Τρίτη, Απριλίου 15, 2025

Νήσος Πάιτα

  Προηγούμενα:

Τα φώτα χαμηλώνουν, Όττο 

Ο κύριος Αλέκος

Σαμουράι

Ο Αργύρης

Ο Σπήλιος

Η Δήμητρα

Η τρομοκρατική οργάνωση

 Η εφημερίδα

Μπόρις δε σπάιντερ

Ξύλο

Ο εκδοτικός οίκος

Το δελτίο ειδήσεων

Η Τζούλια

Προωθητική εκδήλωση

Αρουραίοι των Εύπορων Προαστείων

Ο Λουκάς

Η μέρα μετά

Gianna K.

Δημόσιες σχέσεις

Γείτονας Καστρινού

Η καντίνα

Συζητήσεις με αγνώστους

Απόδραση

Κοιμήθηκα ελάχιστα, ξύπνησα νωρίς -περίμενα το Μπόρις πίνοντας το δεύτερο καφέ μου, χαζεύοντας τους ανθρώπους που έφευγαν σκυμμένοι για τις δουλειές τους και μετά φύγαμε με τη Τζούλια. Η Άννυ κοιμόταν ακόμα.

«Οδηγώ εγώ», του είπα.

Δεν έφερε αντίρρηση.

 

Πήγαμε από την πρεσβεία για να πάρω τη βίζα, μετά βγήκαμε στη λεωφόρο, κοιτάζαμε μπροστά τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα από το προηγούμενο βράδυ.

«Να κάνουμε λίγη φασαρία πριν φύγεις;» πρότεινε ο Μπόρις.

Δεν απάντησα.

 

Έξω από τις αναχωρήσεις του αεροδρομίου, πάρκαρα και του έκανα νόημα να πάει στη θέση του οδηγού.

«Να την προσέχεις, τα χαρτιά είναι στο ντουλαπάκι», του είπα.

«Αυτό ήταν λοιπόν;» ρώτησε ήσυχα.

«Ναι, μάλλον… Ξέρεις, πρέπει κάποτε να σταματήσω να τρέχω κι αυτό σημαίνει πώς πρέπει να σταματήσουν να με κυνηγάνε».

Γέλασε.

«Αλλά δε μας κυνηγάνε», είπε.

«Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησα.

«Αν δε χρειαζόταν να πηδήξεις, θα πήδαγες;»

«Και χρειάζεται και δεν πρόκειται να το κάνω».[1]

Τράβηξα το σακ βουαγιάζ από το πίσω κάθισμα και περπάτησα στο μαλακό ταρτάν μέχρι τη γυάλινη πόρτα των Αναχωρήσεων.

«Θα σε βρω μια μέρα, μαλάκα», μου φώναξε ο Μπόρις.

«Όχι αν σε βρω πρώτος εγώ», γέλασα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.

 

Έβγαλα εισιτήριο στο γκισέ, με ενδιάμεση στάση στη Μαδρίτη, πέρασα τους ελέγχους και βολεύτηκα στην αίθουσα αναμονής. Είχα μπόλικες ώρες να σκοτώσω και καθόλου διάθεση να μάθω τι συμβαίνει στην πόλη που άφηνα πίσω μου. Σηκώθηκα να πάω μέχρι τα σταντ που πουλάγανε βιβλία, πέρασα κάμποση ώρα χαζεύοντας -ξεφυλλίζοντας. Μετά από μπόλικο σκάλισμα ξετρύπωσα το Perfidia του Ελρόι, παραδίπλα βρήκα ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου με κοκάλινο σκελετό και τα έστησα στο ταμείο μαζί με μια κούτα Κάμελ. Ήμουν έτοιμος. Ή περίπου…

Πήγα στις τουαλέτες, βρήκα τον τεράστιο κάδο απορριμμάτων και πέταξα το τηλέφωνό μου αφού πρώτα το απενεργοποίησα και του αφαίρεσα τη sim. Είδα πως είχα 17 αναπάντητες κλήσεις αλλά δεν ασχολήθηκα περισσότερο. Τη sim την έριξα σε μια τουαλέτα και τράβηξα το καζανάκι.

 

Μετά ξαναπήγα στη θέση μου. Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο -πραγματικά ήταν ότι χειρότερο είχε γράψει ο μπαγάσας ο Τζέιμς. Πήγαινα στοίχημα πώς όσα έγραφε από εδώ και πέρα θα ήταν άθλια. Πρέπει να καταλάβεις πότε τελειώνεις και να πεθάνεις νωρίτερα, παλιόφιλε…

 

Στο αεροπλάνο για Μαδρίτη κάθισα δίπλα σε έναν ιδρωμένο τύπο με λάπτοπ. Δε με ενόχλησε, τον άντεξα.

 

Αναμονή στο Μπαράχας μέχρι να έρθει η πτήση μου για το νησί -είχα φτάσει στη μέση το βιβλίο κι ένιωθα εγκλωβισμένος. Πόση μαλακία άνευ λόγου πια; Αν πετύχαινα πουθενά τον Ελρόι θα τον έβαζα με το ζόρι να διαβάσει Χωμενίδη μπας και καταλάβει σε τι μαρτύριο με υπέβαλε. Πήρα έναν καφέ, «τι καφέ έχετε;» ρώτησα το γέρο στην άλλη πλευρά του πάγκου, «με γάλα ή χωρίς;» με γείωσε -τέτοια κατάσταση. Πάντως ο καφές ήταν ωραίος. Χωρίς γάλα βέβαια.

 

Στην πτήση για το νησί κάθισα δίπλα σε μια παρφουμαρισμένη Ισπανίδα που φώναζε από μακριά οτι πάει για τρελό ξεσάλωμα, φοβήθηκα λίγο γιατί το ταξίδι θα διαρκούσε πολύ κι έτσι φόρεσα τα ακουστικά που ήταν κρεμασμένα πάνω από τη μικροσκοπική οθόνη της μπροστινής θέσης. Έπαιζε το Φλας Γκόρντον, αυτό με την μουσική υπόκρουση από Queen – 2 στα 2 από τον κατάλογο των θεαμάτων που βαριόμουν αφόρητα. Έβγαλα τα ακουστικά, φόρεσα τα γυαλιά ηλίου και το πάλεψα να ρίξω κάναν ύπνο. Από αυτούς στα μέσα μαζικής μεταφοράς, που ακούς τα πάντα γύρω σου αλλά δεν είσαι εκεί -βρίσκεσαι στη γωνία μεταξύ απραξίας και δυστυχίας. Το έβαλα στα πόδια λοιπόν, την κοπάνησα, επιστρέφω εκεί όπου έφυγα κι ας μην έχει αλλάξει τίποτα -παραμένω ένας βαρετός τύπος που αποσυντίθεται λόγω γήρατος και σε λίγα χρόνια θα χρειάζεται νοσοκόμα αντί για ερωμένη. Εντάξει, σύμφωνα με τους υπόλοιπους αυτό κάνω πάντα -την κοπανάω όταν ζορίσουν τα πράγματα, μαλακίες… Ξέρω πολύ καλά πώς φεύγω όταν δεν υπάρχει κανένας λόγος να μείνω, έτσι έκανα πάντα. Από τότε που οι δέκα γίναμε χίλιοι και δυο χιλιάδες και μετά ακόμα περισσότεροι κι όταν συμβαίνει αυτό εμφανίζονται οι αρχηγοί, οι κάτοχοι της μίας και μοναδικής αλήθειας, αρχίζουν τα «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας» και τότε δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις γιατί δεν έχεις δικαίωμα να τους σκοτώσεις (πώς δηλαδή; επειδή εσύ δεν τους γουστάρεις; μα τους θέλουν οι άλλοι…) κι έτσι φεύγεις, να πάνε να γαμηθούν κι αυτοί και όσοι τους προσκυνάνε στην τελική.

Η αεροσυνοδός έσερνε το καροτσάκι με τα φαγητά και μου γάμησε τον αγκώνα κανονικά -ξύπνησα, μου ζήτησε συγνώμη, χαμογέλασα, πήγα να κοιμηθώ ξανά αλλά ήταν μάταιο. Πόσες ώρες πέρασαν; Πόσες έμειναν; Λίγες με πολλές…

 

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη μέση ενός υγρού απογεύματος, μας άφησαν να πάμε με τα πόδια μέχρι την αίθουσα αφίξεων -πονούσα παντού από την ακινησία, ήθελα να καθίσω οκλαδόν στο διάδρομο προσγείωσης και να καπνίσω 5-6 τσιγάρα κολλητά. Αντί γι΄αυτό ακολούθησα το κοπάδι. Στην ουρά για έλεγχο διαβατηρίων, όταν έφτασε η σειρά μου ένας μουλάτος με πράσινα μάτια έριξε το χειρουργικό του βλέμμα στην κατάστασή μου πριν διαβάσει όσα έγραφε το διαβατήριο. «Σκοπός επίσκεψης;» «Για τουρισμό». «Πού θα μείνετε;» Έδωσε τη διεύθυνση του Τόνυ και της Ντιάνα, μου ευχήθηκε καλή διαμονή και βγήκα σχεδόν τρέχοντας από το κτίριο για να βρω την πιάτσα των ταξί. Κάπνισα δυο τσιγάρα χαζεύοντας την κίνηση, έβγαλα το μπουφάν μου και η υγρασία κόλλησε στα χέρια μου σα γράσο. Ανάπνευσα χουρμάδες και μαζούτ.

 

Πλησίασα το πρώτο ταξί στη σειρά και του ζήτησα να με πάει στην παλιά πόλη και να με αφήσει στην Κάρντενας. «Πρώτη φορά στο νησί;» με ρώτησε ο μαύρος που οδηγούσε. «Έχω ξανάρθει», είπα. Στο ραδιόφωνο έπαιζε κλασική μουσική, κάτι χεβυμεταλάδικο τύπου Μπετόβεν ή Βάγκνερ -δεν ήμουν σίγουρος.

 

Έπαιρνε να σκοτεινιάζει αλλά τα φώτα της παλιάς πόλης δεν είχαν ακόμα ανάψει. Περπάτησα καπνίζοντας, πολλοί τουρίστες και κάμποσοι ντόπιοι που τους έβλεπαν σαν κινούμενα δολάρια, σταμάτησα σε μια βιτρίνα να κοιταχτώ, μια χαρά χάλια ήμουν. Μετά πήρα αργά το δρόμο για το μπαρ, ήταν καμιά διακοσαριά μέτρα πιο κάτω, απ΄ότι θυμόμουν. Ένας ντόπιος μου χαμογέλασε και πρότεινε να με πάει στο καλύτερο μπαρ του νησιού. «Είμαι μορμόνος, δεν πίνω», του είπα. Ξεκαρδίστηκε.

 

Το μπαρ ήταν ήσυχο -μια παρέα βορειοευρωπαίων που έτρωγε νωρίς το βραδινό της και κάτι λατίνοι που έπιναν αργά τον καφέ τους. Πέρασα το κεντρικό δωμάτιο, βγήκα πίσω, στο αίθριο.

 

Εκεί ήταν. Μακριά από τους υπόλοιπους, με ένα μισοτελειωμένο Ντάκιρι κι ένα χοντρό βιβλίο που το κράταγαν ανοιχτό τα γυαλιά ηλίου της. Ακούμπησα στην πόρτα που έβγαζε προς το αίθριο και την κοίταζα για ατέλειωτες ώρες διάρκειας 30 δευτερολέπτων. Μετά κάποια με έσπρωξαν για να μπουν, ένας μαύρος με βιολί κι ένας λευκός με κιθάρα. Ένιωσα υπέροχα, ετοιμάστηκα να την πλησιάσω όσο οι τύποι θα έπαιζαν το Too marvelous for words

 

Ξεκίνησα με αργό βήμα, προσπαθώντας να συντονιστώ με τους μουσικούς. Κι εκείνοι ξεκίνησαν. Έφτασα δυο μέτρα πίσω της και τότε το κατάλαβα. Έπαιζαν το Μπίλι Τζιν, αν έχεις το θεό σου δηλαδή…

 

Έβαλα τα γέλια -έτσι γύρισε και με είδε.

 

Χαμογέλασε θλιμμένα. Αλλά δεν κατάλαβα αν ήταν για μένα ή για το τραγούδι.

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

 



[1] «Butch Cassidy and the Sundance Kid», George Roy Hill

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι