;»
με ρώτησε.
Το παραδέχτηκα ντροπαλά. Πριν
η Άννυ πηδήξει πάνω μου, κανονικά, τα πόδια της γύρω από τη μέση μου, σφιχτή
αγκαλιά τύπου πύθωνα.
«Τι γίνεται τρομερέ γαμίκουλα;
Πόσες πήδηξες σήμερα;» φώναξε.
Κοίταξα το Σπήλιο κι
αναρωτιόμουν αν έχει κρυμμένη καμιά κοντόκανη κάτω από τον πάγκο και πότε θα τη
βγάλει. Μετά ο Μπόρις με άρπαξε από τους ώμους και με γύρισε σβούρα -η Άννυ
είχε προλάβει ευτυχώς να ξεπεζέψει.
«Τη γυναίκα μου ρε μουνίεεεεε;»
έκανε.
Ο μοναχικός θαμώνας της μπάρας
βιάστηκε να αφήσει ένα χαρτονόμισμα και να την κοπανήσει.
«Δήμητρα -ο Μπόρις και η
Άννυ», έκανα τις συστάσεις με όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει.
«Μην πας μαζί του κοριτσάκι, θα
μπλέξεις…» της σφύριξε η Άννυ στο αυτί και μετά έκανε λίγο πίσω, την κοίταξε.
«Πήγες ήδη ε;» διαπίστωσε.
Τους άρπαξα όσο δε με πρόσεχαν
και τους τράβηξα στο κοντινότερο τραπέζι. Έκανα νόημα στη Δήμητρα η οποία μας
πλησίασε διστακτικά. Το ζεύγος κάθισε σβηστό, όπως έκανε πάντα μετά τις
εντυπωσιακές εισόδους του.
«Είστε φίλοι από παλιά με το
Νίκο;» έριξε την τυπική ερώτηση προσέγγισης η Δήμητρα.
«Εγώ δεν ήμουν ποτέ φίλη μ’
αυτόν. Απλά τον είχα από κοντά, μήπως και βαρεθώ το Μπόρις», της εξήγησε η
Άννυ.
Σήκωσα τους ώμους δείχνοντας
απελπισία.
«Λοιπόν, να σας αφήσω να τα
πείτε», έκανε η Δήμητρα και σηκώθηκε.
«Κάθισε σε παρακαλώ», της
ζήτησα. «Κι εσείς σκάστε γαμώ το στανιό μου», φώναξα.
«Πώς μας μιλάει έτσι;» ρώτησε
ο Μπόρις την Άννυ.
«Σε μας το λέει;» απόρησε
αυτή.
«Δεν βλέπω κανέναν άλλο εδώ
μέσα…» είπε ο Μπόρις.
«Σε ωραίο μαγαζί μας έφερε…»
παρατήρησε η Άννυ.
Η Δήμητρα είχε ξεκαρδιστεί κι
εγώ ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα.
«Φεύγω», είπα ξερά.
«Μην ξεχάσεις να πληρώσεις το
ποτό σου», είπε η Άννυ.
Σηκώθηκα -πήγα στο μπαρ και
παράγγειλα για όλους. Ο Σπήλιος απέφευγε να με κοιτάξει, το όλο πράγμα πήγαινε
προς το άβολο κι ευτυχώς ήρθε μια παρέα διάφορων αδιάφορων να μας σώσει. Ήρθε
καπάκι και η Δήμητρα να με βοηθήσει στο κουβάλημα -πήγαμε προς το τραπέζι μας.
«Όταν λες πως φεύγεις…»
ξεκίνησε ο Μπόρις.
«Νήσος Πάιτα», του εξήγησα.
«Στο Περού;» απόρησε η
Δήμητρα.
«Κορίτσι μου, αυτοί οι γελοίοι,
όταν λένε Νήσος Πάιτα, εννοούν απόδραση. Ξέρεις τώρα, οδηγώ στη λεωφόρο
ξημερώματα κι όλοι οι μπάτσοι του Δυτικού Λος Άντζελες στο κατόπι μου -Χάμφρεϊ
Μπόγκαρτ φάση, κατάλαβες;» ανέλαβε να της εξηγήσει η Άννυ.
«Όχι», είπε η Δήμητρα.
«Και καλώς δεν κατάλαβες γιατί
είναι μαλάκες. Νομίζουν πώς παίζουν σε ταινία -μονίμως έτσι;» γέλασε η Άννυ.
«Απόδραση λοιπόν…» είπε η
Δήμητρα.
Κοίταξα την Άννυ -ήμουν
σίγουρος πως δεν θα της έλεγε την υπόλοιπη υπόθεση της ταινίας.
«Τι άλλο;» απόρησα.
«Εδώ φαίνεται πως υπάρχει
κάποιος διαγωνισμός, σχετικά με το ποιος από τους δυο μας είναι το μεγαλύτερο
καθίκι», διαπίστωσε η Δήμητρα.
«Δεν παίζει», είπε ο Μπόρις. «Ο
Κάστρο πάντα θα κερδίζει σ΄αυτό. Και ξέρεις γιατί; Επειδή για να κερδίσεις,
πρέπει να χάσεις».
Η Άννυ έβαλε δυο δάχτυλα στο
στόμα της και έκανε μια ολόσωστη μίμηση εμετού.
«Το γαμήσατε πάλι»,
παρατήρησα.
«Σωστά», είπε η Άννυ. «Εμείς
το γαμήσαμε».
Η Δήμητρα γέλασε. Ο Μπόρις
κατέβασε το ποτό του μονορούφι και σηκώθηκε να πάρει άλλο.
«Με τι ήρθατε; Αμάξι ή
μηχανή;» ρώτησα την Άννυ.
Με κοίταξε όλο οίκτο.
«Σιγά μην ανέβω εγώ στη
χαρχάλω του», είπε.
«Πώς τα πας γενικότερα;» το
γύρισα στο κοινωνικής φύσεως.
«Τι περιμένεις ν΄ακούσεις ρε
Νίκο; Γαμιόμαστε από παντού και δεν το φχαριστιόμαστε».
«Τόσο καλά…»
Εκείνη την ώρα επέστρεψε ο
Μπόρις με φρέσκα ποτά για όλους μας. Φυσικά, κανένας εκτός από αυτόν δεν είχε
πιεί ούτε το μισό από το προηγούμενο.
«Λοιπόν φίλε μου, την
κοπανάς…» διαπίστωσε. «Κάποια δειλία πίσω από τη διασημότητα διακρίνω».
«Γιατί να αλλάξω τις συνήθειες
μιας ζωής;» απόρησα.
Η Άννυ έστρωσε κατά πίσω τα
κοντά μαλλιά της δυσφορώντας.
«Αγόρι μου, αυτά τα παραμύθια
τα πουλάς μόνο ή τα πιστεύεις κιόλας;» με ρώτησε.
«Ακόμα χειρότερα -τα ζω», την
πληροφόρησα.
«Και η…» έδειξε τη Δήμητρα.
«Δήμητρα με λένε, αν το
ξέχασες», κούμπωσε εκείνη.
«Γενικά μιλάω», γέλασε η Άννυ.
«Η Δήμητρα είναι δικιά μας»,
είπα.
«Πες μου έτσι, να καταλάβω
γιατί την παρατάς», έκανε η Άννυ.
«Δεν τρέχει κάτι μεταξύ μας»,
είπε η Δήμητρα.
«Πλέον», συμπλήρωσε η Άννυ.
«Μαλάκα, μήπως να τις αφήσουμε
να τα πουν οι δυο τους;» πρότεινε ο Μπόρις καθώς σηκωνόταν ξανά.
Τον ακολούθησα.
Καθίσαμε στη μπάρα. Ο Σπήλιος
μας πλησίασε.
«Τι σκατά συμβαίνει μ΄εσάς;»
ρώτησε.
«Φεύγω», του είπα.
«Στα τσακίδια», ευχήθηκε.
Και μας σέρβιρε δυο σφηνάκια
τεκίλα.
«Πώς το βλέπεις;» με ρώτησε ο
Μπόρις.
«Θέλω μια χάρη, να μείνω σπίτι
σας απόψε και το πρωί να με πας αεροδρόμιο», είπα.
«Πες πώς έγινε… Να μη ρωτήσω
γιατί δεν σε πάει εκείνη…»
«Επειδή είναι ήδη εκεί».
Με κοίταξε σκεπτικά και μετά
το πρόσωπό του φωτίστηκε.
«Νήσος Πάιτα -σωστά», είπε στο
τέλος. «Η μικρή;»
«Η Δήμητρα είναι μια χαρά.
Λύσαμε κάτι προσωπικές ανασφάλειες και τώρα…»
«Τώρα την κοπανάς για να
βρεις…»
«Κάπως έτσι».
«Και τι άλλαξε από τότε που
την είχες κοπανήσει από εκείνη;»
Κοίταξα το χαραγμένο ξύλο του
πάγκου.
«Τίποτα», είπα. «Απλά με
τσάκισαν, αυτό συνέβη».
«Γεγονός;» έκανε ο Μπόρις όλο
ενδιαφέρον.
Του γύρισα την πλάτη κι
επέστρεψα στο τραπέζι μας. Η Άννυ με τη Δήμητρα μιλούσαν πολύ σοβαρά, αλλά
βιάστηκαν να το κόψουν όταν με είδαν.
Ο Μπόρις βολεύτηκε δίπλα μου
κι αρχίσαμε μια ηλίθια κουβέντα για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα υβριδικά και
τέλος πάντων δεν είχε καμιά σημασία γιατί απλώς σκοτώναμε ώρα.
«Τώρα που είστε όλοι εδώ, να
ρωτήσω», έγειρε προς το κέντρο του τραπεζιού η Δήμητρα. «Αυτά που γράφει για
εσάς στα βιβλία του είναι αλήθεια;»
Ο Μπόρις με την Άννυ
κοιτάχτηκαν έκπληκτοι.
«Γράφεις για εμάς;» έκανε η
Άννυ.
«Γράφεις βιβλία;» απόρησε ο
Μπόρις.
«Καλά -αν δεν θέλετε να
πείτε…» στράβωσε λίγο η Δήμητρα.
«Αυτός ο ηλίθιος γράφει ότι
καταλαβαίνει, ότι βλέπει -αλλά αυτό που βλέπει είναι ένα κομμάτι χαρτί και
γράμματα εκτυπωμένα ή χτυπημένα στη γραφομηχανή ή σημειωμένα με μολύβι,
κατάλαβες;» εξήγησε ο Μπόρις. «Εμείς δεν είμαστε αληθινοί».
«Στα βιβλία εννοείς;» ρώτησε η
Δήμητρα.
«Πουθενά», είπε η Άννυ.
«Ποιος νοιάζεται άλλωστε για
την αλήθεια;» πετάχτηκε ο Μπόρις. «Μη μου πεις οι δημοσιογράφοι…»
«Μερικοί», είπε η Δήμητρα.
«Γαμάνε καθόλου αυτοί;» ρώτησε
ο Μπόρις.
Η Δήμητρα τον κοίταξε
μπερδεμένη.
«Σεξ ρε παιδί μου, πήδημα,
σχέση -πώς το λένε…» συμπλήρωσε εκείνος.
«Ε ναι -γιατί όχι;» απόρησε η
Δήμητρα.
«Και τι λένε για να γαμήσουν;
Μωρό μου είσαι ψιλοχάλια αλλά δεν μπορώ να βρω κάτι καλύτερο; Ξέρω πώς σε δυο
μήνες θα βαρεθούμε, αλλά τώρα θέλω να πιστέψω πως θα είμαστε για πάντα
ερωτευμένοι; Είσαι χάλια και σε βαριέμαι, αλλά είμαστε 10 χρόνια μαζί και πού
να ψάξω κάτι καινούργιο;» τη βομβάρδισε ο Μπόρις.
«Τι σχέση έχουν αυτά με τη
δημοσιογραφία;» ρώτησε η Δήμητρα.
«Δεν έχουν; Δηλαδή πώς πάει;
Όταν βρίσκεις οτι ο τάδε έκανε κομπίνα, ο δείνα σκότωσε, έκλεψε ξέρω ΄γω
αποκαλύπτεις την αλήθεια κι όταν γυρνάς σπίτι σου το γυρίζεις στο παραμύθι;»
«Δεν μπορείς να συγκρίνεις…»
αγανάκτησε η Δήμητρα.
«Δεν μπορώ να συγκρίνω
-εντάξει. Άλλο το ‘να, άλλο τ’ άλλο, κάτσε κάτω να στη βάλω», κατέληξε ο
Μπόρις.
«Εμείς πάντως δεν είμαστε
έτσι», χώθηκε η Άννυ. «Από την πρώτη στιγμή που είδαμε ο ένας τον άλλον…»
«Βασικά εγώ πήγαινα για μια
φίλη της αλλά δε μου βγήκε η φάση», είπε ο Μπόρις.
«Κι εγώ ήμουν σε φάση, ότι
κάτσει-όποιος κάτσει…» συμπλήρωσε η Άννυ. «Με τον καιρό όμως…»
«Είμαστε 20 χρόνια
ερωτευμένοι», είπε νοσταλγικά ο Μπόρις.
«Κάθε μέρα είναι μια νέα
μέρα», συμπλήρωσε ονειροπολώντας η Άννυ.
«Άντε γαμηθείτε», γέλασε η
Δήμητρα.
«Δεν τη λήγουμε τη σεπτή
τελετή;» πρότεινα.
«Μισό λεπτό», είπε ο Μπόρις. «Πρέπει
να πω κάτι τελευταίο κι ως εκ τούτου δηλώνω υπεύθυνα και εν γνώσει των
συνεπειών του νόμου πώς είσαι χέστης, την κοπανάς πάνω που έπρεπε να το
παλέψεις, αλλά κι εγώ αυτό θα έκανα».
«Τότε λοιπόν θα πω κι εγώ
κάτι», ανακοίνωσε η Άννυ. «Αγορίνα μου είσαι τραγική περίπτωση. Κλινική θα
έλεγα…»
«Ποια κλινική;» την διέκοψε ο
Μπόρις.
«Η Παμακάριστος, μη με
διακόπτεις», τον σκούντησε εκείνη. «Ποιος σου είπε ρε άτομο οτι πρέπει να
κουβαλήσεις τα βάρη όλων μας; Γίνανε τίποτα εκλογές και σε βγάλαμε Ιησού
Χριστό; Όχι γιατί εγώ δεν πήρα πρέφα…»
«Το Χριστό τον διόρισε ο
θεούλης», είπε ντροπαλά ο Μπόρις.
«Άκου το μαλάκα», αγρίεψε η
Άννυ. «Έχει δίκιο όμως -είσαι ένας βαρεμένος που λειτουργεί βάσει θείας εντολής
και ρωτάω -είδες το Μπακούνιν στον ύπνο σου, τον Τσε Γκεβάρα, τον άγιο Άμπι
Χόφμαν, ποιος σε διόρισε τέλος πάντων; Τι σκατά καβάλημα είναι αυτό, τι
εγωισμός;»
Σταμάτησαν απότομα, όσο
απότομα είχαν αρχίσει. Κοίταξα τη Δήμητρα κι εκείνη κοίταζε εμένα,
περιμένοντας.
«Έχω μια απορία», είπα. «Αφού
θα φύγουμε μαζί και θα μείνω σπίτι σας για βράδυ, γιατί έπρεπε να μου τα πείτε
τώρα αυτά;»
Ξεράθηκαν στα γέλια.
«Νομίζει πώς τόση ώρα του
μιλάμε», είπε η Άννυ.
«Μικροπρεπής κι εγωιστής[4]»,
της εξήγησε ο Μπόρις.
«Γενικώς, αγόρι μου, γενικώς
μιλάμε -μην τσιμπάς», είπε η Άννυ.
Η Δήμητρα κοίταζε το ποτήρι
της.
«Να πηγαίνουμε», πρότεινα.
«Να πας όπου θες», είπε με
περιφρόνηση η Άννυ.
Έμεινα λίγο πιο πίσω για να
αποχαιρετήσω τη Δήμητρα. Κοιταχτήκαμε προσπαθώντας να το αποφύγουμε.
«Να περνάς καλά», μου είπε.
«Κι εσύ», ευχήθηκα.
«Ωραίους φίλους έχεις»,
συνέχισε.
«Δεν έχω φίλους», εξήγησα.
«Έχεις. Αλλά δε βλέπεις πέρα
από τη μύτη σου».
«Είναι μια καλή απόσταση…» υπολόγισα.
Μετά μου γύρισε την πλάτη κι
έμεινα να τη χαζεύω μέχρι που άνοιξε την πόρτα και δεν την έβλεπα πια. Ο Μπόρις
με την Άννυ είχαν ήδη βγει.
«Έφυγα άγριε», είπα περνώντας
μπροστά από το Σπήλιο.
«Να πας όπου θες», σχολίασε με
περιφρόνηση.
Κοιταχτήκαμε -τράβηξε τα μάτια
του πρώτος κι άρχισε να μαζεύει ποτήρια από ένα τραπέζι.
Τους ακολούθησα όσο οδηγούσαν
στη μισοφωτισμένη λεωφόρο. Όταν φτάσαμε στο σπίτι τους είχε μια ησυχία
διακοπτόμενη από τους ήχους του ψυγείου και τη βροχή που άρχισε να πέφτει λίγο
πριν παρκάρω.
«Θα κοιμηθείς στον καναπέ»,
είπε η Άννυ.
«Πάω να δω τα παιδιά», είπε ο
Μπόρις.
Μετά από λίγο πέρασε μια
κοπελίτσα που μάλλον πρόσεχε τα παιδιά, αλλά εγώ είχα ήδη χωθεί ντυμένος κάτω
από μια κουβέρτα και χάζευα το κινητό μου. Έριξα μια ματιά στις ειδήσεις, είδα
τον τίτλο: «Πυρκαγιά από άγνωστη αιτία σε διαμέρισμα. Ολική καταστροφή».
Έκλεισα την οθόνη -ο Μαλτέζος τα είχε καταφέρει μια χαρά, τίποτα δεν έμεινε
πίσω -ούτε από αυτόν, ούτε από μένα.
Έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα
όσα έγιναν. Αλλά σε λίγο αποφάσισα να μην τα σκέφτομαι και σκέφτηκα εκείνη και
κάπως έτσι με πήρε ο ύπνος.
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!