Παρασκευή, Νοεμβρίου 15, 2024

Ο κύριος Αλέκος

Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 


Άφησα στοργικά τον Λεπτό Μαύρο Δούκα να ξύσει το αριστερό γκριπ στον σαγρέ τοίχο του κτιρίου που έμοιαζε να έχει δει και καλύτερες μέρες. Όπως κι ο Δούκας άλλωστε, το γυαλιστερό μαύρο ντεπόζιτό του είχε καταντήσει πλέον ματ, η εξάτμιση θύμιζε μπουρί σόμπας -περνάμε και γερνάμε, φίλε μου.

Κατέβηκα από τη σέλα αποφεύγοντας τα καουμποϊλίκια, τα κόκαλά μου κουδούνισαν από την υγρασία, μύρισα τον αέρα -άκαυτη βενζίνη, κάτουρο και λιγδιασμένες τυρόπιττες. Καλλιθέα -πάντα άσχημη,  πλέον αμήχανη.

Έκανα δυο βήματα και κοιτάχτηκα στη τζαμαρία ενός παπουτσάδικου -τα μαλλιά μου δεν είχαν ανακατευτεί από το κράνος γιατί τα έκοβα πλέον εκνευριστικά κοντά, το τζιν και το δερμάτινο μπουφάν κρέμαγαν κατά τόπους και φούσκωναν εκεί που άρχισα να βάζω κιλά, ευτυχώς δεν είχα καταλήξει ακόμα εντελώς σαπιοκοιλιάς. Το τακούνι της δεξιάς μπότας μου είχε μαζέψει κάποια τσίχλα την οποία θα φρόντιζα να ξεφορτωθώ διακριτικά στο γραφείο του κυρίου Αλέκου.

 

Άψογος σε ελεγχόμενο χάλι.

 

Στάθηκα μπροστά στην πλεξιγκλάς καφέ πόρτα της πολυκατοικίας και χάζεψα τα κουδούνια. Ευχήθηκα να μην είχε κάποια εταιρεία με μυστήριο όνομα αυτός ο κύριος Αλέκος και μπορεί κάποιος να με άκουσε τελικά γιατί η ταμπέλα έγραφε «Α. Βραχνάς και Συνεργάτες – Δικηγορικό Γραφείο, 3ος όροφος». Κούμπωσα -τι σκατά δουλειά είχα με δικηγόρους; Κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ με την ελπίδα να είναι αυτός ο Βραχνάς εκδότης που θέλει να ξανακυκλοφορήσει κάποιο παλιότερο βιβλίο μου, ή να μου προτείνει να γράψω κάτι καινούργιο -μαλακίες, προφανώς έβλεπα πολλές σειρές στις συνδρομητικές πλατφόρμες τον τελευταίο καιρό.

 

Ανέβηκα μέχρι τον 3ο με ένα ασανσέρ που έσταζε χτιστό ιδρώτα -ασανσέρ δικηγόρου.

 

Το γραφείο του Βραχνά (και των Συνεργατών) ήταν κουκλίστικο. Στον χώρο υποδοχής ένα στρογγυλό (τι άλλο;) τραπέζι μελαμίνης στο χρώμα του άγουρου μήλου, μαύρες πλαστικές καρέκλες και λίγο πιο μέσα, το γραφείο της κοπέλας με την πλούσια φωνή που μου είχε τηλεφωνήσει. Από το ταβάνι κρέμονταν φωτιστικά που μάλλον ξέμειναν από την τελευταία ανακαίνιση στο σπίτι του κυρίου Αλέκου και μεταφέρθηκαν εδώ για να μην πάνε χαμένα. Απέφυγα τη ροτόντα με αέρινο στυλ και ο δεξιός μου αστράγαλος βρήκε το πόδι μιας καρέκλας, την κράτησα τελευταία στιγμή γλιτώνοντας το ρεζιλίκι καθώς πλησίαζα το γραφείο της κοπέλας που δεν είχε σηκώσει καν το κεφάλι να με δει.

«Καλημέρα», ψιθύρισα συνεσταλμένα γιατί έτσι πρέπει να μιλάς σε δικηγορικά γραφεία.

«Ο κύριος;» απόρησε η κοπέλα ξεφυλλίζοντας μια ατζέντα.

«Καστρινός, με είχατε καλέσει…»

Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι -είχε πατήσει τα σαράντα προ πολλού αλλά δε φαινόταν να το παραδέχεται. Με σημάδεψε με ένα κόκκινο μακρύ νύχι και μετά έφερε ένα δεύτερο μπλε του ίδιου χεριού να κάνει παρέα στο κόκκινο, χαμογέλασε αφήνοντάς με να δω τόνους κραγιόν ν’ αργοσαλεύουν κι ένα κρεμ σάλι έπεσε από τους ώμους της.

«Καλώς ήρθατε… Ο κύριος Αλέκος σας περιμένει, περάστε, περάστε…»

Τι σόι πλάκα ήταν αυτή τώρα; Προχώρησα διστακτικά μέχρι τη βαριά μπεζ πόρτα, χτύπησα, προφανώς κανένας δε με άκουσε από μέσα.

«Ανοίξτε, σας περιμένει», φώναξε η κοπέλα.

Αυτό σίγουρα το είχε ακούσει ο κύριος Αλέκος γιατί άνοιξε εκείνος την πόρτα διάπλατα και χαμογέλασε. Εξίσου διάπλατα.

«Ήρθες επιτέλους ρε μούτρο;» πανηγύρισε βλέποντάς με.

Τον κοίταξα.

Πουκάμισο χρώματος εκρού με τεζαρισμένα τα κουμπιά στην κοιλιά, γραβάτα χαλαρωμένη, παντελόνι τεριλέν, παπούτσια ακριβά αλλά στραβοπατημένα, μαλλί άσπρο όπου δεν έπιανε η φαλάκρα.

«Ήρθα», παραδέχτηκα.

«Έλα μέσα», φώναξε τραβώντας με από το χέρι και κλείνοντας την πόρτα πίσω μας.

Ήρθα μέσα, βολεύτηκα και σε μια πολυθρόνα στην από εδώ πλευρά ενός μαύρου γραφείου που δεν κόλλαγε καθόλου με το υπόλοιπο βαρυφορτωμένο δωμάτιο, εκείνος έσκασε σα σακί πατάτες σε μια επιβλητική πολυθρόνα στην από εκεί πλευρά του γραφείου -μείναμε να κοιταζόμαστε σα μαλάκες.

«Θες καφέ;» ρώτησε στο τέλος.

«Άστο να μένει…» είπα.

«Δε με γνώρισες ακόμα ξεφτιλισμένε Μπουρζουά;» ξεκαρδίστηκε.

Τον κοίταξα πιο προσεκτικά. Μπουρζουά με έλεγαν πριν πολλούς αιώνες κάμποσοι κομμουνιστές σταλινικής προελεύσεως κάνοντας φτηνό χιούμορ με το επώνυμό μου. Τότε ήμασταν φοιτητές κι ο κόσμος έπρεπε να αλλάξει -μέχρι που πάψαμε να είμαστε φοιτητές κι ο κόσμος άλλαξε προς το χειρότερο. Έτσι, έμεινα να τον κοιτάζω αμίλητος ενώ κοπάναγα το κράνος στα γόνατά μου από αμηχανία.

«Ο Αλέκος είμαι ρε… Ο Μουσάτος έτσι με λέγατε… γαμημένοι Αυτόνομοι γκομενίτσες», ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο Αλέκος (όχι πια κύριος) ο Μουσάτος.

Ο Μουσάτος. Δήθεν καθοδηγητής στη σχολή αλλά το κόμμα τον είχε γραμμένο κανονικά. Τράβαγε εκεί πέρα κάτι αναλύσεις περί υπαρκτού, οι φωτισμένοι ηγέτες γίνονταν την επομένη αιμοσταγείς δικτάτορες χωρίς να ιδρώσει το μούσι του Μουσάτου, παπάρας όσο να πεις -μονίμως της προσκολλήσεως. Ποτέ δεν κατάλαβα αν επεδίωκε να βγάλει γκόμενα ή να γράψει μέλη στο κόμμα. Και δε χάρηκα καθόλου που τον ξαναείδα.

Έβγαλα τα τσιγάρα από τη μέσα τσέπη του μπουφάν, αφήνοντάς τον να χαζέψει τη στάμπα I Am a Cliché που φιγουράριζε στη μπροστινή πλευρά του φούτερ μου. Τον είδα ότι αηδίασε κάπως, αλλά το έκρυψε -κανονικός δικηγόρος. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν του έδειξα το τσιγάρο -ζορίστηκε αλλά βρήκε κάπου ένα μεταλλικό παπάρι, τύπου γουδί σε μικρογραφία και το έσπρωξε προς το μέρος μου. Άναψα το τσιγάρο, τράβηξα δυο γερές τζούρες πριν ρίξω τη στάχτη μου.

«Ο Μουσάτος λοιπόν…» μουρμούρισα όπως είχα δει να κάνουν οι ντετέκτιβ στις παλιές ταινίες. «Και πώς να σε γνωρίσω χωρίς τα μούσια ρε παιδί μου;»

Γέλασε σφιγμένα.

«Γερνάμε Καστρινέ… κι εσύ άσπρισες όσο να πεις… Αλλά το μαλλί ατόφιο ρε μπαγάσα. Εγώ άρχισα να τα χάνω όπως βλέπεις…»

«Ποια;» απόρησα γιατί αν εννοούσε τα μαλλιά, το σωστό θα ήταν να πει ότι πλέον σπανίως τα έβρισκε.

«Τα μαλλιά -ποια; Τα μυαλά ρε Καστρινέ;» αγανάκτησε.

Ένευσα. Οι άνθρωποι που ζητούσαν να συνεννοηθούν μαζί μου έπρεπε να διαθέτουν την απαραίτητη υπομονή κι ο Μουσάτος έδειχνε να βιάζεται μη ελεγχόμενα.

«Τέλος πάντων», είπα, γιατί είχα αρχίσει να κουράζομαι. «Προς τι όλο αυτό;»

Ο Μουσάτος έγειρε πάνω στο γραφείο, οι αγκώνες του έκαναν τα εκρού μανίκια να τσιρίξουν.

«Είμαστε κυβέρνηση, Καστρινέ», είπε σιγά.

«Κάτι έχω ακούσει σχετικά», παραδέχτηκα.

«Όλα αλλάζουν…»

«Ποια όλα;» απόρησα.

«Όλα», είπε με μυστήριο ύφος.

Το άφησα να περάσει γιατί το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να μπλέξω σε πολιτική συζήτηση με το Μουσάτο.

«Το κόμμα σε χρειάζεται», μου είπε δήθεν αδιάφορα.

«Εμένα; Δεν έχει κανονικά μέλη το κόμμα;»

«Μην ξηγιέσαι τώρα… Τόσα χρόνια σας στηρίξαμε όσο μπορούσαμε…»

«Ποιους;» ρώτησα και το μετάνιωσα επιτόπου. Δε θα τη γλίτωνα την πολιτική κουβέντα τελικά.

«Εσάς, εσένα, τους δικούς σου…»

«Μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον άλλο», εξήγησα.

«Άστα τώρα Καστρινέ. Από τις σχολές, όποτε βρίσκατε τα σκούρα…»

«Από τις σχολές όποτε βρίσκαμε τα σκούρα, τα κάναμε μαύρα -γνωστό αυτό. Και ας μη συζητήσουμε πόσο ήσουν στο κόμμα που σήμερα είναι κυβέρνηση, σα φοιτητής, έτσι Αλέκο;»

Έγειρε πίσω.

«Τελικά θα το πάρω εκείνο το τσιγάρο», μούγκρισε.

Επειδή δεν του είχα προσφέρει, μου πήρε κάνα λεπτό μέχρι να καταλάβω ότι εννοούσε τα δικά μου. Χαμογέλασα -από παλιά ήταν μέγας τρακαδόρος ο Μουσάτος.

Του πέταξα το πακέτο μαζί με τον ζίπο για φουλ εξυπηρέτηση κι εκείνος το στραπατσάρισε με τις χερούκλες του, έτρεμα ότι θα κοπάναγε τον ζίπο στα πατώματα για ν΄ανάψει -ποτέ μην εμπιστεύεσαι τα πράγματά σου σε πρώην μουσάτους, το σημείωσα για να το θυμάμαι σε ανάλογες καταστάσεις.

«Είναι δύσκολα τα πράγματα, Καστρινέ», είπε προσπαθώντας να μην πνιγεί από το τούρκικο χαρμάνι. «Ακόμα δεν αναλάβαμε και μας περιμένουν στη γωνία…»

Αδιαφόρησα και το έδειξα κιόλας, απλώνοντας τα πόδια μου για να ξεμουδιάσουν.

«Το Σαμουράι τον θυμάσαι;» μου πέταξε στο ξαφνικό.

Τον θυμόμουν και του το είπα. Ο Σαμουράι υπήρξε μεγάλος γκόμενος τα χρόνια της σχολής και δυνατό κομματικό στέλεχος. Έκανε καταπληκτικά πάρτι, είχε ιδέες απ΄αυτές που μπορούσαν να σταθούν χωρίς γιουχάισμα για πάνω από μισάωρο -εντάξει, στην πρακτική τα χάλαγε κάπως, την πολιτική πρακτική εννοώ, γιατί σε σχέση με τις κοπέλες δεν είχα ακούσει παράπονα.

«Θέλει να βρεθείτε», είπε ο Αλέκος.

«Ο Σαμουράι;» απόρησα.

«Ναι»

«Και γιατί δε με έπαιρνε ένα τηλέφωνο;»

«Δεν το είχε».

«Ούτε εσύ, νομίζω…» τον γείωσα.

«Τέλος πάντων, ήθελε να σε βολιδοσκοπήσω πρώτα…» μουρμούρισε ο Αλέκος καθώς πίεζε άτσαλα το τσιγάρο στο, ας το πούμε, τασάκι.

Έμεινα να κοιτάζω όσο το χαρτί σκιζόταν και τα δάχτυλά του γέμιζαν με κομματάκια καπνού -κρίμα το τσιγάρο…

«Καλώς. Εγώ να πηγαίνω», είπα τελικά.

«Δηλαδή…» μουρμούρισε ο Αλέκος.

«Ναι, αυτό δηλαδή. Με βολιδοσκόπησες, δεν ενδιαφέρομαι, χάρηκα που τα είπαμε -τα ξαναλέμε σε 30 χρόνια», έκανα καθώς σηκωνόμουν.

«Πώς ξέρεις ότι δεν ενδιαφέρεσαι;» έκανε μουλωχτά.

«Έχω έκτη αίσθηση -τι να πω;» παραδέχτηκα σεμνά.

«Κάνε μου τη χάρη να δεις το Σαμουράι και μετά αποφασίζεις», πρότεινε.

«Να σου κάνω τη χάρη…» μουρμούρισα.

Εντάξει, δεν είχα τίποτα να χάσω, αλλά αυτά τα καργιολίκια για βολιδοσκοπήσεις και ενδοσκοπήσεις με έκαναν έξαλλο.

«Σε χρειαζόμαστε ρε φίλε -δε θα πάθεις και κάτι να μας βοηθήσεις», είπε ο Αλέκος.

«Ποιοι με χρειάζεστε;»

Έκανε να πει «το κόμμα», αλλά μαζεύτηκε.

«Όχι μόνο ο Σαμουράι… Πρόκειται για υπόθεση που αφορά δικούς σου».

«Δικούς μου; Δεν έχω πλέον δικούς μου, Αλέκο -είμαι ένας μόνος μου», είπα.

«Δες το Σαμουράι ρε Καστρινέ, τι σου ζητάμε δηλαδή; Μη μας γαμείς το κέρατο στο κάτω-κάτω…» έπεσε πίσω στην πολυθρόνα βαρύθυμα ο Αλέκος.

Του γύρισα την πλάτη και πήγα προς την πόρτα. Πριν την ανοίξω κοντοστάθηκα, ικανοποιημένος από τον εαυτό μου γιατί τελικά τα είχα ακόμα αυτά τα παλιά στυλάκια.

«Ας πούμε ότι τον βλέπω, Αλέκο -με παρακολουθείς;» έκανα πονηρά.

Ένευσε.

«Με τη βολιδοσκόπηση τι γίνεται;» συνέχισα.

Με κοίταξε μπερδεμένος.

«Πώς με έκοψες ρε παιδί μου; Πρόθυμο να σας βοηθήσω;»

Γέλασε.

«Θα βοηθήσεις», είπε.

Σήκωσα τους ώμους, δεν καταλάβαινα καθόλου πώς δούλευε το μυαλό του, αλλά είχα κουραστεί κιόλας. Έπρεπε να φύγω γρήγορα από εκεί μέσα και για να γίνει αυτό -όχι με το Σαμουράι, αλλά με τον Κόμη Δράκουλα θα ήμουν πρόθυμος να κλείσω ραντεβού.

«Αύριο την ίδια ώρα είναι καλά;» με ρώτησε ο Αλέκος.

«Είναι;» ρώτησα κι εγώ με τη σειρά μου.

«Μια χαρά είναι», αποφάσισε ο Αλέκος.

«Εντάξει», είπα.

«Εντάξει», είπε κι αυτός. «Γειά σου Καστρινέ με τα κλαρίνα σου…»

Κοντοστάθηκα.

«Ναι, αλλά πού;» απόρησα.

«Άστο σε μας», χαμογέλασε ο Αλέκος.

Τι άλλο να έκανα; Το άφησα σ΄αυτούς και βγήκα από το γραφείο του πριν του έρθει καμιά όρεξη για ψιλοκουβέντα.

 

Η ξανθιά μου έσκασε ένα χαμόγελο γκραν γκινιόλ.

«Όλα εντάξει με τον κύριο Αλέκο;» ενδιαφέρθηκε να μάθει.

«Ναι -βγάζει γούστα», είπα σιγανά.

Αλλά ο κύριος με το γκρι κοστούμι που περίμενε στην απέναντι καρέκλα το άκουσε.

 

Οδήγησα το Δούκα αργά -μάλλον ο Δούκας με οδήγησε – κι αυτό συμβαίνει όταν δεν έχεις αποφασίσει τον προορισμό σου. Περάσαμε πλάι από πολυτελή ξενοδοχεία, ακουμπήσαμε λίγο στην παλιά σχολή που έμενε ίδια έχοντας αλλάξει εντελώς, ή έτσι ήθελα να πιστεύω τέλος πάντων, μπλοκάραμε στην κίνηση για το κέντρο της πόλης. Πού πάμε τώρα;

Ξαφνικά με έπιασε μια φοβερή πείνα, κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα ήταν σωστή -τέτοια ώρα τρώνε μεσημεριανό οι γέροι, όσο οι πιτσιρικάδες φτιάχνουν το πρωινό τους.

Ανέβηκα λοιπόν το πεζοδρόμιο ενός πολυτελούς μπεργκεράδικου -απ΄αυτά που στην Αμερική τα έχουν για να ταΐζουν τους άστεγους, αλλά στην Αθήνα τα πληρώνουμε γκράντε -σα να πρόκειται για τριάστερα της Μισελέν.

 

Μπαίνοντας, χρειάστηκα μισό λεπτό για να συνηθίσω το ημίφως ενώ οι Φόρινερ μου χτένιζαν το νευρικό σύστημα -απορώ ποιος μαλάκας αποφάσισε ότι η χαρντ ροκ είναι κατάλληλη για φαγάδικο, εντάξει, νιώθεις ότι μπήκες σε παρακμιακό μπιλιαρδάδικο της Αλαμπάμα, αλλά, διάολε, μπιφτέκι ήρθες να φας, όχι να παίξεις ξύλο με χαρλεάδες…

Βολεύτηκα σε ένα από τα τραπέζια που δεν είχαν θέα προς το δρόμο, δεν ήθελα να βλέπω, δεν ήθελα να με βλέπουν και γενικότερα δεν ήθελα. Μια κοπελίτσα τίγκα στις κονκάρδες με πλεύρισε πριν ακόμα ακουμπήσω το κράνος δίπλα μου.

«Καλησπέρα, είστε έτοιμος να παραγγείλετε;» χαμογέλασε.

Κοίταξα τις κονκάρδες πάνω στο κόκκινο μπλουζάκι, όλο κοινότυπα σλόγκαν έγραφαν -θυμήθηκα την εποχή που κονκάρδα σήμαινε μουσική και πολιτική τοποθέτηση -χαμογέλασα με τη σειρά μου.

«Το 7», της έδειξα στον πλαστικοποιημένο κατάλογο.

«Πολύ ωραία», επικρότησε.

«Και ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα κι ένα Τζακ σκέτο».

«Τίποτα άλλο;»

Τι άλλο βρε χρυσό μου κορίτσι; Κέρασε όλον τον κόσμο από μια τσικουδιά ξέρω ΄γω -ποιον κόσμο δηλαδή, εγώ κι ο κανένας ήμασταν στο μαγαζί.

«Τίποτα, ευχαριστώ», μουρμούρισα.

Με το που έφυγε, έβγαλα το κινητό κι άρχισα να γκουγκλίζω τον Σαμουράι -εντάξει το επίθετο το θυμόμουν, αλλά το μικρό του όνομα με δυσκόλεψε -πώς διάολο τον έλεγαν; Εγώ Σαμουράι τον ήξερα πάντως…

Το γύρισα στις εικόνες μπας και βγάλω άκρη -μαλακίες, δεν υπήρχε περίπτωση να αναγνωρίσω τον Σαμουράι, 30 χρόνια μετά την τελευταία φορά που τον είχα δει. Ψάξτο αλλιώς -συνδύασέ τον με το κόμμα ή την κυβέρνηση… Το έκανα -με το κόμμα απέτυχα, αλλά με την κυβέρνηση έβγαλα λαγό. Ο Σαμουράι είναι Γενικός Γραμματέας στην Προεδρία της Κυβέρνησης -τι λες ρε παιδί μου… Κατανοητή η βολιδοσκόπηση από τον Μουσάτο, αλλά ακατανόητη η επιμονή του για συνάντηση εφόσον δεν έδειξα πρόθυμος. Ήρθε η μπύρα και η πιατέλα με το μπέργκερ και τις πατάτες, το φαγητό ήταν αρκετό για να σιτιστεί ένας λόχος, επειδή όμως δεν υπήρχε ψυχή γύρω μου, αποφάσισα να μην περιμένω και να πέσω με τα μούτρα. Πεινούσα.

Στις δυο μπουκιές χόρτασα βέβαια. Έχουν αυτόν τον κιμά τα μπέργκερ που σε κάνει να νιώθεις μια ματαίωση, μια απογοήτευση -δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό, ή αν συμβαίνει μόνο σε μένα. Έσπρωξα ακόμα λίγο φαγητό με τη μπύρα και αποφάσισα να το συζητήσω το όλο θέμα. Κάπως έτσι, ήρθε και θρονιάστηκε απέναντί μου ο φοβερός Άρης Μαλτέζος, Θανάσιμος Μεταφορέας το επάγγελμα. Μου χαμογέλασε -δεν έκανα το ίδιο, μη με περάσουν και για τρελό -έστρωσε προς τα πίσω τα μαλλιά του, εντελώς μάταια, αφού ένα τσουλούφι έπεσε στο μέτωπό του και κοίταξε λιμάρικα το ποτήρι με το Τζακ.

Τότε μου ήρθε μια διάθεση για κανιβάλισμα και τράβηξα μια γερή γουλιά δείχνοντας απέραντη ικανοποίηση, όσο βολευόμουν καλύτερα στον δικό μου πάγκο.

«Έχετε απ΄αυτό, εκεί που είσαι;» τον ρώτησα -από μέσα μου βέβαια.

«Έχουμε ότι νομίζουν πως χρειαζόμαστε, αλλά όχι ότι πραγματικά χρειαζόμαστε», μουρμούρισε.

«Και τι νομίζουν ότι χρειάζεστε;» απόρησα.

«Τίποτα -είμαστε αυθύπαρκτοι, άρα είμαστε αυτάρκεις», χαμογέλασε.

«Δικός σου ο πόντος, αλλά δεν ήρθες να μιλήσουμε για αυτό», παραδέχτηκα.

«Ναι, νομίζω ότι εδώ πέρα υπάρχει μια υπόθεση χωρίς λεφτά αλλά με πολλούς μπελάδες -άρα θα την αναλάβεις, ακόμα κι έτσι όπως είσαι ντυμένος», είπε.

«Τώρα, είναι λόγοι αυτοί για να αναλάβω μια υπόθεση; Αν υπήρχε τουλάχιστον κάποια γυναίκα, κάποιος φίλος…»

«Κάποιος φίλος, καλά το είπες», με διέκοψε.

«Δεν ήμουν ποτέ φίλος με το Σαμουράι».

«Πώς εννοείς τους φίλους σου;» ζήτησε να μάθει.

«Εννοώ… κάποιος που έχουμε μοιραστεί το τελευταίο τσιγάρο όταν το πάρτι έχει τελειώσει κι έχουμε ξεμείνει μόνοι μας…»

«Κι όσοι ήταν μέσα στο πάρτι;»

«Εξαρτάται…»

«Από τι;»

«Από τη μουσική που ακούνε, ξέρω ΄γω;»

«Καλά το είπες», χαμογέλασε.

«Εννοείς…»

«Αν δεν τον νοιώθεις φίλο σου, τι διάβολο κάνατε μαζί στο πάρτι; Και γιατί πήγες τελικά;»

Δάγκωσα ακόμα ένα κομμάτι μπέργκερ και μου ήρθε η επιθυμία να το φτύσω επιτόπου, αλλά το κατάπια για λόγους ευγένειας.

«Ας μιλήσουμε καθαρά», ζήτησα.

«Νόμιζα ότι αυτό κάναμε», διαμαρτυρήθηκε.

«Εντάξει, βρεθήκαμε στην ίδια πλευρά, για λίγο και όχι την ώρα που η κατάσταση έκαιγε. Αλλά κάποια στιγμή κοίταξε την πάρτη του, ίσως από την αρχή αυτό να κοίταζε κι εγώ να μην το είχα πάρει χαμπάρι. Μου χρωστάει, δεν του χρωστάω…»

«Βιαστική λογιστική, για να σφραγίσουμε τα βιβλία», γέλασε χαιρέκακα. «Όμως ο λογιστής είναι κάποιος που τέτοια ώρα γυρίζει στο σπίτι ελπίζοντας να μην έχει όρεξη η γυναίκα του για κουβέντα, να διαβάζει τα μαθήματά του το παιδί κι εκείνος να κρυφτεί αθόρυβα σε μια πολυθρόνα περιμένοντας να τελειώσει το μαρτύριό του. Εσύ πάλι…»

«Εγώ πάλι δε γράφω βιβλία, δεν έχω γυναίκα να με περιμένει, ούτε παιδί και δεν γυρίζω από πουθενά γιατί πουθενά δεν πάω -το ‘πιασα», παραδέχτηκα.

«Καιρός είναι λοιπόν να πας κάπου», είπε ο Μαλτέζος και σηκώθηκε χώνοντας τα χέρια του στο μακρύ μαύρο παλτό του.

«Ας πάω λοιπόν…» μουρμούρισα, κανονικά, όχι από μέσα μου.

Κοίταξα τριγύρω μήπως με πήραν χαμπάρι, αλλά ο κόσμος αδιαφορούσε για τις μαλακίες μου.

Ποιος κόσμος δηλαδή;

 

«Να τα μαζέψω, να μη σας ενοχλούν;» με ρώτησε η γκαρσόνα.

Ναι, μάζεψέ τα γιατί έχω να ρίξω πασιέντζα, είπα. Από μέσα μου.


 (Συνεχίζεται)


Παρασκευή, Νοεμβρίου 08, 2024

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο

«Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο. Ξέρω πως η βουτηγμένη στο έγκλημα ζωή με οδήγησε σε αυτή την άθλια μοίρα, όμως, κατηγορώ την κοινωνία. Η κοινωνία με έκανε αυτό που είμαι»

«Μαλακίες… Είσαι ένας λευκός πάνκης των προαστείων σαν κι εμένα»

«Ναι, αλλά ακόμα πονάει».[1]

Έκλεισα την τηλεόραση. 65 ίντσες, πανέξυπνη, ασορτί με το έτος γέννησής μου. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές έχω δει την ίδια ταινία. Δε βγαίνουν πια τέτοιες, σκέφτηκα, κι αμέσως ένιωσα το μισό αιώνα -και βάλε -να μου κόβει τα γόνατα. Πενήντα πατημένα, τι περίμενες δηλαδή; Ξυπνάς ένα πρωί και βρίσκεις τον εαυτό σου πεθαμένο, η αναπνοή σου μυρίζει πτωμαΐνη, δεν έχεις σηκωθεί ακόμα από το κρεβάτι και σκέφτεσαι τι σκατά έχεις να κάνεις μέσα στη μέρα μέχρι να ξανακοιμηθείς -και το χειρότερο είναι ότι δεν έχεις να κάνεις τίποτα σημαντικό.

 

Νύχτωνε πριν πολύ καιρό. Αλλά και τώρα -έξω από το παράθυρο είναι εκείνη η άθλια ώρα που τα φώτα στις κολώνες δεν έχουν ακόμα ανάψει, όμως εσύ δε βλέπεις στα πέντε μέτρα. Η ώρα που νιώθεις στα πρόθυρα της τύφλωσης, ή ακόμα χειρότερα της πρεσβυωπίας. Εντάξει, έχω πρεσβυωπία και ποιος δεν έχει; Όμως όταν διαβάζεις ένα χαρτί, μια ιστοσελίδα, τις οδηγίες για να βράσεις μακαρόνια κι εκεί που πριν 10 λεπτά έβλεπες κανονικά, τώρα με το ζόρι διακρίνεις -είναι κάποιος τρόμος όσο να πεις… Κάτι τρέχει με σένα. Πάντα κάτι έτρεχε με σένα κι εσύ έτρεχες πλάι του. Ιστορίες της δεκάρας που τελικά σου εξασφάλισαν λίγες δραχμές, τότε που υπήρχε ακόμα το νόμισμα, και υποτιμήθηκαν όπως ακριβώς κι εκείνο, με την είσοδό μας στο ευρώ.

Κάθισα στο στρογγυλό τραπέζι, σιχαίνομαι τα στρογγυλά τραπέζια αλλά αυτό έχω τώρα, άνοιξα το λάπτοπ και το λάπτοπ δεν άνοιγε γιατί είχε μείνει από μπαταρία, σηκώθηκα, το σύνδεσα στην πρίζα, ξανακάθισα, σηκώθηκα πάλι, πήρα τσιγάρα, αναπτήρα, ένα φρέσκο ποτήρι Στολίσναγια με τόνικ, όλα έτοιμα.

 

Καινούργια σελίδα, άναψα  ένα Camel πάντα άφιλτρο, πάντα ανάποδα, ήπια μια γερή γουλιά, ακούμπησα τα πλήκτρα -η πρώτη λέξη θα είναι…

 

Χτύπησε το τηλέφωνο. Το γαμημένο τηλέφωνο στην άλλη άκρη του δωματίου, αραχτό στη βάση φόρτισης -γιατί το αφήνω συνέχεια στη βάση; Τι το θέλω το ασύρματο τηλέφωνο αν το παρκάρω μονίμως στη βάση του;

«Παρακαλώ;» βραχνή φωνή λόγω παρατεταμένης αχρησίας.

«Ο κύριος Καστρινός;» πλούσια γυναικεία φωνή, υπερβολική για τη συγκεκριμένη ώρα της μέρας.

«Ναι αυτός», κράτησα το ακουστικό μακριά από το αυτί μου, ήμουν σίγουρος ότι θα ακολουθούσε κάποια λεκτική υπερβολή, μια υπερπροσφορά για ρεύμα, τηλέφωνο, τηλεόραση, καπότες ξέρω ΄γω…

«Σας θέλει ο κύριος Βραχνάς», είπε η φωνή.

«Ποιος με θέλει;» απόρησα σχεδόν σίγουρος ότι κοροϊδεύει τη φωνή μου.

«Ο κύριος Αλέκος καλέ…» απηύδησε η φωνή στην άλλη άκρη.

«Α, ο κύριος Αλέκος…» έξυσα ασυναίσθητα το κεφάλι μου. «Και λοιπόν;»

«Τι λοιπόν; Πότε μπορείτε να περάσετε από το γραφείο του;»

«Τώρα».

«Τώρα δε γίνεται…» αγανάκτησε η φωνή.

«Ε, τι με ρωτάτε τότε; Πότε θέλετε εσείς να περάσω;» έγινα ξαφνικά πολύ υποχωρητικός, αλλά αυτά συμβαίνουν άμα σε πιάνουν όταν έχεις να μιλήσεις σε άνθρωπο πάνω από μια βδομάδα.

«Αύριο το πρωί είναι καλά;» γλύκανε η φωνή.

«Ξέρω ‘γω; Καλά είναι;» παρέμεινα επιφυλακτικός.

«Εσείς να μου πείτε…» αγανάκτησε ξανά η φωνή.

«Καλά είναι», απάντησα όλο αποφασιστικότητα αλλιώς δεν θα τελειώναμε ποτέ το τηλεφώνημα.

«Εντάξει. Στις 11».

«Εντάξει -πού θα έρθω;»

«Στο γραφείο του κυρίου Αλέκου…» έριξε μια τσιρίδα η φωνή.

«Ναι, πού είναι αυτό;» ένιωσα ένοχα γιατί δεν το ήξερα.

«Κλεισθένους 10, στην Καλλιθέα».

Κλείνοντας το τηλέφωνο θυμήθηκα ότι δεν είχα ρωτήσει τι με ήθελε ο κύριος Αλέκος, τι γραφείο είχε, ούτε ποιος πούστης ήταν αυτός ο κύριος Αλέκος στην τελική.

 

Κάθισα πάλι μπροστά στο λάπτοπ αλλά είχα χάσει κάθε διάθεση για γράψιμο. Έτσι συμβαίνει όταν ζεις μόνος, κάθε απρόοπτο σού προκαλεί παράνοια. Ζεις την τύφλωση της ρουτίνας, αν σου αλλάξουν τη θέση μιας καρέκλας, χάνεις το δωμάτιο.

 

Ξάπλωσα πάλι στον καναπέ, άνοιξα την τηλεόραση, έψαξα στην πλατφόρμα για κάποια σειρά με πολύ μυστήριο, άφθονες ανατροπές -από αυτές που σε βοηθάνε να μη σκέφτεσαι. Είχα ανάγκη από έναν ήσυχο θάνατο, γι΄αυτό ξέκοψα από όλους -κι από εκείνη. Ναι, αλλά ακόμα πονάει.

 

(Συνεχίζεται)

[1] Repo man – Alex Cox

Τρίτη, Ιουνίου 26, 2018

Δημοσιογραφία του υψίστου. Είδες;


«Εξήγησα στον Γιαννόπουλο, πως δεν θέλω να κάνω συζήτηση μαζί του, αφού χαρακτηρίζει σκουλήκια, την γενιά του Πολυτεχνείου. Δεν έχει σημασία, το πώς το «προσχέδιο» σεναρίου ήλθε στα χέρια μου (φυσικά χωρίς την έγκρισή του). Το ουσιαστικό είναι, πως σε αυτό το «προσχέδιο», εκφράζει την σκέψη του, που απαξιώνει αγώνες, ενώ ταυτίζει μια ολόκληρη γενιά, με κάποιους καρεκλοκένταυρους που εκμεταλλεύτηκαν τους αγώνες. Συνεπώς, ας μην στέλνει πια σχόλια. Απαξιώ να συζητήσω μαζί του». Μανώλης Νταλούκας, 31 Ιουλίου 2016

«Τελευταία, γνωρίσαμε έναν άλλο μυθομανή, τον Θανάση Γιαννόπουλο.
Αυτός λοιπόν, ορίζει ως ανεξάρτητη σκηνή στην Αθήνα του ’80, προσχηματικά το πανκ-new wave της εποχής, αλλά στην πραγματικότητα, την δική του παρέα». Μανώλης Νταλούκας, 2 Αυγούστου2016.

«Θανάση εγώ δεν ήμουν στην συναυλία. Εσύ όμως πήγες, και με την ανάρτησή σου, που ήρθε στις ειδοποιήσεις μου, μας ενημέρωνες για το τι –κατά την γνώμη σου – συνέβη στην συναυλία του Κέηβ. Δεν μας έλεγες όμως, να μην το πούμε πουθενά, γιατί φοβόσουν μην σε κάνει νταντά το Ejekt. Αν μας το είχες πει, δεν θα το αναδημοσιεύαμε, διότι οι γνώμες όσων κάνουν κωλοτούμπες δεν μετράνε. Συνεπώς, η καταγγελία σου, για εμένα πια, δεν ισχύει. Και πλέον, σε θεωρώ, πρόσωπο αναξιόπιστο, κάτι σαν τις κουτσομπόλες της γειτονιάς, που στα κρυφά διαδίδουν «ειδήσεις» και στα φανερά γίνονται κότες. Κατανοητό;» Μανώλης Νταλούκας, 25 Ιουνίου 2018.

Διαβάζοντας, ένας ουδέτερος παρατηρητής, τα παραπάνω αποσπάσματα από το blog του Μανώλη Νταλούκα, θα είχε, υποθέτω, την εξής απορία: Αφού αυτός ο Γιαννόπουλος είναι παλιοχαρακτήρας και μυθομανής, γιατί ο τίμιος Νταλούκας εξακολουθεί να τον αναδημοσιεύει;
Μια υποθετική απάντηση θα ήταν: για να τον ξεμπροστιάσει, για να αποδείξει στο Πανελλήνιο ότι ο λαοπρόβλητος Θανάσης Γιαννόπουλος που προσφάτως έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών τιμής ένεκεν για την προσφορά του στα γράμματα και τις τέχνες κάνει αυτό εδώ:
«Μεγαλόπρεπη κωλοτούμπα από τον Θανάση Γιαννόπουλο (aka The Motorcycle Boy), ο οποίος με ανάρτησή του στο fb, μας ενημέρωνε για «το χτεσινό αίσχος» -όπως έγραφε- στην συναυλία του Κέηβ, αλλά όταν δημοσιεύσαμε την «καταγγελία» του, μάζεψε την ουρά του» (update από τον Μανώλη Νταλούκα, στο συγκεκριμένο post).
Εντάξει –όλα αυτά θα είχαν κάποια βάση αν ο υποφαινόμενος (εγώ δηλαδή) ήμουν κάποιος διάσημος ή επιδραστικός ή έστω με καλούσαν στα μεσημεριανάδικα για να αναλύσω την πολιτικοοικονομικοκοινωνική κατάσταση της χώρας εν όψει της κυκλοφορίας του νέου μου δίσκου. Ισχύει κάτι τέτοιο; Δε νομίζω, αλλά δεν παίρνω και όρκο…

Μπερδεύτηκες; Κάτσε να σε ξεμπερδέψω…
Το προηγούμενο Σάββατο, πήρα την κόρη μου και πήγαμε στο Ejekt. Είδαμε τους Wolf Alice, γίναμε τρισευτυχισμένοι –καταπληκτικό συγκρότημα, μακάρι να μην έπαιζαν τόσο λίγο, αλλά είχαν έρθει σαν τρίτο όνομα και μακάρι κάποιος να τους ξαναφέρει μόνους τους ή έστω headleaders. Αράξαμε μετά για ξεκούραση –να περάσουν οι Editors που δεν μας πολυενδιέφεραν και να είμαστε φρέσκοι σα χαμομηλάκια για τον μεγάλο Nick Cave. Και άρχισε η βροχή. Θυμάσαι τη σκηνή από το Φόρεστ Γκαμπ που λέει ο τύπος ότι «έβρεχε συνέχεια κι από παντού, έβρεχε από πάνω, έβρεχε από δεξιά, από αριστερά, από τα πλάγια, μέχρι και από κάτω έβρεχε»; Αυτό ακριβώς.
Με το που ξεκίνησε ο πανικός, σκεφτήκαμε να βγούμε εκτός συναυλιακού χώρου, μπας και βρούμε κάνα υπόστεγο, αλλά δεν επιτρεπόταν. Εντός συναυλιακού χώρου τώρα –γινόταν του Πουκέ… Μανάδες έψαχναν να χώσουν κάπου τα παιδιά τους, από τα κιόσκια μας έδιωχναν αγρίως γιατί υπήρχε κίνδυνος ηλεκτροπληξίας, όπως μας έλεγαν, ο χώρος μετατράπηκε σε γραφική λιμνούλα, οι διοργανωτές ήταν εξαφανισμένοι και «η βρόχα έπιπτε στρέι θρου». Ώρα 8:40 όλα αυτά.
Την ψάξαμε κάνα μισάωρο, κάναμε τις βουτιές μας, ρίξαμε κάποιες απλωτές, ύπτιο, πεταλούδα –ε, πόσο να κάτσεις στη θάλασσα δηλαδή; Βγήκαμε από το συναυλιακό χώρο μαζί με τον περισσότερο κόσμο, μπήκαμε στην παραδίπλα λίμνη μέχρι το γόνατο (Βοϊδοκοιλιά μου θύμισε το σκηνικό –αχ τι καλά!) βρήκαμε κάτι άλλους λουόμενους κάτω από ένα υπόστεγο -200 μέτρα από τη συναυλία -οι οποίοι μας δάνεισαν μάσκα, αναπνευστήρες και βατραχοπέδιλα προκειμένου να φτάσουμε μέχρι το αυτοκίνητό μας.
Αφού φάγαμε κάνα τέταρτο μποτιλιάρισμα, από τα αυτοκίνητα που έφευγαν μαζί μας κι αφού κινηθήκαμε υποβρυχίως στην Ποσειδώνος και κοντέψαμε να βουλιάξουμε στο ποτάμι της Αλίμου, φτάσαμε σπίτι μας και όλα καλά. Βρεγμένοι μέχρι το συκώτι και μέχρι κινητό εντός σακιδίου.
Κατά τις 10 άρχισαν να βγαίνουν τα μαντάντα στο facebook, ότι η βροχή σταμάτησε (μετά από μιάμιση ώρα δηλαδή) και η συναυλία θα γίνει κανονικά με προγραμματισμένη ώρα εμφάνισης του Nick Cave τις 12:00.
Εντάξει –τα πήρα άσχημα.

Έγραψα την άλλη μέρα ένα κάτι στην προσωπική μου (κλειστή) σελίδα στο facebook –θα το διαβάσεις στο άρθρο του αδέκαστου Νταλούκα –έλεγα ότι θεωρούσα αισχρή τη διοργάνωση, άποψή μου –έτσι;
Έλεγα κιόλας (κι αυτό για μένα είναι το σημαντικότερο) ότι θεωρούσα την απόφαση του Cave  να παίξει όταν οι μισοί τουλάχιστον είχαν φύγει και οι υπόλοιποι ήταν μουσκίδια για τόσες ώρες, απαράδεκτη και ενδεικτική του πόσο σέβεται το κοινό του.
Τα έλεγα, τα λέω και θα τα λέω –γιατί αυτά πιστεύω. Αν έχει κάποιος άλλη άποψη, είναι δικαίωμά του.

Όταν είδα ότι ο Νταλούκας (τον οποίο είχα βλακωδώς αφήσει στους «φίλους» μου για να μη λέει ότι τον βρίζω στα κρυφά ή συνωμοτώ εναντίον του ξέρω ΄γω…) τσίμπησε την ανάρτηση του facebook μαζί με τα σχόλια κάποιων φίλων μου (επιλεκτικά πάντα –τι διάολο! είναι και δημοσιογραφάρα ο άνθρωπος!) χωρίς να με ρωτήσει, εκνευρίστηκα. Του ζήτησα να αφαιρέσει τουλάχιστον τα σχόλια των υπολοίπων που δεν γνώριζαν ότι θα βγουν φόρα-παρτίδα.
Η απάντησή του; Τη διάβασες παραπάνω –εκεί που λέει για κωλοτούμπες. Ήρθε κι ένα λεβεντόπαιδο νταλουκιασμένο να το τερματίσει:
«Τους τραβήξανε τ αυτάκια απ το Ejekt και τώρα το ρίχνουν στην τρελή. Ρε σεις Λιάσκα και Γιαννόπουλε, το θέμα είναι αυτά που γράψατε, και όχι η αναδημοσίευση του Μανώλη. Ισχύουν λοιπόν αυτά που γράψατε ή όχι; Τι αναδημοσίευσε ο Μανώλης; Προσωπικά σας δεδομένα ή τα μυστικά του κράτους και έπρεπε να πάρει άδεια; Ποια άδεια ρε γελοίοι τύποι; Την κριτική σας κάνατε, σε ένα γεγονός που αφορά όλους. Δεν δημοσίευσε αλληλογραφία με την γκόμενά σας. Άι σιχτίρ με τσαντίσατε. Τώρα, αντί να μας πείτε για την ταμπακιέρα, πετάτε την μπάλα αλλού. Καλά σας λέει κωλοτούμπες. Κωλώσατε πουλάκια μου; Τι θέλατε να θάβετε στα κρυφά; Στα φανερά ωρέ!!»

Βέβαια, καλά θα ήταν να είχαμε επαφή με το Ejekt, να μας σκάγανε κάνα τζάμπα εισιτήριο (όπως κάνουν στους δημοσιογράφους), να μας χώναμε τίποτα backstage να πίναμε το τσαγάκι μας μαζί με τον Cave και να χαζεύουμε την πλέμπα που μουλιάζει απόξω –αν ήταν έτσι, μόνο θετικά θα είχαμε να πούμε για τη διοργάνωση.
Επειδή όμως…
Δεν ξέρω κανέναν από τους διοργανωτές…
Αν τύχαινε να συναντήσω κάποιον θα του ζήταγα να μου δώσει τα λεφτά μου πίσω…
Εισιτηριάκια 2 πλήρωσα κανονικά και με το νόμο…
Η όλη συναυλία μού στοίχισε 200 ευρώ και χωρίς να δω τον Cave για τον οποίο πήγαινα…
Στη σελίδα του Ejekt γράφτηκαν πολύ χειρότερα από τα δικά μου από μπόλικο κόσμο...

Παραμένω στις απόψεις μου τις οποίες κι εδώ επανέλαβα.

Και επιμένω ότι κανένας Νταλούκας δεν έχει δικαίωμα να δημοσιεύει δικά μου γραπτά (δεν είναι η πρώτη φορά, άλλωστε –υπάρχει προηγούμενο) χωρίς την άδειά μου εφόσον δεν τα έχω αναρτήσει σε δημόσιο χώρο. Σε τελική ανάλυση –είναι και ποινικό αδίκημα, εντάξει;

Θα μου πεις –τι περίμενες από έναν άνθρωπο ο οποίος έχει θεοποιήσει τον Παύλο Σιδηρόπουλο και πλασάρεται ως δεινός υπερασπιστής του, αλλά δημοσιεύει πράγματα σαν το παρακάτω:
«Στο καλοκαιρινό κλαμπ Λουξεμβούργο, εμφανίζομαι με φρου-φρου πουκάμισα, βαμμένος έντονα σαν τον Alice Cooper. Αυτοξεφτιλίζομαι στο πάλκο, παίζοντάς το, αδελφή…» Π.Σιδηρόπουλος- Από υπαγορευμένο κείμενο στον Μ.Νταλούκα, με τις αναμνήσεις του από την Εποχή τηςΔικτατορίας. 1984.
Και δεν καταλαβαίνει ότι κάποια πράγματα που λέγονταν άνετα το 1984, δημιουργούν λάθος εντυπώσεις το 2013. Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι εκθέτει τον συχωρεμένο, προσδιορίζοντάς τον ως ομοφοβικό –πράγμα το οποίο, αν ίσχυε (που πολύ αμφιβάλω), καλύτερα θα ήταν να παραμείνει κρυμμένο γιατί δεν έχει καμιά σχέση με το έργο του καλλιτέχνη. Λέω εγώ…
Και το λέω γιατί δεν πουλάω τις απόψεις μου 20 ευρώ συνδρομή (άνεργοι, ΑΜΕΑ και πολύτεκνοι 4 ευρώ) όπως κάνει ο Νταλούκας –συνεννοηθήκαμε;

Τετάρτη, Απριλίου 11, 2018

17. «Σώματα»


 Προηγούμενα:

«Κι αυτοί που μας δικάσανε/ μετανιώνουν, μετανιώνουν», βλέπω παντού κόκκινα. Είμαι δίπλα στο συγκρότημα, στριμωγμένος, αυτοί είναι τα Αρνάκια, εδώ είναι ο Πήγασος και βλέπω κόκκινα. Έχω ένα ποτήρι Στολίσναγια τόνικ, δυο γουλιές ποτό στον πάτο και πολλά παγάκια, έχω μια Καμήλα βρεγμένη και σβηστή γιατί ο κόσμος γύρω μου χορεύει και σπρώχνεται, έχω ένα κεφάλι τόσο γεμάτο που μετράει για εντελώς άδειο και μίσος –το μόνο που έχω είναι μίσος.
Κάποιος ξεχαρβαλωμένος μαλλιάς πέφτει πάνω μου, τον σπρώχνω, κοπανάει στο διπλανό ηχείο, ξαναβρίσκει την ισορροπία του, με πλησιάζει.
«Τι θες; Τι θες;» ουρλιάζω.
Με περνάει από το πλάι, φεύγει. Είμαστε κι οι δυο μας πολύ τυχεροί.
Θέλω να ανάψω καινούργιο τσιγάρο και να πάρω καινούργιο ποτό αλλά είμαι ρέστος. Θέλω να συνεχίσει το συγκρότημα κι, εντάξει, το συγκρότημα συνεχίζει και όλα είναι εντάξει για λίγο, αλλά μετά δεν είναι καθόλου εντάξει, γιατί ακούγεται ένα απίστευτο γκντουπ από την πόρτα, βαριέμαι να κοιτάξω, άλλωστε δεν έχω θέα προς την πόρτα, αλλά κάποιοι κοιτάζουν κι ακούω να φωνάζουν «μπάτσοι».
«Κωλόπαιδα, θα σας λιώσουμε»
«Βγείτε όλοι έξω ρε».
«Βρωμιάρηδες».
«Πού πας ρε μουνί;»
Εγώ δεν πάω πουθενά, έχω ακουμπήσει στο ηχείο δίπλα στη σκηνή και χαζεύω –κάποια κεφάλια ανοίγουν, χέρια έρχονται μπροστά για να προστατεύσουν τα πρόσωπα, οι μπάτσοι σπρώχνουν προς τα μέσα και φωνάζουν να βγούμε όλοι έξω, γελάω, πώς να βγούμε έξω; Από τα παράθυρα; Το σκέφτομαι κιόλας όσο βγάζουν τα παιδιά σέρνοντας –τραπέζια πέφτουν, παιδιά κυλιούνται σε σπασμένα γυαλιά, ένας καργιόλης με μουστάκι ποντικοουρά με πλησιάζει.
«Έλα μαζί μου».
«Έχω ταυτότητα».
«Στ΄ αρχίδια μου. Προσάγεσαι».
«Γιατί;»
«Ρε άντε γαμήσου».
Και μου σκάει μια με το γκλοπ –πάει για το πρόσωπο αλλά με πετυχαίνει στο λαιμό, σκοτεινιάζω.

Μας έχουν κάνει μια σειρά έξω από το μαγαζί και βαδίζουμε σε στυλ αιχμάλωτοι πολέμου προς το αστυνομικό τμήμα της Καλλιδρομίου. Μπροστά μου είναι ο Τάσος ο Ραμόουν, πίσω μου η Εβίτα, δεν βλέπω και καλά, είναι νύχτα, τα αυτιά μου βουίζουν.
Όταν φτάνουμε στο κωλάδικο μας στοιβάζουν στο διάδρομο, οι χτυπημένοι κάθονται σε δυο ξεδοντιασμένους πάγκους, οι αξιοπρεπείς στήνονται πλάτη-τοίχο και οι άδειοι βολευόμαστε στο πάτωμα.
«Ανοίξτε διάδρομο ρε μαλακισμένα», μας φωνάζουν κάτι περαστικοί μπάτσοι όσο κλωτσάνε ότι γόνατο βρουν εύκαιρο.
Ανάβουν τα πρώτα τσιγάρα, βγαίνει ένας σαπιοκοιλιάς από το γραφείο του, «σβήστε τα τσιγάρα ρε μαλακισμένα», κανείς δεν ακούει τίποτα. Έχουν μπουζουριάσει και το Ντάνυ που μπαινοβγαίνει σε γραφεία ψάχνοντας να βρει «ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ;»
Κοιτάζω μια χαραμάδα στο τσιμεντένιο πάτωμα –τα πράγματα δεν πάνε καλά και προσεχώς χειρότερα, κατά πώς φαίνεται…
Η Τζούλια είναι έγκυος.

Το μουνόπανο, ονόματι Γιάννης, τα κατάφερε μια χαρά. Διότι αν πηδάς την άλλη νταγκλαρισμένη, γιατί να μην τελειώσεις και μέσα; Μισές δουλειές θα κάνουμε;

Πάμε λίγο πίσω…
Οι μέρες μετά από την εξομολόγηση της Τζούλιας κύλησαν πιο παγωμένες κι από ξεχασμένη μπύρα στην κατάψυξη. Ήμασταν μαζί, εντάξει, αλλά δεν ήμασταν… Εκείνη κάπου χαμένη, εγώ αμήχανα θυμωμένος, όταν πήγαινε η κουβέντα στο γνωστό θέμα η Τζούλια κλείδωνε κι όταν η κουβέντα γύριζε αλλού, σταματάγαμε γιατί νιώθαμε ότι κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας.
Το ήξερε από την πρώτη στιγμή –απλά της πήρε τρεις βδομάδες να το επιβεβαιώσει.
«Είμαι έγκυος».
«Θα το αγαπάω σα δικό μου».
Δεν είχε όρεξη ούτε να με φτύσει –κοίταξε από την άλλη κι εγώ υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι κάτι πρέπει να κάνω με το χιούμορ μου, κανένας δε γελάει με τα αστεία μου, αλλά όλοι γελάνε μαζί μου.
«Τι γίνεται παρακάτω;» ρώτησα διστακτικά.
«Τι θες να γίνει; Αυτό που γίνεται πάντα –θα το ρίξω…»
«Έχεις ξανακάνει….»
«Όχι –μα τι μαλάκας είσαι;»
Μα τι μαλάκας είμαι, άραγε;
«Από λεφτά…» ξεκίνησα να υπολογίζω τι θα πούλαγα και πώς θα το έκλεβα πριν το πουλήσω.
«Θα πληρώσει ο Γιάννης. Δική του μαλακία είναι…»
«Τώρα μιλάς σωστά…»
«Μην παίρνεις θάρρος. Όταν λέω ότι θα πληρώσει…»
«Κατάλαβα».
Αυτό έλειπε δα…
«Θα πάω να τον βρω…»
«Μαζί θα πάμε…»
«Ούτε να το σκέφτεσαι. Μόνη μου θα πάω, δε χρειάζεται να μπλέξει σ΄αυτό ούτε καν η Άννα».
«Μόνη σου ε;»
«Μόνη μου –ναι».
«Μου τελείωσαν τα τσιγάρα, πετάγομαι να πάρω».
«Εντάξει…»
Είχα αφήσει το γεμάτο πακέτο μου μπροστά της και είχα φτάσει μέχρι Σούνιο –ποιος μαλάκας έβρεχε κρύο; Νύχτα πηχτή και κάτι ψοφόσκυλα να αλυχτάνε –ήθελα να μείνω για πάντα διπλωμένος πίσω από τις κοτρώνες και θα το έκανα αν δεν με ενοχλούσαν τα αγκάθια. Τα οποία ένιωσα μετά από μισό πακέτο τσιγάρα –μασάνε οι Καμήλες;
Ένας μπάτσος με κλωτσάει στον αστράγαλο –γιατί αυτό είναι το κακό με τους μπάτσους, δε σ΄αφήνουν ούτε να πονέσεις με αξιοπρέπεια. Διαλέγουν να σε χτυπήσουν εκεί που θα δακρύσεις, οι γαμημένοι.
Σήμερα η Τζούλια ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε να βρει τον αρχίδη. Κι εγώ έψαξα κάπου να κρυφτώ για να μη με βλέπω.
Η ώρα περασμένη, κοιτάζω το ρολόι, με κοιτάζει κι εκείνο με απορία, γιατί τα ρολόγια δε φτιάχτηκαν για να μετράνε αυτού του είδους το χρόνο… Ο κόσμος γύρω μου αραιώνει, τους τραβάνε στα γραφεία και μετά τους διώχνουν, στην αρχή το κάνουν με σύστημα, μετά βαριούνται κι αρπάζουν στο σωρό. Εμένα με προσπερνάνε. Μου ρίχνουν και τίποτα κλωτσιές, έτσι για να μη νιώθω ανεπιθύμητος.
Την πήγα μέχρι Πειραιώς για να πάρει λεωφορείο –δεν ήθελε να την πάω παραπέρα. Όταν μπήκε, έμεινα να τη χαζεύω –τόσο όμορφη και τόσο απελπισμένη, ποιος δεν θα ήθελε να πηδηχτεί μαζί της; Της την είχα πέσει πριν φύγουμε από το σπίτι και έγινε ότι ακριβώς γινόταν και τις προηγούμενες τρεις βδομάδες, δηλαδή απολύτως τίποτα. Να έχει γυρίσει άραγε; Δεν αντέχω να πάω σπίτι και να μην είναι…

«Σήκω ρε κοπρίτη».
Εμένα το λέει ο σαπιοκοιλιάς.
Σηκώνομαι –τι δηλαδή; Να του χαλάσω χατίρι;
Με πάει σπρώχνοντας μέχρι το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας, με χώνει μέσα και φεύγει. Πίσω από το γραφείο κάθεται ένας κουρασμένος πενηντάρης, έχει βγάλει το σακάκι κι από το πουκάμισό του φαίνεται φανελάκι με ολίγη τρίχα.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει το φάκελο στον οποίο έχει χώσει τη μύτη του.
Απαντάω.
«Ταυτότητα».
Του δίνω.
Πατάει ένα κουμπί, ακούγεται κορνάρισμα σαν αυτά που κάνανε οι ντουντούκες στο γήπεδο αλλά στο πιο ξεψυχισμένο.
Μπαίνει ο άλλος που με έφερε.
«Πάρτη και γράψε τα στοιχεία του», λέει ο πενηντάρης.
Όταν φεύγει ο άλλος, σηκώνει το κεφάλι του –με κοιτάζει απορημένος.
«Φαίνεσαι καλό παιδί –τι δουλειά είχες εκεί μέσα;» απορεί με πατρικό ύφος.
«Δεν γινόταν τίποτα παράνομο –μουσική παίζανε», μουρμουρίζω.
«Μουσική…» τον πιάνει ένας ξερόβηχας. «Μουσική το λέτε εσείς αυτό το πράγμα; Οι γείτονες πάνε να τρελαθούν από τη φασαρία, μπουκάλια σπάνε, έχει γεμίσει ο δρόμος γυαλιά –θα βγει να παίξει κάνα παιδάκι και θα πάθει τίποτα…»
«Ποιο παιδάκι; Υπάρχουν παιδάκια σ΄αυτή τη γειτονιά;» απορώ με τη σειρά μου.
«Ε, που να υπάρξουν; Αφού τα διώξατε με τις φασαρίες σας…» φουντώνει.
«Συγνώμη, με έχετε δει εμένα να κάνω τίποτα; Σας έχουν κάνει κάποια καταγγελία;»
«Τι σημασία έχει αυτό βρε παιδί μου; Δεν έκανες μέχρι τώρα, θα κάνεις αύριο. Είσαι κι εσύ υπεύθυνος για την κατάσταση…»
«Ποια κατάσταση;»
«Τα κερατιλίκια που γίνονται στο κωλομάγαζο».
«Εντάξει –και γιατί δεν το κλείνετε; Γράφει πουθενά ότι απαγορεύεται η είσοδος;» έχω αρχίσει να τσιτώνω και είναι μαλακία αυτό γιατί θα με μπουντρουμιάσουν σε κάνα υπόγειο και θα με κάνουν ασήκωτο…
«Θα το κλείσουμε, μη σε νοιάζει…» χαμογελάει.
«Όπως κλείσατε και την Πλάκα», μου ξεφεύγει το πικρόχολο.
Πετάγεται –κοκκινίζει.
«Δεν την κλείσαμε εμείς, απόφαση της κυβέρνησης ήταν η ανάπλαση…»
«Εντάξει κι εσείς για ποιον δουλεύετε; Για την κυβέρνηση δε δουλεύετε;»
«Ρε άντε μου στο γερο-διάολο νυχτιάτικα», πετάγεται.
Βλέπω το κουμπί στην κοιλιά του να ζορίζεται αλλά στο τέλος αντέχει.
Βουτάει ένα ποτήρι νερό, το κατεβάσει αμάσητο και ξανακάθεται.
«Να μη σε ξαναδώ εδώ μέσα…»
Σηκώνω τους ώμους.
«Εσείς με φέρατε….»
«Να μην ξαναπατήσεις στο κωλομάγαζο ρε μαλακισμένο. Δεν καταλαβαίνεις;»
Καταλαβαίνω. Κι εγώ καταλαβαίνω, κι αυτός καταλαβαίνει ότι αύριο πάλι εκεί θα είμαι. Ξύνει το κεφάλι του μπαϊλντισμένος.
«Να σε ρωτήσω.. Έχει υποπέσει στην αντίληψή σου τίποτα παράνομο…» λέει συνωμοτικά.
«Δηλαδή;»
«Ναρκωτικά, τίποτα βενζίνες σε μπιτόνια, στιλέτα….»
«Ναρκωτικά και στιλέτα ούτε έχω δει, ούτε θέλω να δω. Τώρα για βενζίνες…»
«Ναι;»
«Έχουν ένα μπιτόνι δίπλα στη σόμπα…»
«Ρε άιντε γαμήσου μούλε…»
Ναι –εντάξει, αυτό θέλω κι εγώ αλλά με ποιαν;
Με κοιτάζει μπερδεμένος.
«Τι γελάς ρε βλάκα;»
Τι να του πεις τώρα; Ότι περνάω καλύτερα μαζί του από ότι στο σπίτι της Τζούλιας; Ότι φοβάμαι να πάω, περισσότερο απ΄ότι φοβάμαι να με χώσουν σε κάνα κρατητήριο;
«Εντάξει; Μπορώ να φύγω;» τον ρωτάω.
«Εξαφανίσου», μουγκρίζει.
Πολύ θα το ήθελα κύριε σταθμάρχα μου, αλλά δε γίνεται..

 Μαζεύω την ταυτότητά μου και βγαίνω στο κρύο –έχει πάρει να χαράζει και πετυχαίνω τον Άλκη λίγο πιο κάτω, στον πεζόδρομο της Καλλιδρομίου να καπνίζει βολεμένος στην εξώπορτα μιας πολυκατοικίας.
«Σε μαζέψανε κι εσένα;» τον ρωτάω όσο χώνομαι δίπλα του.
Με κοιτάζει. Χαμογελάει. Βγάζει κι ένα κονιάκ από την τσέπη του παλτού του, το πασάρει –τραβάω κάτι γερές για να συνέλθω, σκατά γίνεται το στομάχι μου κι ο λαιμός μου καίει σαν εξάτμιση παπιού. Τότε βλέπω το πρήξιμο στο πρόσωπό του –όλη η αριστερή πλευρά έχει γίνει μωβ τούμπανο.
«Σε μαζέψανε», συμπεραίνω.
«Αλλά έπαιξαν ωραία τα Αρνάκια –άξιζε…» χαμογελάει. Και μετά πονάει και σταματάει να χαμογελάει.
«Πού θα τη βγάλεις;» τον ρωτάω.
«Κάπου… γενικά…» σηκώνει τους ώμους.
«Θες να έρθεις μαζί μου; Η φίλη μου μένει εδώ πιο κάτω…»
«Δεν το κουνάω από δω πέρα», μου ξεκαθαρίζει.
«Γιατί;»
«Περιμένω την ανατολή….»
«Ποια ανατολή; Αφού απέναντί σου έχεις πολυκατοικία;»
«Από εκεί την περιμένω», μισογελάει και μου δείχνει ένα παράθυρο.
Γίναμε δύο οι μαλάκες…
Ανάβω μια Καμήλα και καρφώνομαι στο απέναντι παράθυρο –δεύτερος όροφος, ημίφως. Δε φαίνεται τίποτα και μετά από λίγο φαίνεται ένας τύπος να τραβάει τις κουρτίνες. Ο Άλκης μού παίρνει την Καμήλα από το χέρι. Σηκώνομαι –τι άλλο να κάνω; Ψάχνομαι, βρίσκω το πακέτο και του το πετάω, δεν κάνει κίνηση να το πιάσει, το πακέτο σκάει στο στήθος του πριν προσγειωθεί ανάμεσα στα πόδια του.
Δε λέω κουβέντα –με καταπίνει το ξημέρωμα.
Είναι μισοσκόταδο μέσα στο διαμέρισμα –από το ρολό του παραθύρου μπαίνει ψόφιο φως, κοντοστέκομαι.
Βλέπω λίγο φως στο δωμάτιό της, περπατάω στις μύτες, τη βρίσκω καθισμένη στο κρεβάτι να διαβάζει.
«Ήρθες;» λέει χωρίς να πάρει τα μάτια της από το βιβλίο.
«Ναι», παραδέχομαι.
«Έλα να ξαπλώσεις».
Βγάζω τα ρούχα μου, χώνομαι δίπλα της, στην αρχή τραβιέται μακριά γιατί είμαι παγωμένος, μετά το μετανιώνει, έρχεται δίπλα μου. Κάνω να την αγκαλιάσω, προσπαθώ να γυρίσω προς το μέρος της και τότε ανακαλύπτω ότι ο λαιμός μου έχει τσιμεντώσει στην αριστερή πλευρά. Μου ξεφεύγει ένα βογκητό, σηκώνει τα μάτια της.
«Τι έπαθες;»
«Εντάξει είμαι. Μας μαζέψανε για εξακρίβωση…»
«Από πού;»
«Στον Πήγασο ήμουν…»
Στηρίζεται στους αγκώνες της, γυρίζει το πρόσωπό μου προς τα δεξιά, ανάβει το κεντρικό φως.
«Είσαι χάλια…»
«Τώρα το κατάλαβες;» χαμογελάω.
«Άσε τις σαχλαμάρες… Πρέπει να σε δει γιατρός».
«Αν γίνεται χωρίς να τον δω κι εγώ –εντάξει».
Πέφτει δίπλα μου απελπισμένη. Αλλά αμέσως πετάγεται σαν ελατήριο, πάει στο μπάνιο κι επιστρέφει με μια βρεγμένη πετσέτα. Μου την δένει στο λαιμό αγνοώντας τις αντιρρήσεις μου.
«Τι έγινε;» ξαναρωτάει.
«Δε σημάδεψε σωστά ο μπάτσος –το πήγαινε για εξαγωγή φρονιμίτη», εξηγώ.
«Να προσέχεις…»
Δεν μπορώ να κοιτάξω προς το μέρος της για να καταλάβω σε ποιον το λέει.
«Εσύ, τι έγινε;» ρωτάω.
«Εντάξει».
«Εντάξει; Τι εντάξει;»
«Μου έδωσε τα λεφτά….»
«Α, εντάξει…»
Αγκαλιάζει το μπράτσο μου, κολλάει πάνω μου.
«Μην το κάνεις αυτό», παρακαλάει.
«Να μην το κάνω –εντάξει δεν θα το κάνω… Και πώς δηλαδή; Όλα καλά, ο καιρός νεφελώδης κι αν δε βρέξει θα χιονίσει; Έτσι θα το παίξουμε;»
«Μπορούμε να το ξεχάσουμε;» ψιθυρίζει.
«Ξέρω ‘γω; Μπορούμε;» απορώ.
Απομακρύνεται, ξαπλώνει στο μαξιλάρι της και μου γυρίζει την πλάτη.
«Μεθαύριο θα πάω… Έκλεισα ραντεβού».
«Πού είναι;»
«Κέντρο –Βασιλίσσης Σοφίας…»
«Ωραία».
«Δεν θα έρθεις».
Τινάζομαι.
«Τι πράγμα;»
«Θα πάω με την Άννα…»
Η πετσέτα έχει παπαριάσει το λαιμό μου –την πετάω νευριασμένος.
«Έτσι αποφάσισες λοιπόν;»
«Δε σε αφορά…»
«Δε με αφορά…»
Πετάγεται πάλι, γυρίζει προς το μέρος μου.
«Είναι δική μου υπόθεση, μόνη μου έμπλεξα…»
«Αν το βλέπεις έτσι…»
«Πώς αλλιώς δηλαδή;»
«Καθόλου αλλιώς –κάνε ότι καταλαβαίνεις».
Τώρα είναι η σειρά μου να της γυρίσω την πλάτη.
Κάνουμε ότι κοιμόμαστε, κάνουμε ότι το πιστεύουμε κιόλας. Ο δρόμος απέξω έχει ξυπνήσει για τα καλά –χάσαμε το σκουπιδιάρικο με τον καυγά, όμως τα λεωφορεία οργώνουν το μυαλό μας κανονικότατα.
Πρέπει να φύγω από εδώ μέσα, αλλά τι θα γίνει αν με χρειαστεί; Δεν θέλω να είμαι εδώ αλλά δε γίνεται να είμαι και κάπου αλλού. Φιφτίν λαβ…

Η επόμενη μέρα είναι μια ηλιόλουστη μέρα, μόνο που δεν προλαβαίνουμε να δούμε και πολύ τον ήλιο. Σηκωνόμαστε απόγευμα, βγαίνουμε για φαγητό, σκαλίζουμε τα πιάτα μας μέχρι να μας βαρεθεί το γκαρσόνι στο μπαρμπα-Γιάννη και να μαζέψει. Κλούβες αδειάζουν Ματατζήδες στο σωρό –τους χαζεύουμε έξω να κλείνουν τους δρόμους. Ακόμα μια ευτυχισμένη μέρα στην πλατεία θα ξεκινήσει με το που θα πέσει η νύχτα…
«Τι γίνεται εκεί πέρα;» με ρωτάει. «Έχω καιρό να πάω…», σταματάει.
«Έχουν σκυλιάσει οι καργιόληδες», μουρμουρίζω τρώγοντας μια πατάτα.
«Και κανένας δεν κουνιέται;» απορεί.
«Ποιος να κουνηθεί; Αφού κάθε μέρα κάνουν σκούπα –μόνο οι περιπτεράδες κάθονται στην πλατεία πάνω από μισάωρο…»
«Τόσο καλά…»
«Τόσο…»
Την κοιτάζω όσο εκείνη κοιτάζει το τίποτα.
«Αν ήθελες…» ξεκινάω.
«Άστο. Δε θέλω… Τίποτα…»
Τίποτα…
«Θέλω μόνο κάτι…» ψιθυρίζει.
«Πες…»
«Επειδή έχω ακούσει ότι μετά τη φάση δε σε πιάνει ύπνος, θέλω να μείνεις μαζί μου τη νύχτα».
«Εντάξει…»
«Σίγουρα;»
«Κάθε βράδυ μαζί σου δε μένω;»
«Ειδικά για αύριο το βράδυ… Υποσχέσου το, αλλιώς να πω στην Άννα».
Την κοιτάζω, με κοιτάζει κι εκείνη –θολά.
«Στο υπόσχομαι….»
Δε λέμε τίποτα άλλο.

Τη μέρα της έκτρωσης ξυπνάει αχάραγα –κάνει μπάνιο με τις ώρες όσο εγώ κατουριέμαι στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι. Ντύνεται. Περιμένει. Η Άννα, ως συνήθως, αργεί. Αλλά έχουν κανονίσει να έρθει από εδώ, για να μη μπορώ να προτείνω να την πάω με τη μηχανή. Όλα υπολογισμένα, όλα σωστά…
«Εσύ τι θα κάνεις;» με ρωτάει.
«Θα πάω στη σχολή».
«Εντάξει…»
Την πλησιάζω –μυρίζω το άρωμά της.
«Τι ώρα θέλεις να είμαι πίσω;»
Σηκώνει τους ώμους.
«Κατά τις 3 θα έχουμε τελειώσει. Μη βιαστείς… Έλα κατά τις 7… 8… Έτσι κι αλλιώς θα είμαι κοτόπουλο –μάλλον θα με βρεις να κοιμάμαι. Για τη νύχτα σε θέλω…»
Για τη νύχτα με θέλει… Κάποτε αυτό θα ήταν ερεθιστικό…

Όταν μπαίνει η Άννα με κοιτάζει σα να της πήδηξα το σόι, μέχρι γιαγιά ας πούμε… Ανάβω τσιγάρο, τι ρωτάω αν θέλει καφέ, δε θέλει. Η Τζούλια με φιλάει βιαστικά και φοράει το μπουφάν της. Η Άννα έρχεται δίπλα μου όσο ρίχνω το βραστό νερό από το μπρίκι στην κούπα.
«Σε είχα κόψει για μαλάκα –αλλά τόσο πολύ;» μου σφυρίζει.
Πώς είπατε;
Μένω με το μπρίκι πλαγιασμένο, σκέφτομαι αν πρέπει την κοπανήσω μ΄αυτό ή να την κουτουλήσω -ευτυχώς, γιατί η αναποφασιστικότητα με σώζει…
«Κάποια περιθώρια για βελτίωση πάντα θα υπάρχουν», κάνω χαμογελαστός.
Με κοιτάζει αγριεμένη, πλησιάζει τη μούρη της στο δεξί μου αυτί.
«Είσαι έτοιμη να φύγουμε Τζούλια;» τσιρίζει.
Κι έτσι φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους ένα δεξί αυτί να κουδουνίζει κι ένα μαλάκα που δεν έχει όρεξη να πιει καφέ. Ανάβω μια Καμήλα, την κοιτάζω, με κοιτάζει κι εκείνη μπερδεμένη. Οπότε, την πετάω μέσα στην αχνιστή κούπα του καφέ, ντύνομαι σα να με κυνηγάνε και ξεκινάω για τη σχολή.


Το αμφιθέατρο έχει γνωρίσει και καλύτερες μέρες –λίγοι βαριεστημένοι τύποι ντουμανιάζουν τα έδρανα ψηλά, δίπλα στα παράθυρα, κάθομαι στη μέση, μόνος. Η παρέα είναι άφαντη γιατί αυτό συμβαίνει με τις παρέες –όσο χάνεσαι, τόσο τις χάνεις. Βγάζω ένα τετράδιο κι ένα Μπικ, αρχίζω να ζωγραφίζω κύβους και μαύρα πουλιά που πετάνε στον ανύπαρκτο ορίζοντα, κοιτάζω το ρολόι μου, τώρα θα περιμένει έξω από την αίθουσα, ίσως και να κλαίει, μπορεί κιόλας να ντρέπεται να τη δει έτσι η Άννα. Τι να σκέφτεται; Ποιον να σκέφτεται;
«Αυτό κι αν είναι έκπληξη…» φωνάζει όσο βολεύεται δίπλα μου.
Την κοιτάζω –χαμογελάει, προσπαθώ να κάνω το ίδιο αλλά χωρίς επιτυχία.
«Καλώς τη Μαργαρίτα…» παρατηρώ.
Έρχεται κοντά μου, με φιλάει στο μάγουλο.
«Τι έγινες εσύ; Ακούω διάφορα…»
«Καλά ή άσχημα;» απορώ.
«Καλά…»
«Τότε μην τα πιστεύεις», της λέω.
Με τσιμπάει στο μπράτσο.
«Πω πω, τι μούτρα είναι αυτά….» γελάει.
«Αν ήξερα ότι θα σε δω, θα φορούσα τα καλά μου».
Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει ένα λαστιχάκι, κόκκινο με δυο κεράσια διακοσμητικά, μαζεύει τα μαλλιά της αλογοουρά.
«Τι μάθημα έχουμε;» τη ρωτάω.
«Ψυχολογία».
«Αυτό μας έλειπε τώρα…» αναστενάζω.
«Τι έχεις εσύ μωρέ;»
«Εντάξει είμαι…»
Με κοιτάζει σκεφτική.
«Δεν είσαι εντάξει –για την ακρίβεια είσαι σα φάντασμα. Σήκω –φεύγουμε από εδώ μέσα…»
Πετάγεται σαν ελατήριο, με τραβάει κιόλας.
«Έλα, πάμε πριν έρθει η καθηγήτρια…»
Ξαφνιάζομαι τόσο πολύ που την ακολουθώ αδιαμαρτύρητα.

Έξω έχει ήλιο γιατί έτσι συμβαίνει στις καταστροφές –τα πάντα είναι εκτυφλωτικά.
«Πού έχεις τη μηχανή;» με ρωτάει βιαστικά.
«Έξω από τη βιβλιοθήκη όπως πάντα… Αλλά ρε συ…»
Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη φράση μου γιατί έχει φτάσει ήδη στη μηχανή. Ανεβαίνω –ανεβαίνει πίσω μου.
«Φύγε», μου ρίχνει μια αγκωνιά στα πλευρά.
«Για πού;»
«Για όπου… Μόνο φύγε ρε παιδάκι μου…»
Κοιτάζω το ρολόι μου –τώρα θα έχει μπει μέσα, ίσως να την έχουν ήδη ναρκώσει.
Παίρνω τη Συγγρού καρφί, αφήνω τη μηχανή να πάει μόνη της μέχρι τον Ιππόδρομο κι εκεί διαλέγω παραλία αντί για λιμάνι –αλλάζω λωρίδες, τώρα θα πονάει αλλά δε θα το νιώθει –αυτό άραγε σημαίνει ότι δεν πονάει; Η Μαργαρίτα έχει κολλήσει πάνω μου όσο αλλάζω λεωφόρο, την έχω ξεχάσει –νιώθω όμως ότι η καρδιά της κάνει αντήχηση στην πλάτη μου και κοπανάει μπροστά, στο δικό μου στήθος. Δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση που εκεί μέσα ακούγεται μια καρδιά κι όχι δύο.
Κόβω ταχύτητα απότομα λόγω τύψεων και βέβαια, σαν κλασικός μαλάκας διαλέγω να το κάνω μέσα σε στροφή –η μηχανή ψαλιδίζει, η Μαργαρίτα γίνεται χαλκομανία στην πλάτη μου, βγαίνω στην Παραλιακή δαντελωτός, ευτυχώς έχω αφήσει πίσω μου τ΄ αμάξια.
Στην ευθεία είμαι νωχελικός σα σαλίγκαρος, η Μαργαρίτα με σκουντάει στο πλευρό.
«Τι σ΄ έπιασε;» σφυρίζει στο αυτί μου.
«Τι μ΄ άφησε πες καλύτερα…» μουρμουρίζω.

Την πάω στα κλασικά στέκια –παραλία με το κύμα να σκάει βρώμικο στη λασπωμένη άμμο, ένα γέρικο γκαρσόνι με παπιγιόν, απ΄αυτά που σερβίρουν το νες σε φακελάκι και δίπλα το βραστό νερό σε μεταλλικό δοχείο, η απόλυτη μιζέρια…
Θέλω να τη ζορίσω, να σηκωθεί να φύγει βρίζοντας και τώρα η Τζούλια είναι σίγουρα μέσα στο χασάπη –τους βάζουν, λέει, ένα σωλήνα και ρουφάνε το έμβρυο, μετά κάνουν απόξεση –προσπαθώ να μην σκέφτομαι τι σημαίνει αυτό, απόξεση…
«Θα μου πεις τι τρέχει;» κάνει όσο ανακατεύει ανυπόμονα τη ζάχαρη στο τσάι της.
Την κοιτάζω –είναι πολύ όμορφη, τα μάγουλά της έχουν κοκκινήσει από την έξαψη –για πόσο ακόμα θα αντέχει τις μαλακίες μου;
«Θα σου πω, αλλά δεν θέλω να το συζητήσω –εντάξει;»
«Εντάξει», σκύβει το κεφάλι, βγάζει μια Καμήλα από το πακέτο μου και τη στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά της. Το κάνει αυτό σε όλη τη διάρκεια που εγώ της διηγούμαι την ιστορία με κάθε συνταρακτική λεπτομέρεια.
Όταν τελειώνω ο καφές έχει κρυώσει, πίνω αργά, κοιτάζοντας την Καμήλα να περνάει ανάμεσα στα δάχτυλά της σαν μπαστούνι ταχυδακτυλουργού.
Μετά από κάμποση ώρα χαζέματος έξω από τις βρώμικες τζαμαρίες, επιτέλους μιλάει. Σιγά –με το ζόρι ακούγεται.
«Παντρεύομαι τον άλλο μήνα…»
Ξαφνιάζομαι χαμογελαστά.
«Η ώρα η καλή», εύχομαι.
«Αυτό έχεις να πεις μόνο;»
Την κοιτάζω ξαφνιασμένος.
«Μη μου πεις ότι είσαι…»
Ξαπλώνει πίσω στην καρέκλα της, γελάει.
«Έγκυος; Όχι ρε…»
Την περιμένω να μου εξηγήσει.
«Είπε ο Σάκης… δηλαδή μου έκανε πρόταση… Είπε –γιατί να περιμένουμε; Θα είναι πιο βολικό να μένουμε μαζί, θα μπορώ να διαβάζω καλύτερα…»
Σταματάει. Δεν έχω σκοπό να κάνω κανένα σχόλιο.
«Πολύ χάλια αυτό το μαγαζί», λέει τελικά.
«Το ξέρω», παραδέχομαι.
«Τότε γιατί μ΄ έφερες εδώ;»
Σηκώνω τους ώμους αμήχανα.
«Μ΄ έφερες εδώ για τον ίδιο λόγο που πήγαινες σαν παλαβός με τη μηχανή. Γιατί θέλεις να με ξεφορτωθείς. Σωστά;»
Την κοιτάζω αμίλητος –τι σκατά να πω;
«Την αγαπάς τόσο πολύ;»
Τελικά λοιπόν θα το συζητήσουμε…
«Δεν ξέρω αν την αγαπάω –ξέρω όμως ότι δεν μπορώ να την αφήσω όσο νιώθω ότι με χρειάζεται. Και ξέρω ότι δεν θα ησυχάσω αν δεν τον ξεσκίσω τον πούστη…» αφήνω τις λέξεις τακτικά πάνω στο μεταλλικό τραπέζι σαν κουλουράκια με γεύση κανέλα.
«Πόσο μακριά είναι η Βάρκιζα από δω;» με ρωτάει στο ξεκάρφωτο.
«Κάνα τέταρτο –πες εικοσάλεπτο…»
«Πάμε;» χαμογελάει.
«Τι να κάνουμε στη Βάρκιζα;»
«Πάμε και θα δεις».
Σηκώνομαι πίσω της –από την ώρα που τη συνάντησα στη σχολή με σέρνει σαν ανεμοστρόβιλος κι αυτό κάπου αρχίζει να μου τη δίνει άσχημα.

Στο δρόμο μιλάμε λίγο –της δείχνω τα Λιμανάκια και ψηλά τον Κρεμαστό Λαγό, δεν της λέω όμως ότι από εκεί πάνω έφυγε ένα βράδυ ο Γιωργάκης ο αδερφός του Σόλωνα με μια δανεική βέσπα, απλώς κορνάρω δαιμονισμένα όταν περνάμε την τρύπα του Καραμανλή… Έχει αρχίσει να πιάνει κρύο –ο ήλιος βαρέθηκε να μας καρφώνει και κρύφτηκε, κόβω όταν φτάνουμε στη Βάρκιζα. Στα δεξιά οι βάρκες κουνιούνται ανήσυχα –σηκώνει αέρα.
«Και τώρα;» τη ρωτάω.
«Αριστερά –εκεί, στα κάγκελα», μου δείχνει.
Κάνω αριστερά, ανεβάζω τη μηχανή στο πεζοδρόμιο, κατεβαίνει όσο εγώ περιμένω.
«Δε θα κατέβεις;»
«Τι κάνουμε εδώ;»
Με κοιτάζει –χαμογελάει.
«Εδώ είναι ένα ξενοδοχείο…»
Κοιτάζω πάνω από το κεφάλι της –έχει δίκιο.
«Και λοιπόν;» απορώ.
«Τι και λοιπόν βρε παιδάκι μου; Κατέβα επιτέλους, θα με σκάσεις;»
Κατεβαίνω –τεντώνω τα πόδια μου να ξεμουδιάσουν. Εκείνη έχει ήδη προχωρήσει.
«Δε θα έρθεις;» λέει γυρίζοντας προς το μέρος μου.
Τι γίνεται εδώ πέρα;

Μπαίνουμε στο ξενοδοχείο, κάποτε θα πρέπει να ήταν πολυτελείας -όχι ότι τώρα είναι «περάστε, γαμήστε, τελειώσατε» δηλαδή… Βάζω ασυναίσθητα το χέρι στην τσέπη για να δω τι λεφτά έχω.
«Πληρώνω εγώ, μην ανησυχείς», με πιάνει σφιχτά από το μπράτσο.
Γυρίζω να την κοιτάξω την ώρα που αυτή πάει να με φιλήσει στο μάγουλο κι έτσι φιλιόμαστε σχεδόν κανονικά –στην αρχή δηλαδή κοπανάνε τα χείλη μας, αλλά στη συνέχεια τα καταφέρνουμε.
«Είναι καλό ξενοδοχείο», μου λέει αμήχανα όταν ξεκολλάμε.
«Σωστά, γιατί δεν είμαι και κανένας τυχαίος…» σχολιάσω.
Μου τραβάει μια κλωτσιά στο καλάμι κι έτσι φεύγω σφαίρα για τον ρεσεψιονίστ.
«Καλησπέρα, ένα δωμάτιο…» ψιθυρίζω.
«Για πόσες μέρες;» με κοιτάζει με μισό μάτι.
«Για σήμερα…»
«Έχουμε ένα στον πέμπτο με θέα θάλασσα», με πληροφορεί.
«Εντάξει…»
«Πρωινό σερβίρουμε μεταξύ 7 και 9».
Χεστήκαμε…

Το δωμάτιο είχε κάτι βαριές κουρτίνες που έκοβαν το φως όπως το μαχαίρι το βούτυρο, είχε κι ένα διπλό κρεβάτι ολυμπιακών διαστάσεων, συν μια σιφονιέρα πολύ Λουί Κενζ με ανάλογη καρέκλα. Πάνω τους έπεφτε μια πολική ψύχρα που σε μούδιαζε αμέσως όταν έκλεινε η πόρτα. Κοντοστάθηκα, η Μαργαρίτα κόλλησε δίπλα μου.
«Γιατί όλο αυτό;» τη ρώτησα.
«Είπες να μην το συζητήσουμε», απάντησε.
«Μάλιστα… από οίκτο λοιπόν…»
Ξεκόλλησε από κοντά μου, πήγε και κάθισε στην καρέκλα, αφήνοντάς με να στέκομαι σαν αγγούρι.
«Δεν σου περνάει από το μυαλό ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι εκτός από σένα;» θύμωσε.
Πήγα και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, άναψα μια Καμήλα.
«Υπάρχουν ε;» έκανα χαζά. «Και τι θέλουν αυτοί οι άλλοι άνθρωποι; Εκτός από το να παρηγορήσουν ένα μαλάκα που η γκόμενά του κάνει έκτρωση…»
Πετάχτηκε στον αέρα, ήρθε δίπλα μου.
«Πάψε μωρέ..» έκανε παρακαλετά. «Σου έτυχε κάτι άσχημο, εντάξει, κάτι πολύ άσχημο. Δεν είσαι ο μόνος…»
«Θες να πεις…»
«Ο Σάκης πηδιέται με μια συνάδελφό του. Παντρεμένη…»
«Α», έκανα σα χάνος.
«Δεν ξέρω πόσο καιρό τραβάει το όλο πράγμα…»
«Αλλά θα παντρευτείτε τον άλλο μήνα».
«Γιατί όχι;»
Γέλασα.
«Όντως –γιατί όχι;»
«Είχες την εντύπωση ότι υπάρχει έρωτας; Νομίζεις πως γι΄αυτό παντρεύονται οι άνθρωποι;»
Έσβησα το τσιγάρο, έξυσα το κεφάλι μου αναποφάσιστος –πού ήθελα να πάει το όλο πράγμα;
«Δε με νοιάζει γιατί παντρεύονται οι άνθρωποι. Τι κάνουμε εδώ, μου λες;» την κοίταξα κι αυτή μαζεύτηκε λίγο.
«Τώρα, ακόμα, τίποτα…» ψιθύρισε.
«Να κάτι που πρέπει να αλλάξει», διαπίστωσα και πέρασα το χέρι μου πίσω από την πλάτη της.
Τότε κατάλαβα πόσο την ήθελα –δηλαδή, εντάξει, οποιαδήποτε κι αν μου καθόταν και ειδικά τώρα που είχα περάσει ένα διάστημα βασανιστικής αποχής μετά από μια περίοδο καθημερινού σεξ… αλλά τη Μαργαρίτα την ήθελα διαφορετικά. Ήθελα να είναι το κορίτσι μου, να ξυπνάω δίπλα της και να τη χαζεύω όσο κοιμάται. Και η Τζούλια; Τώρα μάλλον θα ξύπναγε, όλο της το κορμί μουδιασμένο κι απροετοίμαστο για τον πόνο που θα ερχόταν αργότερα…
Η Μαργαρίτα είχε καθίσει πάνω μου με τα πόδια περασμένα πίσω από την πλάτη μου, ένιωθα το άρωμά της να με καρφιτσώνει καθώς αγωνιζόμουν να τη γδύσω και τότε ξέχασα, γιατί η μέρα μου είχε βαριές κουρτίνες που έκοβαν τον κόσμο απέξω όπως το μαχαίρι το βούτυρο και τελικά υπήρχε ένα κρεβάτι ολυμπιακών διαστάσεων που μας ήταν εντελώς άχρηστο –γίναμε ένα κουβάρι, θα χωράγαμε ακόμα και σε ράντζο εκστρατείας και η Μαργαρίτα ήταν παγίδα σφιχτή που με τραβούσε μέσα της –εκεί δεν υπήρχε χώρος ούτε για τον ιδρώτα μας να τρέξει.
Μετά άκουσα ανθρώπους να φωνάζουν και μετά κατάλαβα ότι αυτοί οι άνθρωποι ήμασταν εμείς κι αυτό ήταν φυσικό γιατί δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στον κόσμο εκτός από εμάς τους δύο κι ανάμεσα στις άναρθρες κραυγές είπαμε λόγια φοβερά που έπρεπε να ξεχαστούν αμέσως γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή για να τα αντέξει, κλείσαμε τα μάτια κι αφήσαμε τα λόγια να χτυπάνε στους τοίχους σαν πυροτεχνήματα και μέσα στα κεφάλια μας να ξεθυμαίνουν και δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε γιατί ξέραμε ότι όλα θα ήταν ανυπόφορα μετά απ΄ αυτό.

Έξω είχε πέσει σκοτάδι, άνοιξα τις κουρτίνες για να χαζέψω τα λίγα φώτα που έπαιζαν στη θάλασσα. Τράβηξα δυο Καμήλες από το πακέτο και ξάπλωσα δίπλα της, άναψα και της έδωσα τη μία –συνηθισμένος σε κοπέλες που καπνίζουν μετά το σεξ.
Πήρε το τσιγάρο και άρχιζε να το στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά της, τράβηξε μια τζούρα, πνίγηκε, συνέχισε να παίζει μαζί του.
«Πεινάς;» με ρώτησε.
Πεινούσα. Κι έτσι γύρισα προς το μέρος της, άρχισα να τη φιλάω στους ώμους και το λαιμό όσο εκείνη πάλευε να ξεφορτωθεί την Καμήλα και τελικά καταφέραμε να τις αφήσουμε στο τασάκι, να καούν άκλαυτες οι Καμήλες.
Αυτή τη φορά ήταν πιο ήρεμα, όλα πήγαιναν σε αργή κίνηση και κατάλαβα τι εννοούσαν όλοι εκείνοι που μιλούσαν για αιωνιότητα.

Ξύπνησα κρατώντας τη σφιχτά πάνω μου. Έξω ήταν ακόμα νύχτα κι εγώ έπρεπε να είμαι ήδη στο σπίτι της Τζούλιας, δεν χρειαζόταν να κοιτάξω το ρολόι μου για να το καταλάβω. Ξύπνησε κι εκείνη. Με κοίταξε χαμογελαστή.
«Πεινάς;» με ρώτησε.
Πεινούσα.

Καταφέραμε να σηκωθούμε κατά τις 8 το πρωί, στα τζάμια έκοβε βόλτες η υγρασία. Ντυθήκαμε χωρίς να κοιταζόμαστε.
«Βγες πρώτος», μου είπε.
«Γιατί; Λες να έχει βάλει τίποτα ντετέκτιβ ο Σάκης;» αστειεύτηκα ηλίθια ως συνήθως.
«Ο Σάκης…» μουρμούρισε. «Άστο θα βγω εγώ πρώτη για να πληρώσω κιόλας».
«Τι μαλακίες είναι αυτές τώρα…»
Με κοίταξε σοβαρή.
«Εγώ πληρώνω, το είπαμε αυτό. Για να μη νιώθω πουτάνα…»
Σοβαρολογούσε;
«Έστω μισά-μισά», πρότεινα.
Γέλασε.
«Πόσων χρονών είσαι;» με ρώτησε.
«Είμαι σε μια ηλικία που δεν με ενοχλεί να νιώθω λίγο πουτάνος», μουρμούρισα κουμπώνοντας το τζιν μου.
Με φίλησε βιαστικά σε στυλ πολυάσχολο κι εξαφανίστηκε.

Όταν βγήκα στο δρόμο έμπαινε ήδη σε ένα ταξί.

Η διαδρομή μέχρι το σπίτι της Τζούλιας ήταν αρκετά μεγάλη για να αποκτήσω τύψεις αλλά πολύ μικρή για να αποφασίσω το οτιδήποτε. Καθυστέρησα λίγο παραπάνω περνώντας από την πλατεία –νέκρα και σπασμένα καθίσματα στοιβαγμένα δίπλα στο άγαλμα.

Όταν μπήκα στο διαμέρισμά της είδα ότι το μικρό φωτιστικό δίπλα στο κρεβάτι είχε μείνει αναμμένο. Το έσβησα. Η Τζούλια κοιμόταν.
Έβγαλα τα παπούτσια μου και κάθισα δίπλα στο κρεβάτι. Την κοίταξα.
«Βγάλε τα ρούχα σου και πέσε να κοιμηθείς», μουρμούρισε μισοκοιμισμένη.
Έτσι κι έκανα. Χρειαζόμουν ύπνο, αλλά δεν πεινούσα πια…

Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Sex Pistols

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι